Έγραψα χθες για μια φωτογραφία με ανθρώπους στο Καρπενήσι
που το 1939 συμμετείχαν σε μια κηδεία ενός αγαπητού προσώπου στην πόλη τους και
οι οποίοι, εκείνη τη χρονιά ακόμη δεν περίμεναν πως εξαιτίας του πολέμου όλη
την επόμενη δεκαετία θα πήγαιναν και θα έβλεπαν πολλές κηδείες που αυτή τη φορά
όμως οι περισσότερες δεν θα ήταν από γεράματα και αρρώστιες αλλά από το κακό
που είχε ξεσπάσει σε όλον τον κόσμο…
Στόχος του κειμένου ήταν να επισημάνω πως αλλιώς είναι να
ζεις τον πόλεμο κι αλλιώς να τον βλέπεις στην τηλεόραση και με την υποψία πάντα
ότι οι ρόλοι του κακού και του καλού δεν είναι ξεκάθαροι. Κι ακόμη ότι από
εκείνη τη γενιά που τον είδε με τα μάτια της και τον έζησε με όλες τις
αισθήσεις της λίγοι έχουν απομείνει να περιγράψουν τη φρίκη του.
Το Καρπενήσι το έκαψαν σχεδόν ολόκληρο οι Γερμανοί στις 7
Νοεμβρίου το 1943 και επέστρεψαν πάλι να το αποτελειώσουν στις 9 Αυγούστου το
1944. Ο λόγος της επίθεσης ήταν να χτυπήσουν το ΕΑΜ που είχε ριζώσει στην
περιοχή και είχε καταστήσει ελεύθερη πόλη το Καρπενήσι και τον ΕΛΑΣ που έλεγχε
μεγάλο μέρος της ορεινής Ελλάδας. Ο κόσμος τρομοκρατημένος έφυγε στα βουνά κι
έτσι δεν υπήρξαν πολλά θύματα αλλά οι κατακτητές δεν άφησαν τίποτα όρθιο στην
πόλη. Ανατίναξαν όλα τα μεγάλα κτίρια, λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τα σπίτια και
βεβαίως ξέσπασαν και σε όσα χωριά βρήκαν στον δρόμο τους.
Στη δεύτερη επιδρομή είχε σειρά και το χωριό μου. Όταν
επέστρεφαν οι Γερμανοί από το Καρπενήσι έκαψαν την Μεγάλη Κάψη (Μεταξά έλεγαν
τον τόπο μέχρι τους ενετοτουρκικούς πολέμους που τον έκαψαν) και σκότωσαν δυο
ηλικιωμένες γυναίκες που δεν πρόλαβαν να φύγουν. Οι χωριανοί είχαν προλάβει να
φύγουν προς τη Βόρεια Ευρυτανία με όσα πράγματα μπόρεσαν να σηκώσουν και τα
ζωντανά τους και όταν γύρισαν μετά από μια εβδομάδα, βρήκαν το χωριό στάχτη κι
έβαλαν μπροστά να το ξαναχτίσουν.
Έτσι έκαναν και στο Καρπενήσι (όπως και σε όλες τις
μαρτυρικές πόλεις και χωριά της Ελλάδας οι άνθρωποι. Μόλις τέλειωσε η Κατοχή
και έφυγαν οι κατακτητές έβαλαν μπροστά να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους και να
φτιάξουν πάλι κοινωνίες και κοινότητες. Μόνοι τους, χωρίς καμιά βοήθεια από το
ανύπαρκτο κράτος που είχε να διαχειριστεί και τον Εμφύλιο που ξέσπασε αμέσως
μετά, ειδικά στις ορεινές και απομακρυσμένες περιοχές. Το πως κατάφεραν εκείνοι
οι άνθρωποι και ανοικοδόμησαν τα καμένα χωριά, ήταν ένα θαύμα.
Μέσα σε μια δεκαετία από το 1950 και μετά που ησύχασε η
ορεινή Ελλάδα κατάφεραν να ξαναφτιάξουν σπίτια, σχολεία, εκκλησίες να ανοίξουν
δρόμους, να στήσουν γεφύρια. Έπεσαν όλοι με τα μούτρα στη δουλειά και με τα
πενιχρά μέσα που διέθεταν αφού ακόμη δεν ανοιχτεί παντού δρόμοι, με μουλάρια,
γαϊδούρια και στον ώμο, άντρες και γυναίκες μετέφεραν πέτρες από τα νταμάρια
και τα ερείπια, χώμα και άμμο, νερό, ασβέστη και ξύλα και έβαλαν το κεφάλι και
τις οικογένειες κάτω από ένα κεραμίδι. Οι σκληροί χειμώνες σε αυτή την περιοχή
δεν επέτρεπαν σε κανέναν να καθυστερήσει κι έτσι η ανατολή της νέας εποχής
βρήκε τους περισσότερους στεγασμένους και έτοιμους να ριχτούν στον αγώνα για
την ανάσταση των μικρών πατρίδων τους και της Ελλάδας ολόκληρης και το
αποτέλεσμα φάνηκε πολύ σύντομα. Τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 όλη η Ελλάδα
παρουσίασε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης χάρη στην εργατικότητα και το πείσμα των
ανθρώπων της να ξορκίσουν τον πόλεμο που την έκανε ερείπια και να ζήσουν
καλύτερες εποχές.
Ήταν αυτή η πρώτη μεταπολεμική γενιά που ενώ θα έπρεπε να
είναι παράδειγμα για όσες ακολούθησαν, ελάχιστα αναφέρεται γιατί στο μεταξύ φύσηξαν άλλοι άνεμοι και μόλις
από άκρη σε άκρη όλη η χώρα αναστήθηκε, άρχισε να αδειάζει η ύπαιθρος. Ένα
υπόκωφο κύμα αστυφιλίας το οποίο καμία κυβέρνηση δεν προσπάθησε να ανακόψει με
σοβαρές προτάσεις και έργα ασφαλώς, πήρε και σάρωσε ολόκληρες κοινωνίες και τις
ξέβρασε στις πόλεις. Ήδη μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄80 ο μισός πληθυσμός
της χώρας είχε μεταφερθεί στο λεκανοπέδιο της Αττικής όπου και εγκαταστάθηκε
πλέον μόνιμα.
Η εποποιία της ανοικοδόμησης που ακολούθησε την τραγική
δεκαετία 1940 – 1950 ακυρώθηκε χάρη της ανάπτυξης της Αττικής και αυτό είχε σαν
αποτέλεσμα την πλήρη ερήμωση πλέον όλης της ορεινής και ημιορεινής Ελλάδας και
όπου παρατηρείται κάποια κίνηση ακόμη αυτή οφείλεται στον τουρισμό, πράγμα που
αφορά ελάχιστους επιχειρηματίες ενώ η πρωτογενής παραγωγή δεν παίζει σχεδόν
κανένα ρόλο στις τοπικές οικονομίες και τα όποια αγαθά χρειάζονται έρχονται από
πολύ μακρινές περιοχές.
Με λίγα λόγια και κοιτάζοντας φωτογραφίες από το πυρπολημένο
Καρπενήσι ή οποιοδήποτε άλλο μέρος αναλογίζεται πόσο απογοητευμένη έφυγε εκείνη
η γενιά που ανέστησε μετά τον πόλεμο την Ελλάδα που ενώ περίμενε ο αγώνας της
να δικαιωθεί, είδε τον τόπο αντί να ανθίζει να ερημώνει και την όποια προσφορά
για τη συνέχεια, οι επόμενη γενιά να την αφιερώνει στην Αθήνα, την Αττική και
σε λίγες άλλες περιοχές της χώρας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι φωτογραφίες από το πυρπολημένο Καρπενήσι είναι του σπουδαίου φωτογράφου Σπύρου Μελετζή.
ΑΘΗΝΑ, 19032022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου