Ούτε οι ώριμοι Αθηναίοι θα θυμούνται ότι κάποτε στις
αυλές των σπιτιών, στις απόμακρες αλλά και σε πολλές κεντρικές γειτονιές όπου
κυριαρχούσαν τα χαμόσπιτα και οι μονοκατοικίες υπήρχαν κοτέτσια με πουλερικά και
κλουβιά με κουνέλια με τα οποία οι νοικοκυραίοι εκείνης της εποχής συμπλήρωναν
με φρέσκα αυγά και κρέας το τραπέζι τους. Παράλληλα μείωναν τον όγκο των
απορριμμάτων της κουζίνας, αξιοποιούσαν τα αποφάγια και με την κοπριά
διατηρούσαν ωραία λουλούδια σε γλάστρες και μικρά παρτέρια.
Έτσι είχαν τα πράγματα στις αθηναϊκές γειτονιές όπου το
σκηνικό συμπλήρωναν και διάφοροι επιτήδειοι που έμειναν στην αστική μυθολογία
της πόλης ως κλεφτοκοτάδες τους οποίους τίμησαν δεόντως οι χρονογράφοι όλων των
εποχών. Την ωραία αυτή περίοδο ήρθε και τέλειωσε η αντιπαροχή καθώς οι η
πλημμύρα των πολυκατοικιών κάλυψε κάθε αυλή και ελεύθερο χώρο ενώ τα μπαλκόνια
δεν προσφέρονται ούτε για κλουβιά με καναρίνια.
Η ζωή όμως κάνει κύκλους και αυτό φανερώνουν οι εικόνες
που συχνά – πυκνά επαναλαμβάνονται σε ένα μεγάλο μήκος της οδού Αχαρνών και οι
οποίες ήταν γνώριμες στην επαρχία, στα χωριά όπου ακόμη διατηρούν κοτέτσια.
Έτσι βλέπουμε κάτι τρισάθλια αυτοκίνητα να τη διασχίζουν αργά – αργά και πολλές
φορές την ημέρα και να διαλαλούν από τα μεγάφωνά τους ότι πουλάνε ζωντανές
κότες και κοτόπουλα. Σαν να περιμένουν οι πελάτες, αλλοδαποί από διάφορα μέρη
της γης που είναι και η πλειοψηφία στην περιοχή αυτά τα αυτοκίνητα, σηκώνουν
απλά το χέρι όπως στα ταξί και σταματάνε. Ο βοηθός που είναι μόνιμα στην
καρότσα πιάνει την κότα που διαλέγει ο πελάτης, της δένει τα πόδια να μην
μπορεί να κινηθεί και αφού πρώτα πάρει το αντίτιμό της που έχει να κάνει με το
βάρος και την κατάστασή, του την παραδίδει για την όποια συνέχεια και τύχη
μπορεί να έχει.
Από εκεί και πέρα το μέλλον της κότας είναι άγνωστο.
Αυλές στην περιοχή για να λειτουργήσουν κοτέτσια δεν υπάρχουν ούτε οι φωταγωγοί
πάλι είναι χώροι να συμβεί κάτι τέτοιο γιατί τα πουλερικά θα σκάσουν χωρίς φως
και αέρα. Στα μπαλκόνια πάλι είναι δύσκολο γιατί το είδος τους μπορεί μεν να
έχει ξεχάσει πως είναι η ελευθερία αλλά ποτέ δεν αποκλείεται να θελήσουν κάποια
στιγμή να δοκιμάσουν τα φτερά τους και να βρεθούν στο δρόμο, οπότε ούτε αυγά
έχει κάποιος να περιμένει και σίγουρα θα χάσει και το κεφάλαιο που διέθεσε να
αποκτήσει κάποια κότα ή και κόκορα να τον ξυπνάει το πρωί. Η άλλη εκδοχή για το
μέλλον της είναι το μαχαίρι και μετά ο φούρνος ή η κατσαρόλα, πράγμα που
φαίνεται πιο πιθανό.
Γιατί όμως να καταφύγει κάποιος στην αγορά μιας ζωντανής
κότας αντί να την πάρει από το σούπερ μάρκετ ή το κρεοπωλείο; Απλά είναι πιο
φθηνή γιατί οι περισσότερες απ’ αυτές έχουν εκπληρώσει την θητεία τους στα
πτηνοτροφεία και προκειμένου να είναι βάρος στους πτηνοτρόφους, τις αδειάζουν
χύμα σε στην καρότσα του τσιγγάνου γυρολόγου κι από εκεί και πέρα, κανένας δεν
ξέρει που θα καταλήξουν. Συνήθως τις έκαναν περιοδεία στα χωριά αλλά ως
φαίνεται αυτοί που τις εμπορεύονται ανακάλυψαν και έβαλαν και την Αχαρνών στις
περιοδείες τους καθώς εκεί, όπως συμβαίνει με τις τρύπες στο χρόνο, μια εποχή
που έχει λησμονηθεί για την Αθήνα επιστρέφει με άλλο χρώμα και γλώσσα…
ΑΘΗΝΑ, 19062019. Εφημερίδα "Φιλελεύθερος", σελ. 34.
Στην Αχαρνών ζυμώνεται ένας άλλος κόσμος, μια καινούργια γειτονιά δημιουργείται στο κέντρο της πόλης και ορισμένες σκηνές που βλέπουμε δείχνουν που έχει φτάσει το πράγμα και τι θα γίνεται σε πολύ σύντομο διάστημα μπροστά μας. Στον σημερινό «Φιλελεύθερο» για όσους δεν πρόλαβαν την εφημερίδα στα περίπτερα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα επρεπε ο βλακας ο δημοσιοκαφρος να καλεσει αμεσως το 100 και ολα θα λυνονταν δραστικα και αμεσα. Αντ αυτου με ενα κινητο παρακολουθουσε το εγκλημα αντι να παρεμβει. Αυτες ειναι οι εποχες μας πια. Παρακμη σε ολα.
ΑπάντησηΔιαγραφή'Ασχετο: Βλέπω φόντο το Β' Γυμνάσιο Αρρένων, με πρώτο πλάνο την πάλαι ποτέ "Αίθουσα Τελετών". Αναμνήσεις από την εφηβεία...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτη γωνία με τη Χέιδεν απέναντι από το εστιατόριο που λέγεται ΚΑΜΠΟΥΛ!
Διαγραφή