Από αριστερα: Τάσος Μπίρης, Λευτέρης Παπαδόπουλος, εγώ, Μπήλιω Τσουκαλά και Γιώργος Πίττας |
Τον Γιώργο Πίττα τον γνωρίζω αρκετά χρόνια. Στην αρχή
παρακολουθούσα από μακριά το έργο του και κάποια στιγμή που ήρθε η ώρα να
γνωριστούμε, γίναμε φίλοι και πολλές φορές συνταξιδεύσαμε σε διάφορα μέρη της
Ελλάδας ή έτυχε να ανταμώσουμε σε κάποιο μέρος της Ελλάδας που δεν θα πίστευε κανένας...
Ήταν η εποχή που δούλευα στην Ελευθεροτυπία, σαν άρχισα να
γνωρίζω τον Γιώργο μέσα από τα πρώτα βιβλία του, κυρίως το εξαιρετικό, μνημειώδες
βιβλίο του «Τα σημάδια του Αιγαίου» και τον ζήλευα που μπορούσε να ταξιδεύει
και να γράφει τέτοια πράγματα αλλά κυρίως τον θαύμαζα, για τον τρόπο που
δούλευε. Ήταν η εποχή,εκεί στο γύρισμα του αιώνα,η λεγόμενη εποχή της «ευκολίας»
που έκαναν το ταξίδι και την γνωριμία με την Ελλάδα, προϊόν κατανάλωσης κι έτσι
έπρεπε να προβληθεί, για να έχει περισσότερους πελάτες απαξιώνοντας παράλληλα
το ιθαγενές στοιχείο ή προκαλώντας το να αποδεχθεί το λεγόμενο life style που
ισοπέδωσε τα πάντα και είναι σίγουρα μια από τις αιτίες της σημερινής
κακοδαιμονίας. Ήταν η εποχή που ανακαλύφθηκε το «γραφικό» από επιπόλαιους γραφιάδες
που ντύνονταν πρόχειρα τον μανδύα του ερευνητή και βεβήλωσαν με όλους τους
τρόπους,το απλό, το ωραίο,το λαϊκό, ολόκληρης της χώρας.
Να μη θυμίζω οικεία κακά τώρα. Να θυμήσω όμως πως ο Γιώργος
Πίττας, όλα εκείνα τα χρόνια ουδόλως προκλήθηκε να δημοσιεύσει κείμενα και
φωτογραφίες σε κανένα από αυτά τα γυαλιστερά έντυπα που κυκλοφορούσαν με το
σωρό και πολλά από αυτά τα κρατάμε σήμερα στοιβαγμένα σε κάποια άκρη της
βιβλιοθήκης μας για να μας θυμίζουν την εποχή που είχαν πάρει τα μυαλά μας πολύ
αέρα. Αντιθέτως, ο Γιώργος προτίμησε, τις ποικίλες σημειώσεις και
τις άειρες φωτογραφίες που έβγαζε με μια μηχανή παλιάς τεχνολογίας, μια
αναλογική που σήμερα αποτελεί συλλεκτικό είδος, να τις κρατήσει στην άκρη
τακτοποιημένες με φοβερή μεθοδικότητα και απελπιστική σχολαστικότητα,
πιστεύοντας πως θα έρθει μια στιγμή να τις αξιοποιήσει,στιγμή που τελικάή ρθε
και τα τελευταία χρόνια μας έδωσε μια εξαιρετική τριλογία βιβλίων, όπως η
«Αθηναϊκή Ταβέρνα», τα «Πανηγύρια του Αιγαίου» και να τώρα, τα «Καφενεία της
Ελλάδας».
Η αξιοποιήση αυτού του υλικού από τον Γιώργο Πίττα, επ’ ουδενί δεν αποσκοπούσε στο κέρδος αλλά στη διάσωση με αυτό τον τρόπο, «σκηνών από τον ελληνικό βίο»,όπως ακριβώς θα θυμούνται οι ωριμότεροι εξ υμών, έγραφαν κάποτε τα βιβλία του δημοτικού σχολείου. Αν υπολογίσει κανείς το χρόνο που αφιέρωσε και το κόστος των ταξιδιών που έκανε και μια και δυο και τρεις φορές σε όλες τις άκρες της Ελλάδας, για να συγκεντρώσει το υλικό για τα πανηγύρια και τα καφενεία, εύκολα μπορεί να καταλάβει πως ποτέ δεν πρόκειται να κάνει απόσβεση, πόσο μάλιστα αν πρόκειται για κέρδος.
Έχει ένα τρόπο τον οποίο παρακολούθησα και κατέγραψα στις
περιπλανήσεις μας - μαζί πήγαμε στο Ανατολικό Αιγαίο, στην Κάρπαθο, την Κάσο,
τη Νίσυρο, την Κώ για τα πανηγύρια και μαζί πάλι στην Ήπειρο, τη Δυτική Ελλάδα
και τα Άγραφα για άλλα πράγματα που μας ενδιέφεραν.Ο Γιώργος πρώτα - πρώτα,
λόγω της δουλειάς του και της ενασχόλησής του προφανώς με το σχεδιασμό και τη
διακόσμηση, ξέρει να κινείται άνετα μέσα στο χώρο, είτε πρόκειται για ταβέρνα ή
καφενείο επί του προκειμένου και γνωρίζει λεπτομέρειες που πιθανόν να αγνοούν
οι μαγαζάτορες και οι θαμώνες. Αυτή η δυνατότητα ενισχύεται με τις μελέτες και
τα διαβάσματά του. Δείτε τις παραπομπές και τη βιβλιογραφία και θα καταλάβετε
πως χειρίζεται και παντρεύει τις πρωτογενείς πληροφορίες με το αρχειακό υλικό.
Είναι απίστευτο αλλά ξέρει να μιλήσει το ίδιο για μια ταβέρνα,για ένα καφενείο,
για ένα ξυλουργείο, για ένα ταρσανά και για ένα σωρό άλλα πράγματα που μπορεί
να αφήσουν το συνομιλητή του με ανοιχτό το στόμα.Η αξιοποιήση αυτού του υλικού από τον Γιώργο Πίττα, επ’ ουδενί δεν αποσκοπούσε στο κέρδος αλλά στη διάσωση με αυτό τον τρόπο, «σκηνών από τον ελληνικό βίο»,όπως ακριβώς θα θυμούνται οι ωριμότεροι εξ υμών, έγραφαν κάποτε τα βιβλία του δημοτικού σχολείου. Αν υπολογίσει κανείς το χρόνο που αφιέρωσε και το κόστος των ταξιδιών που έκανε και μια και δυο και τρεις φορές σε όλες τις άκρες της Ελλάδας, για να συγκεντρώσει το υλικό για τα πανηγύρια και τα καφενεία, εύκολα μπορεί να καταλάβει πως ποτέ δεν πρόκειται να κάνει απόσβεση, πόσο μάλιστα αν πρόκειται για κέρδος.
Δεν το κάνει όμως ποτέ μπροστά στους ανθρώπους που θέλει να
μιλήσει και να αποσπάσει τις πληροφορίες που θέλει. Τους αφήνει να μιλήσουν
αυτοί πρώτα, μόνο καμιά κουβέντα πετάει που και που κι αυτό για να σπρώξει
παρεπέρα τη συζήτηση και ξέρει να σταματάει την κατάλληλη στιγμή. Τότε είναι,
μιας και μιλάμε για ταβέρνες, πανηγύρια και καφενεία που αρχίζουν και οι γύροι
με τα κεράσματα και λειτουργούν έτσι ώστε να ζεσταίνεται περισσότερο η
ατμόσφαιρα αλλά ο Γιώργς είναι πάντα σε ετοιμότητα για να τσιμπήσει μια ακόμη λέξη,
μια φράση, να αποτυπώσει μια κίνηση, να βάλει μια φωτογραφία.
Έτσι δουλεύει ο Γιώργος και τον χαίρομαι και περιμένω πως
και πως την ημέρα που θα μου ανακοινώσει ότι θα αρχίσει να γράφει το επόμενο
βιβλίο που έχει στο μυαλό του.Από πλευράς μου,πιστεύω πως ενώ τα «Καφενεία»
ήταν η λογική κατάληξη της τριλογίας «Ταβέρνες, πανηγύρια,καφενεία», από την
πόλη όπου κυριαρχούν οι ταβέρνες, προς την ύπαιθρο όπου περισσεύουν τα
πανηγύρια, καταπιάνεται με ένα θέμα που και στις πόλεις και τα χωριά παίζει
σχεδόν το ίδιο, με ελάχιστες παραλλαγές πάνω στον ίδιο ρόλο.
Θα μπορούσε να ξεκινήσει ανάποδα, να ανοίξει δηλαδή τον
κύκλο της τρολογίας που προανέφερα με τα καφενεία, καθώς όπως ο ίδιος λέει, από
αυτά ξεκινούσε την αναζήτηση των πληροφοριών και των ατόμων που αναζητούσε στα
χωριά και τις πόλεις για τα πανηγύρια αλλά τα άφησε τελευταία. Να μη το δέσουμε
όμως κόμπο, ότι με αυτά έκλεισε γιατί δεν αποκλείεται να ξεκινήσει ένα
καινούργιο κύκλο, καθώς, όπως θέλω να πιστεύω ότι εξαιτίας της κρίσης (να
χρησιμοποιήσω ένα όρο για να καταλαβαινόμεστε όλοι) ένας κύκλος ζωής αρχίζει
για ένα σωρό πράγματα και σίγουρα για τους χώρους συναρθροίσεων και διαλόγου.
