Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

ΤΟ ΤΡΙΓΩΝΟ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ... ΠΟΛΥΓΩΝΟ




Το κέντρο της Αθήνας το γνώρισα πριν από 40 χρόνια καθώς η πρώτη δουλειά που έκανα όταν ήρθα από το χωριό μου ήταν υπάλληλος σε κατάστημα στην οδό Μητροπόλεως το οποίο πουλούσε υφάσματα. Στις υποχρεώσεις μου, μεταξύ των άλλων ήταν και η μεταφορά των παραγγελιών στους πελάτες με τα χέρια συνήθως κι αν ήταν πολλά τα τόπια με το δίτροχο σιδερένιο καροτσάκι που σαν εκείνο ελάχιστα βλέπω πια να κυκλοφορούν όχι γιατί ενδεχομένως υπήρξε κάποια εξέλιξη σε αυτά τα  μεταφορικά μέσα αλλά γιατί τα μεγάλα καταστήματα υφασμάτων στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας είναι πια λίγα και μετρημένα.



Μου άρεσε αυτή η δουλειά γιατί έβγαινα από το κατάστημα και γυρνούσα στους δρόμους: από την πλατεία Κοτζιά μέχρι το Μοναστηράκι και του Ψυρή και γύρω από την Ερμού όπου ήταν συγκεντρωμένα τα περισσότερα εργαστήρια τα οποία έκοβαν και έραβαν τα υφάσματα που κουβαλούσα με το καροτσάκι. Ήμουν ενθουσιασμένος γιατί γνώριζα πολύ κόσμο, εμπόρους όλων των κατηγοριών, απλούς υπαλλήλους και ειδικευμένους καθώς και πολλές γυναίκες μοδίστρες, πωλήτριες, ταμίες, γραμματείς και άλλες που ασχολούνταν με συναφείς ειδικότητες που είχαν να κάνουν με το ύφασμα και την ένδυση γενικώς.



Αυτή η δουλειά μου έδωσε τα κλειδιά της πόλης και νοσταλγώ την εποχή που κάθε μέρα γνώριζα κι ένα καινούργιο κομμάτι από το εμπορικό κέντρο στο οποίο πράγματι και λειτουργούσε το εμπόριο και όχι η βιομηχανία παροχής υπηρεσιών στον τουρισμό και την εστίαση όπως σήμερα. Σε κάθε δρόμο, σε κάθε κτίριο το ισόγειο ήταν καταστήματα και οι όροφοι εργαστήρια στα οποία δούλευαν αμέτρητες γυναίκες. Ήταν η εποχή που στην Αγίου Μάρκου γίνονταν το αδιαχώρητο από λαϊκό κόσμο και επισκέπτες από την επαρχία, στην Ερμού τα ακριβά είδη προσέλκυαν όλη την Αθήνα που ήθελε να ακολουθεί τη μόδα και την οποία μάλιστα διέσχιζαν τρία – τέσσερα λεωφορεία ενώ και στην Αιόλου κυκλοφορούσαν ακόμη αυτοκίνητα και τα μποτιλιαρίσματα ήταν καθημερινά λόγω της πυκνής κίνησης. 


Δεν θέλω να εξωραΐσω την εποχή, ήταν ωραία για τον καιρό της και την νοσταλγώ γιατί είχε ελπίδες μπροστά της. Συχνά – πυκνά την αναπολώ και στις περιπλανήσεις μου στην πόλη κάνω συγκρίσεις του τότε με το σήμερα και ομολογώ πως κάποια πράγματα δεν περίμενα πως θα καταντούσαν έτσι.  Και να εξηγηθώ: ενώ είχα ζήσει και δει την πρώτη πεζοδρόμηση της Αιόλου –για να μην επεκταθώ σε άλλους δρόμους- δεν περίμενα πως θα έρχονταν μια εποχή που θα ξηλώνονταν για να γίνει ένας άλλου είδους εξωραϊσμός τώρα του οποίοι ο στόχος είναι ασαφής καθώς αυτός προήλθε από επιτελεία που η σχέση τους με την ιστορία και τις δυνατότητες που έχει το εμπορικό κέντρο είναι μάλλον επιφανειακή και επικεντρώνεται στην κατανάλωση και στη διαχείριση του ελεύθερου χρόνου των γηγενών και των τουριστών και όχι στην αναζωογόνηση της οικονομικής ζωής της περιοχής. 


Σαράντα χρόνια μετά από εκείνη την ακμαία εποχή και πριν η Αθήνα δεχθεί τα τρομακτικά χτυπήματα στο ΜΙΝΙΟΝ το κουφάρι του οποίου στολίζεται σαν πακέτο να μην τρομάζει τον κόσμο και τον Κατράντζο που τα ρημαγμένα υπόγειά του χάσκουν επικίνδυνα στην αρχή του πιο κεντρικού δρόμο της πόλης, άρχισε να φυσάει ένας άλλος αέρας στο εμπορικό κέντρο της πόλης. Μετά ακολούθησε η πρώτη πεζοδρόμηση της Αιόλου, η ερημοποίηση της πλατείας Δημαρχείου και η «ανάπλαση» της Βαρβακείου που κατέληξε αγορά ναρκωτικών. Το είχαν μυριστεί οι παλιοί επαγγελματίες της Αγίου Μάρκου και της Μητροπόλεως πως θα γίνονταν  και δεν έπεσαν έξω στις προβλέψεις τους και το ίδιο αρχίζουν να υποψιάζονται τώρα και οι τελευταίοι εναπομείναντες έμποροι στο κέντρο και οι διάφοροι επαγγελματίες που προσπαθούν να συντηρήσουν την ισχνή οικονομική ζωή σε αυτούς τους δρόμους.  
    
Η μείωση της κίνησης τότε ήταν τρομακτική και σιγά – σιγά τα μεγάλα καταστήματα συρρικνώθηκαν και οι βιοτεχνίες μαράζωσαν μέχρι που έσβησαν. Τη θέση τους πήραν άλλα καταστήματα, καφενεία, ταχυφαγεία, φούρνοι με γλυκά και άλλα για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών του κέντρου οι οποίοι εδώ και τρεις μήνες υποβάλλονται σε μια άνευ προηγουμένου ταλαιπωρία καθώς οι εργασίες της πεζοδρόμησης στο λεγόμενο «Τρίγωνο» περπατούν με ρυθμούς που απογοητεύουν τους πάντες, εμπορευόμενους και επισκέπτες. 


Το έργο ξεκίνησε πριν από κάποιους μήνες και προχωράει με απίστευτα αργούς ρυθμούς λες και αυτοί που το ανέλαβαν έχουν χάσει κάθε ενδιαφέρον γι’ αυτό ή αυτοί που τους το παρήγγειλαν δεν είχαν υπολογίσει σωστά τα πράγματα. Δηλαδή το απαρχαιωμένο δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης που θέλει εκτεταμένες επεμβάσεις και όχι μπαλώματα γιατί τότε που είχε δημιουργηθεί ήταν άλλες οι ανάγκες καθώς η περιοχή δεν είχε τον φόρτο των τουριστικών εγκαταστάσεων που δημιουργούνται για να καλύψουν σημερινές προκλήσεις καθώς και αρχαιολογικά σπαράγματα των διαδοχικών στιγμών της πόλης, όπως στην οδό Καΐρη για παράδειγμα που εμφανίζονται σε λίγα εκατοστά κάτω από το οδόστρωμα.

Αυτά και ένα σωρό άλλα προβλήματα καθυστερούν την ολοκλήρωση ενός έργου το οποίο θα έπρεπε να έχει γίνει μέσα σε ένα μήνα και όσο πιο πολύ διακριτικά να μην ταράξει τη λειτουργία του εμπορικού κέντρου. Φυσικά, μέσα στο σχέδιο θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται και η αναζωογόνηση της περιοχής με την υποστήριξη της μόνιμης κατοικίας γιατί αυτός είναι ο τρόπος να πάρει ζωή αυτή η περιοχή. Αντιθέτως αντί να συμβαίνει αυτό οι μόνιμοι κάτοικοι οι οποίοι δεν είναι και λίγοι πιέζονται από την ανάπτυξη της ολιγοήμερης ενοικίασης (Rnb) μέσω της οποίας εξυπηρετούνται χιλιάδες τουρίστες αλλά παράλληλα δημιουργεί πλήθος ζητημάτων που απορυθμίζουν τη ζωή των μόνιμων κατοίκων και φυσικά των επαγγελματιών στην περιοχή.  Οι οχλήσεις από το φαινόμενο αυτό είναι εκτεταμένες και συνεχείς ενώ οι υπηρεσίες που υποτίθεται είναι επιφορτισμένες με την αντιμετώπιση τους παρουσιάζονται αδύναμες και ανεπαρκείς.


Έτσι δεν αντιμετωπίζεται εύκολα το ζήτημα των σκουπιδιών όλη τη μέρα και τη νύχτα, το παρκάρισμα των αυτοκινήτων που καταλαμβάνουν οποιοδήποτε ελεύθερο χώρο, την όχληση από τα καταστήματα εστίασης και διασκέδασης που ευδοκιμούν σε κάθε γωνιά αλλά και αυτή που προκαλείται από τη συνεχή κίνηση των ενοικιαστών στα κτίρια που έγιναν διαμερίσματα για τουρίστες και ένα σωρό άλλα που προκαλούνται από την στροφή που γίνεται ως προς τον χαρακτήρα του εμπορικού κέντρου. Μιας στροφής που στοχεύει τον μαζικό τουρισμό , την κατανάλωση και τον ελεύθερο χρόνο ενώ ελάχιστα νοιάζεται για την αναζωογόνηση του εμπορίου στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης όπου παραδοσιακά άκμαζε, απασχολούσε χιλιάδες ανθρώπους και συντηρούσε δεκάδες επαγγελματίες. 

Το προηγούμενο στην περίπτωση είναι η έκρηξη της ανάπτυξης των καταστημάτων διασκέδασης  στου Ψυρρή και τον Κεραμεικό που δεν κράτησε πάνω από 15 χρόνια και καθώς ο καιρός έχει γυρίσματα δεν αποκλείεται να συμβεί το ανάλογο και στο εμπορικό κέντρο και όλα αυτά τα λαμπερά που κάνουν να μείνουν ως ανάμνηση μιας άστοχης προσπάθειας που είχε ως στόχο το εύκολο κέρδος για μια μόνο περίοδο και όταν αυτή περάσει θα την βλέπουμε να ξεθωριάζει και να γίνεται μια ακόμη μαύρη τρύπα στην πόλη.   




ΑΘΗΝΑ 27032019. Εφημερίδα "Φιλελεύθερος", σελ. 36-37.

Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

ΠΟΙΟΣ ΘΥΜΑΤΑΙ ΤΟ ΜΠΑΡΑΚΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ;




Στη γωνία Ζωοδόχου Πηγής και Ισαύρων, στα ημιορεινά Εξάρχεια, στέκει ακόμη όρθιο ένα όμορφο σπίτι που είχε χτιστεί στις αρχές του περασμένου αιώνα. Ερειπωμένο σήμερα και με πεσμένη στέγη, κινδυνεύει κάποια στιγμή να γίνει σωρός από μπάζα που θα σκεπάσει αρκετά αυτοκίνητα, μπορεί και περαστικούς αν έχουν τέτοια τύχη, την ώρα που θα πέσει.

Από πότε έπαψε να κατοικείται αυτό το σπίτι, το έχουν ξεχάσει κι όσοι από τους παλιούς γείτονες ζουν ακόμη και την κυριότητά του έχει η εκκλησία του Αγίου Νικολάου Πευκακίων στην Ασκληπιού και η οποία το ενοικίασε πριν από καμιά σαρανταριά χρόνια σε κάποιους που το έκαναν μπαρ. Αυτά τα μπαρ ευδοκίμησαν μεταπολιτευτικά σε πάμπολλα παλιά κτίρια των Εξαρχείων, της Νεάπολης αλλά και πολλών άλλων περιοχών της Αθήνας και αποτέλεσαν εκτός από χώρους διασκέδασης και σημεία γόνιμης συνάντησης ανθρώπων, ρευμάτων και ιδεών, στην τέχνη, τη λογοτεχνία και φυσικά στην πολιτική. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως αυτά τα μπαρ επηρέασαν πολλαπλώς αρκετά πράγματα εκείνη την εποχή και ο απόηχος της λειτουργίας τους ακούγεται σε ορισμένες συντροφιές ακόμη.

Απ’ αυτά ελάχιστα συνεχίζουν σήμερα τη λειτουργία τους και μάλιστα στα ίδια κτίρια καθώς πέρασε η μόδα τους και η νύχτα στα Εξάρχεια μυρίζει πλέον καμένα σκουπίδια, μολότοφ και χημικά. Ούτε η πελατεία τους, όσοι απόμειναν από την χρυσές μεταπολιτευτικές δεκαετίες και νιώθουν ακόμη ενεργοί δοκιμάζουν τις αντοχές τους και την αισθητική τους βεβαίως, σε χώρους που ελάχιστα θυμίζουν εκείνες τις εποχές. 
Το μπαρ που στεγάστηκε στο κτίριο της Ζωοδόχου Πηγής που καταρρέει, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80 λέγονταν Μακόντο, έτσι το βάφτισε η Νίνα που διάβασε τότε το περίφημο βιβλίο του Μαρκές και σύχναζαν κυρίως δημοσιογράφοι του ΠΑΣΟΚ και χάρη σε αυτό βρέθηκα κι εγώ στο χώρο. Μετά τη Νίνα το πήρε η Ευτυχία για τρία – τέσσερα χρόνια και συνεχίζαμε να πηγαίνουμε καθώς σε αυτό συγκεντρώνονταν ωραίος κόσμος. 

Μας είχε γίνει συνήθεια και δεν πάψαμε να πηγαίνουμε όταν το πήρε ο Βασίλης Τσιμπίδης, ένας αγαπημένος φίλος απ’ όλους μας που είχε ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Αυτός  το ονόμασε «Το μπαράκι του Βασίλη» και έγινε εκτός από στέκι όσων ασχολούνταν με τον κινηματογράφο και το θέατρο αλλά και πολλών μουσικών που εκεί δοκιμάστηκαν και κατόπιν ακολούθησαν αξιόλογες πορείες. Το «Μπαράκι του Βασίλη» σημειώνω, αποτέλεσε και το προπύργιο του αγώνα κατά των περιορισμών που επιβλήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στο ωράριο και λειτούργησε ως κρυφό μπαρ που άνοιγε μόνο σε μυημένους και κατόπιν συνθηματικού χτυπήματος στην πόρτα. Εκεί τον βρήκε το Βασίλη το πέρασμα στον 21ο αιώνα αλλά ο σεισμός του 1999 τον υποχρέωσε να το μεταφέρει στην οδό Διδότου όπου λειτούργησε ως το 2010 ενώ ο ίδιος πέθανε το καλοκαίρι το 2013.

Το ετοιμόρροπο κτίριο ελάχιστους πλέον υποψιάζει ότι κάποτε λειτούργησε ως ένα στέκι στα Εξάρχεια κι απ’ αυτό πέρασαν πολλοί ξενύχτες αλλά όπως δείχνουν τα πράγματα, ένας καλλιτέχνης του δρόμου προσφάτως το στόλισε με τα έργα του κι έτσι θα κλείσει κάποια μέρα τον κύκλο της ζωής του σε μια πόλη που αλλάζει με πολύ γοργό ρυθμό!



ΑΘΗΝΑ, 26032019. Εφημερίδα "Φιλελεύθερος", σελ. 37.

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΟΥ




Ο Δημήτρης Ευαγγελοδήμος μεγάλωσε μέσα στο οικογενειακό κατάστημα στο Καρπενήσι κι εκεί γνώρισε το εμπόριο της μικρής του πατρίδας αλλά κυρίως τους ανθρώπους που ασχολούνταν με αυτό, τους εμπόρους που με τον τρόπο τους προσπαθούσαν να δώσουν ζωή στην καθημαγμένη από την Κατοχή και τον Εμφύλιο αγορά του τόπου τους και τους πελάτες που με τον δικό τους τρόπο ο καθένας συμμετείχαν σε αυτήν μικρή εποποιία. 

Ο Δημήτρης θα μπορούσε αν ήθελε να γίνει κι αυτός έμπορος στο Καρπενήσι, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον πατέρα του και τον παππού του αλλά τον κέρδισε η δημοσιογραφία και μάλιστα αυτή που είχε σχέση με την οικονομία και την υπηρέτησε υποδειγματικά παραπάνω από τρεις δεκαετίες εργαζόμενος σε μεγάλες εφημερίδες και περιοδικά. Ελεύθερος πια από τις καθημερινές υποχρεώσεις έσκυψε πάνω στην ιστορία της πατρίδας του και χάρη στην εμπειρία, την μεθοδικότητά του και την αγάπη για τον τόπο του και τους ανθρώπους του αφιέρωσε ένα σπουδαίο βιβλίο στην πατρίδα του και τους Καρπενησιώτες που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εργάστηκαν για την οικονομική ανάπτυξή του. 

Από αριστερά: Μαρία Παπαϊωάννου, Κλεομένης Κουτσούκης,
Ελένη Βουλτσίδου, Γιώργος Ζαννιάς, Δημήτρης Ευαγγελοδήμος.

Χαρακτηριστικός ο τίτλος του βιβλίου «Ο κερδώος Ερμής σταμάτησε στο Καρπενήσι» και στις σελίδες του ο αναγνώστης θα βρει όλα εκείνα τα στοιχεία που συνέθεταν την οικονομία  μιας απομονωμένης γωνιάς της ορεινής Ελλάδας στην διάρκεια ενάμιση αιώνα αλλά πιο πολύ θα σταθεί στα πρόσωπα που έγραψαν ιστορία με θαρραλέες κινήσεις αλλά και με την ευαισθησία που υπαγόρευε καμιά φορά η στενότητα του χώρου και των ανθρωπίνων σχέσεων που δημιουργούνταν στην φτωχή Ευρυτανία και τις γειτονικές περιοχές της.

Στις σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης θα βρει εκατοντάδες ονόματα εμπόρων, βιοτεχνών, κτηματιών, αγωγιατών, ραπτών, μαγείρων, τραπεζιτών, γραφέων, δικηγόρων και δικολάβων, γιατρών, φαρμακοποιών και μαιών, καφεψών, τεκτόνων και αγροτών που από τον 19ο αιώνα ως τις ημέρες μας δραστηριοποιήθηκαν στο Καρπενήσι. Και ακόμη άγνωστες στιγμές, περιπέτειες, καταστροφές και επιτυχίες της καρπενησιώτικης αγοράς μέσα από επίσημα έγγραφα, απόρρητα ντοκουμέντα και οικογενειακά αρχεία.

Ο Δημήτρης όμως δεν στέκεται στα ονόματα και στις πράξεις των ανθρώπων, ως πρωταγωνιστές ή απλά συμμετέχοντες στην ιστορία του Καρπενησίου και  της ευρύτερης περιοχής, αλλά ανακαλώντας τη μνήμη τους περιγράφει και παραθέτει σκηνές από την καθημερινότητα στην πόλη και το ύπαιθρο οι οποίες έδιναν τον ιδιαίτερο τόνο στην μικρή κοινωνία και έχουν μείνει αξέχαστες. Έτσι εμμέσως συμβάλει στην συμπλήρωση της ιστοριογραφίας αλλά και της λαογραφίας του Καρπενησίου και προκαλεί τον ίδιο αλλά τους νεότερους που θα συνεχίσουν το έργο του για συμπληρωματική έρευνα.



Το βιβλίο τολμώ να πω είναι ένας μεγάλος άθλος τον οποίο έκανε ο Δημήτρης καθώς μέχρι σήμερα κανείς δεν είχε ασχοληθεί με αυτή την πλευρά της ιστορίας του Καρπενησίου ενώ τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του ήταν ελάχιστα γιατί κακά τα ψέματα, τα τεφτέρια των μπακάληδων ήταν χωμένα στα συρτάρια. Ούτε η εμπορική αλληλογραφία πάλι ήταν και κάτι που γνώριζαν εκτός των ενδιαφερόμενων πλευρών άλλοι Καρπενησιώτες. Ούτε και στις φωτογραφίες, οι οποίες δίνουν πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία έδιναν ιδιαίτερη προσοχή ενώ το ίδιο συνέβαινε και με τις δημοσιεύσεις στον τοπικό τύπο και στις αθηναϊκές εφημερίδες. Όλα αυτά μαζί με τις προσωπικές του μνήμες και μετά από πολλές συζητήσεις με Καρπενησιώτες ο Δημήτρης τα έπιασε και με μεθοδικότητα που τον διακρίνει τα έβαλε στη σειρά και έγραψε ένα πολύτιμο βιβλίο για την πατρίδα του αλλά και όποιον άλλο θέλει να γνωρίσει τον αγώνα που έκανε μια φτωχή και δύσκολη περιοχή της Ελλάδας να προκόψει και όπως όλοι γνωρίζουμε, τα κατάφερε και σήμερα το Καρπενήσι μπορεί να μην έχει βιομηχανίες αλλά είναι ένας σπουδαίος τόπος για τον τουρισμό.

Για το βιβλίο του Δημήτρη Ευαγγελοδήμου «Ο κερδώος Ερμής σταμάτησε στο Καρπενήσι» το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος» μίλησαν προχθές σε μια εκδήλωση με πρωτοφανή την προσέλευση του κόσμου που έγινε στο ξενοδοχείο «Κάραβελ»: ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργος Ζανιάς, ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Κλεομένης Κουτσούκης, η αρχισυντάκτρια της εφημερίδας «Το Βήμα» Ελένη Βουλτσίδου και η αρχιτέκτων μηχανικός Μαρία Παπαϊωάννου, πρόεδρος του Συλλόγου Καρπενησιωτών Αθήνας «Το Βελούχι».


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το βιβλίο εκδόθηκε από τις εκδόσεις Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος. Μπορείτε να το προμηθευτείτε  από το Βιβλιοπωλείο Ζαχαρόπουλου (Σταδίου 5) είτε από το e-shop www.sizacharopoulos.gr είτε παραγγέλλοντάς το σε οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο. Στο Καρπενήσι, το βιβλίο διατίθεται από τα βιβλιοπωλεία του Γεωργίου Σώκου και του Φώτη Γεωργίου.

ΑΘΗΝΑ 21032019. Εφημερίδα "Φιλελεύθερος", σελ. 35

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2019

Ο ΤΟΙΧΟΣ ΚΑΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ




Τους τοίχους τους φτιάχνουν οι άνθρωποι για μια σειρά πρακτικούς λόγους: να τους προφυλάσσουν από τα καιρικά φαινόμενα όλες τις εποχές του χρόνου, να κρατάνε σε ασφάλεια τον όποιο πλούτο έχουν αποκτήσει και φυσικά να αποκρύπτουν όταν χρειάζεται από τους άλλους τις κινήσεις τους – καλές ή κακές δεν έχει σημασία. Σε αντίθετη περίπτωση, όλα όσα κάνουν γίνονται δημόσια και το θέαμα κρίνεται αναλόγως με την οπτική, την παιδεία και την αισθητική αυτού που φαίνεται κι βεβαίως αυτού που βλέπει χωρίς δόλο κάποτε αλλά συνήθως λαθραία. Την ευθύνη πάντως για το τι θέλει κάποιος να φανεί στον τοίχο του ή μέσα από τα παράθυρά του καθώς και τα υλικά με τα οποία επιθυμεί να κατασκευαστεί, την έχει αποκλειστικά ο ίδιος.

Με την πρόοδο του χρόνου τα πράγματα άλλαξαν και από εκεί που ο τοίχος κάθε σπιτιού ή μιας ιδιοκτησίας ήταν ένας χώρος που σκέφτονταν κάποιος να πλησιάσει – πόσο μάλλον να γράψει κάτι πάνω σε αυτόν- φτάσαμε στο σημείο που έχει καταντήσει πίνακας ανακοινώσεων κάθε τυχαίου που περνάει από εκεί. Τόσο που πολλές φορές δημιουργεί ανάμεικτες εντυπώσεις γι’ αυτόν που κρύβει πίσω του. Δεν θέλει πολύ, ένας να γράψει κάτι, αμέσως ακολουθούν ένα σωρό άλλοι και συμπληρώνουν το διάλογο, άλλος με το κοντό του και άλλος με το μακρύ του μέχρι να δημιουργηθεί μια «βαβέλ» από μουντζούρες.  

Το φαινόμενο είναι πλέον συνηθισμένο στην πόλη που κατοικούμε και μάλλον μας ξενίζει όταν δούμε ένα καθαρό τοίχο ή έστω ένα τμήμα του. Είναι πλέον πέρα από την αισθητική μας, ως άνθρωποι με τη στοιχειώδη καλλιέργεια και βεβαίως ως πολίτες με κοινό νου να μπορούμε να επεξεργαστούμε το αυτονόητο όχι μόνο στα ντουβάρια της πόλης αλλά και στις οθόνες των υπολογιστών και των τηλεφώνων που έχει μεταφερθεί το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου λόγου και φυσικά της προπαγάνδας και των ψεύτικων ειδήσεων. Ένα σωρό πράγματα θα μπορούσαν να γραφτούν για τους τοίχους της Αθήνας και τους «τοίχους» των δικτύων οι οποίοι όπως προαναφέρθηκε είναι το ίδιο ευάλωτοι στις διαθέσεις των περαστικών αλλά κυρίως των κακόβουλων που τους έχουν βάλει στο στόχο και συχνά ξεσπούν πάνω τους με κάθε τρόπο κι έτσι πολλοί οδηγούνται στη δημιουργία ψηλότερων τοίχων ή τους ενισχύουν με ισχυρά ηλεκτρονικά μέσα και φίλτρα.

Ο μόνος τοίχος που είδα χθες να μην κινδυνεύει από αυτά που λέμε, ήταν αυτός του άθλιου γυάλινου κτιρίου που έχτισε ένας ξεχασμένος εργολάβος στη θέση ενός παλιού ωραίου σχολείου στην οδό Ακαδημίας και τούτο λόγω ύψους. Εκεί που βρίσκεται στα ουράνια δεν τον φτάνει καμιά πέτρα, κανένα σύνθημα δεν κολλάει πάνω του και κανένα αυθαίρετο post δεν πρόκειται να βάλει σε σκέψεις τους περαστικούς. Ούτε ο κρύος ουρανός της Αθήνας ήθελε χθες να ακουμπήσει πάνω του μη και τα μισάνοιχτα παράθυρά του ρουφήξουν τα αραιά συννεφάκια του και βιαστικά τον προσπέρασε τρομαγμένος από  το παγωμένο γυαλί που τον ντύνει από την κορυφή ως το πεζοδρόμιο.



ΑΘΗΝΑ, 20032019. Εφημερίδα "Φιλελεύθερος", 18032019, σελ. 37.

Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

ΠΩΣ ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΓΙΝΕΤΑΙ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΣ


Ένα από τα μεγαλύτερα έργα στην ιστορία της Αθήνας, ασφαλώς και είναι το Μετρό· η κατασκευή του έδωσε στην πόλη και το συγκρότημα της πρωτεύουσας έναν αέρα μητρόπολης. Οι Αθηναίοι αλλά και οι επισκέπτες της Αθήνας συνέβαλλαν με τον τρόπο τους στη  λειτουργία του και πολλοί ήταν εκείνοι που πίστευαν πως αυτό το θαύμα στα έγκατα της αρχαίας πόλης θα κρατούσε για πάντα αλλά από την άλλη, όσοι είχαν εντρυφήσει πάνω στην ψυχολογία του Έλληνα, στοιχημάτιζαν σε πόσο καιρό θα γίνονταν αυτό Ηλεκτρικός!

Από τότε μέχρι σήμερα πέρασαν αρκετά χρόνια και ενώ οι γραμμές του επεκτείνονται προς κάθε κατεύθυνση και σχεδιάζεται μάλιστα και καινούργια που θα έχει και σταθμό στα Εξάρχεια, άρχισαν να αραιώνουν τα δρομολόγια και να σημειώνονται καθυστερήσεις με αποτέλεσμα να δημιουργείται στις ώρες της αιχμής μεγάλο στριμωξίδι που πολλές φορές δεν διαφέρει από αυτό του Ηλεκτρικού στις υπόγειες διαδρομές του κάτω από την πόλη.

Τούτο λένε οφείλεται αφ’ ενός μεν στην διοίκησή του η οποία δεν εμφορείται πλέον από τις ιδρυτικές ιδέες της λειτουργίας του και δείχνει να γοητεύεται από την μπαχαλοποίηση που ανέχεται η κυβέρνηση σε κάθε έκφραση της ζωής μας αλλά και στους συνδικαλιστές που με τις απαιτήσεις τους επηρεάζουν όχι μόνο τη λειτουργία του Μετρό αλλά ολόκληρου του κράτους. Οι συνδικαλιστές παρεμβαίνουν στα πάντα, άλλοτε για συντεχνιακό όφελος κι άλλοτε με κομματικά κριτήρια για τις προσλήψεις, τις άδειες, τη λειτουργία της πόλης. Στην περίπτωση του Μετρό, το μόνο που βλέπουμε να μην τους ενδιαφέρει είναι η είσπραξη του εισιτηρίου το οποίο παρά τις πανάκριβες εγκαταστάσεις που γέμισαν τους σταθμούς, η λειτουργία των οποίων με την αργόσυρτη διαδικασία της συναλλαγής όπως έχει παρατηρηθεί κουρελιάζει καθημερινά τα νεύρα των επιβατών ενώ μεγάλος αριθμός τους μπορεί να περνάει ελεύθερα ακουμπώντας απλά στην πλάτη του προηγούμενου.

Το φαινόμενο ασφαλώς και παρατηρούν οι αρμόδιοι από τις κάμερες αλλά κανένας δεν τολμά να προτείνει λύση και η λαθρεπιβίβαση στο Μετρό κοντεύει να γίνει θεσμός όπως στους σταθμούς Βικτώρια, Ομόνοια και Μοναστηράκι του Ηλεκτρικού. Το φαινόμενο είναι συνέπεια του γενικού κλίματος που καλλιεργεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και λοιπών προθύμων και δεν υπάρχει τρόπος να αντιμετωπιστεί αν δεν επιβληθεί αυστηρή τάξη.
Εκείνο όμως που δίνει τη χαριστική βολή στη λειτουργία και την εικόνα του ΜΕΤΡΟ είναι η επαιτεία. Ήταν ο μόνος χώρος που μέχρι πρότινος δεν μπορούσε να κινηθεί επαίτης, ντόπιος ή αλλοδαπός καθώς υπήρχε αυστηρή επίβλεψη από το προσωπικό ασφαλείας. 

Τούτο φαίνεται πως περίσσευε και δεν φαίνονται πλέον σε κανένα σταθμό ή βαγόνι όπως γίνονταν παλιά. Το γεγονός εκτός από τους επιβάτες ασφαλώς και παρατηρούν και οι εργολάβοι της επαιτείας οι οποίοι εγκαθιστούν κάποιος από τις τσιγγάνες με τα ανήλικα από τη Ρουμανία σε κάποιες καίριες θέσεις και εισπράττουν τα γενναία ποσοστά τους από αυτούς τους απελπισμένους ανθρώπους που έπεσαν στην παγίδα τους.



ΑΘΗΝΑ, 19032019. Εφημερίδα "Φιλελεύθερος", 14032019, σελ. 37.

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

ΕΓΕΙΡΕ Ο ΕΛΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΡΓΙΘΕΑΣ



O Μιλτιάδης Φρύδας στο πανηγύρι του Αγίου Κωνσταντίνου το 2015.

Πλήρης ημερών και όρθιος έφυγε πριν από λίγες ημέρες ο Μιλτιάδης Φρύδας (1914 – 2019) ο γηραιότερος τσέλιγκας της Αργιθέας ο οποίος  έζησε σαν παιδί τον απόηχο των Βαλκανικών Πολέμων και ώριμος την τραγική δεκαετία του 1940 – 1950 και κατόπιν, είδε από την μοναξιά της μικρής του ορεινής πατρίδας να ρημάζουν σιγά – σιγά τα βουνά από μεγάλα κοπάδια και να σωπαίνει ο τόπος από φωνές, κουδούνια και αλυχτίσματα.


O Μιλτιάδης Φρύδας στο πανηγύρι του Αγίου Κωνσταντίνου το 2015.
Ο Μιλτιάδης  γεννήθηκε στο Αετοχώρι (ή Μαρκελέσι, συνοικισμός της Στεφανιάδας) ένα από τα ψηλότερα χωριά της Αργιθέας και ακολούθησε αυτό που έκαναν οι γονείς του και πρόγονοί του.  Ο πατέρας του Ιωάννης του οποίοι η γενιά είχε ρίζες στην Ήπειρο, ήταν γεννημένος στο Δέντρο των Βραγγιανών και σαν μπιστικός στον Κώστα Τσαπραΐλη βρέθηκε  στο Αετοχώρι και παντρεύτηκε την κόρη του τσέλιγκα Αθηνά.   

Τα πρώτα χρόνια της ζωής του ο Μιλτιάδης ακολούθησε τη ζωή του πατέρα του και των χωριανών που χειμώνα έφευγαν να ξεχειμάσουν στο Ξηρόμερο (Ξηροβούνι, Παλιαομάνινα, Αστακό) και το καλοκαίρι βοσκούσαν τα κοπάδια τους στα λιβάδια της Ιτιάς πάνω από τη Στεφανιάδα. Παράλληλα καλλιεργούσαν και τα λιγοστά χωραφάκια που είχαν κερδίσει από το δάσος για να βγάζουν το ψωμί της χρονιάς χωρίς να περιμένουν και πλήρη ανταπόδοση των κόπων τους. Τα αδέρφια του ήταν ο Κωνσταντής που ξενιτεύτηκε στον Καναδά και πέθανε εκεί, Βασίλης που ζει στον Καναδά, ο Θωμάς, ο Δημοσθένης, η Αντιγόνη που πέθανε πάνω στη γέννα στο Ανθηρό, η Ιουλία που ζει σήμερα στο Στρογγυλοβούνι του Ξηρόμερου και η Λαμπρινή που ζει στην Αθήνα.
Στο Ξηρόμερο οι Φρυδαίοι πήγαιναν μαζί με συγγενείς τους από το Αετοχώρι αλλά και άλλους, από το Λεοντίτο και εκεί αποκλείστηκαν δυο χρόνια στην περίοδο του Εμφυλίου που δεν τους επιτράπηκε να ανέβουν στα βουνά εξαιτίας των επιχειρήσεων του στρατού εναντίον των ανταρτών. Ο Μιλτιάδης είχε καμιά εκατοστή πράματα και με αυτά πορεύονταν αλλά έχασε τα μισά κάποια χρόνια στον Εμπεσσό και με όσα του απόμειναν πορεύτηκε μέχρι το 1958 που παντρεύτηκε την Ευθαλία και πήρε προίκα καμιά πενηνταριά.


O Μιλτιάδης Φρύδας με την κόρη του Μαρία.

Από εκείνη τη χρονιά ο Μιλτιάδης σταμάτησε να πηγαίνει στο Ξηρόμερο και έμεινε μόνιμα στο Αετοχώρι με το κοπάδι του και καλλιεργώντας τα χωράφια του.  Εκείνη την εποχή άρχισε να αδειάζει το χωριό και κάποια χρόνια έμειναν αυτός και η γυναίκα του μόνοι στο χωριό που ακόμα δεν είχε ούτε δρόμο της προκοπής, ούτε ηλεκτρικό ρεύμα. Οι χωριανοί είχαν αρχίσει τότε να διαλύουν τα κοπάδια τους και φεύγουν προς την Ελάτεια αναζητώντας καλύτερη τύχη στα εργοστάσια και τις άλλες δουλειές του κάμπου. Ο Μιλτιάδης δεν τους ακολούθησε και πορεύτηκε όπως ήξερε στο άδειο χωριό.  
Όλος ο τόπος ήταν δικός του πλέον και δεν χρειάζονταν να ανεβάζει τα πράματα στην Ιτιά, τα τάιζε και από το κριθάρι που καλλιεργούσε και σαν είχε ανάγκη προμηθεύονταν αυτό που χρειάζονταν από τον Πάνο Νασιώκα, που διατηρούσε χάνι στη γέφυρα κάτω από το Λεοντίτο. Στο χωριό μεγάλωσαν και τα δύο παιδιά του, Γιάννης και Μαρία. Ο Γιάννης έγινε δάσκαλος, ένα δυο χρόνια δίδαξε και στο σχολείο του Αετοχωρίου και κατόπιν διορίστηκε στη Βοιωτία σε σχολεία της οποίας δίδαξε αρκετά χρόνια.


Ο Μιλτιάδης Φρύδας με τη γυναίκα του Ευθαλία 
στο πανηγύρι του Αγίου Κωνσταντίνου το 2009.

Καθώς περνούσαν τα χρόνια η ζωή στο Αετοχώρι γίνονταν δύσκολη και έτσι τον χειμώνα 1984 - 1985 διέλυσε το κοπάδι, κράτησε λίγα και τα έδωσε στον αδερφό του Δημοσθένη στην Ελάτεια και πήγε κοντά στον γιό του που διορίστηκε δάσκαλος στη Βοιωτία. Το επόμενο έτος εγκαταστάθηκε στην Ελάτεια όπου είχαν συγκεντρωθεί πλέον οι περισσότεροι συγχωριανοί του. Από τότε και ύστερα κάθε χρόνο ανέβαιναν με τη γυναίκα του από τις αρχές του Μαίου για να είναι εκεί στο πανηγύρι του Αγίου Κωνσταντίνου και κάθονταν μέχρι αργά το φθινόπωρο στο χωριό ασχολούμενος μέχρι πριν από δυο χρόνια με τον κήπο του.  Το 2010 πέθανε η γυναίκα του και από τότε το χειμώνα πήγαινε στη Λάρισα στα παιδιά του αλλά μέχρι πέρσι που άρχισαν να λυγάνε τα πόδια του, το καλοκαίρι δεν έλειπε ούτε μέρα από το χωριό.

