Από τον Γιώργο Ζαχαρίου η φωτογραφία για το θέμα της ημέρας!
Κάποιοι φίλοι με ιδιαίτερες ευαισθησίες για τον τόπο τους
και τον κόσμο που τον περιβάλει συνηθίζουν ότι βλέπουν να μην το κρατάνε μόνο
για τον εαυτό τους κι έτσι από τις αναρτήσεις τους στο διαδίκτυο πέρα από τις
εντυπώσεις που μας μεταφέρουν μαθαίνουμε και πράγματα για την χλωρίδα και την
πανίδα των περιοχών όπου αυτοί κινούνται. Από τη στιγμή μάλιστα που σε ολόκληρη
την ύπαιθρο έχουν πάψει να εκδηλώνονται πλείστες όσες αγροτοκτηνοτροφικές
δραστηριότητες, οι πληροφορίες απ’ αυτούς τους ανθρώπους εκτός του ότι είναι
ευχάριστες και παιδαγωγικές για όλους είναι πολύτιμες για τους ειδικούς.
Ο λόγος για μια υπέροχη φωτογραφία μιας μελαγχολικής
αγριόγατας που φωτογράφισε ο Πάνος Παλαιός στο χωριό Τόρνος, λίγο μετά τον
Προυσό στην Ευρυτανία. Ο Πάνος, όπως έχω ξαναγράψει ζει μόνιμα στον Τόρνο και
παράλληλα με τις άλλες ασχολίες που έχει εκεί φωτογραφίζει συστηματικά ότι
βλέπει γύρω του και κυρίως την μοναδική φύση της περιοχής. Έτσι ανάμεσα σε
αυτές τις φωτογραφίες βλέπουμε συχνά και άγρια ζώα, πολλά από τα οποία είναι
σπάνια ή δεν τα βλέπουμε γιατί ζουν μακριά από τους ανθρώπους.
Ένα απ’ αυτά είναι οι αγριόγατες (ευρωπαϊκή αγριόγατα ή Felis silvestris
silvestris), είδος κρυπτικό που ζει στα δάση, αποφεύγει τους ανθρώπους
και κινείται κυρίως τη νύχτα καθώς διαθέτουν οξύτατη όραση και ακοή και
ιδιαίτερες αναρριχητικές ικανότητες και μπορούν και κάνουν μεγάλα άλματα. Έχουν
δε ευέλικτο σώμα που καλύπτεται με πυκνό τρίχωμα, ξανθού προς καφέ με μαύρη
ρίγα στην πλάτη και σχετικά φουντωτή ουρά με έντονους δακτυλίους εναλλασσόμενων
χρωμάτων. Εκτός από την περίοδο της αναπαραγωγής, οι αγριόγατες ζουν μοναχικά.
Τη φροντίδα για την ανατροφή των μικρών αναλαμβάνει αποκλειστικά η μητέρα τους.
Οι αγριόγατες τρέφονται κυρίως με μικρά πτηνά, τρωκτικά και άλλα μικρά
θηλαστικά, βατράχους και ερπετά. Συλλαμβάνουν την λεία τους συνήθως με
αιφνιδιαστική επίθεση, περιμένοντας σε ενέδρα ώσπου να πλησιάσει σε μικρή
απόσταση. Γενικά τα αρσενικά άτομα είναι μεγαλύτερα από τα θηλυκά και σαφώς πιο
επιβλητικά.
Παλιότερα, στον τόπο μου και γενικά στον παρατυμφρήστιο χώρο
αναφορές για την αγριόγατα ήταν ελάχιστες έως ανύπαρκτες. Οι άνθρωποι
αναφέρονταν σε αυτή σαν να επρόκειτο για μια σκιά δίπλα στους άλλους θηρευτές
(αλεπούδες, λύκος) που απειλούσαν το
κτηνοτροφικό βιός τους. Δεν υπήρχαν και αυτό οφείλονταν στο ότι σε όλο τον
προαναφερόμενο χώρο και σε ανάλογους στην υπόλοιπη Ελλάδα πιστεύω γιατί παντού
ήταν «πατημένος» από τους ανθρώπους και οι δραστηριότητές τους απέτρεπαν την
εξάπλωση της άγριας πανίδας. Έτσι ποτέ δεν είχε ακουστεί για αρκούδα ή λύγκες,
σπανίως για λύκους, ζαρκάδια και αγριογούρουνα. Κάτι λίγες αλεπούδες υπήρχαν οι
οποίες διώκονταν απηνώς καθώς και άλλα μικρότερα αρπακτικά θηλαστικά τα οποία
είχαν την ίδια αντιμετώπιση. Σημαντικό δε ρόλο στον περιορισμό και της
αποθάρρυνση των αγριμιών έπαιζαν και τα άπειρα σκυλιά που ακολουθούσαν τα
κοπάδια στις βοσκές και τα βουνά. Ούτε και στις αφηγήσεις παλιότερων κυνηγών οι
οποίοι ειδικεύονταν μάλιστα στο δύσκολο κυνήγι των κουναβιών επίσης αναφέρονται
περιπτώσεις όπου συνάντησαν αγριόγατες.
Τα τελευταία όμως χρόνια που η ερήμωση της ελληνικής υπαίθρου έχει
φτάσει στην κορύφωσή της και αυτό συμβαίνει σε όλη την επικράτεια, η επιστροφή
της άγριας φύσης ή το πιο σωστό η φυσική ανάκαμψη των ποικίλων οικοσυστημάτων
δείχνει να είναι ολική και να περιλαμβάνει όλα τα είδη που ζούσαν εκεί πριν τα
διώξει ο άνθρωπος και αυτά καταφύγουν σε μέρη αδιάφορα για εκμετάλλευση και
δύσκολα προσπελάσιμα. Μέρη στα βουνά που λειτούργησαν ως «κιβωτοί» για την
άγρια πανίδα και η οποία όταν αισθάνθηκε ότι άδειασε ο χώρος από ανθρώπους
επέστρεψε και από την στιγμή που δεν βρήκε «σύνορα» και σκληρούς αντιπάλους
κάνει πλέον έντονη την παρουσία της. Οι λύκοι, τα αγριογούρουνα, τα ζαρκάδια,
τα κουνάβια και ένα σωρό άλλα πλάσματα που απασχόλησαν προσφάτως την
ειδησειογραφία, αυτό δείχνει.
Κάπως έτσι πρέπει να ήρθε η αγριόγατα που φωτογράφισε ο Πάνος στον
Τόρνο. Στην αρχή νόμισε πως ήταν μια από τις δεκάδες αδέσποτες και πεινασμένες
γάτες που κυκλοφορούν στα χωριά. Στέκονταν κάπως φοβισμένη και μελαγχολική στον
κήπο μπροστά από το σπίτι του και πόζαρε μάλιστα πριν εξαφανιστεί από την αυλή
του. Από την ουρά της κατάλαβε πως δεν επρόκειτο για κάποια αδέσποτη γάτα ενώ η
αργή κίνησή της καθώς απομακρύνονταν έδειχνε όμως πως κάτι την απασχολούσε.
Έμεινε με την σκέψη για το πως και από που έφτασε αυτό το ωραίο πλάσμα στον
Τόρνο που ποτέ δεν είχε ακουστεί πέρασμα αγριόγατας.
Την άλλη μέρα την συνάντησε πάλι σε έναν άλλο κήπο μέσα στο χωριό
αλλά αυτή τη φορά δεν γύρισε να τον κοιτάξει με παράπονο όπως την πρώτη γιατί
ήταν νεκρή. Όχι γιατί την πυροβόλησαν ή τη
χτύπησαν - ποιος βέβαια στο έρημο χωριό;- αλλά από κάποια αρρώστια κι έτσι ερμήνευσε το
ικετευτικό σχεδόν βλέμμα της που κράτησε στη φωτογραφία.
ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 29032022
Με την εξάπλωση και την αποδοχή των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης ως κύριας
πηγής ενημέρωσης μιας και η διάχυση και ευελιξία τους σε σχέση με τα
παραδοσιακά ΜΜΕ είναι συντριπτικά πιο αποτελεσματική, παρατηρούμε και πράγματα
που σε άλλη περίπτωση δεν θα βλέπαμε σε τέτοια έκταση. Επί πλέον έχουμε και την
ευκαιρία να κάνουμε κάποιες συγκρίσεις καθώς μπορούμε να έχουμε ταυτόχρονα πρόσβαση
σε όσες πλείστες πηγές.
Ο λόγος για τα άπειρα «ρεπορτάζ» που είδαμε στις οθόνες από δεκάδες μικρές
πατρίδες της Ελλάδας σχετικά με τον φετινό διπλό εορτασμό της 25ης Μαρτίου,
στις εκκλησίες και τα Ηρώα πολλών μικρών πόλεων και ορισμένων χωριών που
συνήθως υπολείπονται της συνηθισμένης ειδησειογραφίας από τα υπερτοπικά και τα
εθνικά ΜΜΕ εκτός φυσικά από την περίπτωση που κάποια ειδικά στοιχεία ενδέχεται
να συνθέτουν... την είδηση! Χάρη στην ευκολία αυτή είδαμε επίσης και πολλές
αναρτήσεις για το πως γιόρτασαν οι Έλληνες σε διάφορα σημεία του κόσμου τον
Ευαγγελισμό και την έναρξη της εθνικής Παλιγγενεσίας.
Είδαμε λοιπόν εικόνες από την λειτουργία του Ευαγγελισμού σε εκκλησίες με
ελάχιστο όμως κόσμο, πράγμα που δηλώνει πόσοι λίγοι άνθρωποι έχουν μείνει πλέον
στην επαρχία και σκηνές από τις καταθέσεις των στεφανιών στα ηρώα και
παρελάσεις σχολείων σε όσα φυσικά χωριά λειτουργούν αυτά. Η εντύπωση ότι
αραιώνει ο κόσμος στα χωριά και στις κεφαλοχώρια όλης της επαρχίας είναι από
χρόνια αισθητή αλλά πλέον τα πράγματα δείχνουν ότι σε λίγα χρόνια τα
περισσότερα και ειδικά τα ορεινά, το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου θα τα
ζωντανεύουν μόνο μισθωμένοι φύλακες. Μάρτυρας σε αυτή την κατάσταση οι
φωτογραφίες που δημοσίευσαν αυτοί που συμμετείχαν σε αυτές τις εκδηλώσεις.
Φαίνεται καθαρά ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να μείνουν ζωντανά τα
χωριά τους και το δείχνουν -μιας και μόνο αυτός ο χώρος να θυμίζει την
διαλυμένη κοινότητά τους ή την υποφώσκουσα ενορία τους- έστω με την παρουσία
τους στις μεγάλες γιορτές στην εκκλησία. Η εκκλησία, και όταν αυτή λειτουργεί
γιατί δεν έχουν όλα τα χωριά παπάδες να τις ανοίγουν είναι πλέον η κυψέλη που
συγκεντρώνει τους χωριανούς στις γιορτές του χειμώνα. Η δε λειτουργία είναι
αυτή που κινητοποιεί και ορισμένους συγχωριανούς που ξεχειμάζουν στις κοντινές
πόλεις να τα επισκεφτούν για λίγες ώρες και να επιστρέψουν πάλι στα σπίτια τους
αφού εκτός από λίγες περιπτώσεις θα βρουν και τα καφενεία κλειστά. Όπου
υπάρχουν θα αρχίσουν να λειτουργούν μετά το Πάσχα και εφ’ όσον αρχίζει να
γεμίζει το χωριό με κάποιο κόσμο και έχουν πάψει από καιρού να λειτουργούν ως
καφενεία.
Μετρημένοι οι χωριανοί μετά τον εκκλησιασμό κατευθύνονται προς το Ηρώο (δεν
υπάρχει χωριό στην Ελλάδα χωρίς Ηρώο) όπου κάποιος εκπρόσωπος του οικείου Δήμου
μετά την επιμνημόσυνη δέηση που ψάλλει ο παπάς καταθέτει στεφάνι και όλοι
κρατάνε ενός λεπτού σιγή. Φτάνει, δεν θέλουν περισσότερο οι ήρωες του κάθε
τόπου που ελάχιστους να λέμε και την αλήθεια έχει δεχθεί την αγκαλιά της η γη
της μικρής πατρίδας αφού εκεί που θυσιάστηκε ο καθένας τους έθαβαν εκείνα τα
χρόνια ή τους έτρωγαν τα όρνια. Στα χωριά έφτανε μόνο η είδηση και τη μνήμη
τους οι μανάδες κράταγαν ζωντανή και οι υπόλοιποι τους θυμόνταν όταν ήταν να
μετρηθούν πάλι για άλλο πόλεμο ή τις δουλειές που τους ήθελαν όλους μαζί για να
προχωρήσουν. Το Ηρώο έχει γίνει να θυμίζει τους απόντες και για όσους απόμειναν
στο χωριό το χρέος που τους αναλογεί για την συνέχειά του.
