Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010
ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΠΙΚΡΟΥ ΨΩΜΙΟΥ...
Ανοίξαμε ένα διάλογο χθες σχετικά με το ψωμί που έκαναν σε περιόδους πείνας οι άνθρωποι για να φάνε αφού για διάφορους λόγους δεν μπορούσαν να έχουν σιταρένιο ή καλαμποκίσιο και διαβάσαμε ορισμένα σχόλια και κάποιες παρατηρήσεις.
Λίγο πολύ μας μπήκε η ιδέα πως γίνεται κι αυτό αλλά ελάχιστοι το έχουμε δοκιμάσει πλην ορισμένων πάλι που το γεύτηκαν ως γλυκό ή περιχυμένο με σοκολάτα ή άλλα πολυτελή υλικά της κατηγορίας του Gourmet. Ούτε εγώ ο ίδιος ήξερα που μεγάλωσα μέσα στα κάστανα πως γίνεται και γι’ αυτό κατέφυγα στη μάνα μου, την κυρά Κούλα που στέκεται ακόμα χειμώνα καλοκαίρι φρουρός στη Μεγάλη Κάψη Τυμφρηστού, το χωριό μας.
Η κυρά Κούλα λοιπόν που το χειμώνα της μεγάλης πείνας, το 1941 που έγινε εξαιτίας του πολέμου και των προβλημάτων της τροφοδοσίας των ορεινών χωριών που προέκυψε ήταν 12 χρονών και αφηγείται:
Αφού έβραζαν τα ξερά κάστανα για να φεύγει η φλούδα τους –δεν έχει διαφορά αν είναι ήμερα ή άγρια αρκεί να μην είναι χαλασμένα- τα ζύμωναν καλά και τα έπλαθαν καρβέλια τα οποία έβαζαν χωρίς να περιμένουν να φουσκώσει όπως το ψωμί γιατί κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, στο ταψί χωρίς λάδι, ούτε καν χοιρινό λίπος δεν είχαν και τα έψηναν στη γάστρα.
Το «καστανόψωμο» ναι μεν ευωδίαζε και είχε ωραία γεύση αλλά ήταν σκληρότερο και από παξιμάδι και ήθελε πολύ προσοχή στο μάσημα γιατί έσπαγε κυριολεκτικά τα δόντια. Δεν είχαν όμως τίποτα άλλο να χορτάσουν οι άνθρωποι και αυτό μασουλούσαν όλη την ημέρα κατά τους μήνες που είχαν βέβαια ακόμη κάστανα γιατί η παραγωγή δεν ήταν ατέλειωτη. Σημειώνουμε πως αυτά τα κάστανα οι άνθρωποι τα οποία μάζευαν ένα –ένα από το δάσος, τα στερούσαν από τα ζωντανά τους, κυρίως από τα γουρούνια που αυτά περίμεναν να βάλουν πάνω τους ένα δράμι κρέας, τις κότες αλλά και τα άλλα άγρια του λόγγου που από την πείνα εισέβαλλαν στα σπίτια και τις αποθήκες να διεκδικήσουν κι αυτά το μερίδιό τους.
Εκτός όμως από τα κάστανα κατά τις περιόδους πείνας οι άνθρωποι έτρωγαν και ψωμί από βελανίδια το οποίο γίνονταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως το καστανόψωμο αλλά ήταν πολύ πικρό αλλά μπροστά στην πείνα κανένας δεν έδινε σημασία σε αυτή τη λεπτομέρεια. Τα έβαζαν πάντως τα βελανίδια για αρκετές στο νερό να ξεπικράνουν αλλά δεν είχε και σπουδαία αποτελέσματα. Και τα δυο είδη ψωμιών πάντως ήταν πολύ βαριά για τα ήδη αδύναμα και άδεια στομάχια και αρκούντως οδυνηρά για το πεπτικό σύστημα..
Όπως και να έχει πάντως το πράγμα, κάστανα και βελανίδια έζησαν τους ορεινούς πληθυσμούς αλλά και τους αντάρτες από το 1941 έως το 1945 και σε πολλές περιοχές της χώρας και κατά την περίοδο του εμφυλίου και φυσικά κανένας δεν θέλει να τα θυμάται…
Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010
ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ '40
Πόσοι, αλήθεια, είναι ζωντανοί σήμερα από εκείνους τους στρατιώτες που πήραν μέρος στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο το χειμώνα του 1940-41, κατόπιν αμύνθηκαν στη γερμανική εισβολή, την επόμενη άνοιξη, και εν τέλει τον πιο σκληρό Απρίλη της Ελλάδας, νικητές παραδόθηκαν στη μοίρα του ηττημένου; Έτσι ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2008 ένα αφιέρωμα για την «Ελευθεροτυπία». Κάποιες συνεντεύξεις δημοσιεύτηκαν στο φύλλο της 25/10/2008 και τις οποίες αφιερωματικά γι’ αυτούς τους ανθρώπους μεταφέρω σήμερα στην προσωπική μου ιστοσελίδα actimon…
- Λίγοι, πολύ λίγοι είναι αυτοί που έφτασαν ως τις μέρες μας και είναι σε θέση ακόμη να αφηγηθούν τα όσα, από τη θέση που βρίσκονταν, έζησαν εκείνη την περίοδο. Ολοι βεβαίως βαδίζουν στην 9η δεκαετία της ζωής τους και παρά το βάρος των χρόνων που κουβαλάνε, ισιώνουν το κορμί σαν παλικαράκια σαν αρχίζουν να μιλάνε για τις ημέρες του πολέμου και τα θολωμένα μάτια τους αστράφτουν σαν στη μνήμη τους έρχονται εικόνες φόβου από τα πεδία των μαχών, αλλά και πατριωτικού ενθουσιασμού σαν αναφέρονται σε μικρά και μεγάλα κατορθώματα. Το μεγαλύτερο όμως κατόρθωμα για όλους είναι ότι, από την ημέρα που έπαψαν να είναι στρατιώτες, κατάφεραν να φτάσουν ζωντανοί στα σπίτια τους!
Τότε βρήκα τέσσερις από αυτούς και μίλησα μαζί τους:
- Τον Κώστα Λιανό, μεταγωγικό στην Αλβανία, στο χωριό Παλαιοχώρι Λοκρίδας.
- Τον † Βαγγέλη Γαλάνη, μεταγωγικό στην Αλβανία, στο συνοικισμό Μυλογόζι του Μυροφύλλου Τρικάλων.
- Τον † Γιώργο Τσιτσιμπή, τυφεκιοφόρο και ανάπηρο με ένα πόδι από την τελευταία μάχη στο Πόγραδετς, στις 12 Απριλίου 1941, στη Νεράιδα του Δήμου Ιτάμου Αγράφων ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις αρχές του Αυγούστου που περάσαμε.
- Τον Σπύρο Δήμο, υπερασπιστή των οχυρών Μεταξά, στο χωριό του, τα Σαραντάπορα της ορεινής Καρδίτσας.
ΚΩΣΤΑΣ ΛΙΑΝΟΣ Μεταγωγικός
Ενα άλογο το λάφυρο...
»...Οταν περάσαμε τον Αραχθο, βορειότερα από την Αρτα, και βρεθήκαμε στο Πέτα, βρήκαμε έναν λοχία από τη δική μας μονάδα που είχε μαζέψει μια αγέλη στρατιωτικά μουλάρια για να τα εμπορευτεί. Είχε ένα μικρό παιδί που τα φύλαγε. Μόλις τα είδαμε εμείς, πήγαμε και πήραμε όλοι από ένα μουλάρι. Εγώ πήρα ένα ντρένιο (σιδερόψαρο) που μου άρεσε πολύ. Παίρνει και ο ταγματάρχης ένα άλογο. Ερχεται όμως αυτός ο πονηρός λοχίας μαζί με τον πατέρα του και μας επιτίθενται. Πάνω καταπάνω μας να μας πάρουν τα μουλάρια. Τα πήραμε, φτάσαμε σε μια ρεματιά και κουρασμένοι πέσαμε να κοιμηθούμε. Αυτοί όμως τη νύχτα μας κύκλωσαν γύρω γύρω και μόλις ξυπνήσαμε άρχισαν να μας πυροβολούν. Αφήστε λένε τα μουλάρια, αλλιώς σας σκοτώνουμε όλους. Ρε παιδιά, λέει ο ταγματάρχης, πολέμησα στην Αλβανία, δεν είμαι τώρα ταγματάρχης και θέλω να γυρίσω στο χωριό μου να καλλιεργήσω, να μου αφήστε ένα άλογο. Και του άφησαν αυτού. Εγώ κατάφερα και το κράτησα το μουλάρι. Οι άλλοι τα αμόλησαν όλοι γιατί φοβήθηκαν μη μας σκοτώσουν ο λοχίας με τους συνεργάτες του».
Στόχος του Κώστα Λιανού, όπως και των άλλων βέβαια, ήταν να γυρίσει στο χωριό του με ένα ζευγάρι ζωντανά γιατί είχαν επιστρατεύσει το δικό του και το ήθελε για το όργωμα. «Τα πήραν όλα» λέει, «εκτός από αυτά που ήταν ακατάλληλα. Αμα ήταν ακατάλληλα για τον πόλεμο θα ήταν ακατάλληλα και για το χωράφι. Θα ήταν καμιά εκατοσταριά. Είχε αδειάσει το χωριό από τα νέα μουλάρια γιατί αυτά έπαιρναν». Ετσι, με τα λίγα ζωντανά που συγκεντρώθηκαν το καλοκαίρι του 1941 στο Παλαιοχώρι, το οποίο σημειωτέον ήταν και παραμένει μέχρι σήμερα ένα χωριό με σπουδαία παραγωγή σε σιτηρά, οι κάτοικοί του μπόρεσαν και ανταποκρίθηκαν στις ανάγκες των καλλιεργειών κι έτσι όχι μόνο δεν πείνασαν, αλλά βοήθησαν όσο μπορούσαν τους πεινασμένους της Αθήνας που έφταναν μέχρις εκεί αναζητώντας λίγο αλεύρι. «Δεν πεινάσαμε, εμείς» θυμάται. «Είχαμε. Ερχονταν κόσμος με το τρένο και έφερνε πράγματα να τα αλλάξει με τρόφιμα. Πολλοί πέθαναν εδώ στο χωριό. Μην πω και τα χειρότερα. Τους λήστευαν κιόλας. Τους σκότωναν κιόλας. Εδώ στου Καρανάσιου που κατέβαιναν κάτω, τους περίμεναν και τους σκότωναν»
Σήμερα
Ο Κώστας Λιανός πέρασε όλη τη ζωή του στο Παλαιοχώρι μαζί με τη γυναίκα του Αικατερίνη, που την παντρεύτηκε το 1946. Δεν έπαψε ποτέ να καλλιεργεί τη γη ενώ ασχολήθηκε με την κατασκευή γεωργικών μηχανών, τομέα μάλιστα στον οποίο διακρίθηκε και βραβεύτηκε. Παράλληλα, έχοντας μια ιδιαίτερη κλίση προς τα γράμματα, έγραψε και εξέδωσε, εκτός βέβαια από την προσωπική του ιστορία στον Αλβανικό πόλεμο, αρκετά βιβλία με ιστορικά, λαογραφικά και φιλοσοφικά - θρησκειολογικά ακόμη θέματα, πολλά ποιήματα, ενώ όταν έβρισκε χρόνο, αυτός ο διαρκώς ανήσυχος άνθρωπος, ζωγράφιζε, έκανε χαλκογραφίες και σήμερα, που η όρασή του μειώθηκε, για να μην μένει άπραγος, σκαλίζει το ξύλο και φτιάχνει από γκλίτσες μέχρι κομπολόγια.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΑΛΑΝΗΣ Μεταγωγικός
Το ταξίδι της ζωής του
Ο Βαγγέλης Γαλάνης έχασε τη συντροφιά του, τον αδερφό του, κι έτσι υποχρεώθηκε να πάει στα Τρίκαλα να έχει συντροφιά τα παιδιά του
Ο Βαγγέλης Γαλάνης (1916) μέχρι το 1937, που κατατάχτηκε για πρώτη φορά στο στρατό στο 5ο Σύνταγμα Τρικάλων, δεν είχε φύγει ποτέ του από το Μυλογόζι, ένα απόμερο, πάνω από τον ρου του Αχελώου, μαχαλά του χωριού Μυρόφυλλο Τρικάλων. Γίδια και πρόβατα είχε και όπως έδειξαν τα πράγματα μέχρι σήμερα, αν δεν τον έπαιρναν τα γηρατειά, με αυτά ακόμη θα ασχολούνταν. Το 1939 απολύθηκε αλλά ένα χρόνο μετά τον κάλεσαν πάλι, τούτη τη φορά να πάει στην Αλβανία.
«Πήγα μέχρι τα στενά της Κλεισούρας στην Αλβανία. Μέχρι εκεί πήγα σ' ένα χωριό, Κούκερι το έλεγαν, και γύρισα με τα ποδάρια μαζί με δύο μουλάρια. Εγώ ήμουν του πεζικού, παρουσιάστηκα στο 5ο Σύνταγμα Τρικάλων. Εκεί έγινε ένα Τάγμα Πεζικού, περίσσεψα, δεν με πήραν. Μαζί με άλλους, καμιά 40αριά, μάς πήγαν στα έμπεδα στη Λάρισα. Εκεί μείναμε καμιά 40αριά ημέρες, μετά έκαναν επιτάξεις εκεί. Επίταξαν καραγκούνικα κάρα, εμένα μου έδωσαν ένα μονόκαρο μ' ένα μουλάρι.
