Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

ΤΑ ΕΛΑΤΑΚΙΑ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑΜΕ

 


Πάνω από τα χωριά του Ανατολικού Τυμφρηστού (Τυμφρηστός, Μεσαία και Μεγάλη Κάψη, Μερκάδα, Μαυρίλο και Νεοχώρι) στη Δυτική Φθιώτιδα απλώνεται ένα μεγάλο και υγιές δάσος ελάτης και εν μέρει καστανιάς. Αυτό το δάσος πάντα προσέφερε τις μικρές μας κοινωνίες τα ξύλα του για τις οικοδομές και για τη θέρμανση, βοσκή για τα ζωντανά, δροσιά και νερά, αναψυχή στα όμορφα μονοπάτια του, καταφύγιο για όποιον είχε λόγο να κρυφτεί και εσχάτως και ελατάκια που τα στολίζουν και γίνονται όμορφα χριστουγεννιάτικα δέντρα!

Θα αποτελούσε ίσως παράδειγμα μελέτης η ιστορία αυτού του δάσους, το οποίο παρά τις πίεση των ανθρώπων για να καλύψουν τις ανάγκες τους, παλιότερα που ήταν και πιο πολλοί, κατάφερνε εντούτοις να διατηρείται ακμαίο και θαλερό. Το γεγονός οφείλεται αφ’ ενός τα ταπεινά εργαλεία που είχαν τότε και δεν μπορούσαν να κόψουν τα μεγάλα δέντρα και αφ’ ετέρου στην ύπαρξη των καστανιών που υπήρχαν ανάμεσα στα έλατα οι οποίες ήταν πολύτιμες για τον καρπό τους κι έτσι και το πρόσεχαν από τη φωτιά και το καθάριζαν.

Λέγεται επίσης πως υπήρχε μια άγραφη συμφωνία μεταξύ των χωριανών για την σωστή εκμετάλλευση των πόρων τους και η οποία, όσο υπήρχαν κοινότητες τηρούνταν. Επί πλέον, ένας λόγος που διατηρήθηκε ήταν ότι οι άνθρωποι εκείνα τα χρόνια όπως ήταν ολιγαρκείς σε όλα έτσι ήταν και στην θέρμανση και δεν είχαν ανάγκη από πολλά ξύλα. Βολεύονταν με ότι ξερά έλατα εύρισκαν και διάφορα λιανοκλάρια από τον λόγγο. Για ένα διάστημα, από τον πόλεμο και δώθε εννοείται ότι στην προστασία του βοήθησε αρκετά και η παρουσία της δασικής υπηρεσίας άλλοτε ως αρωγός ακόμα και σαν εργοδότης στις αναδασώσεις και τα αντιπλημμυρικά έργα και άλλοτε ως φόβητρο των παραδασοβίων κοινοτήτων .

Από την δεκαετία του ’60 όμως και δώθε που αρχίζουν να ερημώνουν τα χωριά, το δάσος εγκαταλείπεται στην τύχη του και η απουσία του ανθρώπου το βοηθάει να γίνει λόγγος. Μόνο στο χωριό Μερκάδα κατάφεραν να νομιμοποιήσουν τις ιδιοκτησίες στα παλιά καστανοπερίβολα και οι άνθρωποι εκεί, εκτιμώντας το γεγονός έβαλαν μπροστά να τα αξιοποιήσουν με στόχο αυτή τη φορά όχι τις καστανιές που ήδη άρχισε να τις αποδεκατίζει μια ασθένεια και ξέρανε τις περισσότερες απ’ αυτές αλλά τα ελατάκια για χριστουγεννιάτικα δέντρα που είχαν γίνει μόδα στα αστικά κέντρα. Η στροφή αυτή και η εργατικότητα των Μερκαδιωτών αποδείχθηκε ιδιαίτερα αποδοτική και έκτοτε στη στα καστανοπερίβολα της Μερκάδας συνδυάζουν καλλιέργειες καστανιάς και ελάτης και φυσικά, όλος ο κύκλος αυτών των εργασιών εποπτεύεται και ελέγχεται από τους δασικούς.

Απ’ αυτά τα χωράφια λοιπόν και όχι από το φαντασιακό δάσος που έχουν στο μυαλό τους οι κούφιοι οικολόγοι προέρχονταν για πολλά χρόνια τα ελατάκια που στολίζουμε στην Αθήνα, στη Λαμία και σε άλλες πόλεις. Πρόκειται για ελατάκια τα οποία προσέχουν και φροντίζουν επί χρόνια οι άνθρωποι στη Μερκάδα και όταν κόβουν ένα βλέπουν ότι από κάτω είναι φυτρωμένα άλλα δέκα και κάποιο απ’ αυτά θα πάρει τη θέση του κομμένου στο χωράφι. Πρόκειται για μια καλλιέργεια όπως όλες οι άλλες που θέλει κόπο και υπομονή για να αναπτυχθεί και να αποδώσει ενώ παράλληλα, οι καλλιεργητές προσφέρουν και υπηρεσίες πρόληψης από τις φωτιές και κάθε άλλου κινδύνου στο δάσος και το σημαντικότερο απ’ όλα, είναι ότι ο επισκέπτης και ο περιπατητής θα ξέρουν ότι δεν είναι μόνοι εκεί και ότι κάποιος άνθρωπος είναι στο χωράφι του και εργάζεται. Το αναφέρω αυτό γιατί, η ερημιά και η σιωπή στα βουνά και τα δάση από τη στιγμή που άδειασαν τα χωριά είναι αφόρητη και είναι ένας λόγος δυστυχώς που αποτρέπει την προσέγγισή τους.

Τα ελατάκια όμως εκτός από τις κατσίκες που τα ρημάζουν έχουν και τους επικριτές τους, διάφορους που η σχέση τους με τη φύση είναι επιδερμική και επισφαλής οι οποίοι μαινόμενοι κάθε φορά που τα βλέπουν στην αγορά κινητοποιούνται ενώ όλο το χρόνο προπαγανδίζουν εναντίον των καλλιεργητών. Όχι του εθίμου, για το οποίο προτείνουν τη χρήση πλαστικών και άλλων τεχνουργημάτων αλλά κατά των ανθρώπων που ζουν με αυτά στο δάσος και από αυτά πάλι όταν βγαίνουν στην αγορά. Η διαμάχη η οποία υποκρύπτει και άλλα θολά πεδία οικολογισμού και δικαιωμάτων, δεν πρόκειται να σταματήσει κι ας πνιγεί ο πλανήτης στα πλαστικά έλατα. Κανείς όμως απ’ όλους που είναι αντίθετοι με το κόψιμο των μικρών ελάτων δεν πήγε μια επίσκεψη στα καστανοπερίβολα της Μερκάδας να δει από κοντά πως τα μεγαλώνουν, πως τα κόβουν και πως φροντίζουν την διαδοχή τους.




Η περίπτωση της Μερκάδας είναι ενδεικτική το πώς το δάσος μπορεί να κρατήσει λίγο κόσμο στο χωριό αλλά και ανθρώπους που να ζωντανεύουν τις εξοχές του. Τα διπλανά χωριά δυστυχώς δεν το κατάφεραν αυτό και άδειασαν. Με μια καινούργια πιθανόν διευθέτηση  των ιδιοκτησιών και του δημόσιου δάσους μπορεί να δημιουργηθούν εκείνες οι προκλήσεις που κάνουν ένα δάσος παραγωγικό και δεν αφήνεται να γίνει λόγγος.




ΥΓ. Το πανύψηλο έλατο που θα στολιστεί φέτος στην πλατεία Συντάγματος προέρχεται από τα καστανοπερίβολα της Μερκάδας και μέσω αυτού, παίρνουμε κι εμείς που διαβιώνουμε ακόμη στην ορεινή καραντίνα μας λίγο αέρα από την πόλη και τις εκδηλώσεις της.

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 12122020 

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020

ΜΙΑ ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ ΣΤΗΝ ΚΟΥΦΑΛΑ ΤΗΣ ΚΑΣΤΑΝΙΑΣ

Είναι ακόμη οι μέρες που κόβουμε ξύλα και τα αποθηκεύουμε για το χειμώνα. Εμείς δεν πήραμε τα λεγόμενα χωρικά (τα δίνει το Δασαρχείο στους κατοίκους των χωριών με μια συμβολική τιμή) γιατί έχουμε αρκετά από τα δέντρα που κόβουμε στο χωράφι για να καθαρίσει και να φυτέψουμε άλλα. Κόβω καρυδιές, καστανιές, έλατα ακόμη και πλατάνια προκειμένου να ελαφρώσει ο χώρος και να είναι πιο εύκολη η ανάπτυξη των καινούργιων. Προσέχω τι να κόψω και διστάζω όταν πρόκειται για δέντρα με τρύπες καθώς υποψιάζομαι πως εκεί μέσα έχουν φωλιά οι κουκουβάγιες που μας βοηθούν στο ξεπάστρεμα των ποντικιών και δυστυχώς έμειναν ελάχιστες. Έτσι δεν πειράζω καθόλου κάποιες γέρικες μεγάλες καστανιές ενώ δεν λυπάμαι καθόλου τα έλατα γιατί έχουν πνίξει τα καρποφόρα και συντάσσομαι με εκείνους που λένε στα ίσια ότι αυτά τα δέντρα δυνάστευσαν επί χρόνια τους κτηνοτρόφους και εν τέλει τους εξαφάνισαν. Χώρια δε που πολλοί συγχωριανοί, τα είδαν και σαν καλλωπιστικά και τα φύτεψαν στις αυλές των νεωτερικών εξοχικών και τώρα που βαραίνουν τον τόπο δεν ξέρουν με ποιο τρόπο να τα ξεκάνουν.
Προχθές όμως, λιανίζοντας τον κορμό μιας μικρής σε διάμετρο ξερής καστανιάς, πετάχτηκε από μέσα μια νυχτερίδα και έκατσε στην άκρη του κούτσουρου ζαλισμένη από το φως του ήλιου. Με τρόμαξε ομολογώ γιατί δεν είμαι συνηθισμένος σε τέτοιες εκπλήξεις. Βλέπω μέσα στα κούτσουρα μυρμήγκια, σαύρες, φίδια, καμιά φορά, σφήκες, σερσέκια, ακόμη και φωλιές ποντικών και σκίουρων έχω διαλύσει αλλά νυχτερίδα δεν είχα δει ποτέ. Κατάλαβα όμως, μη βρίσκοντας πουθενά αλλού καταφύγιο, μιας και δεν υπάρχουν πια αχυρώνες και παρατημένα παλιά σπίτια στο χωριό, βρήκε την τρύπα στην καστανιά και φώλιασε. Έχοντας υπ’ όψιν και τη σχέση αυτού του πλάσματος με τον κορωνοϊό, δεν την ακούμπησα αλλά με ένα ξυλαράκι πάνω στο οποίο γαντζώθηκε, την βοήθησα να βγει από το κούτσουρο και την άφησα να ηρεμήσει παρατηρώντας την. Είναι ένα όμορφο, παράξενο πλάσμα που φοβάται πολύ όπως κατάλαβα όταν είναι στο φως, σαν μικρό ποντίκι με φτερά μοιάζει. Σαν ένιωσε ασφαλής και να απαλλαγώ από την ευθύνη της επιβίωσής της, την έσπρωξα να πέσει έξω από τον σωρό των ξύλων και την επέβλεπα μέχρι να πετάξει και να βρει αυτή το χώρο που θα κρυφτεί. Έκατσε εκεί λίγα λεπτά λουφαγμένη, τέντωσε τα φτερά της και ξαφνικά πέταξε. Έκανε πρώτα ένα γύρο πάνω από το κεφάλι μου και έφυγε προς το δάσος αναζητώντας σίγουρα κάποιο γέρικο δέντρο να κρυφτεί μέχρι να πέσει το σκοτάδι… ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 21102020

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2020

ΣΤΟΝ ΑΜΑΡΑΝΤΟ ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ «ΙΑΝΟΥ»


Η κυρά Σοφία Τσαντήλα, μας είπε ότι στον αιώνα που κοντεύει να αριθμεί τα χρόνια της και απ' όσα είχε ακούσει από τους παλιότερους, ποτέ δεν θυμόνταν κανένας τέτοιο μεγάλο κακό.


Τον νομό Καρδίτσας τον θεωρώ σαν δεύτερη πατρίδα μου. Κάποια δε χωριά της τα νιώθω και τα αγαπώ σαν το δικό μου και αναγνωρίζομαι σαν συγχωριανός - στη Νεράιδα (Σπινάσα) και στον Αμάραντο-  στα οποία διατηρώ εδώ και πολλά χρόνια καλές, πολύτιμες φιλίες. Οι επισκέψεις μου δε σε αυτά σε διάφορες εποχές του χρόνου και με ποικίλες αφορμές ήταν συχνές ενώ πολλά ήταν τα κείμενα και οι φωτογραφίες που δημοσίευσα σε εφημερίδες και περιοδικά με θέματα για τον τόπο και τους ανθρώπους τους.

 Δεν μπόρεσα όμως μετά το πλήγμα που δέχθηκε ο νομός Καρδίτσας από το πέρασμα του «Ιανόυ» στις 18/19 Σεπτεμβρίου να βρεθώ κοντά στους φίλους και να βάλω κι εγώ ένα χεράκι στο ξελάσπωμα και στο ξεμπάζωμα που χρειάζονταν ο τόπος τους. Μόνο νοερά ήμουν δίπλα τους και μοιραζόμουν μαζί τους την αγωνία της επόμενης ημέρας που όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν είναι καθόλου εύκολα να ξαναβρεί ο τόπος τον ρυθμό του αν δεν παρθούν γενναίες αποφάσεις και ληφθούν μέτρα που θα ησυχάσουν τον κόσμο.

 Τα κατάφερα όμως, από την Τετάρτη ως χθες το βράδυ να περάσω για λίγο από στην Καρδίτσα και να «ξεναγηθώ» κατόπιν από τον καλό φίλο Αντώνη Παπαδάκο, στο χωριό του, τον Αμάραντο, που ελάχιστα θυμίζει αυτό που ήταν πριν την καταστροφή που προξένησε ο «Ιανός». Έτσι περάσαμε μαζί δυο μέρες περπατώντας ανάμεσα στις πέτρες, τα ξύλα και τη λάσπη που έφεραν τα νερά μέσα στο χωριό συνομιλώντας με τους ανθρώπους που με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να συμμαζέψουν το χωριό πριν τους προλάβει ο χειμώνας.


Μια πόρτα, με την πινακίδα ότι ο σκύλος δαγκώνει, κουβάλησε το ρέμα και 

την έστησε σαν σύμβολο του ότι τίποτα δεν είναι έτσι που νομίζουμε...

Θα μπορούσαμε, ομολογώ να βάλουμε κι εμείς ένα χέρι αλλά προτιμήσαμε να κάνουμε κάτι άλλο: την καταγραφή αυτού του μεγάλου αγώνα που δίνουν αυτές τις ημέρες οι συγχωριανοί στον Αμάραντο, μέσα από σύντομες βιντεοσκοπημένες συνεντεύξεις που πήραμε από αρκετούς και φωτογραφίες από το χωριό που αρχίζει σιγά – σιγά να βρίσκει τον ρυθμό του καθώς υποχωρεί και η απογοήτευση των πρώτων ημερών. Το παράδειγμα ορισμένων που μπήκαν αμέσως με το ξημέρωμα της τραγικής ημέρας για τον Αμάραντο στην πρώτη γραμμή με τα φτυάρια και τα τσαπιά να ανοίξουν τους δρόμους και  τις πόρτες των σπιτιών και να επισκευάσουν τις επείγουσες βλάβες, θα μνημονεύεται για χρόνια.

 Στόχος αυτού του έργου είναι να δημιουργηθεί ένα αρχείο καταγραφής εμπειριών, απόψεων και κριτικής για τον μεγαλύτερο κίνδυνο που διέτρεξε σε όλη του την ιστορία ο Αμάραντος και να αποτελέσει αυτό τώρα αλλά και το μέλλον, κτήμα μάθησης και προβληματισμού για τους ίδιους αλλά και για όσους διαισθάνονται ότι μπορούν να βρεθούν κάποια στιγμή ξαφνικά στη θέση τους. Με τα συμπεράσματα δε που θα προκύψουν από την λαϊκή συνέλευση της Κυριακής, την οποία διοργανώνει ο Πολιτιστικός Σύλλογος Αμαράντου όπου έχουν κληθεί άπαντες οι εμπλεκόμενοι στο Νομό Καρδίτσας για να συζητήσουν το ζήτημα και να ενώσουν τις δυνάμεις τους έτσι ώστε κανένα φαινόμενο σαν τον «Ιανό» να μην βρει ανοχύρωτη καμία πόλη και χωριό, θα συμπληρωθεί και θα αποτελεί οδηγό εμπειρίας και πρόληψης για όλους.


Ο Φώτης Καραγιάννης, πέρασε την φοβερή νύχτα στο μπαλκόνι του, μέσα στο σκοτάδι αλλά με το ξημέρωμα βγήκε και περπάτησε στο χωριό και ήταν από τους πρώτους που κατέγραψε τις καταστροφές.

ΥΓ.  Θα ακολουθήσουν τις επόμενες ημέρες διάφορες δημοσιεύσεις με την μορφή ρεπορτάζ ή   παρεμβάσεων που στόχο θα έχουν να συμπληρώσουν το έργο αυτό και σε αυτό είναι πολύτιμη η συνεισφορά όλων όσων έζησαν τη φοβερή νύχτα της 18ης προς την 19η στον Αμάραντο με καταθέσεις, μαρτυρίες και φυσικά φωτογραφικό υλικό.      

ΑΜΑΡΑΝΤΟΣ, 17102020 

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

ΜΙΑ ΓΑΤΑ ΣΤΟ ΚΟΣΚΙΝΟ ΜΕ ΤΑ ΚΑΡΥΔΙΑ

 


Από τις τρεις γάτες της μάνας μου, η μονόφθαλμη Κουρελού είναι αυτή που έχει το προνόμιο να μπαίνει δέκα πόντους μέσα από την πόρτα του σπιτιού αλλά μετά πηγαίνει να κοιμάται στην αχυρώνα μαζί με την Γυρίστρα και την Φλοκάτη και τα δυο ανήλικα που θα βαφτίσουμε μόλις μας συνηθίσουν. Την Κουρελού έπιασα σήμερα να κοιμάται μέσα στο κόσκινο με τα καρύδια που ήρθε πια η ώρα τους να μαζέψουμε και να κλείσει, σε κάνα δυο εβδομάδες μετά και το μάζεμα των κάστανων, ο φετινός κύκλος της παραγωγής στο μεγάλο χωράφι που παλεύω από την άνοιξη να αναστήσω. Την Κουρελού την έπιασα να κοιμάται και έμοιαζε σαν να κλώθει τα καρύδια και μόλις άκουσε το κλικ πετάχτηκε σαν ελατήριο και έφυγε, αφήνοντας την εντύπωση πως ήταν εκεί να τα φυλάει από τα ποντίκια τα οποία όπως κάθε χρόνο, άφησαν να μαζέψουμε τα μισά αφού πήραν κι αυτά το μερίδιο τους…  

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 03102020 

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2020

ΜΕ ΤΗΝ ΣΚΕΨΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ


 

Η Καρδίτσα και τ’  Άγραφα ήταν και θα είναι σαν η δεύτερη πατρίδα μου και είναι οι περιοχές που επλήγησαν περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή από το πέρασμα του Ιανού. Οι εικόνες που βλέπουμε, όσοι είμαστε μακριά από αυτόν τον πληγωμένο τόπο, είναι αποκαρδιωτικές και προβληματίζουν για το πώς και πότε θα συνέλθει η περιοχή. Για τους ντόπιους είναι ένας εφιάλτης που στο μέλλον θα τους τρομάζει και κάθε σταγόνα βροχής.

Στην Καρδίτσα, στ’ Άγραφα, στην Λίμνη Πλαστήρα και στην Αργιθέα είναι όλοι φίλοι μου και τους νοιάζομαι πολύ αυτές τις δύσκολες ώρες που περνάνε. Δεν έχω τρόπο να τους βοηθήσω αλλά η σκέψη είναι διαρκώς κοντά τους, στον αγώνα που κάνουν σήμερα να συμμαζέψουν τα ρημαγμένα νοικοκυριά τους μα πιο πολύ μοιράζομαι μαζί τους την αγωνία για τις επόμενες ημέρες που θα ακολουθήσουν και το πώς θα σταθούν πάλι όρθιοι.

Ξεχωρίζω από τις εικόνες της καταστροφής, αυτή με τον μπάρμπα Λάμπρο Εγγλέζο, έναν άνθρωπο που αγαπώ πολύ να περπατά μέσα στο λασπωμένο σπιτικό του, στην Καστανιά και μ’ αυτή θέλω να στείλω την συμπαράστασή μου σε όλους τους δοκιμαζόμενος φίλους σημειώνοντας ότι αυτός και η γυναίκα του δεν έφυγαν ούτε μια μέρα από τον τόπο τους.

Συμβολική η φωτογραφία, αλλά μέσα απ’ αυτή έρχομαι στην θέση του σπουδαίου αυτού γέροντα του οποίου τώρα στο γέρμα της ζωής, έμελλε να ζήσει μια από τις πιο μεγάλες καταστροφές που γνώρισε σε περίοδο ειρήνης μάλιστα, ο τόπος του. Τέτοια συμφορά φαντάζομαι ότι ούτε ο ίδιος αλλά και κανένας άλλος δεν φαντάζομαι ότι έχουν ζήσει αλλά η πείρα της ζωής που μας έχει καταθέσει πολλές φορές ο ίδιος, μας επιτρέπει να βλέπουμε από μια χαραμάδα την ελπίδα ότι με την δύναμη που έχουν ο καθένας ξεχωριστά κι όλοι μαζί κατόπιν, να ξαναφτιάξουν πάλι τον τόπο τους πιθανόν και καλύτερο απ’ ότι ήταν.




Καλή δύναμη μπάρμπα Λάμπρο, καλή δύναμη σε όλους…. 


ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 26092020

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020

ΕΝΑΣ ΠΕΡΙΕΡΓΟΣ ΣΥΜΜΑΧΟΣ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ

 


Κοντεύω να κλείσω δέκα μήνες στο χωράφι και στους κήπους και μπορώ με σιγουριά πια  να πω πως αυτή την περίοδο, από τον Μάρτιο μέχρι σήμερα, τα έντομα που είδα ήταν ελάχιστα. Φυσικά εννοώ αυτά που ζούσαν στο χωράφι και με την παρουσία τους συμμετέχουν άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά στις καλλιέργειες. Για να είμαι πιο σαφής αναφέρομαι πρώτα στις ακρίδες, που δεν είχα σχεδόν καμία, τις πασχαλίτσες που κι απ’ αυτές είδα ελάχιστες, τα σκαθάρια και άλλα πολλά που κάποτε πλημμύριζαν τον αέρα και το έδαφος. Μέλισσες είδα αρκετές, ειδικά την άνοιξη και την περίοδο που ήταν ανθισμένες οι καστανιές αλλά τώρα πετάνε λίγες, όπως και μπάμπουρες. Σφήκες επίσης είδα ελάχιστες αλλά φέτος ήταν κάπως περισσότερα τα σερσένια (σερσέκια ή σκούρτοι αλλού).

Τα περισσότερα απ’ αυτά εννοείται πως συμβάλλουν στην επικονίαση, μεταφέροντας γύρη από το ένα λουλούδι στο άλλο κι αν βοηθήσει και ο καιρός, τότε η παραγωγή θα είναι καλή ενώ άλλα υπάρχουν απλά για την ομορφιά τους, όπως οι πεταλούδες για παράδειγμα που κοσμούν τον αέρα κατά την διάρκεια της ημέρας και οι γρύλοι που ομορφαίνουν τα βράδια με τη μουσική τους.  Πέρα απ’ αυτά όμως υπάρχουν και ένα σωρό άλλα έντομα, τα οποία τα οποία μπορεί να είναι και αυτά όμορφα και φυσικά πλάσματα του θεού που έχουν το δικαίωμα στην ύπαρξη αλλά η ζωή τους συνδέεται με την καταστροφή, σε όλα τα στάδιά της, της σοδειάς για την οποία τόσο έχει παλέψει ο καλλιεργητής και ο αγρότης και με αυτή περιμένει να συντηρήσει την οικογένειά του ή να την εμπορευτεί και να βγάλει χρήματα. 

Όλα αυτά τα έντομα, βρωμούσες κυρίως, αλλά και άλλα μικρότερα και σχεδόν αόρατα  αποτελούν εχθρό μόνο για τις καλλιέργειες αλλά και για τα δέντρα και τα φυτά που είναι γύρω τους, τα λεγόμενα άγρια που δεν έχουν να προσφέρουν στον άνθρωπο βρώσιμους απ’ αυτόν καρπούς αλλά άλλους καθώς και το φύλλωμά τους που είναι πολύτιμοι για τα ζώα, ήμερα και άγρια. Έτσι πολλές φορές βλέπουμε τα επιβλαβή λεγόμενα έντομα να πλήττουν με τον ίδιο τρόπο και αυτή τη χλωρίδα και να δημιουργούν κενά στην ετήσια ή την πολυετή βλάστησή τους. Αυτά τα έντομα είναι πρακτικά απρόσβλητα από τις παρεμβάσεις του ανθρώπου ακόμη και με χημικά παρασκευάσματα ή άλλα εντομοκτόνα και απειλούνται μόνο από φυσικούς εχθρούς, ήτοι άλλα έντομα που αποτελούν την τροφή τους ή τα πουλιά. Η εντύπωση όμως που έχει δημιουργηθεί σε πολλούς καλλιεργητές είναι ότι στην αλυσίδα της βιοποικιλότητας έχουν προκληθεί διάφορα κενά που δεν καλύπτονται από τα διαθέσιμα έντομα και πουλιά κι έτσι κατά καιρούς βλέπουμε ότι τα επιβλαβή έντομα δρουν ανεξέλεγκτα με αποτέλεσμα να θρηνούμε μικρές ή μεγάλες καταστροφές

Από τους εχθρούς αυτών των εντόμων, είναι ένα περίεργο πλάσμα, το λεγόμενο αλογάκι της Παναγίας (Mantis religiosa). Η ονοματοδοσία του σχετίζεται με τη χαρακτηριστική μορφή του σώματός του και τη στάση που παίρνει έχοντας το πρόσθιο ζεύγος των ποδιών του απλωμένο θυμίζοντας στάση προσευχής και συγκεκριμένα έναν προσευχόμενο άνθρωπο μιας θρησκείας, έναν μάντη, όπως μαρτυρά και το κοινό αγγλικό όνομα του ζώου είναι praying mantis. Όλη η τάξη των εντόμων με τα ίδια χαρακτηριστικά (περισσότερα από 2.000 είδη) ονομάστηκαν «Μαντώδη» (μάντης + είδος) από τον γερμανό εντομολόγο  Χέρμαν Μπούρμαϊστερ το 1838. Το γιατί όμως στην Ελλάδα το λέμε αλογάκι της Παναγίας, είναι άγνωστο και οι απαρχές της ντόπιας ονοματοδοσίας κρύβονται βαθιά στο χρόνο.

Αυτό το πλάσμα λοιπόν που είναι σύμμαχος στον κήπο καθώς η τροφή του είναι διάφορα άλλα έντομα και αυτό μας ενδιαφέρει. Το άλλο χαρακτηριστικό του επίσης είναι ότι το θηλυκό είναι κανίβαλος, τρώει δηλαδή το αρσενικό την ώρα μάλιστα που ζευγαρώνουν. Οι λόγοι που το κάνει ασφαλώς και εμπίπτουν στην φυσιολογία του αλλά επ’ ουδενί δεν αποτελεί και παράδειγμα για τον άνθρωπο. Όσοι δε παίρνουν είδηση αυτή την πρακτική, καλό είναι να μην επεμβαίνουν γιατί η φύση που το έφτιαξε ξέρει καλύτερα απ’ όλους τον λόγο. Ας ελπίζουμε πως μετά το αρσενικό, θα ασχοληθεί και με τις βρωμούσες του κήπου!


ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 10092020

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΜΑΣΚΑ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ




Θεωρώ πως διάφορα σχόλια που διάβασα εδώ κι εκεί για τις φωτογραφίες μου με μάσκα στον κήπο, ξεκινούν από ειλικρινές ενδιαφέρον για μένα και όχι τόσο να με στιγματίσουν ως άνθρωπο της υποταγής (ναι το έγραψε κάποιος επιπόλαιος) ή ως φερέφωνο της τάδε ή της δείνα εξουσίας. Μέχρι σήμερα στη ζωή μου, πληροφορώ κάποιους άλλους που δεν τα καταφέρνουν και τόσο καλά ούτε με τα υπονοούμενα, ότι ουδέποτε και σε καμιά εξουσία δεν προσκολλήθηκα αποζητώντας κάποιο όφελος, ούτε καν από το Δημόσιο έχω πληρωθεί ένα μεροκάματο. Αυτό για όσους δεν με ξέρουν, μπορούν να καταλάβουν τι σημαίνει.  

Τέλος πάντων, έγινε ένας μικρός θόρυβος γιατί φοράω τη μάσκα στον κήπο και εξήγησα πως δεν έχω άλλο τρόπο να δηλώσω πως συντάσσομαι με τον πολύ κόσμο που δεν βλέπει επιπόλαια την περίπτωση της επιδημίας και προσπαθεί να μην βρεθεί στη δίνη της νόσου και των συνεπειών της. Μπορεί η μάσκα να μην αποτελεί την τέλεια ασπίδα αλλά είναι το μόνο μέσον προς το παρόν που μειώνει τις πιθανότητες της μετάδοσης. Αυτό πιστεύουν και  οι περισσότεροι που την φοράνε αλλά στην περίπτωση δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχουν και πολλοί που θεωρούν τον εαυτό τους άτρωτο ή βλέπουν πίσω απ’ αυτή συνομωσίες.

Για όσους όμως γνωρίζουν αληθινά από κήπους και χωράφια δεν είναι όμως συνομωσία να φοράει κάποιος μάσκα ή ένα μαντήλι στο πρόσωπό του όταν κάνει κάποια δουλειά σε αυτά και ειδικά σε κάποιες στιγμές που οι κλιματολογικές συνθήκες δεν είναι και οι πλέον ευνοϊκές για κάτι τέτοιο. Γιατί, ακόμη και αν σε μια καλλιέργεια δεν έχει πέσει ούτε μια σταγόνα χημικό, λίπασμα ή εντομοκτόνο, είναι πολύ επιπόλαια κίνηση να πάει κάποιος χωρίς προφυλάξεις και να αρχίσει να δουλεύει. Εννοείται πως είναι αυτοκτονικό να γίνει αυτό σε θερμοκήπια όπου όλο το περίκλειστο και ελεγχόμενο από μηχανήματα περιβάλλον είναι αφιλόξενοπολλές φορές και για τα είδη που καλλιεργούνται εκεί μέσα. Ακόμη και στις καλλιέργειες σε ανοιχτά χωράφια που βομβαρδίζονται από χημικά βλέπουμε τους ανθρώπους που εργάζονται εκεί να φοράνε όχι μάσκα αλλά ολόκληρο σκάφανδρο!

Είναι αφελές ξαναλέω να κάνουμε δουλειές στα χωράφια και ειδικά στους κήπους χωρίς προφυλάξεις. Οι παλιότεροι, ασφαλώς και γνώριζαν τους κινδύνους και προσπαθούσαν με ότι μέσα και δυνάμεις να προστατεύονται. Περισσότερο δε οι γυναίκες που πάντα φρόντιζαν να φοράνε ένα μαντήλι, υπήρχε μάλιστα ένα συγκεκριμένο φθηνό βαμβακερό, η λεγόμενη άσπρη μπαμπακιέρα ή μπαμπακιέλα που με αυτό κάλυπταν όλο το πρόσωπο και το κεφάλι αφήνοντας μόνο τα μάτια έξω για να προστατεύονται από τις σκόνες που προκαλούσαν αλλεργίες και πολλά εξανθήματα. Ειδικά όταν επρόκειτο για καπνά ή καλαμπόκια, γυναίκες και άντρες ποτέ δεν έμπαιναν μέσα στα χωράφια χωρίς μαντήλι γιατί ήξεραν πως τρελαθούν κατόπιν στη φαγούρα και το φτάρνισμα.

Όχι όμως πως δεν απαιτείται προσοχή και σε άλλες καλλιέργειες, όπως για παράδειγμα τα κλαρωτά φασόλια που τα φύλλα τους, τα οποία δεν τρώνε ούτε τα ζώα αν δεν είναι τρυφερά, έχουν ένα χνούδι που προκαλεί φαγούρα ενώ ανάμεσά τους, έτσι πυκνά που είναι δημιουργούν ένα μικροκλίμα γεμάτο αναθυμιάσεις από την θερμοκρασία, την αποσύνθεση και τις ζυμώσεις και καλό είναι να μην βάζει κανένας ακάλυπτο το κεφάλι του στις συστάδες τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ντομάτες, τα φύλλα κι αυτών και τα βλαστάρια είναι γεμάτα μικρές τρίχες που όποιος τις αγγίξει τον πιάνει αμέσως φαγούρα. Το ίδιο συμβαίνει με τις μελιτζάνες, τις κολοκυθιές και ένα σωρό άλλα κηπευτικά.

Έτσι λοιπόν δεν είναι παράδοξο να φοράει κάποιος μάσκα στον κήπο και βεβαίως ούτε καν αποτελεί μέσο προπαγάνδας όπως λένε μερικοί της καταστολής που επιχειρείται προβάλλοντας  τα προληπτικά μέτρα για την πανδημία. Οι άνθρωποι που έχουν διαφορετική άποψη, ούτε φαντάζομαι πως υπηρετούν το αντίθετο και πρέπει να σέβονται την στάση των πολλών, και να μην τους πιάνουν εγωιστικοί παροξυσμοί και αλλεργίες για την δημοκρατία που τάχα υπερασπίζονται όπως  βολεύει τον καθένα ή όπως του λένε…

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 03092020

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΡΠΟΦΟΡΙΑΣ




Η αρχή του Σεπτέμβρη ήταν κάποτε και η αρχή νέας χρονιάς·   πριν επικρατήσουν άλλες αντιλήψεις για το εορτολόγιο και την μέτρηση του χρόνο και φυσικά, επειδή ο άνθρωπος δεν είχε ξεμακρύνει καθόλου από τη φύση και βεβαίως ζούσε αποκλειστικά και μόνο από τους καρπούς της, πράγμα που καθόριζε και την επιβίωσή του και την συνέχειά του στους δύσκολους μήνες του χειμώνα που ακολουθούσαν και χαρακτηρίζονταν από την έλλειψη τροφής και ανεκτής διαβίωσης  οπουδήποτε κι αν αυτός ζούσε στον πλανήτη.



Η εμπειρία δε που έχει ο άνθρωπος τόσες χιλιάδες χρόνια πάνω στη γη, ως τροφοσυλλέκτης κυρίως και κυνηγός και πριν γίνει αγρότης, ψαράς ή κτηνοτρόφος, αυτά αποδεικνύει. Τέτοιες ημέρες πάντα έκανε την αποτίμηση των αγαθών που το πρόσφερε άκοπα η φύση στους πολύ παλιούς χρόνους και της προκοπής που είχε το χωράφι του και το κοπάδι του στους πιο κοντινούς. Κάποτε αυτός δεν χρειάζονταν να μαζέψει και να αποθηκεύσει ότι εύρισκε γεννημένο στη φύση για να έχει να πορεύεται τον χειμώνα και διαρκώς μετακινούνταν προς αναζήτηση τροφής. Αργότερα βρήκε τρόπο να μαζεύει τους καρπούς, να τους αποθηκεύει, να τους συντηρεί και να τους καλλιεργεί μάλιστα, σταμάτησε τις περιπλανήσεις, έτσι έκατσε μόνιμα σε ένα μέρος, έχτισε μια καλύβα κι από τότε μπλέχτηκε και στην περιπέτεια που του τρώει τη ζωή και λέγεται και ιδιοκτησία…

Να μην μακρηγορούμε, οι πρώτες ημέρες του Σεπτέμβρη συμπυκνώνουν όλη την λαχτάρα που είχε ο άνθρωπος από τότε που περπάτησε στη γη και προσπάθησε να μειώσει τον κίνδυνο να εξαφανιστεί από την πείνα ή γενικότερα από την έλλειψη πόρων και καλών συνθηκών διαβίωσης.  Κι αυτό γιατί οι περισσότεροι καρποί με τους οποίους τρέφονταν είχαν ήδη ωριμάσει και μετά το μοίρασμα που γίνονταν με τα άλλα πλάσματα του κόσμου που συμβίωνε, έκανε την δική του αποτίμηση. Αν είχε τραφεί καλά αυτός και η ομάδα του, τότε είχε περισσότερες πιθανότητες να τα βγάλει πέρα μέχρι να αρχίσει πάλι η νέα περίοδος της καρποφορίας την άνοιξη. Στην περίπτωση, το ίδιο έπρεπε να γίνει και με τα ζώα και τα πουλιά, να έχουν δηλαδή τραφεί και αυτά καλά γιατί στο μεταξύ ο άνθρωπος είχε αρχίσει να εξειδικεύεται και στο κυνήγι και με αυτά θα χόρταινε τον χειμώνα.

Αν είχαν περάσει, άνθρωποι και ζώα ένα στενάχωρο καλοκαίρι με κακό καιρό και άλλα απρόοπτα που τους δυσκόλευαν, τότε στην επόμενη περίοδο ήταν καταδικασμένοι να υποφέρουν, σε βαθμό μάλιστα που κάποιες φορές απειλούνταν η συνέχειά τους.       
Τέτοιες καταστάσεις ο άνθρωπος στην μακρά του πορεία πάνω στη γη έζησε πολλές και αφού μπορούμε και το συζητάμε σήμερα στην σχετική ασφάλεια που μας παρέχει η εποχή μας, πάει να πει πως τα κατάφερε. Έτσι όταν τέτοιες ημέρες μαζεύουμε τα σταφύλια και αρχίζουμε να συγκεντρώνουμε  τα κολοκύθια, τα φασόλια και ότι άλλο έχει βγάλει ο κήπος μας και το χωράφι, ασυναίσθητα μνημονεύουμε μια ατέλειωτης σειρά προγόνων που έκαναν κάθε χρόνο τα ίδια πράγματα και κράτησαν στη ζωή τις γενιές τους.

 Μπορεί να μην το εκτιμούμε με το μυαλό μας, μπορεί να μοιάζει ουτοπία αλλά η ψυχή μας και προ πάντων τα μάτια μας και τα χέρια μας το γνωρίζουν όταν αγγίζουν ένα ώριμο κολοκύθι ή βλέπουν τους ξηρούς λοβούς των φασολιών γεμάτους από τον πολύτιμο σπόρο, έτοιμους για μάζεμα. Από τα μάτια μας δεν θα σβήσουν ποτέ, όσο βαθιά κι αν είναι χωμένες οι εικόνες της πορείας του ανθρώπου στη γη και από τα χέρια μας η αίσθηση της απόκτησης από τη φύση κάποιου αγαθού που θα μας κρατήσει στη ζωή και θα μας δώσει συνέχεια. Ανεξάρτητα αν γι’ αυτό διαθέσαμε λίγο κόπο ή το βρήκαμε ώριμο από μόνο του…  

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 01092020

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ΚΑΛΟ ΣΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ




Κάθε καλλιέργεια έχει και το ρίσκο της και τούτο βέβαια κρίνεται κυρίως με το μέγεθος της ανάγκης ή της απασχόλησης του σε ελεύθερο χρόνο που έχει κάποιος όταν αποφασίζει να φυτέψει το ένα ή το άλλο είδος στον κήπο ή στο χωράφι του. Εννοείται δε ότι αυτό έχει να κάνει με την παραγωγή που προορίζεται είτε να καλύψει πάγιες ή περιστασιακές διατροφικές ανάγκες, είτε να βγει στο εμπόριο με άλλα τότε οφέλη. Στην περίπτωση πάντως δεν εξαιρούνται και τα είδη που καλλιεργούνται για την ομορφιά τους, τα καλλωπιστικά δηλαδή που ξέρουμε ως φυτά κήπου, αναρριχητικά, θάμνους και δέντρα.

Με λίγα λόγια κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων αν αυτά που θα βάλει στον κήπο του αποδώσουν εκείνα που περιμένει και το χειρότερο είναι, όταν το τάδε ή το δείνα είδος δείξει πως θα πάει καλά και ξαφνικά το βλέπει ένα πρωί να λιποθυμά και παρ’ όλες τις προσπάθειες που ενδεχομένως κάνει, αυτό θα ξεραθεί χωρίς να προλάβει να εκπληρώσει τον προορισμό του. Τότε είναι που ο καλλιεργητής, επαγγελματίας ή ερασιτέχνης θα αρχίσει να μετράει το πόσο του στοίχισε η απόπειρα και ενώ μπορεί να μην του κακοφανεί η οικονομική ζημιά, ο χαμένος χρόνος όμως μεταφραζόμενος σε εργατοώρες θα τον απογοητεύσει πολύ ενώ ένα τραύμα και στην ψυχή δεν αποκλείεται να μείνει και αυτό είναι τις περισσότερες φορές που εμποδίζει την επανάληψη.

Είναι πολλές οι περιπτώσεις των καλλιεργειών που αποτυγχάνουν κι αυτό κάνει πάντα τους καλλιεργητές να το σκέφτονται πριν ξεκινήσουν κάθε φορά και στην περίπτωση, αυτοί που δεν μετράνε πολλές ζημιές είναι εκείνοι που διαθέτουν αρκετή εμπειρία, ξεχωριστή φυσικά για κάθε είδος.  Πάνω σε αυτό το θέμα παρατηρώ τη μάνα μου η οποία αν και διαθέτει εμπειρία 80 ετών στην σπιτική γεωργία σπάνια επιχειρεί να καλλιεργήσει είδη που δεν γνωρίζει και πάντα κρατάει σπόρο από τα δικά της προϊόντα. Τελευταία οι μειωμένες δυνάμεις της την υποχρεώνουν να πάρει σπόρους ή φυτά από κάποιο γεωπονικό κατάστημα αλλά αυτό, αν και τις προκαλεί πολλές απογοητεύσεις, δεν αναιρεί καθόλου τον κανόνα που τήρησε μια ολόκληρη ζωή.

Η μάνα λοιπόν δεν επιχείρησε ποτέ να καλλιεργήσει ηλιοτρόπια. Τα έβλεπε αλλού, της άρεσαν αλλά δεν έβαλε ποτέ στον δικό της κήπο ούτε για την ομορφιά όπως κάνουν πολλοί γιατί δεν ήξερε την συμπεριφορά αυτών των φυτών και δεν ήθελε ούτε να μπλέξει, ούτε και να εισπράξει κάποια απογοήτευση αν δεν πήγαιναν καλά τα πράγματα. Ούτε τι να κάνει τους σπόρους της ήξερε καθώς στα μέρη μας δεν συνηθίζονταν η καλλιέργειά τους.

Έτσι άκουσε με επιφύλαξη όταν της είπα πως έβαλα σε κάνα δυο γωνιές του χωραφιού ηλιοτρόπια και η πιο σοβαρή παρατήρηση που έκανε ήταν ότι θα πάει χαμένο το νερό που ήταν πολύτιμο για ένα σωρό άλλες καλλιέργειες, ειδικά των φασολιών και της ντομάτας. Δεν έδωσα σημασία σε αυτά που μου είπε και προχώρησα, έσπειρα ηλιοτρόπια σε τρία σημεία και λαγάρισαν καμιά εκατοστή φυτά σύνολο και το πρώτο που διαπίστωσα ήταν ότι όντως ήθελαν να ποτίζονται τακτικά, αν γίνονταν καθημερινά αλλιώς έμοιαζαν κακόμοιρα.

Τα πότιζα και δεν χόρταιναν νερό, ψήλωσαν μάλιστα αρκετά το λιγνό κορμί τους και όσα βρήκαν καλό χώμα, έφτιαξαν ένα τεράστιο άνθος, τόσο βαρύ που τα λυγάει και ορισμένα τα έχει σπάσει στα δύο, πράγμα που για όσα δεν έχουν ωριμάσει αποβαίνει μοιραίο. Για να τα γλιτώσω δε σκέφτομαι να τους βάλω δίπλα κλάρες, όπως έκανα και σε κάποια καλαμπόκια. Το σκέφτομαι και θα το κάνω για μερικά για να μην ακυρώσω την προσπάθεια που έκαναν μέχρι σήμερα να βλαστήσουν, να δέσουν καρπό και να τον ωριμάσουν. Του χρόνου όμως θα το σκεφτώ πολύ αν πρέπει να ξαναφυτέψω ηλιοτρόπια εκτός βέβαια αν βρω κάποια ποικιλία απ’ αυτές που καλλιεργούν στους κάμπους που όπως έχω παρατηρήσει δεν γίνονται πολύ ψηλά και έχουν χοντρό κορμί να κρατάει το βάρος του της ανθισμένης κεφαλής τους. Να είμαστε καλά και θα το δοκιμάσουμε κι αυτό…

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 31082020



Σάββατο 22 Αυγούστου 2020

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΓΥΦΤΟΦΑΣΟΥΛΩΝ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ



Τον τελευταίο που θυμάμαι στο χωριό να μιλάει για γυφτοφάσουλα ή χαρόνια (έτσι έλεγαν εδώ κάποτε τα αμπελοφάσουλα) ήταν ο αείμνηστος Τιτοφώτης (Φώτης Δεδούσης) και νομίζω πως καλλιεργούσε κιόλας στο Παλιάμπελο ανάμεσα στα κλήματα που ήταν κάτω από την αχυρώνα του στον δρόμο που πάει προς την Μερκάδα, πριν από την Παλιόγουρνα.

Δεν θυμάμαι όμως αν τα είχα δοκιμάσει ποτέ αλλά είμαι βέβαιος πως στα χρόνια που ακολούθησαν κανείς άλλος δεν καλλιέργησε ποτέ απ’ αυτά, μη της μάνας μου εξαιρουμένης. Ο λόγος απλός, δεν τα θεωρούσαν σπουδαίο είδος  μιας και στο χωριό μπορούσαν να έχουν κλαρωτές φασολιές λόγω των νερών που υπήρχαν τότε καθώς και κοντές και με τον καρπό απ’ αυτές πορεύονταν. Τα γυφτοφάσουλα πάλι (το γράφω και περιμένω την απανταχούσα από τίποτα ευαίσθητους αναγνώστες μου) δεν είχαν την εμφάνιση που είχαν τα μπαρμπούνια και οι γίγαντες και ούτε και τιμή φαντάζομαι κι έτσι απέφευγαν να τα καλλιεργήσουν κι ας είναι σε αυτό πιο εύκολα απ’ όλα, ακόμα και από τις φακές και φυσικά μπορούσαν να καταναλωθούν και ως χλωρά αλλά ποτέ δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο στο χωριό.  Την ίδια εποχή που αναφέρομαι στο χωριό, στις αρχές του ’70 σταμάτησαν εντελώς απότομα και οι καλλιέργειες φακής, ρεβυθιών και φυσικά σιτηρών.

Τα είχα όλα αυτά στο νου μου όταν αποφάσισα μεταξύ των άλλων που φύτεψα στο χωράφι, να βάλω και αμπελοφάσουλα. Επρόκειτο για μια πρωτοβουλία που πρώτη απ’ όλους περίμενα πως θα την σχολίαζε η μάνα μου, αμφιβάλλοντας, και με το δίκιο της, αν πράγματι ήξερα να καλλιεργώ τέτοια πράγματα γιατί ομολογώ πως τα χρόνια που έπρεπε να μάθω, εγώ άνοιγα τα φτερά μου να φύγω από το χωριό. Από την γενιά μου, κανένας σχεδόν δεν έμεινε στην μικρή του πατρίδα κι όσοι για κάποιους λόγους υποχρεώθηκαν να το κάνουν, δεν ασχολήθηκαν με τους κήπους όπως οι παλαιότεροι. Έτσι σιγά – σιγά έσβησε η όποια παράδοση και μόνο κάποιες πολύ ηλικιωμένες γυναίκες την συντηρούν ακόμη.

Η γενιά της μάνας μου πάλι, η πρώτη μεταπολεμική που έζησε την εμπειρία της τραγικής δεκαετίας 1940 – 1950 ήταν αυτή που έζησε και την μεγάλη ρήξη με την παράδοση, στην ουσία με την παγιωμένη επί αιώνες αντίληψη με τα πράγματα και υιοθέτησε νεωτερισμούς που και για την ίδια ήταν αδιανόητοι. Όπως τα τσιμεντένια αυλάκια για παράδειγμα που αναπτύχθηκαν στο χωριό στα τέλη της δεκαετίας του ΄50, τα σιδερένια άροτρα της UNTRA, τα τρακτέρ αργότερα, τις αλωνιστικές μηχανές, τα αλυσοπρίονα και ένα σωρό άλλα πράγματα που άλλαξαν διαπαντός το τοπίο της παραδοσιακής αγροτικής ζωής.

Σε αυτές τις αλλαγές ήταν και η εγκατάλειψη των φτωχών παραδοσιακών καλλιεργειών, ρεβύθια, φακές, καλαμπόκι, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω και φυσικά των γυφτοφάσουλων και η απομάκρυνσή τους από την διατροφή η οποία αλλάζει καθώς αρχίζουν να μπαίνουν στο πιάτο όλο και πιο συχνότερα τα ζυμαρικά για παράδειγμα και άλλα είδη της αγοράς. Τούτο γίνεται βέβαια γιατί αρχίζουν να φαίνονται τίποτα μεροκάματα στα έργα, αναγκαία ή επινοημένα από τους πολιτικούς της περιοχής, κάτι συντάξεις, κάτι εμβάσματα από τα ξένα και έτσι αλλάζει και η διαρκώς χειμαζόμενη σχέση των ανθρώπων με την αγορά …

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον τα γυφτοφάσουλα δεν είχαν καμιά ελπίδα να συνεχίσουν να καλλιεργούνται κι έτσι η απόπειρά μου έγινε θέμα συζήτησης και ομολογώ πως μου άρεσε να λέω πως τα κατάφερα να βγάλω αμπελοφάσουλα μέχρι 60 πόντους. Τα ήθελε η γη μας και τους έδωσε δυνάμεις να μεγαλώσουν όσο μπορούσαν. Σα να τα περίμενε να συμπληρώσουν ένα διατροφικό τοπίο που χόρταινε πολλές γενιές πριν από την δική μου.  Τούτο το εκλαμβάνω ως σήμα να επαναλάβω του χρόνου την καλλιέργειά τους και θα το κάνω, τόσο με σπόρους από τα ίδια που θα κρατήσω αλλά και άλλους από την Αμοργό που καλλιεργούν σε ξηρικά χωράφια και έχουν καλή παραγωγή. Εκεί εξάλλου είδα να τα καλλιεργούν συστηματικά και φυσικά να αποτελούν ένα πολύ νόστιμο και ιδιαίτερο πιάτο και έτσι θέλησα να τα έχω κι εγώ πρόχειρα στον κήπο μου…  


ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 21082020

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020

Ο ΝΙΚΟΛΑΣ ΘΕΟΛΟΓΙΤΗΣ ΣΤΟΝ ΑΪ - ΣΤΡΑΤΙΟ




Η Αμοργός δεν είναι ένα νησί που ζει μόνο το καλοκαίρι αλλά έχει ζωή όλο το χρόνο και οι μόνιμοι κάτοικοί της ασχολούνται ικανοποιητικά με τα χωράφια τους, τις ελιές τους και ζωντανά τους, πράγμα που ενισχύει την εντύπωση της διαφοράς της από τα άλλα νησιά και γι’ αυτό έχει πολλούς από την Ελλάδα και ολόκληρο τον κόσμο που την αγαπάνε. Όλοι όσοι δε επισκεπτόμαστε την Αμοργό τακτικά, φυσικά και έχουμε γνωρίσει πολλούς Αμοργιανούς και έχουμε δημιουργήσει φιλίες που κρατάνε και τα καλοκαίρια και τους χειμώνες…

Ένας από τους Αμοργιανούς που αγαπώ πολύ και φροντίζω όταν πηγαίνω να τον δω από τους πρώτους, είναι ο Νικόλας Θεολογίτης, αειθαλής και ακούραστος που καταφέρνει να κερδίζει αμέσως τις εντυπώσεις χάρη στην τέχνη του να φτιάχνει επιτόπου στίχους για κάθε τι που παρατηρεί γύρω του και να τους απαγγέλλει, συνήθως στην ταβέρνα «Το Πανόραμα» του γιού του Βούλη, στα Θολάρια. Εμένα προσωπικά με έχει «στολίσει» με δεκάδες στίχους που άλλη φορά θα τολμήσω να σας τους παρουσιάσω.

Η στιχουργική είναι ένα μέρος της φιλίας μας και της εκτίμησης που έχω στον Νικόλα, ο οποίος διατηρεί ακέραιο το ύφος του παραδοσιακού Κυκλαδίτη και συνεχίζει να είναι τόσο δραστήριος, όσο και στην νεότητά του. Μπορεί δε να αφηγείται με τις ώρες όσες δουλειές έκανε στη ζωή του και που έτρεχε στο νησί, μια εποχή που δεν υπήρχαν οι σημερινές ευκολίες και μέσα από τα λεγόμενά του ξετυλίγεται η οικονομική και η κοινωνική επιφάνεια της Αιγιάλης για δυο γενιές και παραπάνω. Από τους τελευταίους εκπροσώπους της παλιάς γενιάς των Αμοργιανών, ο Νικόλας αποτελεί για ντόπιους και επισκέπτες έναν θησαυρό πληροφοριών για κάθε τι που αφορά την Αμοργό και τους ανθρώπους της.

Τον Νικόλα τον χαίρομαι πάντα στο «Πανόραμα» αλλά εκεί που μου αρέσει περισσότερο να τον συναντώ είναι στον Αϊ-Στράτιο. Ο Αϊ-Στράτιος είναι μια περιοχή στο μέσον περίπου της διαδρομής από τα Θολάρια προς τη Λαγκάδα που έχει κτήματα ο Νικόλας και έχει πάρει το όνομά της από το πανάρχαιο εκκλησάκι που είναι αφιερωμένο στον Αϊ-Στράτιο και εορτάζει στις 8 Νοεμβρίου, μαζί με τους αρχαγγέλους και η αγία τράπεζά του στηρίζεται πάνω σε έναν αρχαίο κίωνα κορινθιακού ρυθμού. Αυτό το πανηγυράκι το αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου ο Νικόλας και προσφέρει σε όσους πάνε κρασί και παστά ψάρια.  

Το κτήμα του Νικόλα το οποίο το έχει μοιράσει στους τρεις γιούς του, Δημήτρη, Παρασκευά (Βούλη) και Σταμάτη αρχίζει από εκεί που τελειώνει ο περίβολος του Αϊ – Στράτιου και η βαριά τοιχοποιία ενός αρχαίου κτίσματος  και περιλαμβάνει ελαιώνα, αμπέλι και τμήμα για κηπευτικά που ποτίζονται από ένα επίσης αρχαίο πηγάδι. Σε αυτό ο Νικόλας παλαιότερα πήγαινε καθημερινά αλλά τώρα τα χρόνια δεν του επιτρέπουν και έχει αραιώσει τις επισκέψεις καθώς φυσικά και τις καλλιέργειες. Σύντροφός του και πλάτη για τις μετακινήσεις είναι η γαϊδάρα που ακούει στο όνομα Αντζουλίνα που όπως διαπίστωσα ο ίδιος χαίρεται περισσότερο να είναι στον Αϊ-Στράτιο παρά στα Θολάρια γιατί εκεί δεν έχει την ελευθερία της και την βοσκή που περισσεύει. Εκεί διαμένει και ο φύλακας του κτήματος, ο μαύρος Αστερίξ που γαυγίζει όταν πάρει είδηση κάποια παράξενη κίνηση.

Τον περασμένο μήνα που επισκέφτηκα την Αμοργό, πετάχτηκα ένα πρωί ως τον  Αϊ-Στράτιο να δω τον Νικόλα Θεολογίτη και τον βρήκα να μαζεύει μαυρομάτικα φασόλια και πήρα ένα σπουδαίο μάθημα γι’ αυτά να το εφαρμόσω την επόμενη χρονιά στο χωριό ενώ τον παρακάλεσα να μου κρατήσει λίγο σπόρο να συγγενέψουμε στα χωράφια μας. Θα τον συναντήσω πάλι πιστεύω όταν πάνε να τρυγήσουν τον Σεπτέμβρη και ελπίζω να έχει μείνει και κανένα σύκο από τις υπέροχες συκιές που υπάρχουν στο κτήμα ενώ τον Νοέμβριο που σχεδιάζω πάλι να πάω στην Αμοργό, να βάλω κι ένα χεράκι στο μάζεμα των ελιών.

Ο Νικόλας Θεολογίτης έχει ένα προνόμιο που λίγοι Κυκλαδίτες και Έλληνες διαθέτουν. Καλλιεργεί ακόμη έναν πανάρχαιο τόπο και αυτό το φανερώνουν τα σημάδια δίπλα του και ο οποίος τον καθορίζει στο ύφος και την συμπεριφορά.  Γι’ αυτόν ο  Αϊ – Στράτιος  έχει μια ιδιαίτερη, βαθιά και μυστική σημασία και για όποιος τον επισκεπτόμαστε, δεν είναι παρά προσκύνημα και τιμή στις αμέτρητες γενιές προγόνων που τον καλλιέργησαν από την αυγή της ιστορίας μέχρι σήμερα. Να είσαι καλά Νικόλα να συνεχίζεις και να μας διδάσκεις...

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 17082020

Κυριακή 16 Αυγούστου 2020

Η ΑΜΟΡΓΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΗΣ



Είχα την τύχη τα περασμένα χρόνια στην Αμοργό, τη νησιωτική πατρίδα μου, να ζήσω και να χαρώ από τα μεγαλύτερα ως τα μικρότερα πανηγύρια της. Στη Χώρα, την Κάτω Μεριά, τα Κατάπολα, την Αιγιάλη. Άλλα σε λαμπρές εκκλησίες κι άλλα σε εξωκλήσια στις κορυφές, τις παραλίες, τα νησιά της και φυσικά, σε διάφορες εποχές του χρόνου και με όποιο καιρό...

Φέτος είχα προγραμματίσει να πάω σε αρκετά απ’ αυτά τα πανηγύρια, έχοντας στο μυαλό μου την συμπλήρωση και την αξιοποίηση ενός πλούσιου αρχείου φωτογραφιών μιας εικοσαετίας και την έκδοση ενός τόμου με τις κοινές με τους Αμοργιανούς αυτές εμπειρίες. Δεν με ενδιέφεραν τόσο τα μεγάλα, όπως της Αγίας Παρασκευής στην Κάτω Μεριά ή της Παναγίας της Πανοχωριανής στην Αιγιάλη, αλλά τίποτα μικρότερα εδώ κι εκεί στο νησί αλλά ο φόβος της επιδημίας, ανέβαλε τις επισκέψεις. Εξάλλου, σε όλη την Ελλάδα, τα πανηγύρια περιορίστηκαν στο θρησκευτικό κομμάτι τους και ούτε καν επιχειρήθηκε να γίνουν όπως κάθε χρόνο τραπέζια, τραγούδια, χοροί και άλλα κοσμικά που συμπλήρωναν το καλοκαιρινό αντάμωμα ντόπιων και επισκεπτών που προέκυπτε σε κάθε περίπτωση.



Έχοντας ζήσει όλα αυτά τα πανηγύρια και κυρίως την προετοιμασία τους, γιατί πήγαινα από τις προηγούμενες ημέρες και συχνά έβαζα κι εγώ ένα χέρι στις δουλειές, γνώρισα και πάρα πολλούς ανθρώπους που ήταν κυριολεκτικά ταγμένοι σε αυτά και όλο τον χρόνο ζούσαν περιμένοντας πότε θα  φτάσει το ένα ή το άλλο. Αναφέρομαι κυρίως στους μαγείρους που καλύτεροί τους δεν νομίζω πως υπάρχουν σε όλο το Αιγαίο και οι οποίοι, με τον δικό του τρόπο ο καθένας έβαζε την σφραγίδα του στην νοστιμιά του φαγητού σε κάθε πανηγύρι. Δεν αναφέρω τα ονόματά τους εδώ, σε άλλο σχόλιο θα διαβάσετε περισσότερα με αναφορές σε αυτούς που μας άφησαν για τα πανηγύρια του ουρανού και σε εκείνους που συνεχίζουν μια παράδοση που τιμά την Αμοργό και τον κόσμο που την επισκέπτεται.



Και δεν είναι όμως μόνο οι μάγειρες που ετοιμάζουν τα πανηγύρια, είναι οι βοηθοί και οι δεκάδες Αμοργίνοι που συμμετέχουν ο καθένας με τον τρόπο του στην προετοιμασία τους. Από το άσπρισμα και το ασβέστωμα των εκκλησιών και των πέριξ σε αυτές χώρους μέχρι το καθάρισμα των κρεμμυδιών και το πλύσιμο των πιάτων, μια σειρά δουλειές που αν δεν υπήρχε η προσφορά των Αμοργινών και των φίλων της Αμοργού, δεν θα γίνονταν κανένα πανηγύρι. Κι ακόμη, την προσοχή που δίνουν όλοι έτσι ώστε ο χώρος που έγινε το πανηγύρι να καθαριστεί επιμελώς και να αφεθεί στην ησυχία και ηρεμία του αμοργιανού τοπίου.

Τούτο είναι κατά τη γνώμη μου και το κυριότερο που εκφράζει την αγάπη που έχουν για τον τόπο τους καθώς και το δέσιμο μεταξύ τους. Άνθρωποι από τις δυο άκρες του νησιού συναντιούνταν πάντα στα πανηγύρια κι έτσι με αυτό τον τρόπο καλλιεργούνταν η επικοινωνία και η εξέλιξη της αμοργιανής κοινωνίας. Επί πλέον, πέρα από την προσφορά της εργασίας σημαντική ήταν και η προσφορά των αγαθών που προορίζονταν για την λειτουργία των ιερών ναών και της κοινής τράπεζας που ακολουθούσε. Ψωμί, κρασί, λάδι και όλα όσα απαιτεί ένα καλό καζάνι πατάτο (όταν δεν νήστευαν αν και πάντα υπήρχε αυτή η πρόβλεψη) προσφέρονταν από τους Αμοργίνους σε όλα τα πανηγύρια και στα μεγάλα και εξέχοντα όπως της Παναγίας της Χοζοβιώτισας ή της Αγίας Παρασκευής και από τα γύρω νησιά που είναι και τα ωραιότερα μιας και η μετακίνηση γίνεται με όμορφα πλεούμενα.




Η φετινή κατάσταση πίκρανε και μούδιασε κάπως τους Αμοργιανούς. Δεν το βάζουν όμως κάτω, του χρόνου (Θεού θέλοντος και επιδημιών επιτρεπόντων φυσικά) υπόσχονται πως θα κάνουν όπως πάντα τα πανηγύρια τους και μάλιστα διπλά για να μετρήσει έτσι ο χρόνος και να μην δημιουργηθεί στο παραμικρό η εντύπωση πως υποχώρησαν τα έθιμα γιατί τούτο απλά και μόνο θα σημαίνει πως η κοινωνία της Αμοργού σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία για όλη την Ελλάδα και τον κόσμο και μπροστά σε ένα άδηλο προς το παρόν μέλλον με την επιδημία,  χάνει την αισιοδοξία της, απομονώνεται και εν τέλει συρρικνώνεται.

Η Αμοργός τα τελευταία είκοσι χρόνια ακολουθεί έναν διαφορετικό δρόμο παρουσίας στο Αιγαίο με ισόρροπη την τουριστική ανάπτυξη με άλλες πρωτογενείς δραστηριότητας (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία) σε όλο το νησί και χάρη σε αυτό έχει κερδίσει την συμπάθεια ενός μεγάλου αριθμού επισκεπτών (ναι επισκεπτών και όχι τουριστών) από την Ελλάδα και όλο τον κόσμο και δεν θέλει να το χάσει. Το στοίχημα που βάζουν οι Αμοργίανοι, αφορά όλους και αποτελεί παράδειγμα για όλη την Ελλάδα που αξίζει ένα ασφαλές μέλλον.




Μένοντας φέτος με κάθε τρόπο ασφαλείς, του χρόνου θα γιορτάσουμε διπλά. Τις εκκλησίες και τους αγίους της Αμοργού (και όλης της Ελλάδας) και την νίκη έναντι στην επιδημία…



ΥΓ. Οι φωτογραφίες από την προετοιμασία του πανηγυριού της Παναγίας της Πανοχωριανής στην Αιγιάλη, το 2012.

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 16082020

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

ΑΡΓΗΣΑΝ ΝΑ ΩΡΙΜΑΣΟΥΝ ΦΕΤΟΣ ΟΙ ΝΤΟΜΑΤΕΣ




Το μέσο υψόμετρο του χωριού είναι τα 800 μέτρα πάνω από τη θάλασσα και από τη μέση του και πάνω αρχίζει σχεδόν η ζώνη του ελάτων. Οι παλιότεροι θα θυμούνται πως από το χωριό και κάτω τα έλατα ήταν σπάνια, κάποια μεμονωμένα υπήρχαν εδώ κι εκεί και μόνο και σε τίποτα ζερβά μέρη τα βλέπαμε ενώ τώρα, κοντεύουν να σχηματίσουν δάσος ακόμα και μέσα στην κοίτη του Σπερχειού, στα 400 μέτρα μαζί με τις ιτιές και τα πλατάνια!

Τούτο σχολιάζουν οι ντόπιοι, όσοι δείχνουν ενδιαφέρον για ότι συμβαίνει δίπλα τους, οφείλεται στον περιορισμό της κτηνοτροφίας και μάλιστα της αιγοτροφίας. Οι ειδικοί όμως, δασολόγοι, μετεωρολόγοι και άλλοι, επισημαίνουν πως αυτό έχει να κάνει με το κρύωμα της γης – κάποιοι λένε μάλιστα πως μπαίνουμε σε μια νέα περίοδο παγετώνων αλλά λίγοι το παίρνουν σοβαρά καθώς η προπαγάνδα περί κλιματικής αλλαγής, καλά κρατάει και πουλάει διάφορες τεχνολογίες για να μην μείνουν χωρίς δουλειά τα γερμανικά εργοστάσια που κάνουν ανεμογεννήτριες και οι ντόπιοι «επενδυτές». Η υπόθεση σηκώνει μεγάλη κουβέντα, αφού πρώτα υπάρξει και η σχετική ενημέρωση για όσους θέλουν να συμμετάσχουν για να μην μιλάμε στον βρόντο. Γι’ αυτό την αφήνουμε στην άκρη και ίσως με το παράδειγμα που ακολουθεί οδηγηθούμε σε νέους προβληματισμούς.

Ας σταθούμε λοιπόν σε ένα άλλο φαινόμενο που παρατηρούμε φέτος στην μικρή πατρίδα και όχι μόνο. Όλα τα κηπευτικά άργησαν να ωριμάσουν περί τις 15 ημέρες.  Τούτο μπορεί να μην γίνεται ευθέως αντιληπτό σε αρκετούς και να μην ενδιαφέρει καθόλου άλλους αλλά η μάνα που επί 80 χρόνια τώρα ζει μέσα στους κήπους και παρατηρεί τα φαινόμενα, λέει πως δεν έχει ξαναγίνει κι ακόμη, πως χρονιά με τη χρονιά η γη κρυώνει περισσότερο. Μπορεί να αργήσαμε φέτος να φυτέψουμε κηπευτικά, λόγω των βροχών αλλά εκείνο που καθόρισε κατόπιν τη βλάστησή τους και την εν γένει πορεία τους ήταν η ζέστη της γης.

Η γη μας μπορεί να στέγνωσε στις αρχές Μαΐου αλλά κάτω από τους δέκα πόντους ήταν κρύα και αυτό το καταλάβαμε πρώτα από τις πατάτες που άργησαν να βγάλουν φύλλα και κατόπιν απ’ όλα τα κηπευτικά που βλέπαμε να μεγαλώνουν πολύ διστακτικά . Ζέστανε λίγο προς τα τέλη του Μαΐου αλλά ήταν αργά, χάθηκαν σχεδόν δέκα μέρες βλάστησης, χρόνος που δεν αναπληρώνεται με όση ζέστη και να κάνει κατόπιν. Η γη όμως συνέχισε να είναι κρύα και αυτό το καταλάβαμε προχθές βγάζοντας τις πατάτες. Το χώμα δεν ήταν ζεστό όπως παλιά αλλά κρύο και οι πατάτες σε ορισμένα σημεία σαν να έβγαιναν από το ψυγείο. Σε αυτό το κρύο χώμα κλήθηκαν φέτος να βλαστήσουν και να αναπτυχθούν και οι ντομάτες.

Τα προηγούμενα χρόνια, ήδη έβγαιναν οι πρώτες τις τελευταίες ημέρες του Ιουλίου αλλά φέτος έφτασε Δεκαπενταύγουστος και τώρα αρχίζουμε να βλέπουμε κάποιες να κοκκινίζουν ενώ οι περισσότερες παραμένουν πράσινες και διστακτικές κρεμασμένες πάνω στην ντοματιά. Θα κοκκινίσουν σίγουρα, αλλά οι ρυθμοί που θα το κάνουν θα είναι πιο αργοί κι έτσι θα πάει πίσω τουλάχιστον δεκαπέντε ημέρες και η παραγωγή ντοματοπελτέ και χυμού που κάνουν συνήθως στο σπίτι. Ούτε κι αυτό πάλι είναι βέβαιο πως θα έχει φέτος επιτυχία γιατί αλλιώς είναι η ωρίμανση της ντομάτας όταν είναι ζεστός ο Αύγουστος κι αλλιώς τον δροσερό Σεπτέμβριο που μια χαρά κάνουν για σαλάτα.     

Το γεγονός ίσως απασχολεί μόνο τη μάνα μου, ίσως και κάποιους άλλους λίγους συγχωριανούς και συντοπίτες. Οι περισσότεροι και δεν αναφέρομαι μόνο στους συγχωριανούς μου, μη έχοντας καμιά σχέση πλέον με τη γη, ως παθητικοί θεατές και άμοιροι του αγώνα που θέλουν οι καλλιέργειες και καταναλωτές που δέχονται παθητικά τις προτάσεις της αγοράς, ουδόλως ενδιαφέρονται γι’ αυτές τις λεπτομέρειες και φυσικά καλύπτουν τις ανάγκες τους από το σούπερ μάρκετ με προϊόντα που ούτε καν ξέρουν από πού προέρχονται και με ποιο τρόπο αυτά ωρίμασαν. Είναι πρόκληση γι’ αυτούς να σκεφτούν, μέσα στην καλοκαιρινή ραστώνη, αν η γη που περπατάνε είναι πιο κρύα πριν από πέντε ή δέκα χρόνια κι αν οι ντομάτες κοκκινίζουν πιο αργά από τις άλλες χρονιές…  

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 14082020

Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΔΗΜΙΑΣ




Δεν έχει την ίδια νοστιμιά η γιορτή αν δεν γίνεται στη μέρα της. Δεν γίνονταν όμως αλλιώς και ο παπα Βαγγέλης Γιαννουσιάς που εξυπηρετεί και την ενορία του Νεοχωρίου έκανε σήμερα της λειτουργία στην δική μας Παναγία κι αύριο, ανήμερα στη χάρη της θα λειτουργήσει εκεί καθότι είναι και η κεντρική τους εκκλησία και κάποτε έκαναν και ωραίο πανηγύρι. Έτσι λοιπόν γιορτάσαμε α την δική μας Παναγία (Γενέσιον της Θεοτόκου) σήμερα που έχει και την θλιβερή επέτειο, όπως και όλο το χωριό της πυρπόλησής της από τους Γερμανούς το 1944 και μας το θυμίζει η εντοιχισμένη πλάκα πάνω από την είσοδό της.




Στον σημερινό εκκλησιασμό ανταποκρίθηκε σχεδόν το σύνολο του χωριανών τηρώντας σε ικανοποιητικό βαθμό τα μέτρα για την επιδημία, πράγμα που μας κάνει να νιώθουμε κάπως ασφαλείς γιατί καλά εμείς εδώ συνηθίσαμε αλλά είδαμε και πολλούς καινούργιους που ήρθαν να περάσουν λίγες μέρες στο χωριό και ως είναι φυσικό, κάπως ανησυχούμε.

Τούτο ήταν και η αφορμή να διαλυθεί αμέσως ο κόσμος που ήρθε στην εκκλησία και έμειναν μόνο όσοι είχαν σκοπό να κάνουν αγιασμό στα μνήματα των αποδημησάντων χωριανών μας καθώς η Παναγία μας είναι και το κοιμητήριο του χωριού, ένα από τα αρχαιότερα της περιοχής. Βιαστικά ο παπα Βαγγέλης πέρασε από τα μνήματα, έψαλε το τρισάγιο και σιγά – σιγά ο χώρος έπεσε στην σιωπή που έχει τις υπόλοιπες ημέρες…
Του χρόνου με την βοήθεια του Θεού κι αν έχουμε την υγεία μας, σίγουρα θα είμαστε περισσότεροι και θα μπορούμε να χαιρετιόμαστε ή να αγκαλιαζόμαστε ελεύθερα γιατί αυτή η μέρα που κατά παράδοση όλο το χωριό συναντιόνταν εκεί, την βάραινε ο φόβος του αόρατου εχθρού που κυκλοφορεί ανάμεσά μας και δεν ξέρουμε πως θα μας προσβάλλει…

Με το τέλος της λειτουργίας ο Δημήτρης ξεκρεμάει την καμπάνα
για να μην προκαλεί τους ανακυκλωτές..

ΥΓ. Οι φωτογραφίες από απόσταση, για ευνόητους λόγους.

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 14082020

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2020

ΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑ ΠΟΥ ΜΟΥ ΕΔΩΣΑΝ ΤΑ ΡΕΒΥΘΙΑ



Με την ορμή του «νέου αγρότη» και την αισιοδοξία του νεοφώτιστου καλλιεργητή ότι όλα θα πάνε καλά, επιχείρησα στο χωράφι που ανέστησα την Άνοιξη να φυτέψω και ρεβύθια.  Το πώς καλλιεργούνται όμως αυτά, μόνο σαν μνήμη των παιδικών χρόνων το είχα καθώς εκείνη την εποχή άρχισαν ήδη να εγκαταλείπονται τα χωράφια, τα ξηρικά κυρίως που οι συγχωριανοί τα έσπερναν συνήθως μαζί με καλαμπόκια. Οι ελπίδες μου πάντως να επαναλάβω αυτές τις πανάρχαιες καλλιέργειες ήταν να αποκτήσω κυρίως την εμπειρία και δεν περίμενα να έχω και μεγάλη σοδειά γιατί άργησα κάπως να τα φυτέψω. 

Η μάνα μου την οποία θυμάμαι πριν από 50 χρόνια περίπου να μαζεύει ρεβύθια από το χωράφι στα Κμάσια που είχαν σπείρει και καλαμπόκι και ποτίζονταν, αν κάποιος είχε χρόνο να φτάσει ως εκεί, έδειξε έκπληκτη για το εγχείρημά μου. Η καλλιέργεια των ρεβυθιών και της φακής είχε αρχίσει να εγκαταλείπεται από  τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και μέχρι τα μέσα της δεκαετία του ΄60 είχε σταματήσει σε όλα τα χωράφια του χωριού ενώ στις αρχές της επόμενης δεκαετίας του ΄70 σταμάτησε και η καλλιέργεια σιταριού και κριθαριού. Όλα τα χωράφια που καλλιεργούνταν τότε σιτηρά και όσπρια, σήμερα έχουν γίνει λόγγος.

Ξεκινώντας λοιπόν να καλλιεργήσω ρεβύθια, το πρώτο πράγμα που διαπίστωσα ήταν ότι δεν είχα σπόρο, ούτε στο χωριό μπορούσα να αναζητήσω, ούτε στην περιοχή. Έτσι απευθύνθηκα ην φίλη Χριστίνα Βαϊοπούλου η οποία καλλιεργεί όσπρια στην Καρδίτσα. Μου έστειλε, τα φύτεψα όπως μου είπε, τα πότισα δυο τρεις φορές και προχθές τα μάζεψα, δυο δεμάτια όλα κι όλα και τα κουβάλησα στην πλάτη στο σπίτι. Τα βάλαμε στον ήλιο να στεγνώσουν πολλές ώρες, τα πάτησα με τις αρβύλες όπως μου είπε η μάνα μου να σπάσουν τα κλαδιά και τα τσόφλια και έκατσε με την Άρτεμη και τα ξεχώρισαν. Παλιά τα στούμπαγαν στο αλώνι με ένα ξύλο να σπάσουν και κατόπιν τα λίχνιζαν να μαζέψουν τον καρπό. Το ίδιο έκαναν και με τις φακές στο αλώνι ενώ λίχνιζαν τα φασόλια στη Ράχη αλλά τώρα εκεί η στροφούλα καλύφθηκε με άσφαλτο κι ένας τοίχος εμποδίζει τον αέρα.  

Δεν μπορώ να πω ότι η απόδοσή τους με ικανοποίησε, με το ζόρι να βγάλαμε πέντε κιλά και τούτο οφείλεται στο ότι άργησα να τα φυτέψω λόγω του παρατεταμένου χειμώνα. Δεν με πείραξε, έμαθα πως κάποια πράγματα θέλουν άλλο χρόνο απ’ αυτόν που εμείς εννοούμε και φυσικά, την επίδραση του καιρού πάνω στα πράγματα και κυρίως στις καλλιέργειες. Η σκέψη μου πήγε στα παλιότερα χρόνια, όταν τα ρεβύθια που αναφέρω ή οι φακές ήταν μαζί με τα φασόλια η κύρια τροφή των ανθρώπων και από την απόδοση των χωραφιών τους εξαρτιόνταν και η επιβίωσή τους. Όταν δεν τους πήγαινε καλά ο καιρός, τότε το ο φόβος της πείνας πλάκωνε το νοικοκυριό που δεν είχε άλλο τρόπο να αντικαταστήσει τη χαμένη σοδειά. Αν δε πήγαινε άσχημα και το καλαμπόκι, τότε σίγουρα θα πεινούσαν.

Μια κακή παραγωγή ρεβυθιών λοιπόν όπως η δική μου, θα ήταν προάγγελος δυσκολιών για τον χειμώνα οπότε κάποιος ή περισσότεροι από το σπίτι θα έπρεπε να φύγει να πάει κάπου να δουλέψει για να μπορέσει η οικογένεια να τα βγάλει πέρα. Μέχρι την δεκαετία του ’40 ούτε αυτό ήταν εύκολο, τα πράγματα άλλαξαν μετά τον πόλεμο που άνοιξαν οι δουλειές και οι δρόμοι προς τον κάμπο και τις πόλεις κι έτσι το μεροκάματο έσβησε η λαχτάρα για τον αν θα βρέξει να ποτιστούν τα χωράφια ενώ το δημόσιο έδωσε και σε πολλούς την δυνατότητα «βρέξει – χιονίσει» να μην έχουν άγχος για την επιβίωση.


Ρομαντικός, έρχομαι τώρα να δοκιμάσω αν αποδίδουν τα ρεβύθια στο χωριό και μαθαίνω από πρώτο χέρι έναν από τους λόγους που άδειασε η ορεινή Ελλάδα. Το καλό στην περίπτωση είναι ότι μου έμεινε η γνώση και ίσως φανεί χρήσιμη και σε άλλους όταν έρθει πάλι η ώρα να μας σώσουν τα βουνά και τα ξεχερσώματα για λίγα μέτρα καθαρής γης. Ελπίζω δε να είναι και κάποιος που θα μας δώσει σπόρο χωρίς πολλά ανταλλάγματα…  

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 13082020