Ο Ηλίας Καραμέτος παίζει βιολί στο πανηγύρι της Παναγίας της
Σπινάσας το 2014.
|
Από τα πρώτα παιδιά της Νεράιδας που γεννήθηκαν όταν η
Ελλάδα δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει την εισβολή των Γερμανών και να αρχίσει η
τρομερή Κατοχή, ήταν ο Ηλίας Καραμέτος
(1941) ο πρώτος γιός του Γιώργου Καραμέτου και της Ελένης (το γένος
Μπέσα) από τη Δάφνη. Από εκείνη την εποχή το μόνο που θυμάται αμυδρά ήταν ο
Φράνκο, ένας Ιταλός στρατιώτης τον οποίο μετά την παράδοση της Μεραρχίας
Πινερόλο πήραν στο σπίτι οι Καραμεταίοι και για να ζήσει, έβαζε κι αυτός πλάτη στον
κοινό αγώνα πλέον της επιβίωσης...
Η οικογένεια του Γιώργου Καραμέτου το 1950. Ο πατέρας
Γιώργος,
η μητέρα Ελένη, ο Χρήστος, η Κατερίνα, ο Ηλίας και ο Τάσος.
|
«Ο πατέρας μου ήταν λίγο αγρότης, λίγο κτηνοτρόφος αλλά κυρίως ήταν βαρελάς, έφτιαχνε βαρέλια και ένα σωρό άλλα αντικείμενα που είχαν ανάγκη στο χωριό από ξύλο και οι δουλειές του ξεπερνούσαν τα σύνορα της Νεράιδας, πήγαινε σε όλα τα χωριά γύρω και έφτιαχνε ή επισκεύαζε βαρέλια. Η μεγαλύτερη όμως πελατεία του ήταν στα λιβάδια που ξεκαλοκαίριαζαν οι βλάχοι, στην Μπέσια έρχονταν τότε από τη Βοιωτία που ξεχειμώνιαζαν περί τις 60-70 οικογένειες βλάχων, στην Κοκκινόβρυση έρχονταν οι Καλέδες από τον Αλμυρό. Δεν τους προλάβαινε και πολλές φορές κάθονταν το χειμώνα και έφτιαχνε τις παραγγελίες που του έκαναν για να τα βρουν έτοιμα την άνοιξη που ανέβαιναν στο βουνό. Έφτιαχνε και μεγάλα βαρέλια για κρασί, και κάδες και καρούτες που χώραγαν έξι και επτά τόνους. Τέτοια πήγαινε και έφτιαχνε στα χωριά που έβγαζαν κρασί και τσίπουρο, όπως στο Καλεσμένο και άλλα. Είχε εργαστήριο στο σπίτι, με όλα τα απαιτούμενα εργαλεία αλλά μετά τον τριετή εκπατρισμό τους το ’47, σαν επέστρεψαν στο χωριό δεν βρήκαν τίποτα, τα είχαν πάρει οι αντάρτες και τα σκόρπισαν εδώ κι εκεί».
.....
Ήταν μεγάλη οικογένεια οι Καραμεταίοι από τις πιο
ευκατάστατες στο χωριό. Ο παππούς του, ο Δημήτρης Καραμέτος, είχε μαζί με τα
παιδιά του, Γιώργο, Χρήστο, Νίκο και Κώστα τον μύλο κάτω χαμηλά στην περιοχή
που λέγεται και σήμερα Μαντάνια και τον λειτουργούσαν όλο τον χρόνο αφού μάζευε
νερά από τον Μέγδοβα που δεν στέρευε ποτέ και έρχονταν από όλα τα χωριά γύρω να
αλέσουν. Είχαν και μαντάνια, γέμιζε ο χαλιάς την άνοιξη και το καλοκαίρι από
τις πολύχρωμες κουβέρτες και μπαντανίες που πήγαιναν μετά την ύφανσή τους να
πλυθούν και να μαλακώσουν. Αυτό το μεγάλο συγκρότημα της υδροκίνησης
λειτούργησε μέχρι το 1947 και σαν έφυγαν το διέλυσε όπως και πολλούς άλλους
μύλους ο στρατός για να μην αλέθουν οι αντάρτες. Οι Καραμεταίοι είχαν ακόμη καμιά εξηνταριά
γελάδια και βόδια και 500 γίδες που ξεχειμώνιαζαν στις Λογγές καθώς και περί τα
1.000 μελίσσια, φτιαγμένα με σανίδια και έβγαζαν πολύ μέλι. Στις Λογγές που
κοπρίζονταν καλά από τα γίδια έσπερναν φασόλια, πατάτες και καλαμπόκι, έβγαζαν
πολύ καλαμπόκι, γύρω στα 1.000 κιλά εκείνης της εποχής (ένα κιλό ήταν όσο
χωρούσε ένας γκαζοντενεκές). Βιος ατελείωτο δηλαδή και χάρη στο οποίο σώθηκε ο
κόσμος από τα χωριά των Αγράφων κυρίως από την πείνα που πλάκωσε στην Κατοχή.
Περνούσαν από εκεί και ζήταγαν μια χούφτα μπομπότα και οι Καραμεταίοι δεν το
λυπόνταν το σόδεμα, έδιναν σε όποιον έφτανε στο κατώφλι τους.
Ειδικά τα μελίσσια οι Καραμεταίοι τα πρόσεχαν πολύ και δεν
τα έπνιγαν όπως οι άλλοι που τα είχαν στα κοφίνια. Τα άνοιγαν, έβλεπαν τι είχαν
μέσα και ανάλογα έκοβαν όσο έπρεπε και άφηναν να φάει και το μελίσσι αν ή
χρονιά δεν ήταν καλή. Είχαν και άλλοι εκεί κάτω στις ρεματιές μελίσσια, όπως ο
Λάμπρος Ζήσης και βούιζε ο τόπος όλος από τις μέλισσες την άνοιξη και το
καλοκαίρι. Δεν πούλαγαν μέλι, ήταν μακριά η Καρδίτσα για να τη φτάσουν και το
κατανάλωναν στο σπίτι καθώς αποτελούσε μια βασική και καλή τροφή και την οποία
μπορούσαν, αν ήταν λίγο νοικοκυρεμένοι, να έχουν όλοι.
***
«Στην περίοδο της
Κατοχής και της Αντίστασης κυρίως, ούτε ο παππούς αλλά ούτε και κανένα από τα
παιδιά του αναμίχθηκε με τις οργανώσεις. Έδιναν τρόφιμα, σφαχτά, τυριά στους
αντάρτες, έδιναν και στη φτωχολογιά των Αγράφων, αλλά κανένας δεν πήρε επίσημα
το μέρος της μιας ή της άλλης πλευράς. Όταν, δε, δόθηκε η εντολή να φύγουν όλοι
για την Καρδίτσα, ξεκίνησαν κι αυτοί αφήνοντας πίσω τους τη σοδειά όλης της
χρονιάς, σοδειά που θα μπορούσε να θρέψει για πολύ χρόνο, πολύ κόσμο. Πήραν
μαζί τους μόνο όσο μπορούσαν να σηκώσουν στις πλάτες και σε ένα γαϊδουράκι που
είχαν.
»Από τα πράματα, τα οποία στο μεταξύ ο παππούς είχε μοιράσει
στους μπαρμπάδες μου, άλλα πρόλαβαν και τα πούλησαν, άλλα άρπαξαν οι αντάρτες,
άλλα πήρε ο στρατός, άλλα έφυγαν στα βουνά μόνα τους και τα έπιασαν μετά οι
αντάρτες και τα έφαγαν. Σαν φύγαμε, πήραμε μαζί μας μόνο δυο γίδες και δυο
γελάδες τις οποίες χάσαμε στο δρόμο, τις ξαναβρήκαμε και τις πούλησαν δυο λίρες
τη μια και τρεις την άλλη. Πήγαμε στις Καμινάδες, πρώτα στεγαστήκαμε σε μια
αποθήκη αλλά η νοικοκυρά που μας τη νοίκιασε, χήρα ήταν και βρήκε άντρα και
ετοιμαζόνταν να παντρευτεί, τους είπε πως την ήθελε κι έτσι φύγαμε και πήγαμε
σε ένα οίκημα-παράγκα στους στρατώνες το οποίο μοιράζονταν με μια οικογένεια
από τον Κλειτσό. Κοντά μας ήρθαν να μείνουν ο Μήτσος Κατσούλης που είχε
παντρευτεί την αδερφή του πατέρα μου Κωνστάντω και τα παιδιά τους και ο Κώστας
που είχε παντρευτεί τη Βαγγελή Βούλγαρη από τα Σαραντάπορα. Ο Νίκος είχε πάει
φαντάρος και ο παππούς είχε πεθάνει όταν ήταν ακόμη στις Καμινάδες και τον
έθαψαν στην Καρδίτσα.
»Μπροστά σε αυτή την κατάσταση αναγκάστηκαν και έχτισαν με
πλιθιά που έκοψαν οι ίδιοι τρία καμαράκια δίπλα στην παράγκα για να έχουν να
μαγειρεύουν. Ο πατέρας μαζί με τον Μήτσο Κατσούλη άρχισαν να κάνουν μεροκάματα
στο Δασαρχείο, στα φυτώρια αλλά και άλλες δουλειές όταν έβρισκαν, χτισίματα,
μερεμέτια στα σπίτια χωρίς πάντα να έχουν την ανάλογη επιτυχία γιατί δεν
ήξεραν. Μια φορά μάλιστα έχτισαν ένα τζάκι, μόλις που πρόλαβαν να φύγουν και
αυτό έπεσε γιατί ήταν ακόμη υγρά τα πλιθιά. Οι γυναίκες έμειναν στην παράγκα,
μαγείρευαν με ό,τι ψιλοπράγματα τους έδινε η ΟΥΝΤΡΑ αλλά και με αυτά που
αγόραζαν οι άντρες από τη δουλειά τους. Εγώ πήγα να συνεχίσω το Δημοτικό που
άφησα στη μέση σε ένα σχολείο στον Άγιο Κωνσταντίνο αλλά σύντομα με πήγαν σε
ένα άλλο.
«Όταν μπήκαν οι αντάρτες στην Καρδίτσα, έβαλαν φωτιά στις
εγκαταστάσεις στο σταθμό του τρένου και έσπασαν τις πόρτες από τις αποθήκες.
Όρμησε τότε ο κόσμος να πάρει αλεύρι και ζάχαρη. Άλλοι έμπαιναν μέσα και
γέμιζαν τις τσέπες τους ζάχαρη κι άλλοι σήκωναν ολόκληρα τσουβάλια. Πήγε και η
μάνα μου και πήρε ένα τσουβάλι αλεύρι κι ένα ζάχαρη και τα έφερε στην παράγκα.
Έβαλε τις φωνές ο πατέρας σαν την είδε να τα φέρνει, ακούστηκαν και κάποιοι να
διατάζουν ότι όσοι πήραν τρόφιμα από τις αποθήκες θα έπρεπε να τα πάνε πίσω.
Είχαν φέρει κι ένα κάρο μάλιστα και τα φόρτωναν. Φοβήθηκε η μάνα, τα πήγε, τα
εξαφάνισαν αυτοί οι επιτήδειοι. Μέσα στην αναμπουμπούλα, κάποιοι έσπασαν και
τις πόρτες από το ζαχαροπλαστείο του Κόκκα που ήταν εκεί κοντά, πηδήξαμε μέσα
όλα τα παιδιά και αρπάζαμε καραμέλες, λουκούμια, ό,τι μπορούσαμε. Το έμαθε ο
πατέρας μου και σαν γύρισα στην παράγκα μου έριξε ένα γερό χέρι ξύλο. Πήγα να
ξεφύγω αλλά δεν μπόρεσα γιατί είχαμε χτίσει έναν τοίχο γύρω από την παράγκα να
μη φεύγουν οι γίδες.
»Στο χωριό γυρίσαμε όλοι μαζί το ’50 και μετά χωρίσαμε. Η
γιαγιά έμεινε με τον πατέρα μου γιατί ο Χρήστος ήταν φαντάρος και ο Νίκος
παντρεύτηκε τη Μερόπη. Ό,τι πραγματάκια είχαμε πάρει μαζί μας στην Καρδίτσα τα
φέραμε πίσω, φέραμε και δύο γίδες. Η μια ήταν από αυτές που είχαμε πάρει όταν
φεύγαμε, την άλλη τη σφάξαμε αλλά γέννησε η άλλη κι έτσι ήταν πάλι δύο. Φέραμε
κι εκείνο το γαϊδουράκι με το οποίο πήγαιναν ο πατέρας με τον Μήτσο Κατσούλη
στις πλαγιές πιο πάνω από το Ρούσο και έβγαζαν ρίζες από τα πουρνάρια να
βάζουμε στη σόμπα και να μαγειρεύουμε. Μια φορά τους πήραν στο κυνήγι οι
αντάρτες, να τους πιάσουν και να τους πάρουν μαζί τους. Το έβαλαν στα πόδια
μόλις τους είδαν, έτρεξαν, βρήκαν ένα κάρο στο δρόμο και ανέβηκαν πάνω ενώ οι
σφαίρες βούιζαν δίπλα τους. Το γαϊδουράκι το παράτησαν αλλά αυτό βρήκε το δρόμο
και μετά από λίγες μέρες ήρθε στην παράγκα.
***
»Το σπίτι το βρήκαμε σε μαύρα χάλια. Είχαν φύγει τα
κεραμίδια και τα πατώματα ήταν ξεχαρβαλωμένα. Το ίδιο και τα πορτοπαράθυρα. Το
πατώσαμε πρόχειρα με ό,τι σανίδια βρήκαμε, μπήκαμε μέσα και ξεκινήσαμε από την
αρχή μια νέα ζωή. Πήγαμε κάτω στα μαντάνια, πιάσαμε να σκάβουμε με τα τσαπιά.
Σε άλλους χωριανούς είχε δώσει γελάδια η ΟΥΝΤΡΑ, σε ορισμένους και μουλάρια
αλλά εμάς δεν μας έδιναν. Σε αυτά τα πράγματα έκανε κουμάντο ο Χρήστος Σερ. Καραμέτος
που ήταν και ξάδερφος του πατέρα μου αλλά σε μας δεν έδινε χαρτί να πάμε στο
Καρπενήσι να πάρουμε. Έκανε αιτήσεις ο πατέρας αλλά αυτός τίποτα. Είχε περάσει
ένας χρόνος από τότε που έκανε διανομές η ΟΥΝΤΡΑ και ο πατέρας σηκώθηκε και με
το έτσι θέλω πήγε στην υπηρεσία στο Καρπενήσι και γύρισε στο χωριό με τα πόδια
από το Βελούχι, τη Φουρνά, τον Κλειτσό με δυο προβατίνες και ένα κριάρι. Είχαμε
κάνει στο μεταξύ πέντε-έξι γιδούλες, τις σμίξαμε με τα πρόβατα κι έτσι είχαμε
λίγο ξινοτύρι. Για τυρί, ούτε λόγος, ήταν πολυτέλεια τότε για όλους μας. Για να
οργώσουμε παίρναμε ένα ζευγάρι βόδια από τον Μήτρο Θάνο, μέχρι να πάρουμε
μουλάρι με δάνειο από την τράπεζα. Δεν τον πληρώναμε, τα έδινε ο κόσμος τότε τα
πράματα άμα έβλεπε πως ο άλλος είναι σε ανάγκη. Σαν άρχισε να παίρνει πάνω του
το χωριό και ο κόσμος, πιάνει πάλι ο πατέρας τα βαρέλια κι εγώ αναλαμβάνω πια
το αλέτρι στο χωράφι.
»Σαν τελείωσα το Δημοτικό, είπαμε να πάω στο Νυχτερινό
Γυμνάσιο για να δουλεύω την ημέρα. Έτσι ξεκινήσαμε από το χωριό τρία παιδιά, εγώ,
ο συγχωρεμένος ο Λάζαρος Μπαλτής και ο ξάδερφός μου Γιώργος Καραμέτος με έναν
τροβά στον ώμο, με μια αλλαξιά και λίγα πράγματα να τρώμε. Ψάχναμε για δουλειά
αλλά πού να βρούμε; Και τι δουλειά να κάναμε, 12-13 χρονών παιδιά; Πηγαίναμε
καμιά μέρα στην ταβέρνα του Κορόζη και πλέναμε τα ταψιά και μας έδινε να φάμε.
Πηγαίναμε στη λαϊκή, μας έβαζαν οι μανάβηδες να φωνάζουμε και μας έδιναν κανένα
πεπόνι να φάμε. Τι να μας έστελναν και από το σπίτι; Σάμπως είχαν; Μέναμε σε
μια αποθηκούλα που πληρώναμε έχοντας κατά νου να πιάσουμε ένα δωμάτιο σαν
βρίσκαμε δουλειά. Κάτσαμε κάνα μήνα και σαν βαρεθήκαμε να ψάχνουμε για δουλειά
και να πεινάμε αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω στο χωριό. Είχαμε ένα δίφραγκο σαν
ξεκινήσαμε, ούτε θυμάμαι που το βρήκαμε και με αυτό πήραμε μια οκά σταφίδες και
ένα καρβέλι ψωμί να έχουμε στο δρόμο. Μια σταφίδα έτρωγε ο ένας, μία ο άλλος.
Μια χαψιά ψωμί ο ένας, μια ο άλλος. Τα φάγαμε, ψοφήσαμε από την πείνα μέχρι να
έρθουμε εδώ με τα ποδάρια. Έτσι πάει το Γυμνάσιο. Εγώ στενοχωρέθηκα αλλά η μάνα
μου το χάρηκε που θα είχε κάποιον να στέλνει στα γίδια και να κάνει τις
δουλειές των χωραφιών. Είχαμε τότε καμιά δεκαπενταριά, μετά τα φτάσαμε πενήντα,
γίδια και πρόβατα μαζί. Πήγαινα εγώ, πήγαινε και ο αδερφός μου. Τότε ήταν που
εγώ άρχισα να καταπιάνομαι με τα όργανα.
***
»Είχα κλίση στα όργανα, είχα μεράκι. Ξεκίνησα με φλογέρα,
έπαιζα στο σχολείο σαν γυρίσαμε στο χωριό που πήγα να τελειώσω τις τάξεις και
χόρευαν τα δασκαλούδια. Τρία χρόνια έκανα να πάρω απολυτήριο, έχασα και μια
χρονιά, τέσσερα. Σαν τελείωσα το σχολείο ήθελα να συνεχίσω και κοίταξα να πάρω
ένα κλαρίνο. Είχαμε ένα γείτονα, τον Γιώργο Λυρίτση, είχε ένα παλιοκλάρινο και
μου το έδωσε και μάθαινα να παίζω. Ήθελα να πάρω καινούργιο, ζήταγα λεφτά από
τον πατέρα και αυτός μου έλεγε πως δεν έχουμε, πληρώναμε ακόμη τις δόσεις του
δανείου για το μουλάρι. Τότε ένας Γάκης, Κωνσταντίνος που ήταν φύλακας στις
φυλακές Αλμυρού είχε φτιάξει ένα βιολί και το πούλαγε 200 δραχμές. Το πήρα και
άρχισα σιγά σιγά να μαθαίνω. Ήταν εδώ ένας γέρος, ο Φώτης Αυγέρης που τον είχα
μπάρμπα κιόλας και ήξερε από βιολί. Πήγα να τον ρωτήσω, δεν έδειξε ενδιαφέρον
κι έτσι άρχισα μοναχός μου να το κουρντίζω και να μαθαίνω και μέσα σε 17 ημέρες
έπαιξα ολόκληρο τραγούδι, τη “Βλάχα”. Το άλλο που έμαθα να παίζω μετά ήταν το
“Μπήκαν τα γίδια στο μαντρί”. Έπαιζα στο σπίτι και έλεγε ο πατέρας μου ότι του
παίρνω τ’ αυτιά κι έτσι αναγκάστηκα να πηγαίνω στη ράχη Κουτσοχέρη, πιο πέρα
από το χωριό και κάτω από τα γάβρα να μην ακούγομαι και συγκεντρωνόμουν.
»Εμένα με είχε βαφτίσει ο Αντώνης Γιανέλλος από το Καροπλέσι
αλλά έμενε κάτω στα Κουκέικα, απέναντι από το χωριό μας και τα παιδιά αυτού
ήταν οργανοπαίχτες. Ο μεγάλος, ο Μήτσος που έπαιζε το καλύτερο βιολί τότε εδώ
μέσα και μετά έφυγε και πήγε στον Αλμυρό και ο Στέφανος που ήταν τρία χρόνια
μεγαλύτερος από μένα και μόλις απολύθηκε από φαντάρος ήρθε στα Κουκέικα. Πήγα
τον είδα, μου είπε πώς να πιάνω το βιολί. Έκανα όπως μου είπε και μέσα σε ένα
εξάμηνο παίζαμε μαζί. Το μάζευα, όταν δεν είχαμε δουλειές στο σπίτι ή τις
τέλειωνα νωρίς από τη Νεράιδα και πήγαινα στα Κουκέικα να μου δείχνει. Σαν
προχώρησα κι εγώ αρχίσαμε να πηγαίνουμε στα πανηγύρια και εκτός από το βιολί
έκανα και τον τραγουδιστή μέχρι που έπαθα φαρυγγίτιδα και σταμάτησα. Τότε στο
χωριό μας έπαιζαν οι Γιώργος Λυρίτσης κλαρίνο και τα αδέρφια Σπύρος και Βάιος
Μπαλτής κιθάρα και έκαναν παρέα να παίζουν στα πανηγύρια, στους γάμους και στα
μαγαζιά. Εγώ έκανα παρέα με τον Στέφανο Γιανέλλο, παίζαμε κι εμείς στα
πανηγύρια και στα μαγαζιά. Πήρα πολύ καλές βάσεις απ’ αυτόν που ήταν και απόφοιτος
Γυμνασίου. Ήταν το καλύτερο βιολί και όπως έπαιζε αυτός άρχισα κι εγώ να
μαθαίνω να παίζω. Έκανα όμως παρέα και με τον Γιώργο Λυρίτση και τον Σπύρο
Μπαλτή, όπως λάχαινε η μέρα και κατά πώς ευκαιρούσε ο καθένας.
***
»Είχε πολύ κόσμο τότε το χωριό και πολλά μαγαζιά που
παίζαμε, της Σοφίας Αυγέρη, του Γιώργου Ζήση, του Ρίζου Βούλγαρη, το μαγαζί του
Μπέλλου που κρατούσε η Τσιτσιμπίνα, του Νίκου Μητσάκη. Έρχονταν κόσμος σε όλα
τα μαγαζιά, μας φώναζαν οι παρέες και παίζαμε τη νύχτα και τις γιορτάδες μετά
την εκκλησία. Βγάζαμε κάτι λίγα λεφτά, στα πανηγύρια μπορεί να φτάναμε και τις
50 δραχμές μεροκάματο. Παίζαμε σε γάμους, γίνονταν συνέχεια γάμοι τότε, ήθελε ο
κόσμος μετά από τόσα χρόνια πόλεμο και βάσανα να το ευχαριστηθεί. Στον πρώτο
γάμο που έπαιξα ήταν το 1960 στο γάμο του Βαγγέλη Θάνου και της Όλγας Βούλγαρη
από τα Σαραντάπορα. Ήμουν τότε 19 χρονών.
»Έξω από το χωριό άρχισα να βγαίνω από τα 17 μου. Το 1957 -
1958 έπαιξα στο Καροπλέσι, με τον Στέφο Γιανέλλο και τον αδερφό του, δυο βιολιά
αυτοί, τραγούδι εγώ και βιολί. Οι Καροπλεσίτες ήταν οι πιο γλεντζέδες στην
περιοχή τότε. Και αποπέρα στα Κουκέικα, επίσης το ίδιο. Στα Κουκέικα έμειναν
καμιά 30αριά οικογένειες και κάθε Κυριακή είχαν χορό σε κάποιο σπίτι. Μαζεύονταν
όλοι, σαν να έκαναν γάμο. Πηγαίναμε και παίζαμε εκεί, δεν βγάζαμε πολλά αλλά
μας άρεσε. Στο Καροπλέσι παίζαμε μαζί σε όλα τα πανηγύρια και στους γάμους.
Γίνονταν κι εκεί τότε πολλοί γάμοι. Παίζαμε και στα μαγαζιά, πιο πολύ στο
μαγαζί του Μήτσου Φώτη. Οι άλλοι από το χωριό, ο Λυρίτσης και οι Μπαλταίοι
έπαιζαν κι αυτοί στο χωριό, έπαιζαν και στα Σαραντάπορα αλλά έπαιζαν και στον
Κλειτσό και στα χωριά προς τα εκεί πέρα, σαν να τον είχαμε μοιράσει τον τόπο να
μη μαλώνουμε.
»Το πρώτο βιολί το παράτησα, πήρα ένα άλλο και έπαιζα. Πήγα
στην Καρδίτσα, στον Μωϋσή Καπέτα ο οποίος είχε μεγάλο μαγαζί και πούλαγε και
όργανα και ρούχα. “Πόσα έχεις;” μου λέει. “Ε, δεν έχω πολλά. Δυο τρία
κατοστάρικα”. “Έχεις τρία κατοστάρικα;΄” λέει. “Έχω”. “Ήθελα να πάρω και κάτι
άλλο”, λέω, “κανένα ρούχο”. Ο Καπέτας είχε κάτι βιολιά, του εργοστασίου ήταν
αλλά ήταν καλύτερα από αυτό που είχα πάρει από τον Γάκη. Με είδε να
στεναχωριέμαι και μου λέει, “Φέρε τα λεφτά εδώ”. Τα δίνω. “Διάλεξε ένα βιολί
και κοίταξε τι άλλο θέλεις να πάρεις”. “Να πάρω και ένα παντελόνι θέλω” του
είπα. “Σύρε, πάρε το παντελόνι πάρε και ένα πουκάμισο. Πάρε και κάνα δυο
πουκάμισα από εκείνα τα δεύτερα, είναι λίγο χοντρά αλλά καλά. Να γίνεις καλός
οργανοπαίχτης και να έρθεις να σε ακούσω”, μου είπε. Τα πήρα, είπα χίλια
ευχαριστώ. Ήρθα στο χωριό, μάζεψα καμιά 10αριά κιλά καρύδια και του τα πήγα στο
μαγαζί στην Καρδίτσα. “Αυτά του λέω από μένα γιατί ήσουν τόσο καλός μαζί μου”.
“Πούλα τα να πάρεις καμιά δραχμή” μου λέει. “Όχι του λέω, είναι για σένα” και
του τα άφησα. Πήγαινα και μετά που πιάστηκα στο μαγαζί, έπαιρνα χορδές από
αυτόν, έπαιρνα κανένα ρούχο, τα λέγαμε.
***
»’Ηρθε η ώρα να πάω στο στρατό, με την ειδικότητα του
ταχυδρόμου και υπηρέτησα στα Γιάννενα. Εκεί πέρασα στρατοδικείο γιατί ως
συνοδηγός ήμουν υπεύθυνος γιατί κύλησε ένα αυτοκίνητο που πηγαίναμε αλεύρια και
δεν είχαμε βγάλει φύλλο πορείας. Το δικαστήριο θα γίνονταν στην Κοζάνη, ήταν να
με δικάσουν δυο χρόνια, με δίκασαν ένα και γύρισα στη μονάδα μου. Από εκεί ο
διοικητής, ένας καλός άνθρωπος, με έστειλε στη Λάρισα στο Κέντρο Διερχομένων.
Κι εκεί ο διοικητής μου εξηγήθηκε καλά. “Θα σου δίνω άδειες να βγαίνεις και να
πηγαίνεις και στο χωριό, αλλά κοίτα να είσαι συνεπής στην επιστροφή. Μια μέρα
να αργήσεις, πάει η άδεια”. Έτσι ερχόμουν συνέχεια στο χωριό και σαν επέστρεφα
του πήγαινα καρύδια. Σε μια τέτοια άδεια, το 1964, παντρεύτηκα και την
Κωνσταντίνα Σπινάσα. Μετά σαν γύρισα στη μονάδα στα Γιάννενα με έστειλαν στην
Καστοριά και υπηρέτησα τον ένα χρόνο φυλακής που μου επέβαλλε το Στρατοδικείο.
Το είχα πάντα μαζί μου το βιολί και όταν μου δίνονταν η ευκαιρία έπαιζα.
»Κάτσαμε στη Νεράιδα μέχρι το 1978 κι εδώ γεννήθηκαν και τα
τρία παιδιά μας, ο Γιώργος το 1966, ο Βάιος το 1968 και η Ελεάννα το 1972.
Αναγκαστήκαμε να φύγουμε γιατί ο Γιώργος είχε βγάλει το Δημοτικό και έπρεπε να
πάει Γυμνάσιο κι έτσι κατεβήκαμε στην Αθήνα και πιάστηκα σε δουλειά, στην
Κόκα-Κόλα, στην Κηφισιά, με μισθό 9.000 δραχμές. Με έβαλαν στη διανομή που
μοιράζαμε προϊόντα στα μαγαζιά. Σαν πήγαμε σε ένα εστιατόριο στην Αχαρνών, κοιτάω
μέσα, είχαν μια κιθάρα κρεμασμένη. Λέω σε εκείνον που ήταν στο μαγαζί “Βλέπω
κιθάρα, παίζει κανένας εδώ κιθάρα;” “Γιατί ρωτάς;” μου λέει. “Είμαι
οργανοπαίχτης, παίζω κιθάρα”, του λέω. “Έχεις παρέα;” “Έχω παρέα”. Είχα
γνωρίσει κάτι παιδιά από εδώ κι εκεί που ήταν μουσικοί. Το Νίκο Τσάκα
συμπατριώτη από το Καταφύλλι που έπαιζε κλαρίνο, γνώρισα και άλλους από άλλα
μέρη. Κάνω μια γυροβολιά στο Καφενείο των Μουσικών στη Σατωβριάνδου και έγινε η
παρέα, ένας τραγούδαγε κι έπαιζε κιθάρα, ένας κλαρίνο κι εγώ βιολί. Πάμε και
του το λέμε στο μαγαζάτορα, Τάσο τον έλεγαν. “Λεφτά δεν έχει από μένα λέει,
ό,τι βγάλετε μοναχοί σας. Εγώ βάζω το κρασί και το μεζέ και κάθήστε παίξετε”.
Πάμε, ένα Σαββατόβραδο ήταν. Κάτσαμε, κουρντίσαμε, αρχίσαμε να παίζουμε, είπαμε
μερικά τραγούδια, δεν χόρευε κανένας. Κάποια στιγμή μπαίνει μια παρέα στο χορό,
χορεύει. Μπαίνει και άλλη μετά. Μαζέψαμε εκείνο το πρώτο βράδυ 16.000. Το είδε
αυτό το αφεντικό, ελάτε και αύριο το βράδυ μας λέει. Πήγαμε και το άλλο βράδυ,
Κυριακή και τα ίδια σε γλέντι και εισπράξεις. Στην εταιρεία έπαιρνα 9.000 το
μήνα στην αρχή. Ήταν πολύ λίγα αλλά ήταν και ψώνια φτηνά τότε. Αφού είδα πως με
το βιολί έβγαζα περισσότερα, λέω, γιατί να κάτσω εδώ; Ήταν μια δύσκολη απόφαση
αλλά ήθελα και την ασφάλεια. Λέω, θα καθίσω στην εταιρία και θα παίζω
Σαββατοκύριακα όταν βρίσκω. Έτσι ξεκίνησα και σιγά-σιγά έβγαζα μέχρι 60.000 το
μήνα παίζοντας τα Σαββατοκύριακα βιολί.
»Παίζαμε συνέχεια στο ίδιο μαγαζί στην Αχαρνών και είχε
επιτυχία. Τότε ήταν που ήρθε ένας άλλος, από διπλανό μαγαζί και μας είπε να
πάμε να παίξουμε σε αυτόν. Εμείς δεν θέλαμε να τα χαλάσουμε με το πρώτο
αφεντικό, Τάσο τον έλεγαν, αλλά αυτός επέμενε και πήγε ο ίδιος και του το
ζήτησε, πρέπει να ήταν συγγενείς μάλλον και γι’ αυτό μας άφησε να πάμε να
παίξουμε και στον άλλον, Παπαναστασίου τον έλεγαν εκείνο και είχε μεγάλη
ταβέρνα. “Θα σας δίνω 50 δραχμές αέρα” μας είπε αυτός “και αν πάμε καλά θα τις
κάνω 100 και ό,τι βγάζουμε” ήταν η συμφωνία κι έτσι ξεκινήσαμε και σε αυτόν.
Σιγά σιγά ύστερα γνωρίσα και έπαιξα με
πολλούς άλλους οργανοπαίχτες σε πολλά μαγαζιά, πήρα μικροφωνική, πήρα
αυτοκίνητο να κινούμαι, βάλαμε τηλέφωνο να με βρίσκουν όσοι ήθελαν, άρχισα να
βγαίνω και έξω από την Αθήνα. Όλο το χειμώνα του ’80 έπαιξα στο Γέρακα. Ήταν
τόσα πολλά τα μαγαζιά που έπαιξα που ούτε τα θυμάμαι πια.
»Έπαιζα και στην εταιρία. Είπα κάποια στιγμή να φύγω αλλά
έκατσα για την ασφάλεια, πήρα σύνταξη το 2001 από την Κόκα-Κόλα. Όταν είπα να
φύγω, με κάλεσε ο προϊστάμενος και με ρώτησε γιατί ήθελα να φύγω. “Έτσι κι έτσι
του λέω”. “Παίζεις όργανο; Δεν το ήξερα”. “Παίζω. Θα κάνουμε ένα πάρτι στην
εταιρεία μου λέει, φτιάξε συγκρότημα και έλα”. Έτσι άρχισα να παίζω στις
γιορτές που έκανε η εταιρία και στην Αθήνα και στην επαρχία, έπαιζα και στο
σωματείο, πήγαινα και στις εκδρομές που κάναμε και έπαιζα. Πήγαινε πολύ καλά
τότε η εταιρεία και έκανε πολλές εκδρομές για τους εργαζόμενους. Δούλευα καλά
τότε και πληρωνόμουν και καλά. Όπου και να πήγαινα να παίξω, έγραφαν και το
μεροκάματο στην εταιρεία και δεν το έχανα. Ερχόμουν και έπαιζα στην Αταλάντη,
στον Άγιο Κωνσταντίνο, στις Λιβανάτες, όπου και να πήγαινα όμως θες το βράδυ,
θες το πρωί γύριζα στην Αθήνα. Με είχε μάθει όλος ο κόσμος, με ζητούσε να παίξω
σε γάμους, σε πανηγύρια, σε εκδηλώσεις. Έπαιζα παντού αλλά στη δισκογραφία δεν
πέρασα, έγραφα όμως σε κασέτες πολλά τραγούδια και από αυτές έχω κρατήσει
μερικές να θυμάμαι εκείνα τα χρόνια. Παίζω ακόμη σε κανένα πανηγύρι αλλά δεν
είναι όπως παλιά, τα χάλασε η κρίση...»
***
Ο Ηλίας με την
Κωνσταντίνα ζουν πλέον μόνιμα στο χωριό απ’ όπου απουσιάζουν μόνο λίγες μέρες
τα Χριστούγεννα που κατεβαίνουν στην Αθήνα να δούνε τα παιδιά τους και τα
εγγόνια τους. Στην Αθήνα ζουν ο γιος τους Βάιος που έχει καφετέρια στα Πατήσια
και η κόρη τους Ελεάννα που είναι σημαντικό στέλεχος σε εταιρεία καλλυντικών. Στην
Καρδίτσα ζει ο μεγάλος γιος τους Γιώργος ο οποίος είναι συνταξιούχος του
Πολεμικού Ναυτικού και του οποίοι οι δυο γιοι, ο Ηλίας και ο Φραγκίσκος, πήραν
από τον παππού τους το μεράκι του βιολιού και έχουν γίνει καλλιτέχνες του
βιολιού και είναι τα καμάρια του Ηλία.
Νεράιδα (Σπινάσα) Αγράφων. Σεπτέμβριος 2014.
ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ
Η αφήγηση του Ηλία Καραμέτου ο οποίος διαθέτει
και πλούσιο φωτογραφικό υλικό από τις εμφανίσεις του σε πανηγύρια, γάμους,
γιορτές και γλέντια βοήθησε να κάνουμε μια αναδρομή στις παλιές καλές στιγμές
του τόπου και να θυμηθούμε πρόσωπα από εκείνη την εποχή.
Στο πανηγυράκι της Ζωοδόχου Πηγής το 1962. Ο Γιώργος
Γιαννέλος
και ο Βάιος Μπαλτής παίζουν κιθάρα, ο Ηλίας Καραμέτος και ο
Στέφος Γιαννέλος
βιολί και το χωριό
χορεύει σε πολλές σειρές.
Ο Ηλίας Καραμέτος, ο Σπύρος Μπαλτής και ο Γιώργος Λυρίτσης επιστρέφουν στη Νεράιδα από το πανηγύρι του Κλειτσού και παίζουν στο δρόμο... |
Από το πανηγυράκι στη Σωτήρα. Στην ορχήστρα ο Βάιος και ο
Σπύρος Μπαλτής
και χορεύει η Αντιγόνη Ζήση, γυναίκα του Σπύρου Μπαλτή.
|
Κόσμος από τη Νεράιδα και τα άλλα χωριά, σε πανηγυράκι στο
Μέγα Λάκκο
των Αγίων Αποστόλων που γιορτάζει η εκκλησία του συνοικισμού.
|
Σε πανηγύρι στο Μέγα Λάκκο, οι νέοι της δεκαετίας του ‘60
χορεύουν.
|
Στη Νεράιδα Φθιώτιδας, παίζουν ο Καραμέτος βιολί, ο
Βασιλάκος κλαρίνο
και ο Γιαννέλος κιθάρα και δίπλα τους ο χωροφύλακας
Μπαρμπαλιούτας.
|
Ήταν θεσμός σχεδόν, σε όλα τα πανηγύρια της περιοχής εκείνα τα χρόνια
η «εξουσία» να χορεύει μπροστά και μετά να ακολουθούν οι χωριανοί...
|
Από το βιβλίο "Ελεύθεροι στα δεσμά των Αγράφων", σελ. 342-355.