»Δεν ήξερα να το μεταχειριστώ, αλλά με έμαθαν κάτι Καραγκούνηδες. Επάνω εκεί φόρτωσα ένα κιβώτιο πυρομαχικά ορεινού πυροβολικού. Ενα κιβώτιο μοναχά. Μετά μπήκαμε στο τρένο στη Λάρισα και βγήκαμε στην Καλαμπάκα. Από την Καλαμπάκα πήραμε τα κάρα και δρόμο δρόμο βγήκαμε στο Μέτσοβο. Το κάρο το τράβαγε το επιταγμένο μουλάρι. Εκεί κάτσαμε 2-3 ημέρες και μετά περάσαμε τα σύνορα και πήγαμε στην Πρεμετή, εγώ με το κάρο και το κιβώτιο με τα πυρομαχικά. Είχε 2-3 οβίδες μέσα. Προχωρώντας από κει πήγαμε στο χωριό Κούκερι. Εκεί αφήσαμε τα κάρα σε κάτι χωράφια και στα ζώα έβαλαν σαμάρια. Εκεί έγινα μεταγωγικός, στα μετόπισθεν. Ολο τον καιρό στις μεταγωγές, στο Κούκερι κοντά στα στενά της Κλεισούρας, ένας δρόμος από κει πάει για τα Τίρανα και ένας τρίτος πάει για τα Τρία Αβγά.
»Οταν κήρυξε η Γερμανία τον πόλεμο στις 6/4, εμείς οπισθοχωρήσαμε κανονικά. Από το Κούκερι ήρθαμε στα Γιάννενα όλο το τάγμα, δεν διαλύθηκε. Οταν ήρθαμε, κατά σύμπτωση είχαμε αναμερίσει σε ένα μέρος έξω από τα Γιάνεννα. Πέρασε η γερμανική φάλαγγα, πέρα για τα σύνορα, προς το Καλπάκι. Εκεί μείναμε εμείς. Θυμάμαι ακριβώς το Πάσχα, τη Λαμπρή. Το βράδυ είχε κάνει συνθηκολόγηση ο Τσολάκογλου και άρχισαν πυροβολισμοί στα Γιάννενα, γινόταν χαμός. Μόλις ξημέρωσε, μου λέει εμένα ο επιλοχίας που είχαμε: Φεύγουμε. Πού να πάμε; Να φύγουμε, δεν λέει τίποτα εδώ. Και μας λέει ο διοικητής, δεν θα φύγει κανένας. Εμείς θα πάμε κάπου αλλού. Αλλά δεν θα φύγει κανένας. Με αυτό που είπε ο διοικητής, έφυγαν, διαλύθηκε το τάγμα. Εφυγαν, κατάλαβαν τι έγινε. Φεύγω από τα Γιάννενα. Είχα το δικό μου μουλάρι, ένα άσπρο, αλλά ένας νοσοκόμος είχε ένα μουλάρι, ήταν εδώ από τα Τρίκαλα και πήγε και το έδεσε πίσω από το δικό μου. Πάρ' το, μου είπε, δεν το θέλω εγώ. Με μια ομάδα εμείς. Ο επιλοχίας αυτός είχε κάτι γνωστούς, ήταν από κάτω από το Αγρίνιο. Καμιά 10αριά ήμασταν. Περάσαμε και πήραμε το δρόμο της Αρτας, ήρθαμε στην Αρτα. Ο επιλοχίας αυτός, με την παρέα που είχε, πήγε για το Αγρίνιο. Εγώ γύρισα προς τα εδώ, με τα μουλάρια, το ένα πίσω από το άλλο. Ηρθα για το Μυρόκοβο, στο μαχαλά Μυλογόζι. Τα είχα κάμποσο καιρό. Μετά ήρθε μια διαταγή και πήγαμε στα Τρίκαλα να τα παραδώσουμε. Οι δικοί μας τα ζήτησαν. Τώρα, τι τα έκαναν αυτοί, δεν ξέρω. Στους Γερμανούς τα έδωσαν; Δεν ξέρω...»
Ετσι πήγαν χαμένα τα μουλάρια που έφερε στο Μυλογόζι ο Βαγγέλης Γαλάνης από την Αλβανία. Ποιοι και πως τους ξετρύπωσαν εκεί, ούτε που θυμάται. Λέει όμως πώς τότε στον τόπο του έλυναν και έδεναν οι χωροφύλακες, οι οποίοι είχαν παντού τους ανθρώπους τους. Ετσι πρέπει να τον εντόπισαν.
Σήμερα
Από τότε και μέχρι την αρχή του 2008 ο Βαγγέλης Γαλάνης ζούσε στο Μυλογόζι, πρώτα με την οικογένειά του και στα τελευταία χρόνια μόνος με τον κατά 3 χρόνια μικρότερο αδερφό του Λάμπρο και, ανεξάρτητα με το τι γίνονταν στον κόσμο, αυτοί είχαν τα γίδια τους και τα πρόβατά τους. Από την ημέρα όμως που έπαψε να ζει ο Λάμπρος, τον Βαγγέλη τον πήραν τα παιδιά του και ζει μαζί τους στα Τρίκαλα. Σημειώνουμε πως και οι δυο τους είναι οι τελευταίοι άνθρωποι που συνάντησαν τον Αρη Βελουχιώτη, στην προσπάθειά του να κατεβεί το απόκρημνο Μυλογόζι και να περάσει τον Αχελώο, προσπάθεια που είχε κατάληξη το θάνατό του στο λαγκάδι Φάγγος της Μεσούντας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΤΣΙΜΠΗΣ Τυφεκιοφόρος
Ένας όλμος του άλλαξε τη ζωή
Οποιος είχε γνωρίσει τον μπαρμπα-Γιώργο και ακούσει τη ζωή του, δικαίως θα σκεφτόταν τι θα μπορούσε να είχε κάνει αυτός ο άνθρωπος αν δεν είχε αφήσει ένα πόδι στην Αλβανία...
Ο Γιώργος Τσιτσιμπής (1917 - 2010), από τα Σαραντάπορα της Καρδίτσας, υπηρέτησε κανονικά στην κλάση του το 1938, διακρίθηκε ως καλός σκοπευτής (επαινέθηκε μάλιστα για την ευστοχία του) και απολύθηκε τον Απρίλη του 1940. Με την κήρυξη του πολέμου επιστρατεύεται και παρουσιάζεται στο 5ο Σύνταγμα Τρικάλων. Από εκεί πηγαίνει στα έμπεδα της Λάρισας και τελικά εντάσσεται στο 13ο Σύνταγμα της Χίου, το οποίο επιχειρεί τους πρώτους μήνες του 1941 στην προωθημένη γραμμή του Πόγραδετς. Εκεί στα παγωμένα χαρακώματα ο σκληρός Αγραφιώτης δείχνει τις ικανότητές του, αλλά στην τελευταία μάχη που έδωσε η μονάδα του τραυματίζεται σοβαρά στο πόδι και λίγες ώρες πριν καταρρεύσει το μέτωπο χειρουργείται στην Κορυτσά και επιστρέφει ύστερα από 4 μήνες στο χωριό του με ένα πόδι.
Οποιος γνωρίσει τον μπαρμπα-Γιώργο και ακούσει τη ζωή του, δικαίως θα σκεφτεί τι θα μπορούσε να είχε κάνει αυτός ο άνθρωπος αν δεν είχε αφήσει ένα πόδι στην Αλβανία...
Τον βρήκα το καλοκαίρι στο χωριό και άνοιξα μια μεγάλη κουβέντα μαζί του• τη συνεχίσαμε πριν από λίγες ημέρες στην Αθήνα και μιλήσαμε με τις ώρες. Οταν τελείωσα την απομαγνητοφώνηση διαπίστωσα πως, χωρίς να το καταλάβουμε, γράψαμε ένα βιβλίο! Από τις σπουδαίες σελίδες όμως της ζωής του διαλέξαμε εκείνες που, όπως λέει, μέσα σε μια στιγμή άλλαξαν τη ζωή του για πάντα.
«...Μόλις ήθελε να φέξει, διαταγή από τη Μεραρχία, επίθεση. Πάλι επίθεση όλα τα στρατεύματα της περιοχής εκείνης εκεί. Ορέ γαμώ το κέρατό του... Εμένα, μου λέει ο λοχαγός να καθίσεις εκεί να βάζεις με το τρεμπλόν, μη πας μπροστά με τη λόγχη, θα βάζεις από εδώ τώρα. Ξέρω, τους κανονίζω εγώ, λέω. Ξέρω, έμαθα, λέει, είσαι καλός. Ολοι οι άλλοι, εφ' όπλου λόγχη οι κακομοίρηδες. Ενα παιδί, στην τράπεζα δούλευε, μόλις ήρθε το βράδυ -έπαιρναν μεγάλες κλάσεις τότε- πήγε σε μια μεριά στο χαράκωμα και του λέω: αν ρίξουν όλμους, γιατί έριχναν τη νύχτα οι Ιταλοί, μη καθίσεις αυτού, γιατί θα σε σκοτώσουν. Ρίχνουν όλμους, είναι επισημασμένο το μέρος. Μην καθίσεις, αλλού τράβα, σε άλλο χαράκωμα τρύπωσε. Δεν άκουσε αυτό που του είπα...
»...Ηταν μια διμοιρία εκεί σε ένα χαράκωμα. Διατάχθηκε ένας διμοιρίτης να κάνει επίθεση. Κάνει επίθεση ο κακομοίρης εκεί, έπεσαν με τα μούτρα. Τον έβλεπα, δεν μου 'τυχε καμιά φορά να κάνω επίθεση με τη λόγχη. Τους έβλεπα με τις λόγχες, πήδηξαν επάνω, πετάχτηκαν οι Ιταλοί με τα χέρια επάνω, παραδόθηκαν. Ενας λόχος Ιταλοί, τους πήραν, πάνε για πίσω. Παρακάτω ήταν άλλοι, επιτέθηκαν εκεί, έπιασαν λιγάκι μάχη, ύστερα παραδόθηκαν κι εκείνοι. Τους πήραν, τους πάνε πίσω. Εγώ με τον λοχαγό. Ηταν κάτι ολμιστές σε μια μεριά. Μου λέει, κάτσε εδώ εσύ, θα ρίξεις όλα τα βλήματα και τότε θα φύγεις εσύ από εδώ και θα 'ρθείς σε εμένα που θα είμαι μπροστά. Ηξερα εγώ πού ήταν αυτός; Κοιτάω τους ολμιστές, ήταν σε ένα χαράκωμα, ήταν ένα υπολοχαγός, είχε 4 - 5 στρατιώτες. Α, λέει, εφ' όπλου λόγχη. Τρελάθηκες; λέει ένας λοχίας, Κρητικός, τι τη θέλεις την εφ' όπλου λόγχη κύριε υπολοχαγέ; Να κάνουμε επίθεση! Επίθεση χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού λέω, όλμων και τα λοιπά, πώς θα πάμε έτσι, λέω, θα μας σκοτώσουν, θα πάμε σαν αρνιά το Πάσχα. Εφ' όπλου λόγχη λέει, όποιος δεν υπακούσει θα τον σκοτώσω. Τότε είχαν διαταγή. Είπες όχι, μπαμ εκτέλεση. Εγώ ήμουν εκεί δίπλα. Ο θεός όμως τον έφερε έναν όλμο. Δεν έπεσε μέσα στο χαράκωμα, έπεσε έξω και καθώς πέφτουν τα βλήματα, φεύγουν έτσι, σηκώνουν το μέρος που ήμουν εγώ. Από εκεί ήταν ένας άλλος από την Κρήτη, τον παίρνουν τον κακομοίρη τα βλήματα και του τσάκισαν τα χέρια, τις πλάτες, χάλια. Μόλις είδε αυτό, έφυγε ο λοχαγός. Μόλις είδε άσπρισε. Του λέει ο λοχίας. Κύριε λοχαγέ, θα κάνουμε επίθεση; Οχι, όχι λέει. Κάτσε, κάτσε. Εκείνη τη στιγμή στέλνει ο λοχαγός σύνδεσμο και λέει: ο Τσιτσιμπής αυτός να έρθει μαζί σας. Τους άφησε εκεί. Τι έγιναν; Αυτοί ξέρουν...
»... Κάποια ώρα, κάτι γεροντάκια -επιστράτευαν τότε μεγάλους σε ηλικία- τέσσερα του Πυροβολικού ήρθαν εκεί. Δυο δεν μπορούσαν να πάνε. Επρεπε να είναι τέσσερις. Μεγάλη διαδρομή. Ηξεραν το μέρος αυτοί. Βρε παιδιά λέω, νερό. Ακουγα κάτι ρεματάκια με νερό. Οι καημένοι οι τραυματιοφορείς ήξεραν πως δεν κάνει να πιω νερό. Μου λένε, συνάδελφε δεν κάνει να πιεις νερό, πιο πέρα θα βρούμε καθαρότερο, εδώ έχει πτώματα, ξέρω εμείς, να μην πιούμε τα πτώματα, ξέρω εγώ ένα νεράκι, εκεί θα πιούμε, να με ξεγελάσουν. Κατάλαβα εγώ. Πάμε πιο πέρα, πού νερό. Νερό, βρε παιδιά. Θα βρούμε, δεν το βρήκαμε ακόμα. Φτάσαμε σε ένα αγροτικό σπίτι. Ηταν σε ένα χωράφι, ένα σπίτι. Μόλις μας είδαν με τα κιάλια οι Ιταλιάνοι από μέσα άρχισαν να ρίχνουν. Α, τώρα λέω. Φευγάστε, τρυπώστε εσείς να γλιτώσετε. Εγώ, ένας είμαι, τραυματισμένος. Τι να κάνουν οι κακομοίρηδες, το έσκασαν. Με άφησαν μέσα στο χωράφι. Αν έρθει καμία, δεν πίστευα πως θα 'ρθει γιατί το πυροβολικό δεν είναι πολύ εύστοχο. Ηξερα, έπρεπε να έρθει εκεί που χρειάζεται για να σε πάρει. Και να ρίχνει το πυροβολικό βροχή. Ρίξετε λέω. Εριξαν τρία - τέσσερα, τα παράτησαν ύστερα. Α, κάποια ώρα μέσα από κάτι ρουπάκια έβγαιναν αυτοί. Ελάτε τώρα λέω, μη φοβάστε. Ελάτε. Μη μας ρίξουν. Είμαστε στη λάκκα, άμα μπούμε στο λόγγο, ας ρίχνουν. Με πήραν από εκεί, μπήκαμε μέσα στο ντυμένο ύστερα, πού να μας δούνε. Δεν ξανάριξαν. Πηγαίναμε, ύστερα μας πήραν κάτι αυτοκίνητα, φορτηγά. Ηταν ένας δρόμος, τόση η λάσπη. Και να σε κουνάνε, τραυματισμένος. Να σε πονάει. Αϊ στο διάολο...
»... Φτάνουμε στο Ορεινό Χειρουργείο. Ηταν ένας ανθυπίατρος. Μόλις με είδε, με είδε σε τι βάσανο ήμουν. Παίρνει ένα ποτήρι με τσάι, πιε το μου λέει. Δώστο μου να το πιω, ακόμα τόλεγε η περδικούλα μου. Θα το πιω. Θα καείς, θα το χύσεις. Δεν το χύνω, λέω. Δεν είμαι από εκεινούς. Μόλις το πήρα, εκείνο ήταν. Αντί να το πάω στο στόμα, το πήγα στα ρούχα. Ζεματίστηκα. Αμέσως αυτός κάτι οινόπνευμα μου έβαλε επάνω και μου πέρασε με εκείνο το οινόπνευμα. Δεν με έκαψε. Από εκεί, γραμμή ύστερα, Κορυτσά. Στην Κορυτσά, ωραίο νοσοκομείο, ήταν καλό. Εκείνης της εποχής ήταν άλφα - άλφα. Και να 'ναι στους Αλβανούς! Μπορεί να το είχαν φτιάξει οι Ιταλιάνοι. Πήγα εκεί, κόντευε να ξημερώσει, ήταν νύχτα. Ηρθε μια νοσοκόμα, ύστερα ο γιατρός. Α, κάνε αυτή την ένεση της λέει. Παυσίπονη, από εκείνες που έκανε, κάτι μικρές. Πού να με έπιανε εμένα ένεση. Πήγα να πεθάνω από τον πόνο. Τα χρειάστηκα τότε. Τι φωνάζεις, λέει μια νοσοκόμα εκεί. Λέει, τι φωνάζεις; Ηταν κάτι πτυελοδοχεία πάνω στο κομοδίνο, τα τράβηξα από κοντά της εκεί, έφτασαν, έφτασαν. Με τόση δύναμη που τα εκσφενδόνιζα, αν την έπιανε κανένα, θα τη σκότωνα στον τόπο. Ντιπ. Μόλις αυτό, πήγε για παράπονα. Ηρθε ο γιατρός. Μου λέει, παιδί μου, αυτό και αυτό συμβαίνει. Πρέπει να σε χειρουργήσουμε. Αλλιώς δεν περνάει ο πόνος. Χειρούργημα; λέω. Χειρούργημα. Θα σου κάνω μια ένεση αλλά κοστίζει πολλά λεφτά, 400 δραχμές. Εγώ λέω, δεν αξίζω 400 δραχμές γιατρέ λέω. Δεν έχουμε, ο στρατός. Και μου κάνει μια από τις παυσίπονες. Ηταν τότε, έβγαναν αυτές τις μεγάλες, τις παυσίπονες.. Μου 'κανε, πού, τίποτα. Τζιαούναγα, δεν μπόρεγα.
»... Διαταγή να μετακινηθούν όλα τα στρατεύματα για τα Γιάννενα, έρχονταν ο γερμανικός στρατός. Ερχονταν. Γέμισε το νοσοκομείο Αλβανούς. Αυτοί έρχονταν για πλιάτσικο, ήταν και Ελληνες. Οι γυναίκες είχαν ένα σταυρουδάκι, οι άντρες δεν θυμάμαι τι σημείο είχαν και τους κάναμε διάκριση. Μπήκαν πολλοί Αλβανοί μέσα και φοβόμασταν μη μας καθαρίσουν. Εκαναν πλιάτσικο. Δεν πάει, στο διάολο. Σε λιγάκι ώρα έρχεται ένας οδηγός, ένας Κρητικός, έκανε μεταφορές. Είχε ένα παλιοφορτηγό, ένα σαράβαλο. Ερχεται, τήραξε τον έναν. Τήραξε εμένα, μη φοβάσαι, μη φοβάσαι. Ενας μουστάκιας, ώς εδώ, ώς τα αυτιά το μουστάκι. Είμασταν κι εμείς... τη γενειάδα την είχαμε ώς εδώ. Με τα γένια, μουστάκια, ακούρευτοι, ψείρες. Ασ' τις ψείρες. Θέλω να σου πω, τα γένια τα είχαμε ως εδώ. Ημασταν όλοι ένα σόι. Ηρθε, μου λέει μη φοβάσαι, μη φοβάσαι τίποτα. Εγώ θα σε γλιτώσω. Εγώ ώς το βράδυ θα σε έχω στα Γιάννενα. Πώς θα με έχεις στα Γιάννενα; Είναι τόσο μακριά τα Γιάννενα. Μη σε νοιάζει εσένα, θα σε έχω στα Γιάννενα. Αυτός ήξερε το διάταγμα, τους βαριά τραυματίες πρώτα και ύστερα τους ελαφρότερα. Ξεκινήσαμε, μόλις δεν ήταν πολλά χιλιόμετρα από εκεί που φύγαμε, δεν θυμάμαι πόσα χιλιόμετρα, κοιτάμε ήταν μια φάλαγγα, κι έρχονταν όλο στρατός, μεταγωγικά, πυροβόλα, ήταν Σέρβοι. Τους κυνηγούσε ο γερμανικός στρατός και αυτοί πήγαιναν να μπουν στην Ελλάδα. Εμείς φεύγουμε τότε κι αυτουνούς τους αφήσαμε στο Αλβανικό. Ηταν ακόμα πολύς στρατός».
Σήμερα
Ο ανάπηρος στρατιώτης Γιώργος Τσιτσιμπής έφτασε στην Αθήνα, νοσηλεύτηκε με πολλές δυσκολίες στα νοσοκομεία και πήρε εξιτήριο στις 14 Αυγούστου από το Ζάππειο, όπου είχαν βάλει τους τραυματίες μετά την κατάληψη των άλλων νοσοκομείων από τους Γερμανούς. Με το τρένο επέστρεψε στην Καρδίτσα κι από εκεί με μουλάρι τον μετέφεραν οι δικοί του στο χωριό. Εκεί έζησε όλη την περίοδο της Κατοχής, της Αντίστασης κατόπιν, ενώ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, όπως όλοι οι συγχωριανοί του έζησε στην Καρδίτσα. Επέστρεψε παντρεμένος με την Ευρυδίκη Ζήση το 1950 στη Νεράιδα, με την οποία απέκτησαν δυο παιδιά και έζησε με ό,τι δουλειά μπορούσε να κάνει με τα χέρια του ενώ για πολλά χρόνια διετέλεσε πρόεδρος της κοινότητας και εργάστηκε συστηματικά και μεθοδικά για την ανάπτυξη του χωριού του. Μέχρι τον Αύγουστο που πέθανε, τους περισσότερους μήνες ζούσε στην Αθήνα ενώ κάθε καλοκαίρι φροντίζει να ανεβαίνει στο χωριό του, όπου όλοι τον αναγνωρίζουν ως υπόδειγμα θέλησης και δύναμης κι ακόμη ως τον μεγαλύτερο κυνηγό που πέρασε από την περιοχή και θυμούνται το ωραίο κλαρίνο που έπαιζε στα πανηγύρια!
ΣΠΥΡΟΣ ΔΗΜΟΣ Υποδεκανεύς Πεζικού
Από τα οχυρά στο κάτεργο
Ο Σπύρος Δήμος, που γεννήθηκε το 1916 στο Μέγα Λάκκο των Σαραντάπορων της Καρδίτσας, ήταν κληρωτός του 1937, αλλά λόγω μιας ξηράς πλευρίτιδας πήρε ένα χρόνο αναβολή και κατόπιν ακολούθησε την κλάση του 1939. Κόντευε δε να απολυθεί αλλά καθώς φαινόταν ο πόλεμος να πλησιάζει την Ελλάδα, παρέμεινε στη μονάδα του, που κρατούσε την αμυντική «Γραμμή Μεταξά» στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, στο οχυρό Νυμφαίας.
Οταν εισέβαλαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, την 6η Απριλίου 1941, δεν χρειάστηκαν παρά τρεις ημέρες για να κυκλώσουν και να εξουδετερώσουν τη γραμμή των οχυρών και έτσι υποχρέωσαν τους υπερασπιστές τους να παραδοθούν. Ετσι θυμάται ο μπαρμπα-Σπύρος, με τα χέρια ψηλά, αξιωματικοί και οπλίτες βγήκαν από το οχυρό και παραδόθηκαν στους κατακτητές. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει και η προσωπική του περιπέτεια, την οποία θυμάται καλά και την αφηγείται με ιδιαίτερες λεπτομέρειες.
«...Εγώ ήμουν σε ένα λόχο, σε ένα ύψωμα. Είχε 10 πολυβόλα προς όλες τις κατευθύνσεις και πάνω ένα αντιαεροπορικό. Ηρθαν, μας χτύπησαν. Δεν μπόρεσαν να το σπάσουν γιατί ήταν καλά οχυρωμένο, όλο τσιμέντα μέχρι μέσα. Κι έφυγαν, πήγαν στη Θεσσαλονίκη• δεν άργησαν να πάνε, είχαν μηχανοκίνητα. Μας λέει ο διοικητής μας, ένας Παπαδάκος Κωνσταντίνος από την Καλαμάτα: Παιδιά, δεν έχει ελπίδα τίποτα. Θα παραδοθούμε. Ούτε πυρομαχικά έχουμε, ούτε τίποτα. Αυτοί μπήκαν στο έδαφός μας, εμείς δεν κάνουμε τίποτα εδώ πίσω που είμαστε. Και καθώς μας είπε: τα χέρια επάνω, ανάταση και βγήκαμε από το οχυρό και μας περίμεναν οι Γερμανοί απ' έξω.
»Ακολούθησε έλεγχος εξονυχιστικός μην έχουμε καμιά χειροβομβίδα. Μας πήραν από εκεί και μας πήγαν στην Ξάνθη με τα πόδια, μπροστά εμείς και πίσω μας αυτοί με όπλα και μας κράτησαν σε στρατόπεδο αιχμαλώτων. Τους αξιωματικούς δεν ξέρω πού τους πήγαν. Εξω ήταν τα συρματοπλέγματα και ήταν φρουρά αυτοί γύρω. Την ημέρα δε, μόλις χάραζε, πηγαίναμε για δουλειά. Δουλειά... Μας έλεγαν, αυτά που χάλασε το μηχανικό, τώρα θα τα φτιάξετε. Καρότσι δουλεύαμε όλη τη ημέρα. Πείνα; Δεν λέγεται. Να σου πω, όχι υπερβολικά, δεν μας έδιναν καθόλου να φάμε. Το πρωί έρχονταν χαράματα ένας Γερμανός με το πιστόλι να τσακιστούμε γρήγορα και άμα αργούσαμε πυροβολούσε. Το βράδυ μας έδινε ο Δήμος της Ξάνθης. Τους επέτρεπαν να μας δώσουν από ένα κομμάτι ψωμί. Πέταγαν κομμάτια για να πάρουμε όλοι από τόσο δα, να ζήσουμε. Και έλεγαν, πήρατε όλοι; Οι Γερμανοί, όμως, τίποτα συσσίτιο. Μόνο δουλειά, Σε διάφορες μεριές, σε δρόμους, σε γέφυρες. Καρότσι, αμμοχάλικα, ό,τι ήθελαν αυτοί.
»Ημασταν αιχμάλωτοι πλέον. Αλλουνούς, σε άλλο τομέα, τους έζευαν και στο κάρο μάς είπαν κάτι άλλα παιδιά. Τόσο πολύ, να σύρουν το κάρο, όπως τα βόδια. Σε άλλο φυλάκιο εκεί δίπλα, μας έλεγαν συνάδελφοί μας, τώρα που απολυθήκαμε. Ενας από εδώ από το χωριό μας, Παπαδάκης Ηλίας: Μας έζευαν στο κάρο όπως και τα ζώα ακριβώς, μουλάρια ή βόδια. Εκεί μείναμε 40 ημέρες μέχρι τη συνθηκολόγηση. Κάποια ωραία πρωία καταλάβαμε. Ηρθε ένα αεροπλάνο και πέταξε κάτι χαρτιά. Υστερα ήρθε ένας Γερμανός, ταγματάρχης, δεν ξέρω τι ήταν: Μας λέει, είστε ελεύθεροι τώρα. Πήγαν στην Κρήτη αυτοί στο μεταξύ, ολούθε. Τότε μας άφησαν. Ημασταν όλοι, δεν πέθανε κανένας.
»Αλλά το πώς ήρθαμε; Σε συγκοινωνία δεν μας έβαλαν. Εμείς ρωτώντας, πού να ξέραμε το έδαφος σε ξένο τόπο. Να περάσουμε Σέρρες, Καβάλα, Δράμα, απ' έξω από τη Θεσσαλονίκη, ρωτούσαμε πώς θα πάμε. Και μας έλεγαν. Ρωτούσαμε. Και από πείνα; Μας έδινε όμως ο κόσμος. Πείνα ήταν εκείνη τη χρονιά, αλλά μας έδιναν. Ζητούσαμε, τόσο ψωμάκι, μας έδιναν να επιζήσουμε. Οπως και τότε που μας πέταγαν μέσα από το συρματόπλεγμα, έτσι και τώρα. Το βράδυ πηγαίναμε σε κανένα χωριαδάκι, δεν θέλαμε μέσα. Ηταν άνοιξη, ίσια να σγουρώσουμε, να ξενυχτήσουμε. Για συνοδειά. Το πρωί σαν χάραζε ξεκινούσαμε. Τρεις ήμασταν και δεν χωρίσαμε ντιπ. Που ήμασταν φίλοι και ενωμένοι. Ενας ήταν από τη Νεράιδα, ο Γιώργος Βούλγαρης, πεθαμένος, και ένας από τον Αμάραντο, ο Δημοσθένης Καραγιάννης, κι αυτός πεθαμένος. Εμείς δεν χωρίσαμε μέχρι που ήρθαμε στην Καρδίτσα.
Κάναμε 12 ημέρες, αλλά ήταν μεγάλη η μέρα. Στις 4 Ιουνίου ακριβώς φτάσαμε στην Καρδίτσα. Ολο με τα πόδια. Απ' έξω από τη Θεσσαλονίκη, στα Τέμπη, περάσαμε από τη γέφυρα. Ευτυχώς οι Γερμανοί στις γέφυρες μας περνούσαν. Φοράγαμε κάτι αρβύλες, όσο σειόνταν... Φαΐ, ζητάγαμε από τους ανθρώπους. Μας έδιναν. Αν και ήταν πείνα μας έδιναν, κανένας δεν αρνήθηκε, έτσι περνούσαμε την ημέρα. Το βράδυ εκεί που κοιμόμασταν, ρωτάγαμε. Μήπως έχετε λίγο ψωμάκι; Από αυτό που έχουμε θα σας δώσουμε μας έλεγαν. Και ήρθαμε κάτω... Ολοι οι στρατιώτες από εκεί έτσι ήρθαν, αλλά εμείς δεν χωρίσαμε. Βρίσκαμε παρέα άλλα παιδιά, περπατούσαν και αυτοί. Τα ίδια... Αλλά εμείς δεν χωρίσαμε.
»Στην τσέπη μας δεν είχαμε τίποτα, δεκάρα. Ψείρα όμως να δεις... Γίναμε σκελετοί από την πείνα και την ψείρα. Δεν μας γνώριζαν οι δικοί μας. Κατεβήκαμε στη Λάρισα και από εκεί Καρδίτσα. Γνωρίσαμε τον τόπο. Γερμανοί γύριζαν παντού, μας έβλεπαν αλλά δεν μας πείραζαν όμως. Νομίζω πως είχαμε ένα χαρτί να μην μας πειράξουν όταν μας έδωσαν το απολυτήριο να φύγουμε. Πάρτε αυτό το χαρτί, να το δείχνετε... Στους Γερμανούς βέβαια, σε ποιον άλλο; Στο χωριό ανεβήκαμε την άλλη ημέρα με τα πόδια. Αυτό δεν το είχαμε για τίποτα. Εκατσα καμιά εβδομάδα. Βρήκαμε φαγητό στο σπίτι και αναλάβαμε. Τότε μάθαμε πως από το χωριό σκοτώθηκαν 2 παιδιά, ο Δημήτρης Λιάπης του Ανδρέα και ο Δημήτριος Κοντογιάννης από την εξοχή. Ο ένας από εδώ και ο άλλος από την εξοχή.
»Με τους άλλους βρισκόμασταν κάθε λίγο και λέγαμε τα πάθια μας. Αυτόν από τον Αμάραντο τον έβρισκα συχνά στην Καρδίτσα, τον Καραγιάννη. Ο άλλος ήταν συγχωριανός μου, κατεβαίναμε, στην εκκλησία τον εύρισκα τον Γιώργο κι έλεγε, τα πάθια μας έλεγε. Τα θυμάσαι; Τα θυμάμαι όλα λέω».
Σήμερα
Ο Σπύρος Δήμος από τότε ώς το 1985, που συνενώθηκαν όλοι οι οικισμοί της περιοχής, ζούσε στο Μέγα Λάκκο και κατόπιν στα Σαραντάπορα. Ασχολήθηκε με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Παντρεύτηκε το 1942 την Ελένη Πλατσιούρη και απέκτησε 4 κόρες. Ζει με τη γυναίκα του η οποία είναι βαριά άρρωστη και τη φροντίζει ο ίδιος γιατί δεν μπορεί να πληρώσει βοηθό για το σπίτι, καθώς τα 300 ευρώ του ΟΓΑ που παίρνουν σύνταξη ίσα ίσα τους φτάνουν για τους λογαριασμούς του μήνα!
- Λίγοι, πολύ λίγοι είναι αυτοί που έφτασαν ως τις μέρες μας και είναι σε θέση ακόμη να αφηγηθούν τα όσα, από τη θέση που βρίσκονταν, έζησαν εκείνη την περίοδο. Ολοι βεβαίως βαδίζουν στην 9η δεκαετία της ζωής τους και παρά το βάρος των χρόνων που κουβαλάνε, ισιώνουν το κορμί σαν παλικαράκια σαν αρχίζουν να μιλάνε για τις ημέρες του πολέμου και τα θολωμένα μάτια τους αστράφτουν σαν στη μνήμη τους έρχονται εικόνες φόβου από τα πεδία των μαχών, αλλά και πατριωτικού ενθουσιασμού σαν αναφέρονται σε μικρά και μεγάλα κατορθώματα. Το μεγαλύτερο όμως κατόρθωμα για όλους είναι ότι, από την ημέρα που έπαψαν να είναι στρατιώτες, κατάφεραν να φτάσουν ζωντανοί στα σπίτια τους!
Τότε βρήκα τέσσερις από αυτούς και μίλησα μαζί τους:
- Τον Κώστα Λιανό, μεταγωγικό στην Αλβανία, στο χωριό Παλαιοχώρι Λοκρίδας.
- Τον † Βαγγέλη Γαλάνη, μεταγωγικό στην Αλβανία, στο συνοικισμό Μυλογόζι του Μυροφύλλου Τρικάλων.
- Τον † Γιώργο Τσιτσιμπή, τυφεκιοφόρο και ανάπηρο με ένα πόδι από την τελευταία μάχη στο Πόγραδετς, στις 12 Απριλίου 1941, στη Νεράιδα του Δήμου Ιτάμου Αγράφων ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις αρχές του Αυγούστου που περάσαμε.
- Τον Σπύρο Δήμο, υπερασπιστή των οχυρών Μεταξά, στο χωριό του, τα Σαραντάπορα της ορεινής Καρδίτσας.
ΚΩΣΤΑΣ ΛΙΑΝΟΣ Μεταγωγικός
Ενα άλογο το λάφυρο...
Ελευθερία της πατρίδας για τον Κώστα Λιανό σήμαινε πως κανένας δεν είχε το δικαίωμα να του στερήσει τη δυνατότητα να οργώσει και να σπείρει τη γη του!
Αγρότης και αυτοδίδακτος μηχανουργός ο Κώστας Λιανός (1917), από το Παλαιοχώρι της Λοκρίδας, κατετάγη κληρωτός το 1938 και υπηρέτησε 8 μήνες ως προστάτης οικογένειας στο περίφημο 542 Σύνταγμα Ευζώνων της Λαμίας. Στις 20 Αυγούστου 1940 επιστρατεύεται πάλι στο ίδιο Σύνταγμα, με την ειδικότητα του μεταγωγικού, και η ιταλική επίθεση βρίσκει τη μονάδα του (Λόχος Διοικήσεως του 1ου Τάγματος) στο μοναστήρι της Κληματιάς, στην Τσαμουριά. Η μονάδα του, με τα ηρωικά μεταγωγικά της, παρέμεινε στο μέτωπο μέχρι την ημέρα της κατάρρευσης και ο Κώστας, όπως όλοι οι στρατιώτες, παίρνει το δρόμο της επιστροφής στο χωριό με τα πόδια έχοντας συντροφιά το άλογο, Καρατζίκο το έλεγε, με το οποίο είχε δεθεί όλο αυτό το διάστημα, καθώς και ένα μουλάρι που μάζεψε στο δρόμο.
«...Με ένα ζωντανό ξεκίνησα εγώ, μαζί με έναν άλλο από το χωριό μας, τον Γιώργο Νικολάου και ένα παιδί από τη Σουβάλα, κάποιον Δεληγιάννη. Οταν ξεκινήσαμε μαζί μας ήταν και ο ταγματάρχης μας, Καραμέρη τον έλεγαν και τον έπνιξαν οι Ιταλοί, σαν τους έπιασαν και τους έβαλαν σε ένα σαπιοκάραβο. Αυτόν τον είχαν εγκαταλείψει όλοι οι δικοί του, εκτός από έναν ανιψιό του, τον λοχία Κώστα Δημουλά. Μαζί μας ήταν και ο ανθυπολοχαγός από τη Δρυμαία, Μήτσος Παπαμιλτιάδης. Ηταν και άλλοι αξιωματικοί μαζί μας, ήταν και ένας από την Αμφισσα, ξεκινήσαμε περπατώντας...
»...Οταν περάσαμε τον Αραχθο, βορειότερα από την Αρτα, και βρεθήκαμε στο Πέτα, βρήκαμε έναν λοχία από τη δική μας μονάδα που είχε μαζέψει μια αγέλη στρατιωτικά μουλάρια για να τα εμπορευτεί. Είχε ένα μικρό παιδί που τα φύλαγε. Μόλις τα είδαμε εμείς, πήγαμε και πήραμε όλοι από ένα μουλάρι. Εγώ πήρα ένα ντρένιο (σιδερόψαρο) που μου άρεσε πολύ. Παίρνει και ο ταγματάρχης ένα άλογο. Ερχεται όμως αυτός ο πονηρός λοχίας μαζί με τον πατέρα του και μας επιτίθενται. Πάνω καταπάνω μας να μας πάρουν τα μουλάρια. Τα πήραμε, φτάσαμε σε μια ρεματιά και κουρασμένοι πέσαμε να κοιμηθούμε. Αυτοί όμως τη νύχτα μας κύκλωσαν γύρω γύρω και μόλις ξυπνήσαμε άρχισαν να μας πυροβολούν. Αφήστε λένε τα μουλάρια, αλλιώς σας σκοτώνουμε όλους. Ρε παιδιά, λέει ο ταγματάρχης, πολέμησα στην Αλβανία, δεν είμαι τώρα ταγματάρχης και θέλω να γυρίσω στο χωριό μου να καλλιεργήσω, να μου αφήστε ένα άλογο. Και του άφησαν αυτού. Εγώ κατάφερα και το κράτησα το μουλάρι. Οι άλλοι τα αμόλησαν όλοι γιατί φοβήθηκαν μη μας σκοτώσουν ο λοχίας με τους συνεργάτες του».
Στόχος του Κώστα Λιανού, όπως και των άλλων βέβαια, ήταν να γυρίσει στο χωριό του με ένα ζευγάρι ζωντανά γιατί είχαν επιστρατεύσει το δικό του και το ήθελε για το όργωμα. «Τα πήραν όλα» λέει, «εκτός από αυτά που ήταν ακατάλληλα. Αμα ήταν ακατάλληλα για τον πόλεμο θα ήταν ακατάλληλα και για το χωράφι. Θα ήταν καμιά εκατοσταριά. Είχε αδειάσει το χωριό από τα νέα μουλάρια γιατί αυτά έπαιρναν». Ετσι, με τα λίγα ζωντανά που συγκεντρώθηκαν το καλοκαίρι του 1941 στο Παλαιοχώρι, το οποίο σημειωτέον ήταν και παραμένει μέχρι σήμερα ένα χωριό με σπουδαία παραγωγή σε σιτηρά, οι κάτοικοί του μπόρεσαν και ανταποκρίθηκαν στις ανάγκες των καλλιεργειών κι έτσι όχι μόνο δεν πείνασαν, αλλά βοήθησαν όσο μπορούσαν τους πεινασμένους της Αθήνας που έφταναν μέχρις εκεί αναζητώντας λίγο αλεύρι. «Δεν πεινάσαμε, εμείς» θυμάται. «Είχαμε. Ερχονταν κόσμος με το τρένο και έφερνε πράγματα να τα αλλάξει με τρόφιμα. Πολλοί πέθαναν εδώ στο χωριό. Μην πω και τα χειρότερα. Τους λήστευαν κιόλας. Τους σκότωναν κιόλας. Εδώ στου Καρανάσιου που κατέβαιναν κάτω, τους περίμεναν και τους σκότωναν»
Σήμερα
Ο Κώστας Λιανός πέρασε όλη τη ζωή του στο Παλαιοχώρι μαζί με τη γυναίκα του Αικατερίνη, που την παντρεύτηκε το 1946. Δεν έπαψε ποτέ να καλλιεργεί τη γη ενώ ασχολήθηκε με την κατασκευή γεωργικών μηχανών, τομέα μάλιστα στον οποίο διακρίθηκε και βραβεύτηκε. Παράλληλα, έχοντας μια ιδιαίτερη κλίση προς τα γράμματα, έγραψε και εξέδωσε, εκτός βέβαια από την προσωπική του ιστορία στον Αλβανικό πόλεμο, αρκετά βιβλία με ιστορικά, λαογραφικά και φιλοσοφικά - θρησκειολογικά ακόμη θέματα, πολλά ποιήματα, ενώ όταν έβρισκε χρόνο, αυτός ο διαρκώς ανήσυχος άνθρωπος, ζωγράφιζε, έκανε χαλκογραφίες και σήμερα, που η όρασή του μειώθηκε, για να μην μένει άπραγος, σκαλίζει το ξύλο και φτιάχνει από γκλίτσες μέχρι κομπολόγια.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΑΛΑΝΗΣ Μεταγωγικός
Το ταξίδι της ζωής του
Ο Βαγγέλης Γαλάνης (1916) μέχρι το 1937, που κατατάχτηκε για πρώτη φορά στο στρατό στο 5ο Σύνταγμα Τρικάλων, δεν είχε φύγει ποτέ του από το Μυλογόζι, ένα απόμερο, πάνω από τον ρου του Αχελώου, μαχαλά του χωριού Μυρόφυλλο Τρικάλων. Γίδια και πρόβατα είχε και όπως έδειξαν τα πράγματα μέχρι σήμερα, αν δεν τον έπαιρναν τα γηρατειά, με αυτά ακόμη θα ασχολούνταν. Το 1939 απολύθηκε αλλά ένα χρόνο μετά τον κάλεσαν πάλι, τούτη τη φορά να πάει στην Αλβανία.
«Πήγα μέχρι τα στενά της Κλεισούρας στην Αλβανία. Μέχρι εκεί πήγα σ' ένα χωριό, Κούκερι το έλεγαν, και γύρισα με τα ποδάρια μαζί με δύο μουλάρια. Εγώ ήμουν του πεζικού, παρουσιάστηκα στο 5ο Σύνταγμα Τρικάλων. Εκεί έγινε ένα Τάγμα Πεζικού, περίσσεψα, δεν με πήραν. Μαζί με άλλους, καμιά 40αριά, μάς πήγαν στα έμπεδα στη Λάρισα. Εκεί μείναμε καμιά 40αριά ημέρες, μετά έκαναν επιτάξεις εκεί. Επίταξαν καραγκούνικα κάρα, εμένα μου έδωσαν ένα μονόκαρο μ' ένα μουλάρι.
»Δεν ήξερα να το μεταχειριστώ, αλλά με έμαθαν κάτι Καραγκούνηδες. Επάνω εκεί φόρτωσα ένα κιβώτιο πυρομαχικά ορεινού πυροβολικού. Ενα κιβώτιο μοναχά. Μετά μπήκαμε στο τρένο στη Λάρισα και βγήκαμε στην Καλαμπάκα. Από την Καλαμπάκα πήραμε τα κάρα και δρόμο δρόμο βγήκαμε στο Μέτσοβο. Το κάρο το τράβαγε το επιταγμένο μουλάρι. Εκεί κάτσαμε 2-3 ημέρες και μετά περάσαμε τα σύνορα και πήγαμε στην Πρεμετή, εγώ με το κάρο και το κιβώτιο με τα πυρομαχικά. Είχε 2-3 οβίδες μέσα. Προχωρώντας από κει πήγαμε στο χωριό Κούκερι. Εκεί αφήσαμε τα κάρα σε κάτι χωράφια και στα ζώα έβαλαν σαμάρια. Εκεί έγινα μεταγωγικός, στα μετόπισθεν. Ολο τον καιρό στις μεταγωγές, στο Κούκερι κοντά στα στενά της Κλεισούρας, ένας δρόμος από κει πάει για τα Τίρανα και ένας τρίτος πάει για τα Τρία Αβγά.
»Οταν κήρυξε η Γερμανία τον πόλεμο στις 6/4, εμείς οπισθοχωρήσαμε κανονικά. Από το Κούκερι ήρθαμε στα Γιάννενα όλο το τάγμα, δεν διαλύθηκε. Οταν ήρθαμε, κατά σύμπτωση είχαμε αναμερίσει σε ένα μέρος έξω από τα Γιάνεννα. Πέρασε η γερμανική φάλαγγα, πέρα για τα σύνορα, προς το Καλπάκι. Εκεί μείναμε εμείς. Θυμάμαι ακριβώς το Πάσχα, τη Λαμπρή. Το βράδυ είχε κάνει συνθηκολόγηση ο Τσολάκογλου και άρχισαν πυροβολισμοί στα Γιάννενα, γινόταν χαμός. Μόλις ξημέρωσε, μου λέει εμένα ο επιλοχίας που είχαμε: Φεύγουμε. Πού να πάμε; Να φύγουμε, δεν λέει τίποτα εδώ. Και μας λέει ο διοικητής, δεν θα φύγει κανένας. Εμείς θα πάμε κάπου αλλού. Αλλά δεν θα φύγει κανένας. Με αυτό που είπε ο διοικητής, έφυγαν, διαλύθηκε το τάγμα. Εφυγαν, κατάλαβαν τι έγινε. Φεύγω από τα Γιάννενα. Είχα το δικό μου μουλάρι, ένα άσπρο, αλλά ένας νοσοκόμος είχε ένα μουλάρι, ήταν εδώ από τα Τρίκαλα και πήγε και το έδεσε πίσω από το δικό μου. Πάρ' το, μου είπε, δεν το θέλω εγώ. Με μια ομάδα εμείς. Ο επιλοχίας αυτός είχε κάτι γνωστούς, ήταν από κάτω από το Αγρίνιο. Καμιά 10αριά ήμασταν. Περάσαμε και πήραμε το δρόμο της Αρτας, ήρθαμε στην Αρτα. Ο επιλοχίας αυτός, με την παρέα που είχε, πήγε για το Αγρίνιο. Εγώ γύρισα προς τα εδώ, με τα μουλάρια, το ένα πίσω από το άλλο. Ηρθα για το Μυρόκοβο, στο μαχαλά Μυλογόζι. Τα είχα κάμποσο καιρό. Μετά ήρθε μια διαταγή και πήγαμε στα Τρίκαλα να τα παραδώσουμε. Οι δικοί μας τα ζήτησαν. Τώρα, τι τα έκαναν αυτοί, δεν ξέρω. Στους Γερμανούς τα έδωσαν; Δεν ξέρω...»
Ετσι πήγαν χαμένα τα μουλάρια που έφερε στο Μυλογόζι ο Βαγγέλης Γαλάνης από την Αλβανία. Ποιοι και πως τους ξετρύπωσαν εκεί, ούτε που θυμάται. Λέει όμως πώς τότε στον τόπο του έλυναν και έδεναν οι χωροφύλακες, οι οποίοι είχαν παντού τους ανθρώπους τους. Ετσι πρέπει να τον εντόπισαν.
Σήμερα
Από τότε και μέχρι την αρχή του 2008 ο Βαγγέλης Γαλάνης ζούσε στο Μυλογόζι, πρώτα με την οικογένειά του και στα τελευταία χρόνια μόνος με τον κατά 3 χρόνια μικρότερο αδερφό του Λάμπρο και, ανεξάρτητα με το τι γίνονταν στον κόσμο, αυτοί είχαν τα γίδια τους και τα πρόβατά τους. Από την ημέρα όμως που έπαψε να ζει ο Λάμπρος, τον Βαγγέλη τον πήραν τα παιδιά του και ζει μαζί τους στα Τρίκαλα. Σημειώνουμε πως και οι δυο τους είναι οι τελευταίοι άνθρωποι που συνάντησαν τον Αρη Βελουχιώτη, στην προσπάθειά του να κατεβεί το απόκρημνο Μυλογόζι και να περάσει τον Αχελώο, προσπάθεια που είχε κατάληξη το θάνατό του στο λαγκάδι Φάγγος της Μεσούντας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΤΣΙΜΠΗΣ Τυφεκιοφόρος
Ένας όλμος του άλλαξε τη ζωή
Οποιος είχε γνωρίσει τον μπαρμπα-Γιώργο και ακούσει τη ζωή του, δικαίως θα σκεφτόταν τι θα μπορούσε να είχε κάνει αυτός ο άνθρωπος αν δεν είχε αφήσει ένα πόδι στην Αλβανία...
Ο Γιώργος Τσιτσιμπής (1917 - 2010), από τα Σαραντάπορα της Καρδίτσας, υπηρέτησε κανονικά στην κλάση του το 1938, διακρίθηκε ως καλός σκοπευτής (επαινέθηκε μάλιστα για την ευστοχία του) και απολύθηκε τον Απρίλη του 1940. Με την κήρυξη του πολέμου επιστρατεύεται και παρουσιάζεται στο 5ο Σύνταγμα Τρικάλων. Από εκεί πηγαίνει στα έμπεδα της Λάρισας και τελικά εντάσσεται στο 13ο Σύνταγμα της Χίου, το οποίο επιχειρεί τους πρώτους μήνες του 1941 στην προωθημένη γραμμή του Πόγραδετς. Εκεί στα παγωμένα χαρακώματα ο σκληρός Αγραφιώτης δείχνει τις ικανότητές του, αλλά στην τελευταία μάχη που έδωσε η μονάδα του τραυματίζεται σοβαρά στο πόδι και λίγες ώρες πριν καταρρεύσει το μέτωπο χειρουργείται στην Κορυτσά και επιστρέφει ύστερα από 4 μήνες στο χωριό του με ένα πόδι.
Οποιος γνωρίσει τον μπαρμπα-Γιώργο και ακούσει τη ζωή του, δικαίως θα σκεφτεί τι θα μπορούσε να είχε κάνει αυτός ο άνθρωπος αν δεν είχε αφήσει ένα πόδι στην Αλβανία...
Τον βρήκα το καλοκαίρι στο χωριό και άνοιξα μια μεγάλη κουβέντα μαζί του• τη συνεχίσαμε πριν από λίγες ημέρες στην Αθήνα και μιλήσαμε με τις ώρες. Οταν τελείωσα την απομαγνητοφώνηση διαπίστωσα πως, χωρίς να το καταλάβουμε, γράψαμε ένα βιβλίο! Από τις σπουδαίες σελίδες όμως της ζωής του διαλέξαμε εκείνες που, όπως λέει, μέσα σε μια στιγμή άλλαξαν τη ζωή του για πάντα.
«...Μόλις ήθελε να φέξει, διαταγή από τη Μεραρχία, επίθεση. Πάλι επίθεση όλα τα στρατεύματα της περιοχής εκείνης εκεί. Ορέ γαμώ το κέρατό του... Εμένα, μου λέει ο λοχαγός να καθίσεις εκεί να βάζεις με το τρεμπλόν, μη πας μπροστά με τη λόγχη, θα βάζεις από εδώ τώρα. Ξέρω, τους κανονίζω εγώ, λέω. Ξέρω, έμαθα, λέει, είσαι καλός. Ολοι οι άλλοι, εφ' όπλου λόγχη οι κακομοίρηδες. Ενα παιδί, στην τράπεζα δούλευε, μόλις ήρθε το βράδυ -έπαιρναν μεγάλες κλάσεις τότε- πήγε σε μια μεριά στο χαράκωμα και του λέω: αν ρίξουν όλμους, γιατί έριχναν τη νύχτα οι Ιταλοί, μη καθίσεις αυτού, γιατί θα σε σκοτώσουν. Ρίχνουν όλμους, είναι επισημασμένο το μέρος. Μην καθίσεις, αλλού τράβα, σε άλλο χαράκωμα τρύπωσε. Δεν άκουσε αυτό που του είπα...
»...Ηταν μια διμοιρία εκεί σε ένα χαράκωμα. Διατάχθηκε ένας διμοιρίτης να κάνει επίθεση. Κάνει επίθεση ο κακομοίρης εκεί, έπεσαν με τα μούτρα. Τον έβλεπα, δεν μου 'τυχε καμιά φορά να κάνω επίθεση με τη λόγχη. Τους έβλεπα με τις λόγχες, πήδηξαν επάνω, πετάχτηκαν οι Ιταλοί με τα χέρια επάνω, παραδόθηκαν. Ενας λόχος Ιταλοί, τους πήραν, πάνε για πίσω. Παρακάτω ήταν άλλοι, επιτέθηκαν εκεί, έπιασαν λιγάκι μάχη, ύστερα παραδόθηκαν κι εκείνοι. Τους πήραν, τους πάνε πίσω. Εγώ με τον λοχαγό. Ηταν κάτι ολμιστές σε μια μεριά. Μου λέει, κάτσε εδώ εσύ, θα ρίξεις όλα τα βλήματα και τότε θα φύγεις εσύ από εδώ και θα 'ρθείς σε εμένα που θα είμαι μπροστά. Ηξερα εγώ πού ήταν αυτός; Κοιτάω τους ολμιστές, ήταν σε ένα χαράκωμα, ήταν ένα υπολοχαγός, είχε 4 - 5 στρατιώτες. Α, λέει, εφ' όπλου λόγχη. Τρελάθηκες; λέει ένας λοχίας, Κρητικός, τι τη θέλεις την εφ' όπλου λόγχη κύριε υπολοχαγέ; Να κάνουμε επίθεση! Επίθεση χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού λέω, όλμων και τα λοιπά, πώς θα πάμε έτσι, λέω, θα μας σκοτώσουν, θα πάμε σαν αρνιά το Πάσχα. Εφ' όπλου λόγχη λέει, όποιος δεν υπακούσει θα τον σκοτώσω. Τότε είχαν διαταγή. Είπες όχι, μπαμ εκτέλεση. Εγώ ήμουν εκεί δίπλα. Ο θεός όμως τον έφερε έναν όλμο. Δεν έπεσε μέσα στο χαράκωμα, έπεσε έξω και καθώς πέφτουν τα βλήματα, φεύγουν έτσι, σηκώνουν το μέρος που ήμουν εγώ. Από εκεί ήταν ένας άλλος από την Κρήτη, τον παίρνουν τον κακομοίρη τα βλήματα και του τσάκισαν τα χέρια, τις πλάτες, χάλια. Μόλις είδε αυτό, έφυγε ο λοχαγός. Μόλις είδε άσπρισε. Του λέει ο λοχίας. Κύριε λοχαγέ, θα κάνουμε επίθεση; Οχι, όχι λέει. Κάτσε, κάτσε. Εκείνη τη στιγμή στέλνει ο λοχαγός σύνδεσμο και λέει: ο Τσιτσιμπής αυτός να έρθει μαζί σας. Τους άφησε εκεί. Τι έγιναν; Αυτοί ξέρουν...
»... Κάποια ώρα, κάτι γεροντάκια -επιστράτευαν τότε μεγάλους σε ηλικία- τέσσερα του Πυροβολικού ήρθαν εκεί. Δυο δεν μπορούσαν να πάνε. Επρεπε να είναι τέσσερις. Μεγάλη διαδρομή. Ηξεραν το μέρος αυτοί. Βρε παιδιά λέω, νερό. Ακουγα κάτι ρεματάκια με νερό. Οι καημένοι οι τραυματιοφορείς ήξεραν πως δεν κάνει να πιω νερό. Μου λένε, συνάδελφε δεν κάνει να πιεις νερό, πιο πέρα θα βρούμε καθαρότερο, εδώ έχει πτώματα, ξέρω εμείς, να μην πιούμε τα πτώματα, ξέρω εγώ ένα νεράκι, εκεί θα πιούμε, να με ξεγελάσουν. Κατάλαβα εγώ. Πάμε πιο πέρα, πού νερό. Νερό, βρε παιδιά. Θα βρούμε, δεν το βρήκαμε ακόμα. Φτάσαμε σε ένα αγροτικό σπίτι. Ηταν σε ένα χωράφι, ένα σπίτι. Μόλις μας είδαν με τα κιάλια οι Ιταλιάνοι από μέσα άρχισαν να ρίχνουν. Α, τώρα λέω. Φευγάστε, τρυπώστε εσείς να γλιτώσετε. Εγώ, ένας είμαι, τραυματισμένος. Τι να κάνουν οι κακομοίρηδες, το έσκασαν. Με άφησαν μέσα στο χωράφι. Αν έρθει καμία, δεν πίστευα πως θα 'ρθει γιατί το πυροβολικό δεν είναι πολύ εύστοχο. Ηξερα, έπρεπε να έρθει εκεί που χρειάζεται για να σε πάρει. Και να ρίχνει το πυροβολικό βροχή. Ρίξετε λέω. Εριξαν τρία - τέσσερα, τα παράτησαν ύστερα. Α, κάποια ώρα μέσα από κάτι ρουπάκια έβγαιναν αυτοί. Ελάτε τώρα λέω, μη φοβάστε. Ελάτε. Μη μας ρίξουν. Είμαστε στη λάκκα, άμα μπούμε στο λόγγο, ας ρίχνουν. Με πήραν από εκεί, μπήκαμε μέσα στο ντυμένο ύστερα, πού να μας δούνε. Δεν ξανάριξαν. Πηγαίναμε, ύστερα μας πήραν κάτι αυτοκίνητα, φορτηγά. Ηταν ένας δρόμος, τόση η λάσπη. Και να σε κουνάνε, τραυματισμένος. Να σε πονάει. Αϊ στο διάολο...
»... Φτάνουμε στο Ορεινό Χειρουργείο. Ηταν ένας ανθυπίατρος. Μόλις με είδε, με είδε σε τι βάσανο ήμουν. Παίρνει ένα ποτήρι με τσάι, πιε το μου λέει. Δώστο μου να το πιω, ακόμα τόλεγε η περδικούλα μου. Θα το πιω. Θα καείς, θα το χύσεις. Δεν το χύνω, λέω. Δεν είμαι από εκεινούς. Μόλις το πήρα, εκείνο ήταν. Αντί να το πάω στο στόμα, το πήγα στα ρούχα. Ζεματίστηκα. Αμέσως αυτός κάτι οινόπνευμα μου έβαλε επάνω και μου πέρασε με εκείνο το οινόπνευμα. Δεν με έκαψε. Από εκεί, γραμμή ύστερα, Κορυτσά. Στην Κορυτσά, ωραίο νοσοκομείο, ήταν καλό. Εκείνης της εποχής ήταν άλφα - άλφα. Και να 'ναι στους Αλβανούς! Μπορεί να το είχαν φτιάξει οι Ιταλιάνοι. Πήγα εκεί, κόντευε να ξημερώσει, ήταν νύχτα. Ηρθε μια νοσοκόμα, ύστερα ο γιατρός. Α, κάνε αυτή την ένεση της λέει. Παυσίπονη, από εκείνες που έκανε, κάτι μικρές. Πού να με έπιανε εμένα ένεση. Πήγα να πεθάνω από τον πόνο. Τα χρειάστηκα τότε. Τι φωνάζεις, λέει μια νοσοκόμα εκεί. Λέει, τι φωνάζεις; Ηταν κάτι πτυελοδοχεία πάνω στο κομοδίνο, τα τράβηξα από κοντά της εκεί, έφτασαν, έφτασαν. Με τόση δύναμη που τα εκσφενδόνιζα, αν την έπιανε κανένα, θα τη σκότωνα στον τόπο. Ντιπ. Μόλις αυτό, πήγε για παράπονα. Ηρθε ο γιατρός. Μου λέει, παιδί μου, αυτό και αυτό συμβαίνει. Πρέπει να σε χειρουργήσουμε. Αλλιώς δεν περνάει ο πόνος. Χειρούργημα; λέω. Χειρούργημα. Θα σου κάνω μια ένεση αλλά κοστίζει πολλά λεφτά, 400 δραχμές. Εγώ λέω, δεν αξίζω 400 δραχμές γιατρέ λέω. Δεν έχουμε, ο στρατός. Και μου κάνει μια από τις παυσίπονες. Ηταν τότε, έβγαναν αυτές τις μεγάλες, τις παυσίπονες.. Μου 'κανε, πού, τίποτα. Τζιαούναγα, δεν μπόρεγα.
»... Διαταγή να μετακινηθούν όλα τα στρατεύματα για τα Γιάννενα, έρχονταν ο γερμανικός στρατός. Ερχονταν. Γέμισε το νοσοκομείο Αλβανούς. Αυτοί έρχονταν για πλιάτσικο, ήταν και Ελληνες. Οι γυναίκες είχαν ένα σταυρουδάκι, οι άντρες δεν θυμάμαι τι σημείο είχαν και τους κάναμε διάκριση. Μπήκαν πολλοί Αλβανοί μέσα και φοβόμασταν μη μας καθαρίσουν. Εκαναν πλιάτσικο. Δεν πάει, στο διάολο. Σε λιγάκι ώρα έρχεται ένας οδηγός, ένας Κρητικός, έκανε μεταφορές. Είχε ένα παλιοφορτηγό, ένα σαράβαλο. Ερχεται, τήραξε τον έναν. Τήραξε εμένα, μη φοβάσαι, μη φοβάσαι. Ενας μουστάκιας, ώς εδώ, ώς τα αυτιά το μουστάκι. Είμασταν κι εμείς... τη γενειάδα την είχαμε ώς εδώ. Με τα γένια, μουστάκια, ακούρευτοι, ψείρες. Ασ' τις ψείρες. Θέλω να σου πω, τα γένια τα είχαμε ως εδώ. Ημασταν όλοι ένα σόι. Ηρθε, μου λέει μη φοβάσαι, μη φοβάσαι τίποτα. Εγώ θα σε γλιτώσω. Εγώ ώς το βράδυ θα σε έχω στα Γιάννενα. Πώς θα με έχεις στα Γιάννενα; Είναι τόσο μακριά τα Γιάννενα. Μη σε νοιάζει εσένα, θα σε έχω στα Γιάννενα. Αυτός ήξερε το διάταγμα, τους βαριά τραυματίες πρώτα και ύστερα τους ελαφρότερα. Ξεκινήσαμε, μόλις δεν ήταν πολλά χιλιόμετρα από εκεί που φύγαμε, δεν θυμάμαι πόσα χιλιόμετρα, κοιτάμε ήταν μια φάλαγγα, κι έρχονταν όλο στρατός, μεταγωγικά, πυροβόλα, ήταν Σέρβοι. Τους κυνηγούσε ο γερμανικός στρατός και αυτοί πήγαιναν να μπουν στην Ελλάδα. Εμείς φεύγουμε τότε κι αυτουνούς τους αφήσαμε στο Αλβανικό. Ηταν ακόμα πολύς στρατός».
Σήμερα
Ο ανάπηρος στρατιώτης Γιώργος Τσιτσιμπής έφτασε στην Αθήνα, νοσηλεύτηκε με πολλές δυσκολίες στα νοσοκομεία και πήρε εξιτήριο στις 14 Αυγούστου από το Ζάππειο, όπου είχαν βάλει τους τραυματίες μετά την κατάληψη των άλλων νοσοκομείων από τους Γερμανούς. Με το τρένο επέστρεψε στην Καρδίτσα κι από εκεί με μουλάρι τον μετέφεραν οι δικοί του στο χωριό. Εκεί έζησε όλη την περίοδο της Κατοχής, της Αντίστασης κατόπιν, ενώ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, όπως όλοι οι συγχωριανοί του έζησε στην Καρδίτσα. Επέστρεψε παντρεμένος με την Ευρυδίκη Ζήση το 1950 στη Νεράιδα, με την οποία απέκτησαν δυο παιδιά και έζησε με ό,τι δουλειά μπορούσε να κάνει με τα χέρια του ενώ για πολλά χρόνια διετέλεσε πρόεδρος της κοινότητας και εργάστηκε συστηματικά και μεθοδικά για την ανάπτυξη του χωριού του. Μέχρι τον Αύγουστο που πέθανε, τους περισσότερους μήνες ζούσε στην Αθήνα ενώ κάθε καλοκαίρι φροντίζει να ανεβαίνει στο χωριό του, όπου όλοι τον αναγνωρίζουν ως υπόδειγμα θέλησης και δύναμης κι ακόμη ως τον μεγαλύτερο κυνηγό που πέρασε από την περιοχή και θυμούνται το ωραίο κλαρίνο που έπαιζε στα πανηγύρια!
ΣΠΥΡΟΣ ΔΗΜΟΣ Υποδεκανεύς Πεζικού
Από τα οχυρά στο κάτεργο
Ο Σπύρος Δήμος με τη γυναίκα του Μαρία πριν από δυο χρόνια στο Σαραντάπορο |
Ο Σπύρος Δήμος, που γεννήθηκε το 1916 στο Μέγα Λάκκο των Σαραντάπορων της Καρδίτσας, ήταν κληρωτός του 1937, αλλά λόγω μιας ξηράς πλευρίτιδας πήρε ένα χρόνο αναβολή και κατόπιν ακολούθησε την κλάση του 1939. Κόντευε δε να απολυθεί αλλά καθώς φαινόταν ο πόλεμος να πλησιάζει την Ελλάδα, παρέμεινε στη μονάδα του, που κρατούσε την αμυντική «Γραμμή Μεταξά» στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, στο οχυρό Νυμφαίας.
Οταν εισέβαλαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, την 6η Απριλίου 1941, δεν χρειάστηκαν παρά τρεις ημέρες για να κυκλώσουν και να εξουδετερώσουν τη γραμμή των οχυρών και έτσι υποχρέωσαν τους υπερασπιστές τους να παραδοθούν. Ετσι θυμάται ο μπαρμπα-Σπύρος, με τα χέρια ψηλά, αξιωματικοί και οπλίτες βγήκαν από το οχυρό και παραδόθηκαν στους κατακτητές. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει και η προσωπική του περιπέτεια, την οποία θυμάται καλά και την αφηγείται με ιδιαίτερες λεπτομέρειες.
«...Εγώ ήμουν σε ένα λόχο, σε ένα ύψωμα. Είχε 10 πολυβόλα προς όλες τις κατευθύνσεις και πάνω ένα αντιαεροπορικό. Ηρθαν, μας χτύπησαν. Δεν μπόρεσαν να το σπάσουν γιατί ήταν καλά οχυρωμένο, όλο τσιμέντα μέχρι μέσα. Κι έφυγαν, πήγαν στη Θεσσαλονίκη• δεν άργησαν να πάνε, είχαν μηχανοκίνητα. Μας λέει ο διοικητής μας, ένας Παπαδάκος Κωνσταντίνος από την Καλαμάτα: Παιδιά, δεν έχει ελπίδα τίποτα. Θα παραδοθούμε. Ούτε πυρομαχικά έχουμε, ούτε τίποτα. Αυτοί μπήκαν στο έδαφός μας, εμείς δεν κάνουμε τίποτα εδώ πίσω που είμαστε. Και καθώς μας είπε: τα χέρια επάνω, ανάταση και βγήκαμε από το οχυρό και μας περίμεναν οι Γερμανοί απ' έξω.
»Ακολούθησε έλεγχος εξονυχιστικός μην έχουμε καμιά χειροβομβίδα. Μας πήραν από εκεί και μας πήγαν στην Ξάνθη με τα πόδια, μπροστά εμείς και πίσω μας αυτοί με όπλα και μας κράτησαν σε στρατόπεδο αιχμαλώτων. Τους αξιωματικούς δεν ξέρω πού τους πήγαν. Εξω ήταν τα συρματοπλέγματα και ήταν φρουρά αυτοί γύρω. Την ημέρα δε, μόλις χάραζε, πηγαίναμε για δουλειά. Δουλειά... Μας έλεγαν, αυτά που χάλασε το μηχανικό, τώρα θα τα φτιάξετε. Καρότσι δουλεύαμε όλη τη ημέρα. Πείνα; Δεν λέγεται. Να σου πω, όχι υπερβολικά, δεν μας έδιναν καθόλου να φάμε. Το πρωί έρχονταν χαράματα ένας Γερμανός με το πιστόλι να τσακιστούμε γρήγορα και άμα αργούσαμε πυροβολούσε. Το βράδυ μας έδινε ο Δήμος της Ξάνθης. Τους επέτρεπαν να μας δώσουν από ένα κομμάτι ψωμί. Πέταγαν κομμάτια για να πάρουμε όλοι από τόσο δα, να ζήσουμε. Και έλεγαν, πήρατε όλοι; Οι Γερμανοί, όμως, τίποτα συσσίτιο. Μόνο δουλειά, Σε διάφορες μεριές, σε δρόμους, σε γέφυρες. Καρότσι, αμμοχάλικα, ό,τι ήθελαν αυτοί.
»Ημασταν αιχμάλωτοι πλέον. Αλλουνούς, σε άλλο τομέα, τους έζευαν και στο κάρο μάς είπαν κάτι άλλα παιδιά. Τόσο πολύ, να σύρουν το κάρο, όπως τα βόδια. Σε άλλο φυλάκιο εκεί δίπλα, μας έλεγαν συνάδελφοί μας, τώρα που απολυθήκαμε. Ενας από εδώ από το χωριό μας, Παπαδάκης Ηλίας: Μας έζευαν στο κάρο όπως και τα ζώα ακριβώς, μουλάρια ή βόδια. Εκεί μείναμε 40 ημέρες μέχρι τη συνθηκολόγηση. Κάποια ωραία πρωία καταλάβαμε. Ηρθε ένα αεροπλάνο και πέταξε κάτι χαρτιά. Υστερα ήρθε ένας Γερμανός, ταγματάρχης, δεν ξέρω τι ήταν: Μας λέει, είστε ελεύθεροι τώρα. Πήγαν στην Κρήτη αυτοί στο μεταξύ, ολούθε. Τότε μας άφησαν. Ημασταν όλοι, δεν πέθανε κανένας.
»Αλλά το πώς ήρθαμε; Σε συγκοινωνία δεν μας έβαλαν. Εμείς ρωτώντας, πού να ξέραμε το έδαφος σε ξένο τόπο. Να περάσουμε Σέρρες, Καβάλα, Δράμα, απ' έξω από τη Θεσσαλονίκη, ρωτούσαμε πώς θα πάμε. Και μας έλεγαν. Ρωτούσαμε. Και από πείνα; Μας έδινε όμως ο κόσμος. Πείνα ήταν εκείνη τη χρονιά, αλλά μας έδιναν. Ζητούσαμε, τόσο ψωμάκι, μας έδιναν να επιζήσουμε. Οπως και τότε που μας πέταγαν μέσα από το συρματόπλεγμα, έτσι και τώρα. Το βράδυ πηγαίναμε σε κανένα χωριαδάκι, δεν θέλαμε μέσα. Ηταν άνοιξη, ίσια να σγουρώσουμε, να ξενυχτήσουμε. Για συνοδειά. Το πρωί σαν χάραζε ξεκινούσαμε. Τρεις ήμασταν και δεν χωρίσαμε ντιπ. Που ήμασταν φίλοι και ενωμένοι. Ενας ήταν από τη Νεράιδα, ο Γιώργος Βούλγαρης, πεθαμένος, και ένας από τον Αμάραντο, ο Δημοσθένης Καραγιάννης, κι αυτός πεθαμένος. Εμείς δεν χωρίσαμε μέχρι που ήρθαμε στην Καρδίτσα.
Κάναμε 12 ημέρες, αλλά ήταν μεγάλη η μέρα. Στις 4 Ιουνίου ακριβώς φτάσαμε στην Καρδίτσα. Ολο με τα πόδια. Απ' έξω από τη Θεσσαλονίκη, στα Τέμπη, περάσαμε από τη γέφυρα. Ευτυχώς οι Γερμανοί στις γέφυρες μας περνούσαν. Φοράγαμε κάτι αρβύλες, όσο σειόνταν... Φαΐ, ζητάγαμε από τους ανθρώπους. Μας έδιναν. Αν και ήταν πείνα μας έδιναν, κανένας δεν αρνήθηκε, έτσι περνούσαμε την ημέρα. Το βράδυ εκεί που κοιμόμασταν, ρωτάγαμε. Μήπως έχετε λίγο ψωμάκι; Από αυτό που έχουμε θα σας δώσουμε μας έλεγαν. Και ήρθαμε κάτω... Ολοι οι στρατιώτες από εκεί έτσι ήρθαν, αλλά εμείς δεν χωρίσαμε. Βρίσκαμε παρέα άλλα παιδιά, περπατούσαν και αυτοί. Τα ίδια... Αλλά εμείς δεν χωρίσαμε.
»Στην τσέπη μας δεν είχαμε τίποτα, δεκάρα. Ψείρα όμως να δεις... Γίναμε σκελετοί από την πείνα και την ψείρα. Δεν μας γνώριζαν οι δικοί μας. Κατεβήκαμε στη Λάρισα και από εκεί Καρδίτσα. Γνωρίσαμε τον τόπο. Γερμανοί γύριζαν παντού, μας έβλεπαν αλλά δεν μας πείραζαν όμως. Νομίζω πως είχαμε ένα χαρτί να μην μας πειράξουν όταν μας έδωσαν το απολυτήριο να φύγουμε. Πάρτε αυτό το χαρτί, να το δείχνετε... Στους Γερμανούς βέβαια, σε ποιον άλλο; Στο χωριό ανεβήκαμε την άλλη ημέρα με τα πόδια. Αυτό δεν το είχαμε για τίποτα. Εκατσα καμιά εβδομάδα. Βρήκαμε φαγητό στο σπίτι και αναλάβαμε. Τότε μάθαμε πως από το χωριό σκοτώθηκαν 2 παιδιά, ο Δημήτρης Λιάπης του Ανδρέα και ο Δημήτριος Κοντογιάννης από την εξοχή. Ο ένας από εδώ και ο άλλος από την εξοχή.
»Με τους άλλους βρισκόμασταν κάθε λίγο και λέγαμε τα πάθια μας. Αυτόν από τον Αμάραντο τον έβρισκα συχνά στην Καρδίτσα, τον Καραγιάννη. Ο άλλος ήταν συγχωριανός μου, κατεβαίναμε, στην εκκλησία τον εύρισκα τον Γιώργο κι έλεγε, τα πάθια μας έλεγε. Τα θυμάσαι; Τα θυμάμαι όλα λέω».
Σήμερα
Ο Σπύρος Δήμος από τότε ώς το 1985, που συνενώθηκαν όλοι οι οικισμοί της περιοχής, ζούσε στο Μέγα Λάκκο και κατόπιν στα Σαραντάπορα. Ασχολήθηκε με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Παντρεύτηκε το 1942 την Ελένη Πλατσιούρη και απέκτησε 4 κόρες. Ζει με τη γυναίκα του η οποία είναι βαριά άρρωστη και τη φροντίζει ο ίδιος γιατί δεν μπορεί να πληρώσει βοηθό για το σπίτι, καθώς τα 300 ευρώ του ΟΓΑ που παίρνουν σύνταξη ίσα ίσα τους φτάνουν για τους λογαριασμούς του μήνα!
Ετικέτες
ΓΑΛΑΝΗΣ,
ΔΗΜΟΣ,
ΛΙΑΝΟΣ,
ΠΟΛΕΜΟΣ 1940,
ΤΣΙΤΣΙΜΠΗΣ
Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010
ΟΙ ΚΡΟΚΟΙ ΤΟΥ ΓΟΡΓΟΠΟΤΑΜΟΥ
Δεν υπάρχει αμφιβολία από κανέναν ότι ο Γοργοπόταμος (η ανατίναξη της γέφυρας δηλαδή τη νύχτα της 25/11/1942 από τους άγγλους σαμποτέρ και τη συνεργασία των ανταρτών τόσο του Άρη όσο και του Ζέρβα) υπήρξες κατ’ αρχάς ένα σύμβολο ενότητας που κυοφορούσε όμως το σπέρμα του εμφυλίου σπαραγμού και τούτο οικτρά επαληθεύτηκε τα κατοπινά χρόνια…
Πάνω κάτω έτσι έχει το πράγμα κι εγώ βρέθηκα χθες κάτω από τον ίσκιο της για μια δουλειά στο περιοδικό «ΙΣΤΟΡΙΑ» της εφημερίδας Έθνος και μου άρεσε πολύ με όσα φωτογράφησα και άκουσα εκεί από ανθρώπους που έζησαν εκείνη την ταραγμένη και ηρωϊκή εποχή. Περισσότερο όμως απ’ όλα μου άρεσε σαν λίγο πιο κάτω από το βόρειο βάθρο της γέφυρας βρήκα σε ένα ξέφωτο μια πυκνή ομάδα από κίτρινους κρόκους και για να δώσω μια άλλη διάσταση στις φωτογραφίες έγινα κυριολεκτικά ένα με το χώμα να μπορέσω να τους βάλω μέσα στο κάδρο και να χρωματίσουν όμορφα τον ψυχρό σκελετό.
Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα έτσι τη γέφυρα που έμοιαζε με τα γυμνά από πανιά ξάρτια μεγάλου πλεούμενου άλλης εποχής και η εικόνα οπωσδήποτε με κρύωσε κάπως αλλά έτσι όμως μου δόθηκε η ευκαιρία να ακούσω χίλια – μύρια λόγια από τις ρίζες των πουρναριών και να ακούσω στα βάθη της γης να αργοσαλεύουν τα βήματα των ηρώων που στοργικά τα χώνεψε για να τα ξυπνήσει σαν έρθει πάλι η ώρα για κατορθώματα και υπερβάσεις…
Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010
ΕΝΑ ΦΩΤΟΓΕΝΕΣ ΜΑΝΙΤΑΡΙ...
Έπλεε στο φθινόπωρο προχθές όλος ο τόπος στην Ανάβρα της Μαγνησίας (ένα χωριό υπόδειγμα στην ανάπτυξη) όπου πήγα με καλούς φίλους και τούτο φαίνονταν στα βαριά σύννεφα, από τα φύλλα που είχαν αρχίσει να κιτρινίζουν, από την καινούργια χλόη αλλά και από κάποια μανιτάρια που είχαν ήδη φυτρώσει δίπλα από το ρέμα.
Βέβαια δεν ήταν σαν τα μανιτάρια που γνωρίζουν καλά πολλοί άλλοι φίλοι, που ξέρουν ποια να μαζεύουν και τα γεύονται, αλλά κάτι άλλα άσημα, λίγο άσχημα και πιθανώς επικίνδυνα για φάγωμα. Ομολογώ πως ενώ μου αρέσουν στο τραπέζι, δεν γνωρίζω τίποτα για μανιτάρια και γι’ αυτό αποφεύγω να ασχολούμαι μαζί τους.
Δεν μπορούσα όμως να αντισταθώ με το «θησαυρό» που βρέθηκε μπροστά μου κάτω από τα πλατάνια και αν και σκοτεινός και ύποπτος για ότι έχει κρυμμένο στις ίνες της σάρκας του, έσκυψα μέχρι να ακουμπήσω την «ομπρέλα» του να κάνω μια φωτογραφία για να έχω κι εγώ κάτι τέτοιο στο αρχείο μου χωρίς βέβαια να έχω πάλι τις φιλοδοξίες να συγκριθώ με τους προαναφερόμενους φίλους που η συλλογή τους λάμπει από τέτοια πράγματα.
Ότι και να ήταν στο μανιτάρι που φωτογράφησα μου άρεσε πολύ περισσότερο ο μικρός κύκλος που ήταν κάτω από τη σαρκώδη, ευαίσθητη ομπρέλα του και η φαντασία μου μια στιγμή το μεγάλωσε τόσο που σκέπασε τον κόσμο ολόκληρο και ήταν σαν σύννεφο που έπρεπε να περάσει. Να περάσει και να αφήσει πάλι τον ήλιο να φωτίσει την πλάση και να δώσει χρώμα και γεύση στα μήλα της μηλιάς στην αυλή της κυρά Γεωργίας, στις ανθισμένες κουμαριές της απέναντι πλαγιάς που τρέφουν τα μελίσσια το χειμώνα και στα βελανίδια των πουρναριών για να βγάλουν το χειμώνα τα πουλιά, τα γουρούνια και τα τρωκτικά κάθε είδους γιατί βρεθεί πάλι ο κόσμος την άνοιξη συμπληρωμένος…
ΑΘΗΝΑ, 08101010
Τόπος:
Ανάβρα 350 10, Ελλάδα
Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010
ΣΕ ΜΙΑ ΑΥΛΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΒΡΑ
Μου αρέσουν πολύ τα δέντρα σε όλες τις στιγμές της ζωής τους μέσα στο χρόνο μα πολύ περισσότερο όταν αυτά είναι φορτωμένα με καρπούς. Εκείνο όμως που κυριολεκτικά με ενθουσιάζει είναι όταν οι καρποί αυτοί είναι από εκείνους που λέμε «παλιούς»…
Κι όταν βέβαια λέμε «παλιοί» καρποί δεν εννοούμε τίποτα άλλο εκτός του ότι αυτοί δεν έχουν ψεκαστεί με φυτοφάρμακα ή ότι οι ρίζες τους δεν τους έχουν θρέψει με περίεργα λιπάσματα και άλλα δηλητήρια. Και τέτοιοι φυσικά είναι οι καρποί από δέντρα που δεν βιάζονται να αποδώσουν το πενταπλάσιο από την αντοχή της φύσης τους και τα οποία υπάρχουν μόνο σε τίποτα ξεχασμένα χωράφια των ορεινών χωριών και των νησιών μας.
Τους καρπούς αυτούς τους καταλαβαίνουμε κατ’ αρχάς από την ανομοιομορφία τους – μπορεί να έχουν όλοι το ίδιο πάνω κάτω μέγεθος αλλά επειδή δεν έχει επέμβει ο άνθρωπος να τους αραιώσει όσοι είναι σε προνομιακό σημείο των κλαδιών γίνονται πιο καλοί και λαμπεροί ενώ όσοι είναι μέσα στα φύλλα ή κοντά στον κορμό βγαίνουν αδύνατοι και χλωμοί. Για τον ίδιο λόγο άλλοι έχουν γλυκύτερους χυμούς και σάρκα και άλλοι που δεν τους βλέπει καθόλου ο ήλιος είναι σχεδόν άνοστοι και πολλές φορές πικροί ή ξυνοί.
Πολλοί απ’ αυτούς επίσης έχουν μικρά στίγματα στην επιφάνειά τους από το χαλάζι, τη βροχή, τα πουλιά και τα έντομα που προσπαθούν να τους ρουφήξουν το χυμό. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι περισσότεροι πέφτουν και σαπίζουν στο έδαφος αλλά είναι και άλλοι που αντέχουν και φτάνουν ως στην ωρίμανση σημαδεμένοι χωρίς όμως να χάσουν τίποτα από τη γλύκα τους και το άρωμά τους. Αυτούς βέβαια αν ποτέ φτάσει η σοδειά τους στο μανάβικο, ποτέ δεν τους βλέπουμε γιατί θεωρούνται μη εμπορικοί καθώς σπάνια συλλέγονται και χάρη στην αντοχή τους μένουν πάνω στα δέντρα μέχρι αργά το φθινόπωρο και πέφτουν σωρός κάτω στο έδαφος για να γίνουν τροφή των άγριων ζώων και των πουλιών.
Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες γι’ αυτά τα δέντρα και τους καρπούς τους και να τα βλέπαμε σε ένα σωρό φωτογραφίες γιατί ειλικρινά δεν αφήνω κανένα που να μην εστιάσω πάνω το φακό μου σαν να μην πρόκειται να ξαναδώ κάτι τέτοιο αλλά ας σταθούμε σε ένα θαύμα που είδαμε χθες στην Ανάβρα, στην αυλή της κυρά Γεωργίας Νικολιού. Μια μηλιά φορτωμένη με εκατοντάδες μήλα τα οποία θαυμάσαμε, φωτογραφίσαμε και στο τέλος πήραμε πέντε – έξι στην τσέπη για να μη χαλάσουμε το χατίρι της πονεμένης γυναίκας και μου έδωσε ιδέες για γλυκιές αλλά και πικρές σημειώσεις μιας ολόκληρης εβδομάδας…
ΑΘΗΝΑ, 10102010
Τόπος:
Ανάβρα 350 10, Ελλάδα
Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010
ΤΟ ΦΙΛΤΡΟ ΤΗΣ ΣΚΟΝΗΣ ΣΤΟ ΦΑΚΟ
Η συννεφιά στο Αρχιπέλαγος δίνει πάντα μια άλλη αίσθηση στα πράγματα καθώς μαλακώνει τα χρώματα και σβήνει τις σκιές που δημιουργεί το υπερβολικό φως τον άλλο καιρό και ταπεινώνει τις αντιθέσεις. Κατά τη γνώμη μου, όσο πιο πυκνή είναι η συννεφιά και μάλιστα τις στιγμές που ετοιμάζεται να ξεσπάσει βροχή ή καταιγίδα τόσο πιο καλή ατμόσφαιρα δημιουργεί για τους φωτογράφους τουλάχιστον και έχω δει πολλά και σπουδαία έργα πάνω σε αυτό το θέμα ιδιαίτερα μάλιστα όταν ο καιρός είναι βοριάς.
Οι υπόλοιποι άνθρωποι στο Αρχιπέλαγος ασφαλώς και σχολιάζουν την κατάσταση της ημέρας που προκύπτει και συνεχίζουν το καθημερινό τους πρόγραμμα σαν να μην έχει συμβεί τίποτα το ιδιαίτερο. Το ίδιο ακριβώς κάνουν και τα κρουαζερόπλοια που ακολουθούν πιστά το πρόγραμμά τους και φτάνουν στη Σαντορίνη γεμάτα τουρίστες ανεξάρτητα από την κατάσταση της ατμόσφαιρας τουλάχιστον και λίγο του καιρού. Τους κατεβάζουν στο νησί και αυτοί ανεβαίνουν στα Φηρά και περιδιαβαίνουν το «φρύδι» της καλντέρας για να δουν το ηφαίστειο και τα νησιά που γέννησε κάποτε αυτό στο θυμό του.
Δεν είναι τυχεροί όμως πάντα αυτοί οι άνθρωποι και τούτο φάνηκε σήμερα στα Φηρά όπου η καλντέρα, τα νησιά και η Θηρασιά ήταν απλά θολοί όγκοι μέσα σε ένα γκρίζο από τη σκόνη αέρα. Τούτο απογοήτευσε κάπως τους τουρίστες που όλοι, μα όλοι είχαν προετοιμαστεί να κάνουν αμέτρητες φωτογραφίες του τοπίου αλλά και ο ένας τον άλλον με φόντο κάποια ιδιαίτερα στοιχεία τα οποία πολλές φορές δεν είναι και τα σωστά.
Δεν το έβαλαν όμως όπως εγώ κάτω και εκπλήρωσαν το τάμα τους να φωτογραφηθούν στην καλντέρα έστω και χωρίς ένα κόκκο από το γαλάζιο και το άσπρο του Αρχιπελάγους αλλά μόνο με τη γκρίζα σκόνη της Αφρικής. Και τούτο γιατί σίγουρα δεν θα τους τύχει κι άλλη φορά πάλι να ταξιδέψουν στο Αιγαίο ενώ για μας τα νησιά είναι σαν να βγαίνουμε στο παραθύρι μας και τα βλέπουμε κάθε στιγμή μπροστά μας…
Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010
ΟΙ ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΥΘΟΙ
Ήμουν στην Κρήτη πριν από λίγες ημέρες και χάρη στον καλό φίλο Σοφοκλή Βαρδιάμπαση από την Ορνέ Ρεθύμνου, ένα μικρό χωριό κοντά στο Λιβυκό πέλαγος, γνώρισα ένα από τους πιο όμορφους ελαιώνες και ακούμπησα ορισμένες από τις πιο αρχαίες ελιές της Κρήτης.
Περπατήσαμε λοιπόν με τον Σοφοκλή στους ελαιώνες που είναι πάνω από ποτάμι -το μεγαλύτερο λένε της Κρήτης που τη δύναμή του εμφανίζει το χειμώνα με τις πολλές βροχές- σε ένα τόπο που όπως μου είπε οι ελιές ακόμα φυτρώνουν μόνες τους. Πράγματι παντού κάτω από τα μεγάλα δέντρα, δίπλα από κάθε πέτρα και κοντά στις γκρεμισμένες ξερολιθιές ήταν μικρές αγριελιές οι οποίες έμοιαζαν να περιμένουν τον εμβολιαστή που με το μαχαίρι του θα της ημερώσει.
Κάποιες σαν αυτές τις αγριελιές πρέπει να ήταν και τα πρώτα δέντρα που ημέρωσε ο άνθρωπος στην ευλογημένη γη της Κρήτης και τα σώματα των προγόνων τους φαίνονται να στηρίζουν ακόμα τις ημερωμένες που η ηλικία τους είναι πολύ δύσκολο να υπολογιστεί. Από τη μέρα που περπάτησε ο άνθρωπος σε αυτόν τον τόπο και δεν είναι απίθανο ανάμεσά τους να βρίσκονται δέντρα που να φύτρωσαν εκεί πριν από δυο και τρείς αιώνες. Οι κορμοί τους είναι ο καθένας ένα μοναδικό γλυπτό της φύσης και αποτελούν πρόκληση για κάθε άνθρωπο να τους αγγίξει και φυσικά τον φωτογράφο να ασκήσει την τέχνη του.
Θα μπορούσα να μείνω εκεί μια μέρα (υποσχέθηκα στο Σοφοκλή να πάω το Νοέμβριο στο μάζεμα κι έτσι θα βγάλω και το λάδι της χρονιάς) αλλά δεν μας έπαιρνε ο χρόνος. Πρόλαβα να φωτογραφήσω τον ίσκιο από δυο πανάρχαιες ελιές – αδερφές πρέπει να είναι - που όσο κι αν η εμφάνισή τους δείχνει πως η ζωή τους τελειώνει, το καντηλάκι τους φαίνεται πως έχει ακόμη λάδι!
ΗΡΑΚΛΕΙΟ, ΙΑΝ 2010
Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010
ΕΝΑ ΚΑΣΤΑΝΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΠΤΩΣΗ
Πέρσι σαν αυτές τις ημέρες, βρισκόμουν στη μικρή πατρίδα να βοηθήσω τους γονείς να μαζέψουν τα καρύδια και τα κάστανα τα οποία παλιότερα αποτελούσαν το κύριο εισόδημα της οικογένειας και παρά την υποχώρηση των αγροτικών δραστηριοτήτων και τη φθίνουσα ακμή τους, ακόμα επιμένουν να φροντίζουν τα δέντρα για να τα καρπωθούν τη μικρή πια σοδειά τους.
Σαφώς και με έφαγε το σκύψιμο (κάθε καρπός απαιτεί και μια βαθιά υπόκλιση στη γη για να φτάσει στην ποδιά της συλλογής) αλλά το νου ομολογώ τον είχα να πιάσω καμιά ιδιαίτερη εικόνα ανάμεσα σε ένα πλήθος από κλειστά ή μισάνοιχτα αγκαθωτά καβούκια που κρέμονταν από τα κλαδιά του δέντρου ή ήταν πεσμένα στο έδαφος. Δεν δυσκολεύτηκα και κάποια στιγμή εστίασα με το αυτόματο πάντα τη μικρή Cannon που κάνει για πέντε μεγάλες, σε ένα κάστανο που κρέμονταν από μια υγρή τρίχα στον αέρα σαν ομφάλιος λώρος και το οποίο έμοιαζε να το σκέφτεται να πέσει ή να μην πέσει γιατί προφανώς γι’ αυτό το έδαφος θα ήταν ένας καινούργιος κόσμος που εξουσιάζεται από ένα σωρό τρωκτικά και αρπακτικά που διεκδικούν κι αυτά το μερίδιό τους από την καρποφορία.
Το άφησα εκεί να κρέμεται από την κλωστή του και δεν πήγα την άλλη μέρα να δω τη τύχη του αφού ήξερα πως ήταν προδιαγεγραμμένη…
ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 02102009
Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010
ΤΙ ΘΑ ΛΕΕΙ ΑΥΡΙΟ Η ΕΠΙΓΡΑΦΗ;
Είσαι δεν είσαι προληπτικός, άμα δεις μια σκάλα καταμεσίς ενός κεντρικού πεζοδρομίου η πρώτη κίνηση που πρέπει κάποιος να κάνει είναι να αποφύγει να περάσει από κάτω γιατί κανένας δεν ξέρει τι μπορεί να σου έρθει στο κεφάλι…
Έτσι έκαναν όλοι όσοι περπατούσαν σήμερα στην Πανεπιστημίου μπροστά από τη στοά Νικολούδη που οδηγεί στη στοά του Chontos Center και τα θέατρα και βγάζει και προς την Ιπποκράτους, αφού ένα συνεργείο είχε υψώσει μια ψηλή σκάλα και ένας άνθρωπος σκαρφαλωμένος πάνω σε αυτή άπλωνε ένα λευκό χαρτί πάνω στο μάρμαρο της πρόσοψης.
Ένα χαρτί που δεν έγραφε απολύτως τίποτα αλλά όπως είδα για λίγη ώρα που κάθισα εκεί δεν υπήρξε κανένας που να περάσει από εκεί και να μη σηκώσει το κεφάλι του να δει περί τίνος πρόκειται, να σπάνε το κεφάλι τους να καταλάβουν τι είναι και ορισμένους να ρωτούν τον άνθρωπο που κρατούσε τη σκάλα να μη γλιστρήσει τι θα κρεμάσουν εκεί πάνω.
«Μια επιγραφή» έλεγε αυτός που και ο ίδιος δεν ξέρει και πως εκείνη τη στιγμή «έπαιρναν απλά τα μέτρα και αν έχουν υπομονή αύριο αν περάσουν από εκεί θα μάθουν»!
ΑΔΕΙΟΙ ΚΟΥΜΠΑΡΑΔΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ…
Ακούω από το ραδιόφωνο διάφορα «χαρούμενα» που γίνονται στο Σύνταγμα μέσα και γύρω στην περίεργη ξύλινη «οικολογική» κατασκευή της έκθεσης «ΒΛΕΠΩ ΠΡΑΣΙΝΟ – GREEK DESIGN FESTIVAL» που έχει χορηγό την POSTBANK την οποία είδα κι εγώ περαστικός πριν από λίγη ώρα και ενδεχομένως έχετε επισκεφτεί κι εσείς ή πρόκειται να την δείτε…
Θα μου ήταν παντελώς αδιάφορη η έκθεση αυτή αν ξαφνικά δεν μπουκάριζαν στο χώρο της τρεις – τέσσερις πιτσιρικάδες που από το ντύσιμό τους φαίνονταν πως ήταν ξέμπαρκοι και χωρίς να δώσουν καμιά σημασία στα design εκθέματα με οικολογικά υλικά και άλλα της ανακύκλωσης, κατευθύνθηκαν προς τον ξύλινο τοίχο που ήταν κρεμασμένοι από ένα σκοινί για ευνόητους λόγους, ένα σωρό κουμπαράδες της POSTBANK και άρχισαν βιαστικά να τους κουνάνε ένα – ένα μήπως και ακούσουν να υπάρχει τίποτα στο εσωτερικό τους.
Φυσικά και τους πήρε είδηση η υπάλληλος της φρούρησης και τους είπε με τρόπο πως δεν ρίχνει κανένας τίποτα εκεί μέσα αλλά που αυτοί, μέσα σε λίγα λεπτά τους έλεγξαν όλους και με αρκετή απογοήτευση απομακρύνθηκαν βρίζοντας πιστεύω τα πάντα γύρω τους και περισσότερο εκείνους που αγαπάνε την οικολογία αλλά δεν δίνουν ούτε ένα λεπτό γι’ αυτή.
ΟΙ ΛΑΛΑΓΚΙΤΕΣ ΤΗΣ ΚΥΡΑ ΚΟΥΛΑΣ
Αν δεν ήμουν στην Αθήνα σήμερα το πρωί και έμεινα ακόμα στο Κεφαλοχώρι της Κόνιτσας (Λυκόραχη παλαιότερα και Λούψικο πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους) η κυρά Κούλα Φασούλη θα μας έφτιαχνε όπως και τον Μάη λαλαγκίτες, όπως λένε εδώ τις τηγανίτες που η βάση τους είναι αλεύρι, νερό, αλάτι και μαγιά.
Παρά την απλότητα των υλικών όμως η εκτέλεσή τους απαιτεί προσοχή ως προς την παρασκευή και κυρίως όταν τις βάλει στο τηγάνι όπου με την πείρα της προσέχει να έχει το λάδι τη σωστή θερμοκρασία και η εμβάπτισή τους να μην κρατήσει ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω από το κανονικό γιατί αλλιώς θα «λαδώσουν» και θα γίνουν πολύ βαριές.
Έτσι τις λαλαγκίτες μπορεί να τις απολαύσει όποιος θέλει όπως βγαίνουν αμέσως ζεστές από το τηγάνι αλλά και να τις ανοίξει και να βάλει ανάμεσά τους τυρί ή μέλι ενώ παλαιότερα τις πρόσφεραν στις λεχώνες για να πάρουν δύναμη και να έχουν περισσότερο γάλα.
Σήμερα οι λαλαγκίτες αποτελούν απλά μια λιχουδιά στο τραπέζι αλλά οι νοικοκυρές που μπαίνουν σε αυτό τον ελάχιστο κόπο είναι λίγες και γι’ αυτό τις προσέχουμε, τις αγαπάμε και τις καμαρώνουμε σαν δημιουργούν με τόσο απλά πράγματα στην κουζίνα τους…
Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010
ΠΟΙΟΣ ΕΧΤΙΣΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ;
Γιατί τα είπαν Μαστοροχώρια κάποια χωριά της Κόνιτσας φαντάζομαι πως λίγο - πολύ όλοι θα γνωρίζετε ότι έγινε εξαιτίας των σπουδαίων μαστόρων που έβγαζε αυτός ο τόπος και οι οποίοι ταξίδεψαν σε όλη τη γη και έχτισαν τα πάντα.
Αυτή η εντύπωση πέρασε σε όλους τους ανθρώπους αυτών των χωριών και τούτο μαρτυρά το παρακάτω ανέκδοτο:
Σε ένα από αυτά τα χωριά ο δάσκαλος ρωτάει τους μαθητές ποιος έχτισε τον κόσμο. Οι Πυρσογιαννίτες, πετάγεται και λέει ένας μαθητής αλλά πριν προλάβει να τελειώσει πετάγεται κι ένας άλλος και λέει , πως ναι, οι Πυρσογιάννιτες τον έχτισαν αλλά βοήθησαν και οι Βουρμπιανίτες!
Σημ. Η Πυρσόγιαννη (φωτογραφία) είναι η έδρα του σημερινού Δήμου Μαστοροχωρίων, κρατάει λίγο κόσμο και έχει μια σχετική κίνηση τα Σαββατοκύριακα ενώ η γειτονική της Βούρμπιανη ελαχίστους…
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)