Η διαπίστωση απ’ αυτό το σύντομο ρεπορτάζ για του φετινού, του πρώτου
μετά την επιδημία covid-19 εποχή εορτασμού του Ευαγγελισμού σε ορισμένες μικρές
πατρίδες είναι απογοητευτικό. Στις κωμοπόλεις όπου λειτουργούν ακόμα σχολεία,
οι μαθητές, ο αριθμός των οποίων κάθε χρόνο όλο μειώνεται χωρίς να υπάρχει
ελπίδα αναπλήρωσης, έδωσαν μια αίσθηση ζωντάνιας με τις παρελάσεις και στις
πλατείες με την υποστήριξη των πολιτιστικών συλλόγων που παρά τις αντίξοες
καταστάσεις συνεχίζουν να παράγουν έργο.
Στα χωριά όμως που σε ελάχιστες περιπτώσεις λειτουργεί κάποιο, τα πράγματα
εξελίχθηκαν μέσα στη μελαγχολία καθώς όσοι απόμειναν και θέλοντας να
ακολουθήσουν το τυπικό της ημέρας βρέθηκαν για άλλη μια φορά στην αμηχανία
αναρρωτούμενοι αν θα καταφέρουν να κάνουν του χρόνου το ίδιο. Τα όσα ζει η κάθε
μικρή πατρίδα και όσα ολόκληρη η Ελλάδα και ο κόσμος, υπονομεύουν αυτή τη
διάθεση και ως φαίνεται, το νιώθουν και οι «ήρωες» στα Ηρώα.
Η μοναξιά τους είναι βαρύτερη από των ζωντανών που αν δουν πως δεν μπορούν
να συνεχίσουν, κλείνουν την πόρτα τους και φεύγουν γι’ αλλού. Οι «ήρωες» όμως
δεν υπάρχει περίπτωση να το κάνουν. Εκεί θα μείνουν να θυμίζουν πως για να
υπάρχει αυτή η μικρή πατρίδα, κάποιοι δέθηκαν μαζί τους και την φυλάνε από το
Ηρώο που κάνα δυο φορές το χρόνο κάποιοι τους θυμούνται και πάνε και βάζουν ένα
στεφάνι.
Διάλεξα κάποιες φωτογραφίες από τις δεκάδες αναρτήσεις που προβλήθηκαν
αυτές τις ημέρες στο διαδίκτυο ορισμένες από ξεχασμένους αλλά και αγαπημένους
τόπους για να δούμε πως γιόρτασαν τον Ευαγγελισμό και την 25η Μαρτίου οι λίγοι
που κρατάνε ακόμη ζωντανά λίγα χωριά.
ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 28032022
Καθώς παρακολουθούμε στις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία
και τον ξεριζωμό των Ελλήνων από τις πανάρχαιες εστίες τους στην Μαύρη Θάλασσα,
αναλογιζόμαστε πόσες φορές επαναλαμβάνεται το ίδιο δράμα. Από τότε που
απελευθερώθηκε η Ελλάδα και έτσι το ελλαδικό κράτος έγινε το σημείο που
εύρισκαν καταφύγιο οι κατατρεγμένοι, οι διωγμοί των Ελλήνων ιδίως κατά τον 20ο
αιώνα από την Μικρά Ασία, τον Εύξεινο Πόντο, την Κωνσταντινούπολη και την
Ανατολική Θράκη, τα Βαλκάνια, την Μέση Ανατολή και την Αφρική ήταν ένα
επαναλαμβανόμενο φαινόμενο, απόρροια πολεμικών συγκρούσεων αλλά και μέσα στις
πολιτικές που εφάρμοζαν πολλά ιδιαίτερα καθεστώτα αυτούς τους χρόνους.
Έτσι βλέπουμε αυτές τις ημέρες δεκάδες δημοσιεύματα στον παραδοσιακό
τύπο και πιο πολύ στα ΜΚΔ που αφορούν τον ελληνισμό της Ουκρανίας και της
μαρτυρικής Μαριούπολης, μια ελληνικής πόλης στη Μαιωτίδα Λίμνη (Αζοφ) όπου
εκβάλλει ο ποταμός Τάναϊς (Δον) σύνορο Ευρώπης και Ασίας κατά τον Στράβωνα.
Γύρω από την Μαριούπολη δεκάδες είναι τα ελληνικά χωριά και όλη η περιοχή
δοκιμάζεται από τον πόλεμο. Οι ειδήσεις που έρχονται από εκεί είναι
αποκαρδιωτικές τόσο για τους Ουκρανούς, όσο και τους Έλληνες που για μια σειρά
λόγων βρίσκονται σε δυσκολότερη θέση και δικαίως προκαλούν ιδιαίτερα αισθήματα
συμπάθειας στην Ελλάδα που προσπαθεί με όσους τρόπους επιτρέπουν τα πράγματα να
παρέμβει και να τους υποστηρίξει, υλικά και ηθικά.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έγινε η αφορμή να θυμηθούμε και να
μάθουμε περισσότερα για τους Έλληνες της Ουκρανίας και της Μαύρης Θάλασσας και
ακόμη να ακούσουμε πολλούς που έχουν έρθει εδώ και χρόνια, από την περίοδο της
ΕΣΣΔ ακόμη και μετά την διάλυσή της και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα καθώς η
μνήμη αυτής της πατρίδας, όσο πικρή κι αν ήταν κάποιες φορές δεν ήταν μακρινή.
Δεν θα επεκταθώ περισσότερο για τους Έλληνες της Μαριούπολης,
έχουμε καιρό μπροστά μας να μάθουμε περισσότερα. Θα περιοριστώ σε ένα «εύρημα»
κάποτε στο Μοναστηράκι που μου θύμισε ένα άλλο κομμάτι του Ελληνισμού, στην
Αιθιοπία που χάθηκε όπως και της περισσότερης Αφρικής και Μέσης Ανατολής και
μόνο λίγοι το κρατάνε στη μνήμη τους.
