Αφότου έφυγα από την «Ελευθεροτυπία» και άρχισα να δουλεύω
στα περιοδικά είχα την ευχέρεια – κι αυτός ήταν εξάλλου ο κύριος λόγος που εγκατέλειψα
την εφημερίδα- να γυρίζω την Ελλάδα και να γράφω για τον τόπο και τους ανθρώπους
του. Ορισμένα μέρη της πατρίδας με ενθουσίαζαν, άλλα με άφηναν αδιάφορο αλλά
παντού, εκείνο που μου άρεσε περισσότερο ήταν να γνωρίζω ανθρώπους κάποιας
ηλικίας φυσικά και οι οποίοι ήταν μόνιμοι κάτοικοι ή άντε να έφευγαν λίγο καιρό
το χειμώνα στις πόλεις και στον κάμπο.
Απ’ αυτούς τους ανθρώπους ζητούσα να μου αφηγηθούν τη ζωή τους,
από τότε που θυμούνταν τον κόσμο μέχρι τις ημέρες μας και δεν θυμάμαι κανένας
να αρνήθηκε. Κάποιες γερόντισσες έκαναν στην αρχή τις δύσκολες αλλά σαν
άρχιζαν, χτύπαγαν το δίωρο! Ρωτούσα κυρίως πράγματα της απλής ζωής, της καθημερινότητας
και του αγώνα της επιβίωσης αλλά σαν έρχονταν και η ώρα των πολέμων που έλειπαν
οι άνδρες από τα χωριά και έπρεπε να κάνουν αυτές κουμάντο με το σπίτι και τα
χωράφια, τα πράγματα τότε άλλαζαν και οι φωνές τους γίνονταν πιο υπεύθυνες, πιο
σταθερές. Για τα χρόνια του Εμφυλίου που όλες τον έζησαν στον ανθό και στην
ακμή τους, μια μελαγχολία βάραινε τις λέξεις και ένα παράπονο σκίαζε τα πρόσωπά
τους για όσα δεν έζησαν όταν έπρεπε κι ένας θυμός γι’ αυτά που η ιστορία έμελλε
να τα φέρει να συμβούν μπροστά στα μάτια τους.
Με τους άντρες ήταν διαφορετικά. Πιο περπατημένοι, είχαν να
πουν διάφορα και για πράγματα που έζησαν μακριά από τον τόπο τους, στον πόλεμο
αλλά κυρίως στο αντάρτικο και στον εμφύλιο και συνήθως έδιωχναν την κουβέντα μακρύτερα
από συμβάντα, ιδίως όταν αυτά ποτιστεί με το αίμα των συγχωριανών τους. Έμοιαζε
σαν να τα είχαν ξεχάσει, τα μπέρδευαν και επ’ ουδενί θα μπορούσαν να θεωρηθούν υλικό
για δημοσίευση αν προηγουμένως δεν προσπαθούσα να διασταυρώσω τα λεγόμενα με άλλες
αφηγήσεις.
Τα θυμήθηκα σήμερα αυτά που πλημμύρισε το διαδίκτυο με
αφηγήσεις πολεμιστών κυρίως από το 1940 μέχρι και το 1950 αλλά πουθενά δεν είδα
(μπορεί και να υπάρχουν όμως και να μου διέφυγε) αφηγήσεις για τον πόλεμο που
έκαναν στα χωριά τα γυναικόπαιδα που οι πατεράδες, τ’ αδέρφια και οι γιοί ήταν
στα μέτωπα ή στο κλαρί ή τις μάχες που έδωσαν κατόπιν στη ζωή σαν κάποιος δεν
γύρισε στο σπίτι. Δεν μπορώ να πω ότι δεν υπήρχε ενδιαφέρον για την καταγραφή
τέτοιων αφηγήσεων, αλλά, όπως και να έχει, προτιμήθηκαν εκείνες των ανδρών ή
από την πλευρά των γυναικών, αυτών που ξεχώρισαν στην περίοδο της Αντίστασης
και του Εμφυλίου και οι περισσότερες είχαν να κάνουν πάλι με πόλεμο και άλλα
συναφή της πολιτικής που υπηρετούσαν παρελκόμενα...
ΑΘΗΝΑ, 29102016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου