Είχε χρόνια να δει τόσα νερά η κοίτη του ποταμού. Ικανοποιημένος από τη συνέπεια του χειμώνα, ο Άσπρος είχε φορέσει εκείνη την ημέρα τη λασπωμένη στολή του θηρίου, μούγκριζε βαριά και ορμούσε ακάθεκτος να διαλύσει τα βράχια που τον εμπόδιζαν, ενώ κομμάτιαζε τα πλατάνια που –ξεθαρρεμένα από την απραξία του- είχαν πλημμυρίσει το γιαλό.
Σε ένα μέτωπο, θαρρείς, τα θολά νερά του ορμούσαν μπροστά και με αφρούς, μαύρες δίνες και ριπίδες προσπερνούσε το ένα το άλλο σε εκείνον τον χαλασμό, σέρνοντας λιθάρια απ’ όλες τις πλαγιές των βουνών και κορμούς από δέντρα ολόκληρα που γλίστρησαν στους γκρεμούς και τους πήραν τα ρέματα μαζί τους. Όλης της γης τα υλικά κουβαλούσαν ο ποταμός και τα μικραδέρφια του στην πλάτη τους. Φύλλα από οξιές, βελανίδια και σκούρα λάσπη από την Παχτουρνάτσα και το Τσιγκόρι έφερνε ο Κόκκινος, φύλλα από σφεντάμια και χαλίκια από την Τούρλα το Δοβρόρεμα, μαύρο χώμα και χαλίκια από τα πίσω βουνά –τη Λέουσα και το Βαθύρεμμα- ο Σιμιώτης, πέτρες και ό, τι άλλο μπορεί να φανταστεί ο νους του ανθρώπου είχαν ρίξει στον Άσπρο τα Τρία Ποτάμια και όλα τα μικρά και τα μεγάλα ρέματα από το Αρματολικό και πάνω, μέχρι το Χαλίκι – το λίκνο του ποταμού στις κορυφές της Πίνδου.
Είχε περάσει από τα συνεργεία που βασανίζουν ολοχρονίς το γιαλό του και άρπαξε βαρέλια, τενεκέδες, ελαστικά, βίδες, καλούπια, σκουπίδια, ό, τι έβρισκε μπροστά του, και τα άλεθε μαζί με τα ξύλα και τις πέτρες. Ήταν άτυχος· τα μηχανήματα που τόσο καιρό είχε βάλει στο μάτι, τα μηχανήματα που έγδερναν με βάρβαρο τρόπο το κορμί του και τον κόσμο του, οι εταιρείες είχαν προνοήσει για την κατεβασιά και τα είχαν αποσύρει. «Την επόμενη φορά», σκέφτηκε, και πήρε το δρόμο για τη θάλασσα.
Την επομένη, την μεθεπομένη… Δεν βιάζεται· ξέρει πως θα ‘ρθει κάποια μέρα που θα ξηλώσει τα πάντα στο πέρασμά του και θα τα ξεβράσει στη θάλασσα, σαν σκουπίδια μιας εποχής που οι άνθρωποι είχαν «βαφτίσει» την καταστροφή της φύσης πολιτισμό…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου