Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

ΣΤΑ ΜΑΝΤΡΑΚΙΑ ΤΗΣ ΜΗΛΟΥ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

ΚΑΜΑΚΑΡΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ
Ολόκληρη η ημέρα του Στέλιου μοιράζεται ανάμεσα στο σύρμα και το καίκι του

Από τα Μαντράκια ξεκίνησε ο Στέλιος και στο σύρμα των Μπίζηδων επέστρεψε..
Γέννημα – θρέμμα της θάλασσας ήταν η γενιά των Καμακάρηδων ή Μπίζηδων, όπως τους ξέρουν όλοι στη Μήλο, με σπίτια για τις φαμελιές στον Τριοβάσαλο και σύρματα για τα πλεούμενα και τα σύνεργα της ψαρικής στα Μαντράκια που σιγά – σιγά άδειασαν από βάρκες, εξελίχθηκαν σε καταλύματα διακοπών και η αξία τους απογειώθηκε, γεγονός που βάζει σε μαύρες σκέψεις και μπελάδες τον 70χρονο Στέλιο, ο οποίος είναι ο τελευταίος επαγγελματίας ψαράς σ’ αυτό το μέρος.
Τα Μαντράκια είναι ένα ξεχωριστό ψαροχώρι της Μήλου και όπως συνηθίζουν και σε άλλα μέρη του νησιού, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους είναι τα σύρματα ή αλλιώς, σπίτια της βάρκας τα οποία χρησίμευαν κυρίως για την προστασία των σκαφών και λιγότερο για τη διαμονή των ψαράδων. Σε αυτά τα σύρματα, τα οποία αποτελούν ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στην μεγάλη ιστορία του Αρχιπελάγους, έζησαν, δούλεψαν, πόνεσαν και χάρηκαν, όλοι οι ψαράδες κυρίως από τον Τριοβάσαλο.
Το πρόσωπο για το οποίο μιλούσαν όλοι κάποτε στα Μαντράκια ήταν ο παππούς του Στέλιου, Στέλιος κι αυτός η «καπετανάρα» που ήταν σπουδαίος ψαράς και οργανοπαίχτης – έπαιζε κλαρίνο. Αυτόν τον άνθρωπο που δεν έλειπε από κανένα πανηγύρι και κανένα γλέντι στη Μήλο, τον άρπαξε η θάλασσα ανήμερα του Αγίου Στυλιανού μαζί με δυο γιους του σαν γύριζαν από ένα γλέντι στα Πολλώνια. Ήταν χιονιάς με φουρτούνα και όλοι του έλεγαν να μη φύγει γιατί θα κινδυνέψει, αλλά που αυτός να τους ακούσει. Ήταν τρελλάρας και ξεκίνησε με κουπιά και πανιά να βγει στα Μαντράκια. Μαζί τους εκείνη την ημέρα ήταν και ένας άλλος γιος του, ο Βασίλης ο οποίος ζει σήμερα στον Καναδά. Σε αυτόν ο καπετάν Στέλιος, αφού πρώτα του έδωσε ένα χέρι ξύλο γιατί φοβόταν να μπει στη βάρκα, σαν να είχε προβλέψει το κακό, του έδωσε και το χρυσό του ρολόι και το κρατάει μέχρι σήμερα!
Κατόπιν ο πατέρας με το
υς άλλους τρεις γιους του, τον Σταύρο, τον Ανδρέα και το Γιάννη μπήκαν στη βάρκα και ανοίχτηκαν στη θάλασσα είχε κοπάσει λίγο και το ταξίδι τους δεν είχε δυσκολίες, όταν όμως έφτασαν στη μπούκα του μικρού λιμανιού τους, ένα απότομο μπουγάζι που βγήκε πολύ δυνατό από ένα δίαυλο, χωρίς να προλάβουν να αντιδράσουν, μπατάρισε τη βάρκα και τα δίχτυα της τράτας τράβηξαν αμέσως στο βυθό τον καπετάνιο και το ένα παιδί, τον Ανδρέα. Τα άλλα δυο παιδιά βγήκαν στη στεριά, ο Γιάννης κόλλησε σε ένα βράχο και φώναζε. Πήγε ο Σταύρος να τον σώσει αλλά τον άρπαξαν τα κύματα. Η τραγωδία αυτή που ξεκλήρισε τους Μπίζηδες έγινε μόλις είχαν φύγει οι Γερμανοί από το νησί, το χειμώνα του 1945.
Την ιστορία αυτή διηγείται συχνά ο Στέλιος για να περιγράψει τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν εκείνο τον καιρό οι ψαράδες στα Μαντράκια αφενός και αφετέρου, να τονίσει την οικογενειακή παράδοση των Μπίζηδων και τη θυσία τους στη θάλασσα.
Παιδάκι ο Στέλιος, ο οποίος τον περισσότερο καιρό ζει στα Μαντράκια, ένα ωραίο σπίτι πάνω στα βράχια και αντίκρυ στο πέλαγος που είναι χτισμένο στο σημείο που ο παππούς του είχε το ψα
ροκάλυβο των Μπίζηδων, θυμάται καλά τον παππού μαζί με όλα τα παιδιά του να παλεύουν τα σκληρά χρόνια της Κατοχής να ζήσουν από τη θάλασσα, κάτω πάντα από το άγρυπνο μάτι των Γερμανών. Οι κατακτητές τους είχαν επιτάξει, τους έδιναν δυναμίτες και ψάρευαν για λογαριασμό τους. Έρχονταν ένας Γερμανός θυμάται, που τον έλεγαν Κατάλα, κάθε πρωί στο σπίτι με μια χύτρα γεμάτη φαγητό το οποίο μοιράζονταν το πλήρωμα και αφού έτρωγαν, έμπαιναν όλοι μαζί στη βάρκα και πήγαιναν για ψάρεμα. Από τη ψαριά το μεγαλύτερο μέρος το έπαιρνε ο Γερμανός ο οποίος δεν μιλούσε ελληνικά και η συνεννόηση γινόταν με νοήματα μεταξύ τους και από λίγα ψάρια έπαιρναν όσοι ήταν στη βάρκα για τη φαμελιά τους. Οι Γερμανοί έφυγαν αλλά την ευκολία να ψαρεύουν με δυναμίτες και εκρηκτικά, οι ψαράδες την υιοθέτησαν και δεν είναι δα και πολλά τα χρόνια που σταμάτησαν! Γεμάτη νάρκες η θάλασσα και βλήματα η στεριά, ήταν μια πρόκληση την οποία όμως αρκετοί πλήρωσαν με αναπηρίες και τη ζωή τους ακόμα. Κάποιος Κώστας Τσιρώνης μάλιστα σκοτώθηκε μέσα στο λιμάνι του Αδάμαντα καθώς άνοιγε μια νάρκη ενώ μόλις πριν από καμιά 20αριά χρόνια, ένας άλλος άνθρωπος από τον Προβατά έχασε κι αυτός τη ζωή του από ένα βλήμα. Αυτό που έχει σημασία με τα εκρηκτικά, λέει ο Στέλιος, είναι όλοι όσοι έπαθαν ζημιά από τα παρατημένα πυρομαχικά ήταν όλοι στεριανοί και ο λόγος ήταν ότι πουλούσαν την εκρηκτική ύλη στα νταμάρια. Εκείνα τα χρόνια πάντως ακόμα και τα μπακάλικα πουλούσαν με τη ζυγαριά δυναμίτες. Άλλοι έπαιρναν σαρδέλες κι εγώ δυναμίτη, λέει ο Στέλιος που δεν κρύβει πως από τα χέρια του πέρασαν όχι και λίγα μασούρια δυναμίτη. Έτσι είχαν τα πράγματα τότε…

Στα Μαντράκια μετά τον πόλεμο επαγγελματίες ψαράδες ήταν ο πατέρας του Στέλιου Νικόλαος με το καίκι «Άγιος Νικόλαος», ο αδερφός του Γιάννης που γλίτωσε από τον πνιγμό, ο Μανώλης Βήχος και ο Παντελής Ραπανάκης, το καικάκι του οποίου υπάρχει ακόμα σε ένα σύρμα και το διατηρεί ο γιος του Μιχάλης. Όλοι οι ψαράδες είχαν σπίτια στον Τριοβάσαλο και ψαροκάλυβα στα Μαντράκια για να στεγνώνουν όταν γύριζαν από το ψάρεμα και να βάζουν μέσα τα εργαλεία. Μόνο τα καλοκαίρια που κατέβαινε όλη η οικογένεια στα Μαντράκια έμειναν εκεί όλη την ημέρα.
Εκείνα τα χρόνια όλα τα καίκια κινούνταν με πανιά και με κουπιά ενώ τα εργαλεία των ψαράδων ήταν ελάχιστα. Το πρώτο εργαλείο που έβαλαν στον «Άγιο Νικόλαο» ήταν μια κουβάρα που πήραν από το "Σχέδιο Μάρσαλ" και έκαναν σπάγγινο παραγαδάκι που χωρούσε μέσα σε στο καλαθάκι που έβαζαν τα ψωμιά ενώ τα δίχτυα τα έδεναν με τρίχες από τη χαίτη του αλόγου ή την ουρά του. Από αυτό το παραγαδάκι έπρεπε να ζήσουν τα τέσσερα άτομα που ήταν μέσα στο καίκι και οι φαμελιές τους! [Στη φωτογραφία ο πατέρας του Στέλιου Νίκος Νίκος Καμακάρης την εποχή που τα ψάρια πουλιόνταν με τα κοφίνια!]
Την πρώτη μηχανή που βάζει ο πατέρας του στο καίκι, το 1947 ήταν μια «Αξελού». Δεν μπορούσε να την αγοράσει μόνος του και γι’ αυτό συνεταιρίστηκε με έναν σκορδέμπορα, τον Γιάννη Μπλατσάρα και μοίραζαν την ψαριά στη μέση. Ο συνεταιρισμός αυτός δεν κράτησε όμως παραπάνω από 2 χρόνια και ο πατέρας εξαγόρασε το μερίδιο του σκορδέμπορα και έμεινε μόνος αφεντικό πάνω στο καίκι. Ο μικρός Στέλιος που ψάρευε μαζί με τον πατέρα του θυμάται πως τα περισσότερα ψάρια τα έδιναν στις ψαροταβέρνες που τότε ήταν γεμάτα τα χωριά της Μήλου. Όπως πήγαιναν οι Μηλιοί κάθε Κυριακή στην εκκλησία, έτσι πήγαιναν και στις ταβέρνες, θυμάται ο Στέλιος και αναφέρεται στην περίφημη ταβέρνα του Μιστόκλη Καβαλλιέρου στον Τριοβάσαλο ο οποίος έπαιρνε 100 οκάδες ψάρι από τους Μπίζηδες καθώς και στις ταβέρνες του Γιάννη Κλεωνά και του Γιάννη Δρούγκα. Τα ψάρια που προτιμούσαν τότε οι Μηλιοί, ήταν τα λεγόμενα σήμερα «τρίτα». Τα σημερινά «πρώτα» ούτε καν τα κοίταζαν, ενώ τους αστακούς δεν τους θεωρούσαν καν φαί και τζάμπα να τους έδιναν, δεν τους έπαιρναν. Μόνο στο γιατρό Κώμη πήγαιναν κανένα αστακό τότε και πότε τους έδινε κανένα τάληρο και πότε τίποτα!
Ήταν η θάλασσα γεμάτη ψάρια τότε, ήταν και οι δυναμίτες πολλοί και το καίκι ποτέ δεν γύριζε άδειο. Όταν δεν μπορούσε να τα απορροφήσει η αγορά της Μήλου, τότε καμιά φο
ρά τα πήγαιναν στην Κίμωλο στον ψαρομανάβη Λινάρδο ο οποίος είχε ψυγεία και τα προωθούσε στον Πειραιά. Πολλές ήταν πάλι οι φορές που στα Μανδράκια πάστωναν κανένα τσιράκι, κανένα μαριδάκι για μεζέ, ενώ συχνά επειδή δεν είχαν ψυγεία να τα διατηρήσουν τα έκαναν τσιλαδιά. Τα έβραζαν, τους έβαζαν μπόλικο λεμόνι σε ένα πήλινο σκεύος και το αποτέλεσμα ήταν μια πηχτή η οποία κρατούσε καμιά δεκαριά ημέρες. [Συντροφιά με τη γυναίκα του Σοφία, περνάει τον καιρό του στα Μαντράκια ο Στέλιος].
Ο Στέλιος κάθισε κοντά στον πατέρα του μόνο τέσσερα χρόνια και μετά πήγε να δουλέψει στην εταιρεία του θειαφιού που έμαθε μηχανικός. Του άρεσε το ψάρεμα, αλλά οι γονείς του ήθελαν να πάει να βγάλει σίγουρο μεροκάματο. Στο θειάφι δούλεψε δυο χρόνια, από το 1950 ως το 1952 και έπαιρνε 20 δραχμές μεροκάματο την εποχή μια οκά πρώτα ψάρια είχε 20 δραχμές. Μετά έφυγε και πήγε στα καίκια που μετέφεραν ορυκτά από τη Μήλο σε διάφορα μέρη. Δούλεψε στα ονομαστά για την εποχή καίκια, τον «Πέτρο» του Νικόλα Ζούλια, το «Ραφαήλ» του Σταύρου Σκορδαλάκη που ήταν 300 τόνους και κινούνταν με μηχανές μπουλμάστερ.
Εκείνα τα χρόνια τα φόρτωναν με ζεμπίλια, αλλά όπως λέει οι άνθρωποι δεν ήταν λουκουμάδες σαν σήμερα! Κάπου εκεί ανάμεσα υπηρέτησε τη θητεία του στην Αεροπορία και σαν απολύθηκε, στη θέση αυτών των μεγάλων καικιών βρήκε τα πρώτα σιδερένια μοτορσίπ και δούλεψε στο «Γεώργιος» και τη «Μιχαηλία» του Σκορδαλάκη και από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 μέχρι το 1998 που πήρε σύνταξη δούλεψε στις επισκευές πλοίων σε διάφορες επιχειρήσεις στο Πέραμα.
Από τότε μέχρι σήμερα ο Στέλιος ζει στον Τριοβάσαλο αλλά τον περισσότερο καιρό του τον περνάει στα Μαντράκια με τη γυναίκα του Σοφία και στο σύρμα του, που έχει δυο βάρκες, τον «Άγιο Νικόλαο», το νεώτερο που έφτιαξε στη Μήλο προς αντικατάσταση του παλιού που είχε ο πατέρας του και την «Αθηνά», ένα μικρό τρεχαντήρι 62 χρονών την οποία τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας που πέρασε, περιποιούνταν με σκοπό να την πουλήσει καθώς για λόγους εφορίας δεν μπορεί πλέον να διατηρεί δυο καίκια. Οι σκαρμοί λέει με καμάρι, και των δυο σκαφών είναι από μηλιακό κέδρο, ένα αθάνατο ξύλο το οποίο σήμερα απαγορεύεται να το κόψουν. Ο Στέλιος δεν ξέχασε ποτέ το ψάρεμα, αλλά όταν γύρισε μετά από 40 τόσα χρόνια να ασχοληθεί επαγγελματικά με αυτό, βρήκε μια θάλασσα αλλαγμένη. Έβλεπε, καθώς ακόμα και όταν δούλευε στα καίκια και στις επισκευές ποτέ δεν είχε κόψει το ψάρεμα, χρόνο με το χρόνο να λιγοστεύουν τα ψάρια, αλλά αυτό που βλέπει σήμερα είναι απίστευτο. Χρόνο με το χρόνο λέει, τα ψάρια μειώνονται κατά 30% και σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, αν δεν ληφθούν επείγοντα μέτρα σε 5 χρόνια δεν θα υπάρχει ούτε λέπι. Βγαίνει για ψάρεμα, σχολιάζει και με τα ίδια εργαλεία που είχε παλιά και έβγαζε 50 κιλά ψάρια, τώρα δεν βγάζει ούτε 3 με 4 ή πιο απλά, για να βγάλει 50 κιλά ψάρια, πρέπει να βγει για ψάρεμα 50 φορές! Πολλαπλασιάζουμε τα εργαλεία, συνεχίζει, για να πιάσουμε κανένα ψάρι, αλλά αυτό δεν οδηγεί πουθενά. Η θάλασσα αυτή τη στιγμή θέλει βοήθεια, αλλά ποιος την ακούει;

Τα σύρματα που γέμισαν κρεβάτια!Τα σύρματα προέκυψαν από την ανάγκη προστασίας των καϊκιών το χειμώνα. Τότε δεν υπήρχαν λιμάνια και οι ψαράδες ήταν υποχρεωμένοι μόλις γύριζαν από το ψάρεμα να τα τραβήξουν έξω στη στεριά γιατί κινδύνευαν, μόλις χάλαγε ο καιρός, να τα χάσουν. Στο Αδάμαντα και σε μέρη που ήταν αμμουδιές, τα πράγματα ήταν κάπως εύκολα αλλά στα Μαντράκια και στο Κλήμα που ήταν όλο βράχια, τι να έκαναν; Έτσι λοιπόν άρχισαν να σκάβουν μεγάλες τρύπες στα μαλακά βράχια κι εκεί μέσα έκλειναν τα σκάφη. Έβαζαν μια πόρτα και να μην την ανοίγει το κύμα, τη στέριωναν από πίσω με μεγάλα ξύλα κι εκεί μέσα περνούσαν τις κακοκαιρίες τα πλεούμενα. Εκείνα τα χρόνια, λέει ο Στέλιος ήταν ανάγκη και για να φτιάξει κάποιος σύρμα, αν και απαγορεύονταν, κανένας δεν εμπόδιζε τον ψαρά γιατί από τη βάρκα του κρέμονταν η ζωή της οικογένειάς του. Τώρα, συνεχίζει, βλέπουμε ορισμένους να φτιάχνουν σύρματα όχι να βάλουν βάρκα μέσα, αλλά να κάνουν εξοχικό και αντί για σκάφη μέσα βλέπεις κρεβάτια, καμπινέδες και κουζίνες. Επειδή μάλιστα έγιναν της μόδας τα σύρματα, ακούγεται πως μερικοί ζητάνε μέχρι και 150.000 ευρώ να πουλήσουν μια σπηλιά. Κανονικά απαγορεύεται κάτι τέτοιο, αλλά οι αρμόδιες αρχές βλέπουν τα πωλητήρια και κάνουν τα στραβά μάτια και σφυρίζουν αδιάφορα.
Ο Στέλιος Καμακάρης είναι ο τελευταίος επαγγελματίας ψαράς στα Μανδράκια και το ενδιαφέρον του είναι να κρατηθούν τα σύρματα όπως τα βρήκαν από τους παλιούς και να μην αλλάξουν χρήση γιατί, όπως λέει αποτελεί ασέβεια στη θάλασσα και στην ιστορία των ψαράδων της Μήλου. Σε ένα κόσμο όμως που τα πάντα μετριούνται με το κέρδος, ποιος θα ασχοληθεί τώρα με τα ταπεινά σύρματα, τη στιγμή μάλιστα που χωρίς κάποιος να έχει επενδύσει ποτέ ούτε ένα κατοστάρικο, αφού τα βρήκε έτοιμα από τους προγόνους του, μπορεί πολύ εύκολα να τα οικονομήσει με την πώλησή τους σε κάποιον που θέλει να έχει το εξοχικό του μέσα στα κύματα της Μήλου;

Δημοσιεύτηκε στο ένθετο της εφημερίδας "Έθνος" "Ψάρεμα - Φουσκωτό" στις 26/09/2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου