Έγινε προχθές στην πόλη κάτι το οποίο εκτενώς παρουσιάστηκε
και σχολιάστηκε από τα ΜΜΕ και φυσικά ακόμη περισσότερο από τα κοινωνικά δίκτυα
καθώς αυτά πλέον με τα εργαλεία τους είναι πιο κοντά στην πηγή της είδησης και
το οποίο, σε πολλούς φάνηκε ότι το αποκαλούμενο κράτος των Εξαρχείων
ταπεινώθηκε. Λίγοι όμως πιστεύουν πως αύριο – μεθαύριο δεν θα αρχίσει πάλι ένας
νέος γύρος εχθροπραξιών με την Αστυνομία και οι γνωστοί άγνωστοι παραβατικοί μαζί
με τους ιδεολόγους του μπάχαλου θα ξαναπιάσουν τα πόστα τους στις γωνίες και
στα σκοτεινά στενά σαν να μην έχει συμβεί απολύτως τίποτα.
Ήταν μια οργανωμένη επιχείρηση της Αστυνομίας η οποία για
πρώτη φορά από την δεκαετία του ’80 έκανε δυναμική την παρουσία της στην
πλατεία και άνδρες της δεν αρκέστηκαν σε αυτό, ανέβηκαν και σε κάποιες
ταράτσες. Εκεί στα πλυσταριά ανακάλυψαν (με την βοήθεια των drones βέβαια
που τα εντόπισαν νωρίτερα) εργαλεία και υλικά που χρησιμοποιούν οι μπαχαλάκηδες
ή αναρχικοί ή αντιεξουσιαστές ή αλληλέγγυοι – όπως και να τους ονομάσει κάποιος
από τις πράξεις τους φαίνονται τι είναι – προκειμένου να διατηρήσουν το
ακαταδίωκτο για ένα σωρό σκοτεινές υποθέσεις στην περιοχή.
Αυτά είναι ζητήματα που ασφαλώς αφορούν και ζητούν λύση τις
αρχές της Πολιτείας και του Δήμου και ανάλογα με τις εξελίξεις που θα προκύψουν
θα κριθούν τόσο από τους κατοίκους των Εξαρχείων, όσο και από τους υπόλοιπους
πολίτες της χώρας που δεν γνωρίζουν ακριβώς τι συμβαίνει εκεί και οι
περισσότεροι ενημερώνονται από την τηλεόραση ενώ οι ακατέργαστες ειδήσεις από
τα κοινωνικά δίκτυα διαδίδονται αστραπιαία. Έτσι δημιουργείται η εντύπωση πως
τα Εξάρχεια είναι κατειλημμένα από συμμορίες που ζουν από το έγκλημα, πουλώντας
ναρκωτικά, κλέβουν, πουλάνε προστασία και άλλα που τρομάζουν τον οποιοδήποτε
πολίτη και αποφεύγει να τα πλησιάσει.
Τα Εξάρχεια όμως πριν αποκτήσουν αυτή τη φήμη ήταν μια
κανονική γειτονιά, ασφαλώς πιο ανοιχτή από πολλές άλλες κεντρικές της Αθήνας
και τούτο οφείλονταν πρώτα – πρώτα στους κατοίκους της. Όσοι τα ζήσαμε τα
τελευταία σαράντα χρόνια γνωρίσαμε πολλούς ηλικιωμένους που ζούσαν στο παλιό
πατρικό τους το οποίο δεν δόθηκε αντιπαροχή να γίνει πολυκατοικία, άλλους που
γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εκεί και φυσικά δεκάδες ενοικιαστές που τα προτιμούσαν
για τον δικό του λόγο ο καθένας. Ως κέντρο δε απόκεντρο της πόλης και ανάμεσα
στα Πανεπιστήμια είχαν κίνηση από επισκέπτες όλο το εικοσιτετράωρο και για αυτό
εκεί εύρισκε ανοιχτά καταστήματα για φαγητό και διασκέδαση ως αργά το βράδυ. Τα
πάμπολλα δε τυπογραφεία που λειτουργούσαν εκεί και η γειτνίαση με μεγάλα
βιβλιοπωλεία ήταν η αιτία να γίνουν στέκι για πολλούς ανθρώπους του πνεύματος.
Σε αυτό το ανεκτικό περιβάλλον μπόρεσαν να χωθούν και
αναπτύχθηκαν ραγδαία και διάφορα άτομα και ομάδες που προωθούσαν ναρκωτικά και
με τα χρόνια το κακό απλώθηκε και έγινε καθεστώς. Οι κάτοικοι δεν μπορούσαν να
αντιδράσουν σε αυτό το φαινόμενο, ούτε η Αστυνομία μπορούσε να το ελέγξει μέχρι
που τα πράγματα ξέφυγαν εντελώς όταν χρήστες και έμποροι άρχισαν να
προστατεύονται από διάφορες ομάδες που άλλα έδειχναν ότι έκαναν κι άλλες τελικά
καταστάσεις εξυπηρετούσαν και μάλιστα τόσο φανερά και προκάλυπτα. Στην σκιά αυτών
συγκεντρώθηκαν στην περιοχή και ένα σωρό περιθωριακοί ενώ εσχάτως δεν λείπουν
και οι μετανάστες που τελικά αποτελούν ένα μεγάλο τμήμα των παρεπιδημούντων και
δρώντων ποικιλοτρόπως στα Εξάρχεια.
Στη ζοφερή εικόνα των Εξαρχείων ξεχωρίζουν πλέον μόνο κάποιες
φευγαλέες στιγμές που θυμίζουν την χαμένη κανονικότητα και αυτές είναι ίσως που
πρέπει να προσέξουμε γιατί αποτελούν παρακαταθήκη μιας γειτονιάς που πληρώνει
ακριβά το τίμημα να τη θεωρούν άλλοι ως χώρο που ο καθένας κάνει ότι θέλει
χωρίς να έχει γι’ αυτό ανάλογες συνέπειες.
ΑΘΗΝΑ, 19112019. Εφημερίδα "Φιλελεύθερος", σελ. 39
Επειδή πολύς λόγος γίνεται για τα Εξάρχεια αυτές τις ημέρες και καθότι κάτοικος της περιοχής επί 35 χρόνια πριν μετακομίσω στην Αχαρνών έχω να πω και εγώ δυο λόγια. Στον σημερινό «Φιλελεύθερο» το κείμενο και η φωτογραφία.
ΑπάντησηΔιαγραφή