Στη φωτογραφία του 1926, εορτασμός εθνικής εορτής στο Ελληνικό
Δημοτικό Σχολείο της Αντίς Αμπέμπα, στην Αιθιοπία. Πάνε 100 σχεδόν χρόνια από
τότε και «ειδήσεις» απ’ αυτόν το Ελληνισμό, δεν φτάνουν στην Αθήνα. Ας
ευχηθούμε να μην συμβεί το ίδιο με την Ουκρανία..
ΑΘΗΝΑ, 25032022
Τούτες τις ημέρες που ο πόλεμος ξεθεμελιώνει ολόκληρες πόλεις
και χωριά στη γειτονιά μας, οι οβίδες οργώνουν με οβίδες τα χωράφια της
Ουκρανίας, τα πολυβόλα θερίζουν δέντρα και φωλιές πουλιών και κάθε δηλητήριο
που κυλάει από τα βομβαρδισμένα εργοστάσια καταλήγει στα νερά των ποταμών και
της Μαύρης Θάλασσας και τα σύννεφα του καπνού από τις φωτιές απλώνονται μέχρι
τον ουρανό της πατρίδας μας, σε ένα άλλο μέρος, στην Άνδρο του Αιγαίου, κάποιοι
προσπαθούν αν ξαναστήσουν έναν άλλο κόσμο!
Ο άλλος κόσμος επί του προκειμένου είναι οι ξερολιθιές που
έδεναν απ’ άκρον σε άκρον το νησί για να μην παρασέρνουν τα νερά και ο αέρας το
πολύτιμο χώμα, να στεριώνουν τις ρίζες των δέντρων, να προστατεύουν τις πηγές
και να αποτελούν και σύνορο. Έργα που θεμελιώθηκαν από τότε που ο άνθρωπος
άρχισε να καλλιεργεί τη γη, εγκαταλείφθηκαν όταν άρχισε να υποχωρεί ο παραδοσιακός
τρόπος ζωής στο Αιγαίο και όχι μόνο και κακοποιήθηκαν από τις διανοίξεις δρόμων
και την αρπαγή των υλικών τους. Οι συνέπειες της καταστροφής τους είναι ήδη
ορατές, τόσο στο κύκλο των καλλιεργειών (όπου υπάρχουν) αλλά και στον υδροφόρο
ορίζοντα των νησιών και βεβαίως στη αισθητικό του Αιγαίου καθώς αυτές ήταν
αναπόσπαστα δεμένες με το μοναδικό τοπίο του.
Αυτές τις ξερολιθιές προσπαθούν όχι μόνο να σώσουν αλλά και να
διδαχθούν οι νεότεροι από έμπειρους τεχνίτες την κατασκευή τους, στο
Σχολείο Ξερολιθιάς Άνδρου που πραγματοποιήθηκε την εβδομάδα που μας
πέρασε, μέσα σε δύσκολες όντως κλιματολογικές συνθήκες και της επιδημίας. Παρ’
αυτά συμμετείχαν συνολικά 23 άτομα από τη νησιωτική και ηπειρωτική Ελλάδα, τα
οποία εκπαιδεύτηκαν στην κατασκευή και επισκευή ξερολιθιάς με «στήματα»
και εμβάθυναν στη σημασία του ξερολιθικού τοπίου του Αιγαίου.
Οι απογευματινές συναντήσεις, όπως και η πρώτη συνάντηση
γνωριμίας το πρωινό του Σαββάτου 12 Μαρτίου, πραγματοποιήθηκαν στην εμβληματική
αίθουσα του Κέντρου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Κορθίου (ΚΠΕ), του πρώτου
σχολείου της Άνδρου και από τα πρώτα που λειτούργησαν στην προεπαναστατική
Ελλάδα (1813).
Το έργο LIFE TERRACESCAPE (http://www.lifeterracescape.aegean.gr/)
αφορά στη λειτουργική αποκατάσταση των αναβαθμίδων, μέσω της επανακαλλιέργειας
τους μετά από πολλά έτη εγκατάλειψης στον νησιωτικό χώρο του Αιγαίου. Άμεσος
στόχος του έργου είναι η επίδειξη των ωφελειών που θα προκύψουν τοπικά από μια
τέτοια δράση και η επιτόπια πολλαπλασιαστική της εφαρμογή. Απώτερος στόχος, η
δημιουργία προσαρμοσμένων πράσινων υποδομών, ως ανασχετικό στοιχείο στις
επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Η όλη δράση λαμβάνει χώρα στο νησί της
Άνδρου, με στόχο να επεκταθεί σε άλλα νησιά του Αιγαίου και της Μεσογείου.
Συντονίστρια του έργου είναι Θεοδώρα Πετανίδου, καθηγήτρια Οικολογίας και
Οικογεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Το έργο, με τον πλήρη τίτλο «Μετατροπή των εγκαταλελειμμένων
τοπίων αναβαθμίδων σε πράσινες υποδομές μέσω συμμετοχικής επιστασίας γης για
καλύτερη προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή (LIFE16 CCA/GR/000050», υλοποιείται από
το Πανεπιστήμιο Αιγαίου κατά την περίοδο 2017-2021, σε συνεργασία με τον Δήμο
Άνδρου, το Πράσινο Ταμείο, το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, τον
ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ και το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, με την οικονομική υποστήριξη
του χρηματοδοτικού μέσου LIFE της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Πράσινου
Ταμείου.
ΑΘΗΝΑ, 23032022
Έγραψα χθες για μια φωτογραφία με ανθρώπους στο Καρπενήσι
που το 1939 συμμετείχαν σε μια κηδεία ενός αγαπητού προσώπου στην πόλη τους και
οι οποίοι, εκείνη τη χρονιά ακόμη δεν περίμεναν πως εξαιτίας του πολέμου όλη
την επόμενη δεκαετία θα πήγαιναν και θα έβλεπαν πολλές κηδείες που αυτή τη φορά
όμως οι περισσότερες δεν θα ήταν από γεράματα και αρρώστιες αλλά από το κακό
που είχε ξεσπάσει σε όλον τον κόσμο…
Στόχος του κειμένου ήταν να επισημάνω πως αλλιώς είναι να
ζεις τον πόλεμο κι αλλιώς να τον βλέπεις στην τηλεόραση και με την υποψία πάντα
ότι οι ρόλοι του κακού και του καλού δεν είναι ξεκάθαροι. Κι ακόμη ότι από
εκείνη τη γενιά που τον είδε με τα μάτια της και τον έζησε με όλες τις
αισθήσεις της λίγοι έχουν απομείνει να περιγράψουν τη φρίκη του.
Το Καρπενήσι το έκαψαν σχεδόν ολόκληρο οι Γερμανοί στις 7
Νοεμβρίου το 1943 και επέστρεψαν πάλι να το αποτελειώσουν στις 9 Αυγούστου το
1944. Ο λόγος της επίθεσης ήταν να χτυπήσουν το ΕΑΜ που είχε ριζώσει στην
περιοχή και είχε καταστήσει ελεύθερη πόλη το Καρπενήσι και τον ΕΛΑΣ που έλεγχε
μεγάλο μέρος της ορεινής Ελλάδας. Ο κόσμος τρομοκρατημένος έφυγε στα βουνά κι
έτσι δεν υπήρξαν πολλά θύματα αλλά οι κατακτητές δεν άφησαν τίποτα όρθιο στην
πόλη. Ανατίναξαν όλα τα μεγάλα κτίρια, λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τα σπίτια και
βεβαίως ξέσπασαν και σε όσα χωριά βρήκαν στον δρόμο τους.
Στη δεύτερη επιδρομή είχε σειρά και το χωριό μου. Όταν
επέστρεφαν οι Γερμανοί από το Καρπενήσι έκαψαν την Μεγάλη Κάψη (Μεταξά έλεγαν
τον τόπο μέχρι τους ενετοτουρκικούς πολέμους που τον έκαψαν) και σκότωσαν δυο
ηλικιωμένες γυναίκες που δεν πρόλαβαν να φύγουν. Οι χωριανοί είχαν προλάβει να
φύγουν προς τη Βόρεια Ευρυτανία με όσα πράγματα μπόρεσαν να σηκώσουν και τα
ζωντανά τους και όταν γύρισαν μετά από μια εβδομάδα, βρήκαν το χωριό στάχτη κι
έβαλαν μπροστά να το ξαναχτίσουν.
Έτσι έκαναν και στο Καρπενήσι (όπως και σε όλες τις
μαρτυρικές πόλεις και χωριά της Ελλάδας οι άνθρωποι. Μόλις τέλειωσε η Κατοχή
και έφυγαν οι κατακτητές έβαλαν μπροστά να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους και να
φτιάξουν πάλι κοινωνίες και κοινότητες. Μόνοι τους, χωρίς καμιά βοήθεια από το
ανύπαρκτο κράτος που είχε να διαχειριστεί και τον Εμφύλιο που ξέσπασε αμέσως
μετά, ειδικά στις ορεινές και απομακρυσμένες περιοχές. Το πως κατάφεραν εκείνοι
οι άνθρωποι και ανοικοδόμησαν τα καμένα χωριά, ήταν ένα θαύμα.
Μέσα σε μια δεκαετία από το 1950 και μετά που ησύχασε η
ορεινή Ελλάδα κατάφεραν να ξαναφτιάξουν σπίτια, σχολεία, εκκλησίες να ανοίξουν
δρόμους, να στήσουν γεφύρια. Έπεσαν όλοι με τα μούτρα στη δουλειά και με τα
πενιχρά μέσα που διέθεταν αφού ακόμη δεν ανοιχτεί παντού δρόμοι, με μουλάρια,
γαϊδούρια και στον ώμο, άντρες και γυναίκες μετέφεραν πέτρες από τα νταμάρια
και τα ερείπια, χώμα και άμμο, νερό, ασβέστη και ξύλα και έβαλαν το κεφάλι και
τις οικογένειες κάτω από ένα κεραμίδι. Οι σκληροί χειμώνες σε αυτή την περιοχή
δεν επέτρεπαν σε κανέναν να καθυστερήσει κι έτσι η ανατολή της νέας εποχής
βρήκε τους περισσότερους στεγασμένους και έτοιμους να ριχτούν στον αγώνα για
την ανάσταση των μικρών πατρίδων τους και της Ελλάδας ολόκληρης και το
αποτέλεσμα φάνηκε πολύ σύντομα. Τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 όλη η Ελλάδα
παρουσίασε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης χάρη στην εργατικότητα και το πείσμα των
ανθρώπων της να ξορκίσουν τον πόλεμο που την έκανε ερείπια και να ζήσουν
καλύτερες εποχές.
Ήταν αυτή η πρώτη μεταπολεμική γενιά που ενώ θα έπρεπε να
είναι παράδειγμα για όσες ακολούθησαν, ελάχιστα αναφέρεται γιατί στο μεταξύ φύσηξαν άλλοι άνεμοι και μόλις
από άκρη σε άκρη όλη η χώρα αναστήθηκε, άρχισε να αδειάζει η ύπαιθρος. Ένα
υπόκωφο κύμα αστυφιλίας το οποίο καμία κυβέρνηση δεν προσπάθησε να ανακόψει με
σοβαρές προτάσεις και έργα ασφαλώς, πήρε και σάρωσε ολόκληρες κοινωνίες και τις
ξέβρασε στις πόλεις. Ήδη μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄80 ο μισός πληθυσμός
της χώρας είχε μεταφερθεί στο λεκανοπέδιο της Αττικής όπου και εγκαταστάθηκε
πλέον μόνιμα.
Η εποποιία της ανοικοδόμησης που ακολούθησε την τραγική
δεκαετία 1940 – 1950 ακυρώθηκε χάρη της ανάπτυξης της Αττικής και αυτό είχε σαν
αποτέλεσμα την πλήρη ερήμωση πλέον όλης της ορεινής και ημιορεινής Ελλάδας και
όπου παρατηρείται κάποια κίνηση ακόμη αυτή οφείλεται στον τουρισμό, πράγμα που
αφορά ελάχιστους επιχειρηματίες ενώ η πρωτογενής παραγωγή δεν παίζει σχεδόν
κανένα ρόλο στις τοπικές οικονομίες και τα όποια αγαθά χρειάζονται έρχονται από
πολύ μακρινές περιοχές.
Με λίγα λόγια και κοιτάζοντας φωτογραφίες από το πυρπολημένο
Καρπενήσι ή οποιοδήποτε άλλο μέρος αναλογίζεται πόσο απογοητευμένη έφυγε εκείνη
η γενιά που ανέστησε μετά τον πόλεμο την Ελλάδα που ενώ περίμενε ο αγώνας της
να δικαιωθεί, είδε τον τόπο αντί να ανθίζει να ερημώνει και την όποια προσφορά
για τη συνέχεια, οι επόμενη γενιά να την αφιερώνει στην Αθήνα, την Αττική και
σε λίγες άλλες περιοχές της χώρας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι φωτογραφίες από το πυρπολημένο Καρπενήσι είναι του σπουδαίου φωτογράφου Σπύρου Μελετζή.
ΑΘΗΝΑ, 19032022
Όπως κάποτε ξεφυλλίζοντας κάποιο περιοδικό ή ένα βιβλίο με
εικόνες (πράγματα που λιγοστεύουν στη ζωή μας καθώς αντικαθίστανται με
ιστοσελίδες) πέφταμε πάνω σε κάποιες φωτογραφίες που ξεχώριζαν και στεκόμασταν
είτε για το μήνυμα που έδιναν, είτε για την καλλιτεχνική τους αξία να τις
«διαβάσουμε» λίγο περισσότερο από τις άλλες, έτσι και τώρα κάνουμε μπροστά στις
οθόνες μας όταν τα ΜΚΔ τρέχουν ενδιαφέροντα θέματα.
Έτσι έγινε και αυτές τις ημέρες που ο πόλεμος στην Ουκρανία
έχει ταράξει τη ζωή μας και μοιραία, τα περισσότερα πράγματα που βλέπουμε και
ακούμε περνούν μέσα από το φίλτρο που βάζει αυτόματα αυτή η φριχτή περίοδος και
η περίπτωση ορίζεται ως μια στιγμή που
αλλάζει την ιστορία και δηλώνει πως από εδώ και πέρα, όσα ξέραμε δεν ισχύουν
πια. Για τον πολύ κόσμο, εντελώς απρόοπτα μια καινούργια εποχή με άδηλο μέλλον
μπροστά της αρχίζει και όλοι καλούμαστε να πάρουμε θέση και να αναλογιστούμε
την εξέλιξή της.
Έτσι μια φωτογραφία που ανάρτησε στην ομάδα «Μνήμες
Καρπενησίου και φωτογραφίες από το χθες» ο Λεωνίδας Κωστόπουλος μετέφερε
αρκετούς στο Καρπενήσι του 1939 και μάλιστα σε μια στιγμή λύπης καθώς πρόκειται
για μια κηδεία. Επόμενο δε ήταν να ανοίξει και ένας διάλογος, αναφορικά με τα
πρόσωπα που φαίνονται και η μνήμη πολλών εμφανίστηκε μετά από 83 χρόνια ισχυρή
και εν μέρει συμπληρώθηκε το προσκλητήριο από μια σημαντική κοινωνική στιγμή
της μικρής πόλης ένα χρόνο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Αυτό φυσικά και αφορά τους
Καρπενησιώτες καθώς με τέτοιες φωτογραφίες συμπληρώνουν την ιστορία του τόπου
τους και καλλιεργούν την μνήμη της κοινότητάς τους αλλά και για τους υπολοίπους
η εξαιρετική αυτή φωτογραφία μπορεί να αποτελεί πολύτιμο στοιχείο για την
ανάδειξη κάποιων, πέρα από την ηθογραφία κοινωνικών γεγονότων.
Η φωτογραφία έχει πιάσει μια στιγμή της κηδείας κάποιου
μέλους της οικογένειας Μπομποτσιάρη με πολλούς Καρπενησιώτες να τον
αποχαιρετούν στην είσοδο της εκκλησίας της Παναγίας όπου εφημέριος ήταν ο αείμνηστος
Παπα – Κώστας, πρόσωπο που όλοι θυμούνται ενώ για τους υπολοίπους ο χρόνος έχει
λιγοστέψει την μνήμη τους.
Ανεξάρτητα απ’ αυτά όμως η φωτογραφία μας μεταφέρει σε μια
εποχή που οι άνθρωποι, συλλογίζονταν και πενθούσαν έναν δικό τους άνθρωπο
σοβαροί όπως επίτασσε η στιγμή, πράγμα που χαρακτήριζε πάντα τους Έλληνες, στις
πόλεις ή στην επαρχία. Η στάση αυτή απέναντι στο πένθος δεν άλλαξε και πολύ τα
χρόνια που ακολούθησαν, άλλαξαν όμως τα πράγματα και στη σοβαρότητα προστέθηκε
η απελπισία για τις απώλειες πλέον που επέφερε ο πόλεμος και στην περίπτωση του
Καρπενησίου και της γύρω περιοχής κράτησε 10 χρόνια. Τον Ιανουάριο του 1949
γράφτηκε η τελευταία φρικτή στιγμή για το Καρπενήσι όταν οι αντάρτες κατέλαβαν
την πόλη και ακολούθησαν μαύρες μέρες με θανάτους, καταστροφές και κυρίως με
την αρπαγή πολλών νέων για την επάνδρωση των δυνάμεών τους – πράγμα που δεν συγχωρέθηκε
ποτέ και στοιχειώνει πολλών τη μνήμη ακόμη.
Στη φωτογραφία του πένθους σε περίοδο ειρήνης, κανένας δεν
φαντάζονταν αυτά που θα ακολουθούσαν στο Καρπενήσι και στον κόσμο ολόκληρο την
δεκαετία του 1940 – 1950. Απ’ όσους τα έζησαν και είχαν την αντοχή να τα
διηγηθούν ελάχιστοι έχουν απομείνει στη ζωή και τα χρόνια εξορκισμού του
πολέμου που ακολούθησαν έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που ακούσαμε
τις αφηγήσεις τους. Τα τραγικά γεγονότα έγιναν ημερομηνίες, τα πρόσωπα που
χάθηκαν αριθμοί και η σκιά πίσω από τις λέξεις έσβησε. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι
ποτέ δεν μίλησαν για τη φρίκη που έζησαν, τρόμαζαν και οι ίδιοι και άφηναν να
το καταλάβουμε από τα υπονοούμενα και πίσω από τις λέξεις και την χροιά της
αφήγησής τους. Με αυτό τον τρόπο ήθελαν να μας πουν πόσο τρομακτικό πράγμα
είναι ο πόλεμος και πόσες ευθύνες έχει όμως και η ειρήνη. Στις μέρες όμως που
ζούμε φαντάζομαι ότι αυτοί οι άνθρωποι αν ζούσαν θα ήταν εκείνοι που θα
έμπαιναν μπροστά όχι μόνο στο Καρπενήσι αλλά σε όλο την Ελλάδα και τον κόσμο να
σταματήσει ο πόλεμος.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο νομίζω πως ο πόλεμος σε τέτοια
μορφή, τουλάχιστον στην Ευρώπη ήρθε όταν η γενιά που τον έζησε είτε βιολογικά
δεν υπάρχει να του αντισταθεί και το χειρότερο, όταν αυτή δεν είναι παρούσα να
κρίνει την πορεία της και τις πράξεις μας.
17032022
Στην φωτογραφία, ένα αλέτρι
πουλιέται στο παζάρι στο Μοναστηράκι (2012). Ένα εργαλείο που σπάνια πια
συναντάει κάποιος στην ύπαιθρο και το δει, θα είναι στο σαλόνι μαζί με άλλα
«ενθύμια» ενός άλλου κόσμου, πιο απλού, πιο αθώου που χάθηκε για πάντα. Ένα εργαλείο που όσα κανόνια λιώσουν, όσα
πλοία κι αν κάνουν σίδερα, δεν ξαναγίνεται…
Τραγουδήθηκε από τους περισσότερους κάποιας ηλικίας συμπατριώτες μας στη διάρκεια των φοιτητικών τους χρόνων το τραγούδι «Τι τα θέλουμε τα όπλα / τα κανόνια, τα σπαθιά / να τα κάνουμε εργαλεία να δουλεύει η εργατιά …». Έτσι έκανε ένα καινούργιο, μετά την Αντίσταση* κύκλο στην κοινωνία και μετά ξεχάστηκε ώσπου τα πράγματα εσχάτως στην Ουρανία το έφεραν κάπως στην επικαιρότητα που η ειρήνη στον κόσμο δοκιμάζεται…
Το πρωτότυπο
πάντως τραγούδι είναι ρώσικο δημοτικό και αναφέρεται στον Στένκα Ράζιν, τη
μυθική μορφή των κοζάκων που επαναστάτησε κατά του τσάρου και των βογιάρων στα
μέσα του 17ου αιώνα και όπως ντύθηκε με ελληνικούς στίχους τραγουδήθηκε πολύ
και ενέπνευσε σε αγώνες πολλούς ανθρώπους σε διάφορες φάσεις της νεότερης
ελληνικής ιστορίας, ιδιαίτερα στη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης. Το
απαιτούσαν οι καιροί που ο πόλεμος είχε απλωθεί σε όλον τον κόσμο και ζέσταινε
τις ελπίδες του κόσμου πως όταν θα τελειώσει θα ασχοληθούν με ειρηνικά έργα και
κυρίως με τη γη που σε τέτοιες περιόδους ξεχνιέται. Αν και από τότε όμως μέχρι
σήμερα τα εργαλεία που χαρακτηρίζουν την περίοδο της ειρήνης έχουν αλλάξει, οι
στίχοι του τραγουδιού φέρνουν στην επικαιρότητα το διαρκές αίτημα των κοινωνιών
για αλλαγή στον τρόπο σκέψης και αντί να ετοιμάζονται για πόλεμο, να
καλλιεργούν διαρκώς την ιδέα συνεργασίας, της συμφιλίωσης, του κοινού καλού.
Πέρα απ’ αυτά όμως ο πόλεμος φέρνει
σε πρώτο πλάνο και ζητήματα επάρκειας αγαθών, πράγμα που η «παγκοσμιοποίηση»
που χαρακτηρίζει την εποχή μας είχε δώσει μια λύση χωρίς όμως να έχει προβλέψει
ότι τα σύνορα μπορούν να επηρεάζουν ακόμη την οικονομία. Ή από την άλλη, κάτι
που σίγουρα έχει προβλεφθεί αλλά παίζει κι αυτό ρόλο στην νέα εποχή που μπαίνει
ο πλανήτης. Την περίπτωση δηλαδή που ένας τόπος δεν μπορεί να παράγει τίποτα
λόγω των πολεμικών επιχειρήσεων κάποιος άλλος θα βρεθεί να καλύψει τις ανάγκες
της αγοράς με τα προϊόντα του. Έτσι φαίνονταν ότι σκέφτονταν αυτοί που
ρυθμίζουν τις τύχες της παγκόσμιας οικονομίας αλλά τα πράγματα δεν πάνε πάντα
όπως τα υπολογίζουν. Δεν είναι μόνο το πετρέλαιο και το αέριο, ούτε το σιτάρι
και το ηλιέλαιο που δεν μπορούν να διακινηθούν αλλά ένα πλήθος πραγμάτων που
οδηγούν στο φαινόμενο «πείνα» που ακολουθεί συνήθως τους πολέμους.
Έτσι ερχόμαστε πάλι στην εποχή που
διηγούνται οι μεγαλύτεροι στην πατρίδα, την Κατοχή που στην Ελλάδα πέθαναν
αρκετές δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι από την πείνα, ειδικά στις πόλεις όπου φυσικά
δεν μπορούσαν να καλλιεργήσουν τίποτα και είχε σταματήσει το εμπόριο καθώς και
όποια άλλη οικονομική δραστηριότητα. Τότε ήταν που έφυγαν, όσοι μπορούσαν και
όσοι φυσικά είχαν που να πάνε στην ύπαιθρο χώρα για να ζήσουν κάπως ελεύθερα
και χορτάτοι, έστω και με λάχανα. Ήταν ένα μεγάλο κύμα επιστροφής στα χωριά
όσων τα είχαν εγκαταλείψει αναζητώντας αλλού καλύτερες συνθήκες ζωής και
δουλειά.