Ο Μιλτιάδης Φλούδας αγαπούσε το χωριό και τον Τόπο του όσο λίγοι και αυτό τον έκανε να νιώθει ευχαριστημένος να είναι εκεί και να ασχολείται με τα ζωντανά και τα χωράφια του. Ήταν ένας πράος και αγαπητός απ’ όλους άνθρωπος, δίκαιο τον αποκαλούσαν και ήταν αυτός που καλούσαν να λύσει όποιες διαφορές προέκυπταν ανάμεσα στους χωριανούς. Με μια τεράστια εμπειρία ζωής κοντά στα κοπάδια στα βουνά της Αργιθέας αλλά και την συμμετοχή του στον πόλεμο του 1940 στην Αλβανία, όπου τραυματίστηκε και η είσοδος των Γερμανών τον βρήκε σε ένα νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη, ο Μιλτιάδης αποτέλεσε το παράδειγμα για μια συνετή και μετρημένη, χωρίς ρίσκα ζωή και έτσι παρέμεινε ως το τέλος. 


Ερείπια μιας άλλης εποχής στα βουνά της Αργιθέας

Αυτό όμως που όλοι εκτιμούσαν και προσέτρεχαν σε αυτόν ήταν ότι γνώριζε τα πάντα γύρω από τις αρρώστιες και τα προβλήματα των ζωντανών και έκανε μέχρι χειρουργικές επεμβάσεις όταν παρουσιάζονταν κάποιο πρόβλημα. Όσοι τον έβλεπαν να ανοίγει το κεφάλι της προβατίνας να βγάζει την «τρέλα», ένα σκουλήκι δηλαδή δεν πίστευαν ότι θα τα κατάφερνε. Τα κατάφερνε όμως μια χαρά γιατί πίστευε σε αυτό που έκανε και ήθελε να μην χαλαλιστεί το ζωντανό και να γίνει καλά γιατί απ’ αυτά ζούσαν όλοι στο Αετοχώρι. Τον καλούσαν να δει ζωντανά σε όλα τα κοπάδια και η εμπειρία του τον έκανε σεβαστό σε όλη την Αργιθέα.


O Μιλτιάδης Φρύδας στο πανηγύρι του Αγίου Κωνσταντίνου
 το 2015 με την κόρη του Μαρία και συγχωριανούς.

Ήξερε ακόμη και από βότανα, μάζευε τσάι από τις πιο απρόσιτες κορυφές και άφησε στον γιό του Γιάννη παρακαταθήκη σε αυτές να πηγαίνει να μαζεύει κι αυτός,  χρησιμοποιούσε τις φλούδες από τις ρίζες των πουρναριών για τους στομαχόπονους και άλλες αδιαθεσίες. Η παρατηρητικότητά του αλλά και όσα είχε μάθει από τους παλαιότερους που γνώρισε τον είχαν κάνει ειδικό πάνω σε όλα αυτά τα ζητήματα. Στη ζωή του πάλι δεν έκανε υπερβολές και έτσι διατηρήθηκε μέχρι τα 100 χρόνια του ανάλαφρος και δημιουργικός. Είχαν να το λένε στο Αετοχώρι για το πόσο ελαφρά περπατούσε στην Ιτιά, στο Μοναχό Κλαρί, στο Γαλάτσι.


O Μιλτιάδης Φρύδας στο πανηγύρι του Αγίου Κωνσταντίνου το 2015.
Φεύγοντας ο Μιλτιάδης κλείνει κι ένα ακόμη κεφάλαιο της παραδοσιακής ζωής στην Αργιθέα και σε όλη την Ελλάδα. Από τους τελευταίους μιας γενιάς που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν μέσα στη φύση, απόλυτα ενταγμένοι στις αλλαγές της και ικανοί να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά κάθε απρόοπτο που συνέβαινε γύρω τους και να επιβιώσουν και στις πιο αντίξοες συνθήκες. 

ΑΘΗΝΑ, 13032019. Περιοδικό "Κυνήγι{, εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. 

Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

ΤΑ ΚΟΥΛΟΥΜΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΦΟΥΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ




Πότε άρχισαν να γιορτάζονται τα Κούλουμα την Καθαρή Δευτέρα στην Αθήνα, είναι άγνωστο. Απ’ όσα γράφει ο σπουδαίος αθηναιογράφος Δ. Καμπούρογλου η γιορτή αρχικά γίνονταν γύρω στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, την οποία διοργάνωναν οι ρουμελιώτες από το Λιδωρίκι γαλατάδες της Αθήνας παρευρίσκονταν και οι βασιλείς Όθων και Αμαλία. Πότε όμως αυτή μεταφέρθηκε στους λόφους γύρω από την Ακρόπολη, δεν είναι εξακριβωμένο.

Από κείμενα άλλων αθηναιογράφων σε εφημερίδες και περιοδικά μαθαίνουμε ότι ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα οι Αθηναίοι ανεβαίνουν στους λόφους της Πνύκας, των Νυμφών (Αστεροσκοπείο) και των Μουσών (Φιλοπάππου) να γιορτάσουν τα Κούλουμα, στρώνουν να φάνε και να πιούν στους βράχους και διασκεδάζουν με μουσικές που παίζουν διάφορα συγκροτήματα πλανοδίων και οι νεότεροι πετάνε και χαρταετό. Την εορταστική διάθεση καμιά φορά όμως ακυρώνουν η κακοκαιρία και φυσικά οι περίοδοι των πολέμων και άλλων ανώμαλων πολιτικών καταστάσεων που δεν ενθουσιάζουν για γιορτές και συγκεντρώσεις.



Εννοείται ότι οι Αθηναίοι δεν ανεβαίνουν να γιορτάσουν τα Κούλουμα στους λόφους γύρω από την Ακρόπολη, αλλά και στους υπολοίπους που ομορφαίνουν τότε την μικρή πρωτεύουσα: Τον Λυκαβηττό, τον Αρδηττό,  τον Κολωνό, του Στρέφη κι ένα πλήθος άλλων καθώς τις κοντινές εξοχές της Αττικής, στον Υμηττό, στα Τουρκοβούνια, τα παράλια του Σαρωνικού και αλλού. Είναι η εποχή εξάλλου που ακόμη δεν έχουν αναπτυχθεί τα εναέρια δίκτυα ηλεκτρισμού και οι κίνδυνοι από ηλεκτροπληξία είναι άγνωστοι. Ο εξηλεκτρισμός όμως της χώρας συνοδεύεται από πολλά θύματα και η ΔΕΗ υποχρεώνεται με ειδικά δελτία ενημερώνει για τους κινδύνους που εγκυμονούν τα καλώδια και να εφιστά την προσοχή όσων θέλουν να πετάξουν αετό στον ανοιξιάτικο αέρα της πόλης και της υπαίθρου. 

Ορισμένοι λόφοι, όπως αυτοί γύρω από την Ακρόπολη γλίτωσαν από την εξάπλωση της πόλης καθώς κηρύχθηκαν από πολύ νωρίς ως αρχαιολογικοί χώροι που έπρεπε να προστατευτούν αλλά οι υπόλοιποι, ξεκοιλιάστηκαν από νταμάρια που βγήκε η πέτρα να χτιστούν τα σπίτια της Αθήνας. Κραυγαλέο παράδειγμα ο ψηλός Λυκαβηττός που αν δεν είχε τον Αϊ – Γιώργη στην κορυφή του θα είχε χαμηλώσει από τα νταμάρια που του έφαγαν τα σωθικά ως τον σημερινό περιφερειακό του δρόμο και το Κολωνάκι. Το ίδιο έπαθαν κι άλλοι λόφοι καθώς και οι υπώρειες του Υμηττού, του Αιγάλεω, της Πεντέλης. Όποιος βλέπει από ψηλά τα αμέτρητα κτίρια που έχουν κατακλύσει την Αττική καταλαβαίνει πόσο εκατομμύρια κυβικά πέτρας και άλλων υλικών αποκολλήθηκαν από τους λόφους της Αττικής πριν αρχίσει να χρησιμοποιείται μαζικά το τσιμέντο και τα καινούργια υλικά.   

Ένα κάμπο γεμάτο κτίρια βλέπει όποιος ανέβει στους λόφους της πόλης, ένα χαλί από τσιμεντένιες στέγες με κεραίες και ηλιακά θερμοσίφωνα που αντανακλούν τον ήλιο από το Αιγάλεω ως τον Υμηττό και από την Πάρνηθα ως τον Σαρωνικό που καλύπτει από κάτω όλα τα φυσιογνωμικά στοιχεία της Αττικής, τα ποτάμια της που έγιναν υπόνομοι, τις ελάχιστες πλατείες της και τα πάρκα που σφίγγουν τα οικοδομικά τετράγωνα. Όσο για τους λόφους, αν έχει τύχει να είναι ακόμα κανένα κυπαρίσσι όρθιο, εκτός από νεκροταφείο σε αυτούς τότε περίπου καταλαβαίνουμε που είναι ο Κολωνός, που ο λόφος του Φινόπουλου.



Τούτο το θέαμα σαφώς και απασχολεί τους Αθηναίους αλλά κυρίως εντυπωσιάζει τους επισκέπτες της Αθήνας από τις χώρες της Δύσης που έχουν δει και άλλες πόλεις στο μέγεθός της αλλά δεν έχουν γεμίσει τον τόπο τους τσιμέντο και έχουν αφήσει τα τοπόσημά τους φανερά και οπωσδήποτε περιποιημένα ώστε να τα χαίρονται όλοι. Στην Αττική αντιθέτως, τίποτα δεν έχει μείνει που να θυμίζει πως ήταν κάποτε ο κάμπος της και πως ήταν οι πλαγιές των λόφων της καθώς τα κτίρια δια της μεθόδου της αυθαιρέτου δόμησης και της νομιμοποίησης που ακολουθεί πάντα ενόψει των εκλογών, κόντεψαν να φθάσουν ως τις κορυφές τους. Τρανό παράδειγμα ο Λυκαβηττός και ανάλογο σε μικρότερη κλίμακα ο λόφος του Στρέφη που παρουσιάζει μια τραγική εικόνα εγκατάλειψης σήμερα.   


Τα Κούλουμα πέρα από το ότι με αυτά αρχίζει και τυπικά και γευστικά η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, είναι και η μοναδική γιορτή που γίνεται στην φύση της Αθήνας, στις κορυφές των λόφων και αυτό αν και επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο όταν φυσικά το επιτρέπει ο καιρός, δεν βάζει σε σκέψεις για το χαμένο πρόσωπο της Αττικής και να σωθεί ότι ακόμα μπορεί από άλση, πάρκα και παράλια στον Σαρωνικό. Ένα κομμάτι αυτής της φύσης, με αρκετές παρεμβάσεις βέβαια επιζεί στους λόφους γύρω από την Ακρόπολη και τούτο οφείλεται στην αρχαιολογία που απαγόρευσε την οικοδόμηση και θέσπισε διάφορους περιοριστικούς όρους που τους προστατεύουν. Για τους ίδιους λόγους ασφαλώς, στην περιοχή άφησε μεταξύ 1954 – 1957 ένα μοναδικό έργο ο μεγάλος αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης. Ήταν μια δύσκολη εποχή εκείνα τα χρόνια αλλά η διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου γύρω από την Ακρόπολη και του Φιλοπάππου αποτελεί έργο τέχνης το οποίο δυστυχώς αν και προκάλεσε πολλούς από τους νεώτερους αρχιτέκτονες αλλά και εικαστικούς ως προς την ανάδειξη του δημόσιου χώρου στην Αθήνα, εκτός από την πεζοδρόμηση της Διονυσίου Αρεοπαγίτου ανάλογο δεν έχουμε δει ακόμη. 



Από αυτό το μονοπάτι βαδίζουν κάθε χρόνο οι Αθηναίοι να γιορτάσουν τα Κούλουμα στους λόφους και να απολαύσουν την Ακρόπολη και τη θέα της Αθήνας από ψηλά. Τις άλλες μέρες οι επισκέπτες των λόφων είναι οι τουρίστες, κυρίως αυτοί που δεν έρχονται με γκρούπ και επιθυμούν να γνωρίσουν την κλασσική Αθήνα αλλά και την νεώτερη μόνοι τους. Στις διαδρομές τους περιλαμβάνονται φυσικά και οι λόφοι αλλά πολλοί απ’ αυτούς το μετανιώνουν καθώς στην περιοχή πλέον παρεπιδημούν και αρκετοί που δουλειά δεν έχουν αλλά ζουν αρπάζοντας τσάντες και άλλα αντικείμενα απ’ όποιον μπορέσουν. Αν και αυτοί ξεχωρίζουν μέσα στο πλήθος που κυκλοφορεί στους αρχαιολογικούς χώρους και στους λόφους και μπορεί σίγουρα να αποτραπεί η δράση τους και χωρίς να στρατοπεδεύσει εκεί η μισή δύναμη της Αστυνομίας, αφήνονται εντούτοις να κάνουν ότι θέλουν. Τα κατορθώματά τους μπορεί να μην γίνονται γνωστά από τα δελτία ειδήσεων, τι να πρωτοπρολάβουν μάλιστα αυτά, αλλά συζητιούνται εκτενώς μεταξύ των τουριστών οι οποίοι ούτε θέλουν να ακούσουν πλέον για την Αθήνα και την δυσφημούν με το δίκιο τους.



Να μην μακρυγορούμε, οι λόφοι γύρω από την Ακρόπολη και του Φιλοπάππου συμπληρώνουν το μοναδικό και αξεπέραστο μνημείο της Ακρόπολης αλλά στην λίστα των προτεραιοτήτων για την ασφάλεια των επισκεπτών δεν διαφέρουν με οποιοδήποτε άλλο σημείο της Αθήνας, δηλαδή δεν ενδιαφέρουν την πολιτική ηγεσία της Αστυνομίας η οποία απασχολεί αμέτρητους αστυνομικούς, με στολή και πολιτικά στον Εθνικό Κήπο γιατί οι ένοικοι του Μαξίμου φοβούνται και τη λατρεία του λαού.



Πέραν όμως της ασφάλειας των λόφων, η οποία κακά τα ψέματα δεν λύνεται μόνο με την παρουσία της Αστυνομίας εκεί, ένα ζήτημα είναι και η φροντίδα που δεν είναι η δέουσα για έναν τέτοιο εμβληματικό χώρο της Αθήνας τόσο για τα φυτά που φιλοξενεί αλλά και για τα ιδιαίτερα στοιχεία που την συνθέτουν.  Όλα εκεί μοιάζει να γίνονται σαν αγγαρεία ή βαριεστημένα κι αυτό είναι που την υποβαθμίζει και ακυρώνει τη θέση τους στην πόλη. 

ΥΓ. Οι φωτογραφίες είναι από τα Κούλουμα του 2010 και ευτυχώς παραμένουν στην επικαιρότητα γιατί μετά την αγάπη που δείχνουν οι κλέφτες στις μηχανές μου και τη δική μου μειωμένη προσοχή στα τρόλει, δεν θα μπορούσα να τις τραβήξω φέτος.   

ΑΘΗΝΑ 12032019. Εφημερίδα "Φιλελεύθερος", σελ. 36 - 37.  

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

Η ΤΥΧΗ ΑΦΗΣΕ ΤΟΥΣ ΛΑΧΕΙΟΠΩΛΕΣ




Η δεκαετής οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα έχει επιφέρει βαθύτατα πλήγματα στην κοινωνία και έχει οδηγήσει μεγάλα τμήματά της στην φτώχεια και την περιθωριοποίηση. Αυτά αποκαλύπτουν οι στατιστικές αλλά η κυβέρνηση τα αντιμετωπίζει σαν να συμβαίνουν σε μια χώρα που βρίσκεται σε άλλη, μακρινή ήπειρο αντί να δώσει μια λύση, προσπαθεί να ξεγελάσει τον κόσμο των αναξιοπαθούντων με επιδόματα και φορολαχνούς.

Η φτώχεια δεν έλειψε από καμιά εποχή αλλά είχε άλλα χαρακτηριστικά πριν δέκα χρόνια και άλλα πριν από τριάντα, τον περασμένο δηλαδή αιώνα. Το κυριότερο πάντως ήταν ότι ο φτωχός και αδύναμος άνθρωπος των προηγούμενων δεκαετιών είχε την ελπίδα πως θα εύρισκε μια δουλειά και μέσω αυτής πως μπορούσε να καλυτερεύσει τη θέση του. Ένα άλλο στοιχείο που πίστευε πως θα τον ευνοούσε ήταν να κερδίσει μια μέρα το λαχείο!   

Ήταν μια εποχή που το κέντρο της πόλης ήταν γεμάτο λαχειοπώλες και ειδικά στο σταθμό της Ομόνοιας πρέπει να υπήρχαν πάνω από τριάντα σε πόστα για τα οποία μάλιστα πλήρωναν ενοίκιο. Ορισμένοι απ’ αυτούς τα είχαν πάρει έναντι των θυσιών που έκαναν για την πατρίδα, ήτοι ανάπηροι πολέμου ή άλλοι αναξιοπαθούντες και ανάμεσά τους φυσικά κάποιες υπηρεσίες φύτευαν τους δικούς τους ανθρώπους να βλέπουν και να ακούνε την πόλη. Το ίδιο ίσχυε και στους κεντρικούς δρόμους όπου τους όργωναν δεκάδες λαχειοπώλες, άλλοι επαγγελματίες κι άλλοι αναγκασμένοι για ένα μεροκάματο. 

Όλο αυτό το πλήθος έδινε ένα ξεχωριστό χρώμα στην πόλη και συντηρούσε τις ελπίδες πολλών ότι μια μέρα θα τους ευνοούσε η τύχη και θα  αλλάξουν επιτέλους τη ζωή τους.
Εκείνη η εποχή έχει περάσει ανεπιστρεπτί αφ’ ενός γιατί πρώτα – πρώτα άλλαξε ο τζόγος και τα λαχεία μοιάζουν τόσο απαρχαιωμένα που ελάχιστοι μόνο τους δίνουν σημασία και τούτο έχει ως αποτέλεσμα οι λαχειοπώλες να αποτελούν πλέον σπάνιο είδος και εικόνα της πόλης και ασχολούνται ακόμη με αυτά να είναι ηλικιωμένοι που μάλλον συμπληρώνουν τα ένσημα για να βγουν στη σύνταξη. Μέχρι τότε θα βλέπουμε που και που κανέναν και θα μας θυμίζει την εποχή που κάθε Τρίτη που κλήρωνε το Λαϊκο Λαχείο στην υπόγεια Ομόνοια οι φωνές για τον τυχερό λήγοντα  ακούγονταν μέχρι τα Χαυτεία και την πλατεία Λαυρίου.

Ο άλλος λόγος που περιορίστηκαν τα λαχεία είναι ο ηλεκτρονικός τζόγος, με διαθέσιμα πλείστα όσα προϊόντα τύχης  που γίνεται πλέον σε κλειστούς χώρους και μέσω υπολογιστών μακριά από τα μάτια των περίεργων και του κόσμου που έβαζε πάντα λίγα χρήματα στην άκρη να πάρει κάθε εβδομάδα μια τετράδα λαχείων ή και ένα δελτίο καμιά φορά από συνήθεια και περίμενε από τον λαχειοπώλη να του πει μια μέρα την μεγάλη είδηση. Στις μέρες μας και μετά από δέκα χρόνια οικονομικής ύφεσης κάτι τέτοιο φαντάζει αδιανόητο κι έτσι και οι ελπίδες στέγνωσαν και μαζί τους η εικόνα του λαχειοπώλη.



ΑΘΗΝΑ, 07032019. Εφημερίδα "Φιλελεύθερος", 06032019 σελ. 33

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2019

ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΡΚΕΛΑ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΩΜΟ




Δεν συνηθίζεται, όταν κάποιος φεύγει από το γραφείο του να παίρνει μαζί του και την καρέκλα που κάθεται γιατί, αφ’ ενός είναι ένα αντικείμενο που δύσκολα μεταφέρεται με ιδιωτικό αυτοκίνητο ή ταξί και πολύ περισσότερο πόσο με τα μέσα μαζικής μεταφοράς ενώ στην περίπτωση που την πάρει στον ώμο κινδυνεύει να γίνει θέαμα του δρόμου. Αν αυτή θέλει επισκευή, σίγουρα εκτιμάται πρώτα η αξία της και μετά γίνονται οι επόμενες κινήσεις.

Η αξία μιας καρέκλας βέβαια δεν υπολογίζεται μόνο από την ποιότητά της και πιθανώς και τον σχεδιαστή της αλλά και από το ποιος κάθεται πάνω σε αυτή. Ως σύμβολο δε της εξουσίας η καρέκλα είναι κάτι που απασχολεί πολλούς και άλλοι κάθονται σε αυτή με την αξία τους ενώ οι περισσότεροι σε αυτή τη χώρα την απολαμβάνουν χάρη στις υπηρεσίες που προσέφεραν κάποτε σε έναν ισχυρό κι αυτός κατόπιν τις εξαργύρωσε με αυτό τον τρόπο χρεώνοντας φυσικά το ελληνικό δημόσιο για μη ξοδεύει τον δικό του πλούτο.

Μια καρέκλα σαν έπιπλο δεν λέει τίποτα, είναι διαθέσιμες χιλιάδες και σε άπειρους τύπους και μόδες και όποιος θέλει μια δεν έχει  παρά να την πληρώσει και να την απολαύσει μέχρι να παλιώσει και τη στείλει στα σκουπίδια. Το ίδιο γίνεται πάνω – κάτω όμως και με τις καρέκλες που δίνουν εξουσία αλλά η διαφορά είναι ότι όποιος κάτσει πάνω της μια φορά, δύσκολα πια την αποχωρίζεται κι ας μείνει ακόμη και με τρία πόδια. Άπαξ και έκατσε κάποιος σε μια τέτοια καρέκλα γίνεται ένα με το έπιπλο και η αποκόλληση είναι επώδυνη.

Όλα αυτά για την καρέκλα και όσα την συνδέουν περισσότερα βλέπει όποιος ενδιαφέρεται στα λεξικά και τις εγκυκλοπαίδειες. Εκείνο που σπάνια όμως που μπορεί να δούμε είναι να κουβαλάει κάποιος μια καρέκλα στην πλάτη την ώρα μάλιστα που σχολάνε τα γραφεία, στην Πανεπιστημίου. Μια φθηνή καρέκλα που δεν έδειχνε πως είχε κάποιο πρόβλημα και έπρεπε να την δει τεχνίτης  και η οποία στην περίπτωση που είχε κάτι, κάποιο συνεργείο θα πήγαινε να την πάρει να την επισκευάσει ή να τη στείλει όπως είναι στην ανακύκλωση.

Τι θα μπορούσε όμως να συμβαίνει αν δεν συντρέχουν αυτοί οι λόγοι; Εκτός από την περίπτωση που αυτός που την χρησιμοποιεί έχει αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με αυτήν και δεν θέλει να την αποχωριστεί ούτε μια στιγμή, μπορεί να συμβαίνει και αυτό που συζητιέται έντονα τον τελευταίο καιρό και έχει να κάνει με την υπερπλήρωση καθώς πλησιάζουν εκλογές από την Κυβέρνηση των θέσεων των αναπληρωτών στο Δημόσιο και δεν υπάρχουν καρέκλες. Οπότε ο κάθε διοριζόμενος φέρνει από το σπίτι του να κάθεται την ώρα που δουλεύει και μετά την παίρνει πάλι πίσω μη και την αρπάξουν οι άλλοι. Όχι βέβαια το έπιπλο αλλά τη  θέση που όπως και να’ χει, με την καρέκλα ταυτίζεται.  



ΑΘΗΝΑ, 04032019. Εφημερίδα "Φιλελεύθερος¨ 04032019, σελ. 37.

Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

Η ΡΕΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΣΙΜΑΤΟΥ




Το Χαλάνδρι, αν και τόσο κοντά στην Αθήνα που γυρίζω όλη τη μέρα, δεν το ξέρω αρκετά και είναι ένας τόπος που θα ήθελα να περπατήσω και κυρίως να γνωρίσω τη Ρεματιά που τόσα έχω ακούσευ. Το είχα βάλει στα σχέδια της άνοιξης που έρχεται και είδα σαν πρόκληση για πρώτη γνωριμία την ομαδική έκθεση ζωγραφικής πού διοργάνωσε ὀ Πολιτιστικός καί Επιστημονικός Σύλλογος Χαλανδρίου «ΑΡΓΩ», σε συνεργασία με τον Σύλλογο Προστασίας Περιβάλλοντος και Ρεματιάς Πεντέλης-Χαλανδρίου, στο Πάρκο Μίκης Θεοδωράκης, πρώην ΤΥΠΕΤ, αίθουσα Νίκος Εγγονόπουλος (Μπακογιάννη και Πλαταιών στα Βριλήσια).

Στην έκθεση η οποία τελειώνει σήμερα εκθέτουν έργα πολλοί φίλοι και μέσω αυτών πήρα μια γεύση για το τι θα γνωρίσω και φυσικά άκουσα και ιδέες από την καλή φίλη Αντωνία Σιμάτου που παίρνει μέρος με δυο έργα και περάσαμε αρκετή ώρα μιλώντας για Ρεματιά, τις προτεραιότητες που πρέπει να δοθούν για την προστασία της και φυσικά και για τη δική της  σχέση με τη ζωγραφική και τον τρόπο που προσπαθεί να προβάλλει τη γειτονιά της. Την ευχαριστώ για αυτό το πρώτο μάθημα πατριδογνωσίας με τη Ρεματιά και το Χαλάνδρι. Στην ίδια έκθεση είδα και έργο της φίλης Ευδοξίας Κορομάντζου που μου άρεσε πολύ, όπως πάλι και όλα τα έργα όλων των συμμετεχόντων που μας συστήνουν την ωραία Ρεματιά και μας προσκαλούν να την γνωρίσουμε όλο τον χρόνο.

ΑΘΗΝΑ, 03032019

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2019

ΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΟΥΝ


Στον Κεραμεικό, Κολοκυνθούς και Κεραμεικού, πριν από λίγο καιρό το γωνιακό σπίτι
 έμεινε μισό καθώς ένα μεγάλο τμήμα του κατέρρευσε. 

Οι τελευταίες έντονες βροχοπτώσεις, εκτιμάται από πολλούς ότι είναι η αιτία που πολλά από τα ερειπωμένα εγκαταλελειμμένα κτίσματα της Αθήνας καταρρέουν προκαλώντας ζημιές στα σταθμευμένα μπροστά τους αυτοκίνητα, ενώ συχνά κινδυνεύουν και οι πολίτες που περπατούν ανύποπτοι στο δρόμο από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν ξεμάθει να  ακούν τους πραγματικούς ήχους της πόλης και κυρίως το υπόκωφο τρίξιμο της παρακμής, που σε όλες τις εκφράσεις της απλώνεται σαν επιδημία και είναι ορατή πλέον από όλους.

Πρόκειται συνήθως για κτίσματα που ξεπερνάνε σε διάρκεια ζωής τον αιώνα και οι ιδιοκτήτες τους για διάφορους λόγους τα έχουν εγκαταλείψει. Κατά κανόνα, κι αυτό το μαθαίνει όποιος ακούσει τις αφηγήσεις των περιοίκων και της γειτονιάς είναι  αυτά  που έχουν πολλά μπλεξίματα, είτε γιατί οι παλιοί ιδιοκτήτες δεν φρόντισαν να ορίσουν κληρονόμους ή γιατί αυτοί είναι πολλοί και δεν μπορούν να τα βρουν μεταξύ τους. Τέτοια ζητήματα απασχολούν συχνά τα δικαστήρια, αλλά αν δεν έχει κάποια αξία το ακίνητο, το κόστος για να βρεθεί λύση είναι μεγάλο και αποθαρρύνει την διεκδίκηση και το προγονικό σπίτι γίνεται ένα αγκάθι μεταξύ των συγγενών και μια μαύρη τρύπα στη γειτονιά του.


Στη γωνία Αχαρνών και Μακεδονίας, ένα αρχοντικό σπίτι ρημάζει.


Καθώς δε έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που αυτά τα σπίτια έκλεισαν, δεν υπάρχουν πια άνθρωποι που να δώσουν κάποιες πληροφορίες για τον ιδιοκτήτη ή τους κληρονόμους ώστε να βρουν άκρη οι υπηρεσίες ή όποιος άλλος δείξει ενδιαφέρον. Είναι αρκετά τέτοια, ορισμένα μάλιστα είναι παρατημένα από την Κατοχή και την σκληρή περίοδο που ακολούθησε  πολλοί άνθρωποι χάθηκαν ή έφυγαν  για διάφορους λόγους και δεν επέστρεψαν ποτέ στην Αθήνα  για  να δείξουν ενδιαφέρον για την περιουσία τους. 

Πολλά απ’ αυτά πάλι ανήκουν σε διάφορα ιδρύματα (νοσοκομεία κυρίως αλλά και εκκλησίες)  που τα άφησαν οι ιδιοκτήτες τους είτε γιατί δεν είχαν κληρονόμους, είτε γιατί θεωρούσαν πως έτσι προσέφεραν στην κοινωνία, στην οποία φόρτωναν με αυτό τον τρόπο την συντήρησή τους και τις υποχρεώσεις τους μέχρι να αρχίσουν να αποδίδουν έσοδα. Τούτο ευοδώθηκε βέβαια στις καλές λεγόμενες περιοχές και σε ακριβούς δρόμους αλλά ένα πλήθος άλλων ιδιοκτησιών σε απόμερες συνοικίες και υποβαθμισμένες περιοχές εξελίχθηκαν και παραμένουν ασήκωτο βάρος σε όποιον έχει αποδεχθεί την κυριότητά τους.


Αλκιβιάδου και Μακεδονίας μια πολυκατοικία του μεσοπολέμου σε πλήρη παρακμή. 

Το ίδιο συμβαίνει και με όποια κτίρια και ιδιοκτησίες πλειστηριάστηκαν για χρέη προς τράπεζες, ταμεία και ιδιώτες. Όσα είχαν κάποια αξία, συνεχίζουν να είναι ζωντανά και να αποδίδουν,  ενώ τα υπόλοιπα έχουν γίνει ερείπια ή έχουν γκρεμιστεί. Το ίδιο φαινόμενο με τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στις γειτονιές παρατηρείται τα τελευταία χρόνια και στις παλιές πολυκατοικίες στις υποβαθμισμένες περιοχές του κέντρου της πόλης όπου πολλά διαμερίσματα ρημάζουν και δημιουργούν δεκάδες προβλήματα στους ενοίκους ή καταλαμβάνονται συχνά  από διάφορους  παραβατικούς ημεδαπούς και ομάδες μεταναστών που αφού τα χρησιμοποιήσουν για ένα διάστημα, τα παρατάνε σε άθλια κατάσταση.

Μια άλλη κατηγορία εγκαταλελειμμένων κτιρίων είναι τα διατηρητέα, αυτά που σύμφωνα με μια σειρά προϋποθέσεων στις οποίες κύριο λόγο έχει η αισθητική και η αρχιτεκτονική ορίζονται ως δείγματα του πολιτισμού μας και γι’ αυτό προτάσσεται η προστασία τους. Ο αριθμός τους είναι μεγάλος, στην ουσία είναι όσα γλίτωσαν από την αντιπαροχή την εποχή της ανοικοδόμησης. Σε αυτή την πρωτοβουλία εμπλέκονται το Υπουργείο Πολιτισμού καθώς και το Υπουργείο Περιβάλλοντος αλλά το πράγμα, εκτός από κάποιες ειδικές περιπτώσεις, σταματάει στην καταγραφή και στους περιορισμούς που επιβάλλονται για να μην αλλάξει η μορφή του. Άλλα ζητήματα, όπως η αποζημίωση του καταδικασμένου ιδιοκτήτη  να συμβάλει με μια απαξιωμένη περιουσία στην πολιτιστική εικόνα της πόλης ή η υποστήριξή του να την συντηρήσει χωρίς να βαρυγκωμά από τη μοίρα που του έλαχε, χάνονται στο λαβύρινθο της γραφειοκρατίας και στην αλληλοεπικάλυψη των αρμοδιοτήτων δεκάδων φορέων που στομώνουν κάθε διάθεση προκειμένου να βρεθεί μια λύση. 
   
Αν δούμε όμως το ζήτημα από μια άλλη γωνία, αυτά τα εγκαταλελειμμένα σπίτια, ισόγεια ή διώροφα το πολύ στις παλιές γειτονιές που σωριάζονται από την επιδημία που έπιασε την πόλη, με τον τρόπο τους εκδικούνται εκείνους που τα άφησαν σε αυτή τη μοίρα. Γιατί σαν απόκληροι της ανάπτυξης, υπολήφθηκαν της αντιπαροχής που σαν μια άλλη επιδημία τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες έπληξε την Αθήνα και της άλλαξε διαπαντός την εικόνα μιας πόλης που επικρατούσε σε ικανοποιητικό βαθμό η αρμονία της εξέλιξης με τα μνημεία της αρχαιότητας και των άλλων εποχών που ακολούθησαν και το μέτρο του κατοικημένου χώρου με την μοναδική φύση της Αττικής.

Ο θόρυβος που κάνουν αυτά, όπως πέφτουν μια μέρα στο χώμα, είναι μια προειδοποίηση και για τα υπόλοιπα ότι κάποια στιγμή θα έρθει και η δική τους σειρά να γίνουν ερείπια. Τούτο το βλέπουμε να συμβαίνει ήδη με κάποιες από τις πρώτες τριώροφες και τετραώροφες πολυκατοικίες της Αθήνας που υψώθηκαν κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου οι οποίες ρημάζουν προκλητικά και αποτελούν μεγαλύτερο κίνδυνο από το γκρέμισμα ενός σπιτόπουλου ή παραπήγματος, ενώ λόγω κατασκευής και χώρων χωράνε περισσότερα σκουπίδια ή μπορούν να γίνουν άντρο ύποπτων καταλήψεων και ενεργειών. 

Δεν είναι όμως αυτά τα γκρεμίσματα που στέλνουν με όποιο θόρυβο κάνουν ανησυχητικά μηνύματα στην πόλη που βουλιάζει στην παρακμή. Είναι και οι εικόνες που παρουσιάζουν και άλλα νεότερα μεγάλα κτίρια στο κέντρο που κάποτε ήταν γεμάτα διάφορα γραφεία και ποικίλες δραστηριότητες τις οποίες παραμέρισε η κρίση και η διάλυση της Αθήνας. Τέτοια κτίρια είναι πολλά γύρω από την Ομόνοια που παραδοσιακά αποτελούσε και το κέντρο των περισσότερων δραστηριοτήτων για την ζωή της πόλης ενώ παράλληλα λειτουργούσε και ως μια μεγάλη σκηνή για την επικοινωνία της με την υπόλοιπη Ελλάδα. Και δεν αναφέρομαι στο στοιχειωμένο ΜΙΝΙΟΝ αλλά σε ένα σωρό άλλα που ρημάζουν και κανένας, ούτε και ο πιο αισιόδοξος μπορεί να δει αυτά μια μέρα να ζωντανεύουν, καθώς από την εποχή που χτίστηκαν μέχρι σήμερα, άλλαξε πολύ ο κόσμος της αγοράς και των επιχειρήσεων.


Το ερείπιο της οδού Αρτεμισίου που έπεσε  και έγινε η αφορμή να ανοίξει για μια φορά ακόμη ο διάλογος για το τι θα γίνουν όλα αυτά που είναι γεμάτη η Αθήνα. 

Πρωταθλητής στη παρουσία εγκαταλελειμμένων κτιρίων στην Αθήνα είναι η οδός Σταδίου, η οποία κάποτε ήταν γεμάτη από πολύβουα καταστήματα που τόνωναν το ύφος της πόλης. Αυτά όμως ήταν και τα μεγαλύτερα θύματα τα κρίσης. Το γεγονός σημειώνεται ως η  μεγαλύτερη ήττα της πόλης και η εικόνα αυτών των κτιρίων απογοητεύει τους Αθηναίους και προβληματίζει τους επισκέπτες της πόλης. Φυσικά, αυτά ήρθαν να προστεθούν σε κάποια άλλα που είναι ερείπια παραπάνω από 50 χρόνια, αλλά χάρη στην ιδιαιτερότητά τους στέκουν ακόμη όρθια και στα οποία η μέθοδος του κουκουλώματος με ωραία θέματα από τη φύση, κρίθηκε πως είναι ικανή να  διασκεδάσει τις εντυπώσεις που δημιουργούνται.    

Είναι ένα θέμα τα εγκαταλελειμμένα κτίρια των περασμένων εποχών που δεν θα πάψει να απασχολεί ποτέ την πόλη καθώς, κάθε εποχή θα ψάχνει τα κοιτάσματα της προηγούμενης και ανάλογα τα εκτιμά αν πρέπει κάποια δείγματά της να διατηρηθούν και αναζητεί τρόπο ώστε αυτά να αποτελούν ένα κρίκο στη διαχρονία της. Το γεγονός γοητεύει και τον κόσμο της Αρχιτεκτονικής, των εικαστικών σχολών καθώς και της Τέχνης, αλλά και της διασκέδασης και δεν  πρέπει να γίνεται σε βάρος αυτών που είναι μεν χρεωμένα,  χωρίς όμως να μπορούν να τα εκμεταλλευτούν προς όφελός τους ή τουλάχιστον να τα διατηρήσουν σε καλή κατάσταση.

ΑΘΗΝΑ, 01032019. Εφημερίδα "Φιλελεύθερος", 20022019 σελ. 2 - 3.