Το θέμα που απασχολεί τον τελευταίο καιρό τους πάντες, στην Ελλάδα αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο είναι το ενεργειακό, η αφθονία δηλαδή της ενέργειας που απαιτείται να κινηθεί ο πολιτισμός μας και πάνω απ’ όλα η τιμή της, στο οικιακό τιμολόγιο ή σε όλες τις εκφράσεις της οικονομίας. Η περίπτωση μάλιστα της Ουκρανίας, δεν έδειξε παρά το πόσο σημαντική είναι σε αυτόν τον κόσμο, η κατοχή και ο έλεγχος των ενεργειακών πόρων.
Ο πολύς κόσμος αν και καταλαβαίνει πως η ενέργεια γίνεται όλο και πιο ακριβή για λόγους που ποικίλουν και εξαρτώνται από ένα σωρό παράγοντες, μιλάει κυρίως για τις αυξήσεις στα καύσιμα, την ακρίβεια του ηλεκτρικού και όσο κρατάει ακόμη ο χειμώνας για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στην θέρμανση. Τέτοιες εποχές είναι που πέφτουν στη συζήτηση και διάφορες εναλλακτικές μέθοδοι παραγωγής ενέργειας καθώς και η υλικά που στο παρελθόν χρησιμοποιούσαν ορισμένοι άνθρωποι και σήμερα έχουν ξεχαστεί. Το πιο διαδομένο στις πόλεις καύσιμο ήταν το κάρβουνο, ορυκτό ή από ξύλα σε σόμπες και μαγκάλια αλλά αυτό ούτε στις ψησταριές πια δεν χρησιμοποιείται καθώς έχει κατηγορηθεί για πολλά αρνητικά στην υγεία των ανθρώπων και στην καθαριότητα των σπιτιών, όπως και της ατμόσφαιρας.
Στην ύπαιθρο, όπου υπήρχαν δάση και θάμνοι, οι άνθρωποι βολεύονταν με τα ξύλα που έπαιρναν από αυτά αλλά υπήρχαν και πολλές περιοχές που δεν είχαν δέντρα και γι’ αυτό εκεί επιστράτευαν ότι υλικό μπορούσε να παράγει θέρμανση. Έτσι στον θεσσαλικό κάμπο, όπου τα δέντρα είναι λίγα οι άνθρωποι κατέφευγαν στις σβουνιές τις οποίες σε αφθονία παρήγαγαν οι αγελάδες που τότε έτρωγαν πραγματικό χόρτο και δεν ήταν κλεισμένες σε αποστειρωμένους στάβλους όπου όλα γίνονται μηχανικά χωρίς να βλέπουν ποτέ ήλιο.
Οι αγελάδες στη Θεσσαλία, όπως και στην Ινδία ήταν το ίδιο ιερές. Και τούτο γιατί απλά ήταν απαραίτητες στο όργωμα και στις μεταφορές και ακόμα περισσότερο, γιατί οι σβουνιές τους ήταν πολύτιμες ως καύσιμο. Έτσι όπως και στην Ινδία, το ίδιο και στα καμποχώρια οι καραγκούνηδες τις σέβονταν, τις κρατούσαν ζωντανές και τις πρόσεχαν πολύ μέχρι την τελευταία στιγμή που θα μπορούσαν να οργώσουν, να κουβαλήσουν το κάρο και φυσικά να κάνουν σβουνιές για το τζάκι. Έτσι πρέπει να γίνεται ακόμα στην Ινδία νομίζω αλλά εδώ, αγελάδα ούτε για δείγμα δεν έχει μείνει. Τα τρακτέρ και τα φορτηγά τις παραμέρισαν εντελώς ενώ για καύσιμα οι αγρότες προτιμούν βεβαίως αντί για σβουνιές πετρέλαιο και μαγειρεύουν πλέον με ηλεκτρισμό. Η εποχή εκείνη κοντεύει να ξεχαστεί και κανένας δεν πιστεύει πως μπορεί κάποια στιγμή να βρεθούν πάλι στην ανάγκη να ζυμώσουν με τα πόδια κομμάτια από κοπριά, να τα απλώσουν μετά στον ήλιο να στεγνώσουν (φωτογραφία) και να τα αποθηκεύσουν για καύσιμα στην κουζίνα και θέρμανση στο τζάκι το χειμώνα. Σημειώνεται πως το ζύμωμα της σβουνιάς γίνονταν τους ζεστούς μήνες για να στεγνώνουν πάντα μέσα σε ένα σύννεφο από κουνούπια και μύγες και η μυρωδιά δεν έφευγε με τίποτα από το δέρμα του ανθρώπου.
Να όμως που τα πράγματα στην οικονομία και ειδικά στη αγορά της ενέργειας δείχνουν πως όλα μπορεί να γίνουν ξαφνικά πάλι όπως παλιά και όπως λέγεται, θα σωθούμε μόνο αν γυρίσουμε πάλι στα χωριά μας και ζήσουμε όπως οι πρόγονοί μας οι οποίοι σαφώς και ήξεραν πολύ περισσότερα από κάποιους που προβάλλουν σήμερα την «πράσινη ανάπτυξη» χωρίς να έχουν τη στοιχειώδη εμπειρία για τα είδη, τον τόπο, τον καιρό και χωρίς βέβαια να λογαριάσουν ποιος πληρώνει στο τέλος τον λογαριασμό που παραείναι φουσκωμένος.
Θα γυρίσουμε λοιπόν αν χρειαστεί πάλι στα χωριά μας στα οποία σίγουρα δεν θα βρούμε ούτε για δείγμα αγελάδα να οργώσουμε να καλλιεργήσουμε και να κάνει σβουνιές, αλλά το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι δεν θα βρούμε εκείνους τους ανθρώπους που με τη σοφία τους και τον ιδρώτα τους μόνο, χωρίς να χρωστάνε σε κανένα ούτε δραχμή δημιούργησαν το μικρό θαύμα της επάρκειας των αγαθών για τη μεταπολεμική Ελλάδα. Ένα θαύμα που ήταν «καταπράσινο» και «αειφόρο» από τη φύση του και το μοντέλο του οποίου αγνοείται επιδεικτικά από τους νεόκοπους φωστήρες της αμφίβολης «πράσινης ανάπτυξης».
ΑΘΗΝΑ, 16022022
Μια ιδέα για την εξοικονόμηση ενέργειας η οποία όμως προϋποθέτει να επιστρέψουμε στο χωριό και να αποκτήσουμε βέβαια δυο – τρεις αγελάδες να την παράγουν…
ΑπάντησηΔιαγραφή