Μπορεί εμείς οι ωριμότεροι να μην τους γνωρίσουμε, αλλά από πλευράς μας ο
καθένας έχει συνεισφέρει στην καταγραφή των στοιχείων της δικής μας γενιάς
καθώς και της προηγούμενης και τα αφήνουμε παρακαταθήκη στους επόμενους. Τα περισσότερα καφενεία που αναφέρει ο Γιώργος, 80 στον αριθμό, τα επισκέφθηκε ο ίδιος κατά την τελευταία δεκαετία.Μαζί βρεθήκαμε στην Αμοργό κυρίως, στο καφενείο του «Χορευτή» και στο καφεζυθερστιατόριο του Πρέκα, το ονομαζόμενο «Ναυτιλία» στο λιμάνι, στο καφενείο του κυρ Μάκη στην Αρκεσίνη. Και μαζί να μην ήμασταν με τον Γιώργο στο ίδιο πλοίο, νοερά κινούμασταν με το ίδιο εισιτήριο θα έλεγα σε αγαπημένους τόπους και τόπους με ενδιαφέρον.
Ως παρατηρητής κι εγώ των καφενείων, ή μάλλον παρατηρητής της ζωής των μικρών κοινοτήτων, των Μικρών Πατρίδων όπως λέω, πριν κλείσουμε θέλω κι εγώ να πω δυο λόγια αναφορικά με το μέλλον τους. Ειδικά για τα καφενεία της ορεινής Ελλάδας την οποία τα τελευταία χρόνια τους φούσκας, ξεχάσαμε πως υπάρχει επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μας μόνο στους προορισμούς του ορεινού τουρισμού. Τα καφενεία σε αυτούς τους τόπους λειτουργούσαν αδιάκοπα μέχρι την προηγούμενη δεκαετία που λειτουργούσαν και ως χώροι υποδοχής και αποχαιρετισμού για την κοινότητα, δεν υπάρχουν πια γιατί διαλύθηκαν οι κοινότητες που τα στήριζαν και είναι απίθανο να ξανανοίξουν αν δεν αρχίσουν να οργανώνονται πάλι αυτά τα βασικά κύταρα οργάνωσης της κοινωνίας.
Σημείωση: Ευχαριστούμε όλους τους συναδέλφους φωτογράφους που μας τίμησαν στη χθεσινή εκδήλωση και πιο πολύ, τον Γιάννη Καρνεσιώτη φωτογραφίες του οποίου έλαβα αμέσως μετά την εκδήλωση και με μεγάλη ευχαρίστηση δημοσιεύουμε εδώ. Στις σελίδες του Γιάννη και των άλλων συντελετών της εκδήλωσης θα δείτε περισσότερες.
ΑΘΗΝΑ, 07102013
Είναι πάντα χαρά και τιμή να βρισκόμαστε όλοι μαζί με ανθρώπους, που πασχίζουν για την ανάδειξη της Ελληνικότητας και της Ελληνικής ταυτότητας...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια στον Γιώργο Πίττα για ένα ακόμη βιβλίο και σε όλους τους συντελεστές, της χθεσινής βραδιάς!
Ήταν μια θαυμάσια βραδυά, απο τις πιο πετυχημένες παρουσιάσεις βιβλίου. Αυτό οφείλεται και στην οργάνωση αλλά κυρίως στις ομιλίες των φίλων που μίλησαν γενικά για τον Γιώργο Πίττα και ειδικά για το τόσο ενδιαφέρον και θαυμάσιο βιβλίο. Ο καθηγητής κύριος Τάσος Μπίρης μας συνεπήρε με τον ποιητικό και συναισθηματικό του λόγο. Ο φίλος Λευτέρης Παπαδόπουλος μας γοήτευσε με την αμεσότητα του λόγου του και το χιούμορ του, η Μπίλιω Τσουκαλά εξαιρετική μας συγκίνησε αγγίζοντας την ανθρώπινη πλευρά του άντρα της μιλώντας και γι'αυτόν και για την οικογένειά του και ο συγγραφέας Γιώργος Πίττας εξηγώντας μας πως πήρε την απόφαση να τα παρατήσει όλα και να αρχίσει να τρέχει σε όρη και βουνά παραλίες και νησιά και να γράφει με έναν απλό, ζωντανό και συναρπαστικό τρόπο περιγράφοντας τις ομορφιές της πατρίδας μας κάθε φορά διαλέγοντας ένα θέμα που συμπλήρωνε το προηγούμενο, μας έκανε να καταλάβουμε ότι ακόμα στην χώρα μας υπάρχουν άνθρωποι που ενδιαφέρονται για την ομορφιά και για την διατήρηση της παράδοσης και της κληρονομιάς μας. ΄Αφησα εσένα Ηλία τελευταίο γιατί εσύ σαν δημοσιογράφος αλλά και σαν συνταξιδιώτης του Γιώργου σε πολλλες εξορμήσεις ήσουν ο πιο κατάλληλος να μας μιλήσεις για το πως δουλεύει, για το πως πλησιάζει τους ανθρώπους έχοντας το χάρισμα να τους κάνει να ανοίγονται, για το πως αγαπάει αυτή τη δουλειά. Και μέσα απο τα λόγια σου τον γνωρίσαμε καλύτερα και μας είναι πια οικείος. ΄Ηταν μια πολύ πετυχημένη βραδυά για ένα πολύ ξεχωριστό και αξιόλογο βιβλιο. Καλή επιτυχία να έχει εύχομαι.
ΑπάντησηΔιαγραφή