Ήταν δε ακόμη η εποχή που η ύπαιθρος
χώρα διατηρούσε πολύ κόσμο που ασχολούνταν με τα εργαλεία και τα μέσα φυσικά
που διέθεταν εκείνη την εποχή, με τον πρωτογενή τομέα και με επαγγέλματα σχετικά
με αυτόν. Επί πλέον δεν είχε διαριχθεί σε μεγάλο βαθμό η δημιουργική συνέχεια
των κοινωνιών όπως αυτές είχαν αρχίσει να εξελίσσονται από τον 19ο
αιώνα. Έτσι όσοι γύρισαν στα χωριά τους για να μην πεινάσουν, βρήκαν ανοιχτά
σπίτια, καθαρισμένα χωράφια, κάποια κοπάδια και άλλα οικόσιτα ζώα, εργαλεία,
συνεργάτες. Ζωντανά δηλαδή κοινότητες που ακόμη δεν είχαν αρχίσει να
εξαρτιούνται πολύ από τις από τις και τα αγαθά του εμπορίου αφού η αυτάρκεια
ήταν το μέλημα κάθε νοικοκυριού. Έτσι δεν πείνασαν και κατάφεραν μάλιστα σε
πολλές περιπτώσεις να αυξήσουν τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις ξυλώνοντας δάση και
λιβάδια. Επί πλέον, με την εξασφάλιση έστω και στοιχειωδώς ορισμένων αγαθών για
την επιβίωση, μπόρεσαν να σκεφτούν και να αγωνιστούν για την ελευθερία.
Τώρα που εδώ και κι εκεί και υπό το
βάρος των ειδήσεων για έλλειψη αγαθών ακούγεται η επιστροφή στην ύπαιθρο, τα
πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά και όσοι το τολμήσουν θα βρεθούν σε χειρότερο
αδιέξοδο απ’ αυτό που θα επέλθει στις πόλεις. Κι αυτό γιατί τα χρόνια που
πέρασαν από το τέλος του πολέμου, ένα στόχο υπηρέτησαν με συνέπεια όλες οι
κυβερνήσεις μέχρι σήμερα. Το πως θα αδειάσει η ύπαιθρος και θα γεμίσουν οι
πόλεις!
ΑΘΗΝΑ, 16032022
Ένα πατριωτικό δράμα στον μπερντέ
του θεάτρου σκιών. Ο «Μακρυγιάννης», που πρωτοπαρουσιάστηκε στο συνέδριο για το
ηρωικό δράμα τον περασμένο Δεκέμβριο, στο Μουσείο Νεότερου Ελληνικού
Πολιτισμού, παρουσιάζεται στο Θέατρο Αλκμήνη για 3 παραστάσεις, τις Τρίτες 15,
22, 29 Μαρτίου.
Η παράσταση «Μακρυγιάννης» στοχεύει
στην ανάδειξη του ελληνικού θεάτρου σκιών ως ζωντανής έκφρασης του ελληνικού
λαϊκού πολιτισμού και παρακολουθεί την ιστορία του Γιάννη Μακρυγιάννη, την
μεταμόρφωση του αγράμματου ταπεινού βιοπαλαιστή που γίνεται παράδειγμα θάρρους
και πατριωτισμού, τον ενθουσιασμό του αγωνιστή, τη φιλοπατρία, τη σχέση του με
τους συντρόφους του, με βάση τα κείμενά του, την κατά Σεφέρη: συνείδηση ενός
ολόκληρου λαού.
Ο
Μακρυγιάννης σημειώνει ο Ιωσήφ Βιβιλάκης, ήταν πολύ μερακλής. Γνωρίζουμε από
μαρτυρίες ότι έπαιζε ταμπουρά, έγραφε άσματα και τραγουδούσε. Ήταν με άλλα
λόγια ένας performer. Έχει διασωθεί ένα τραγούδι, το οποίο κατέγραψε ο ίδιος
στα «Απομνημονεύματα». Όπως μας αφηγείται, στα 1826 στην πολιορκία της Αθήνας:
«Έπεσε η νύχτα. Τότε ο Γκούρας είπε: "Παίξε μας Μακρυγιάννη με τον
ταμπουρά σου, τραγούδησέ μας, έχουμε καιρό να τραγουδήσουμε".» Και ο
βιοπαλαιστής-ήρωας τραγούδησε:
βασίλεψε
καὶ τὸ φεγγάρι ἐχάθη,
κι ὁ
καθαρὸς Αὐγερινός
ποὺ πάει
κοντὰ τὴν Πούλια,
τὰ
τέσσερα κουβέντιαζαν
καὶ
κρυφοκουβεντιάζουν.
Γυρίζει
ὁ ἥλιος καὶ τοὺς λέει,
γυρίζει
καὶ τοὺς κραίνει:
«Ἐψὲς
ὅπου βασίλεψα
πίσου
ἀπὸ μιὰ ραχούλα,
ἄκ’σα
γυναίκεια κλάματα
κι
ἀντρῶν τὰ μοιριολόγια,
γι’ αὐτὰ
τὰ ᾽ρωικά κορμιά
στὸν
κάμπο ξαπλωμένα
καὶ μὲς
στὸ αἷμα τὸ πολύ
εἶν’ ὅλα
βουτημένα.
Γιὰ τὴν
Πατρίδα πήγανε
στὸν Ἅδη
τὰ καημένα.
Ο ακαταπόνητος Άθως Δανέλλης που γνώρισε και αγάπησε τον Καραγκιόζη δίπλα σε παλιούς δασκάλους της τέχνης παίζοντας και μελετώντας το Θέατρο Σκιών και ο Νικόλας Τζιβελέκης βρίσκονται πίσω από τον μπερντέ. Το κείμενο και η σκηνοθεσία είναι του Ιωσήφ Βιβιλάκη και η μουσική και τα τραγούδια ερμηνεύονται ζωντανά από τον Θεολόγο Παπανικολάου και την Κατερίνα Μιχαλάκη ενώ στο παρασκήνιο δημιουργεί ο Μάνος Δαμασκηνός.
Δείγματα
δουλειάς της ομάδας Οθόνιον είναι οι παραστάσεις «Ο γάμος του Καραχμέτη» του
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (σε σκηνοθεσία Όλιας Λαζαρίδου, 2017), «Φιλοθέη η
αρχοντοπούλα των Αθηνών» (2019) που επαινέθηκε ομόφωνα από τη θεατρική κριτική
για την ανανέωση και τη νέα εποχή που έφερε στο θέατρο σκιών και «Σπανός» που
παίχτηκε το 2021 στην Ιερά Μονή Δαφνίου και απέσπασε εγκωμιαστικές κριτικές.
Η παράσταση αρχίζει στις 19.30.
https://www.viva.gr/tickets/theater/makrygiannis/
Θέατρο «Αλκμήνη». Αλκμήνης 12 ,Πετράλωνα. Τηλ: 2103428650