Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

ΤΟ ΚΟΥΛΟΥΡΙ ΚΑΙ Ο ΣΠΟΥΡΓΙΤΗΣ




Στα φτερωτά πλάσματα που μοιράζονται μαζί μας την πόλη και αποτελούν μια ιδιαίτερη εικόνα είναι ασφαλώς και οι σπουργίτες. Αν και αεικίνητοι και ιδιαίτερα κοινωνικοί, είναι εντούτοις πολύ διακριτικοί, δεν έχουν την αυθάδεια των περιστεριών ούτε άλλων προκλητικών πετούμενων την έπαρση. Είναι δε ιδιαίτερα προσεκτικοί και επιλεκτικοί στην τροφή τους η οποία περιορίζεται σε σπόρους και τίποτα τρυφερές πρασινάδες, μυγάκια και διάφορα έντομα που βρίσκουν γύρω από τους θάμνους. 

Η παρουσία τους είναι πιο έντονη την Άνοιξη που ζευγαρώνουν και συχνά τους βλέπουμε σε κάποια παρκάκια να εκπαιδεύουν τους νεοσσούς τους στο πέταγμα και την αναζήτηση τροφής και αγαπημένα τους μέρη είναι τα καλάθια των κουλουράδων. Από τότε όμως που οι αγορανομικές διατάξεις άλλαξαν τις συνθήκες του επαγγέλματος ενώ οι δεκάδες φούρνοι που ξεφύτρωσαν στο κέντρο Αθήνας και τα καφενεία ακόμη που το απήγαγαν και το έβαλαν στους πάγκους τους, δεν πέφτει πλέον ούτε σπυρί σουσάμι στο πεζοδρόμιο να φάνε και οι σπουργίτες κι έτσι καμιά φορά χαλάνε το στυλ τους στους κάδους σκουπιδιών.

Το κουλούρι από την άλλη πλευρά είναι ένα έδεσμα που παραδοσιακά έχει να κάνει με τον περίπατο στην πόλη και καταναλώνεται στο δρόμο και το γραφείο. Κανένας δεν το αγοράζει να το φάει στο σπίτι ή στο αστικό, το απολαμβάνει περπατώντας και καθώς είναι μικρό, τόσο να μη φτάνει να χορτάσει δεν περισσεύει σχεδόν τίποτα απ’ αυτό. Έτσι πολύ σπάνια βλέπουμε ένα κομμάτι κουλούρι στο δρόμο, πόσο μάλιστα στα σκουπίδια.

Να όμως που κάποιος συμπολίτης μας προχθές πρωτοτύπησε και πέταξε ολόκληρο μισό κουλούρι στο παρτέρι των θάμνων που χωρίζει το πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου από την άσφαλτο σε ένα σημείο γεμάτο με στεγνά αποτσίγαρα. Δεν ξέρουμε γιατί το έκανε, αλλά ο σπουργίτης που παραφύλαγε σε κάποιο κλαδί των γυμνών δέντρων του Πάρκου Δικαιοσύνης ή στα μπαλκόνια του παρατημένου ξενοδοχείου απέναντι από το ΡΕΞ, το είδε, έκανε μια βαθιά πάνω από την κίνηση βουτιά, προσγειώθηκε δίπλα στον θησαυρό του και ευχαριστώντας την τύχη του μέσα στο καταχείμωνο, τον απολαμβάνει τσιμπιά την τσιμπιά.   

Επειδή όμως δεν ήταν σίγουρος πως κάποιος παραφυλάει να τον αρπάξει και να μείνει το κουλούρι αφάγωτο, μπαινόβγαινε με χίλιες προφυλάξεις κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά από τη συστάδα των θάμνων, το τσιμπούσε δυνατά, έκοβε ένα κομμάτι και το μετέφερε πίσω στους θάμνους να το φάει. Μόλις το κατάπινε, ξαναγυρνούσε, τσιμπούσε ένα άλλο και κρύβονταν πάλι. Τον παρακολούθησα αρκετή ώρα, πρέπει να έκανε 8 – 10 εξόδους μέχρι να γεμίσει το στομάχι του και χορτασμένος αλλά πανάλαφρος πέταξε στα κλαριά, ευχόμενος σίγουρα να περάσει πάλι ο ίδιος ή ένας άλλος που θα πετάξει ένα ολόκληρο μισό κουλούρι στο παρτέρι γιατί ο χειμώνας είναι σκληρός και για το δικό του σόι! 

  

ΑΘΗΝΑ, 03022019. Εφημερίδα "Φιλελεύθερος", 31012019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου