Στη ζωή της δεν είχε περπατήσει παραπέρα από το μικροχώρι της, τη Λαφίνα· πόσες φορές είχε κατέβει με τα πόδια της στη Λογγά και στο ποτάμι και πόσες είχε ανέβει στο Σελιό και στον Κάναλο, ούτε που το θυμόταν. Είχε λησμονήσει πόσες φορές βρέθηκε στο σαμάρι του μουλαριού και πόσες στο δρολάπι, κοντά στις γίδες. Στη Μεσοχώρα, άντε και να είχε πάει κάμποσες φορές για λίγα ψώνια, και μια δυο ακόμη ως τα Τρίκαλα. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε σε πόσα πανηγύρια πήγε, ούτε σε πόσα ξόδια και μνημόσυνα είχε παραστεί. Στη μνήμη της είχαν ξεθωριάσει τα πρόσωπα των ανθρώπων που γνώρισε παιδούλα, των συνομηλίκων με τους οποίους «φύτρωσαν» μαζί και αντάμα πορεύτηκαν στη ζήση, των ξένων που πέρασαν από το χωριό. Σαν λευκό συννεφάκι που σφουγγίζει απαλά τα γεγονότα, η θύμησή της, τα στραγγίζει από τον κάματο της ζωής και από τα κακώς καμωμένα, και τ’ άφηνε σαν πάχνη στ’ αυλάκια που ο αχάριστος χρόνος είχε σκάψει στο πρόσωπό της. Στο αποκαμωμένο μυαλό της οι μνήμες πετούσαν σαν μικροπούλια, που έρχονταν να γευματίσουν στ’ απόδειπνο του μνημοσύνου, και στην πετσέτα, όπου είχαν φυλαγμένο το προσφάι αυτοί, οι οποίοι πριν από τις δικές της ημέρες θεμελίωσαν στον Κάναλο τον Αϊ - Ταξιάρχη.
ΛΑΦΙΝΑ ΤΡΙΚΑΛΩΝ, 20101004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου