Ο Γιώργος είναι φίλος μου και πουλάει διάφορα ενδιαφέροντα παλαιά αντικείμενα στο Μοναστηράκι, σε μια θέση δίπλα στο σταθμό. Συχνά τον επισκέπτομαι, να δω τι κάνει και παράλληλα χαζεύω τον πάγκο του να δω και τι καινούργιο κινείται σε αυτή την πιάτσα, αλλά σπανίως αγοράζω οτιδήποτε, γιατί τελευταία με έπιασε κάτι που θέλω να απαλλαγώ από πολλά πράγματα που πιάνουν πολύτιμο χώρο στο σπίτι μου και βαραίνουν τον μικρό κόσμο μου…
Σε αυτές τις σκέψεις λοιπόν ήμουν σήμερα, μέρα δίσεκτη και πολλά εγκυμονούσα, σαν ξεφύλλισα ένα ταλαιπωρημένο άλμπουμ με χαρτονομίσματα και το μάτι μου έπεσε πάνω σε μια σειρά παλαιών ελληνικών χαρτονομισμάτων, από την μαύρη Κατοχή ίσα με τις ωραίες ημέρες που παρατήσαμε πανηγυρικά τη σεμνή δραχμούλα μας, περάσαμε με ένα σωρό ελπίδες στο πολύφερνο ευρώ και τώρα κλαίμε τη μοίρα μας.Πάνε κάτι χρονάκια από τότε που έγινε το κακό αλλά η θέα των χαρτονομισμάτων της δραχμής με ταξίδεψε όχι στο 2001 αλλά πιο πίσω ακόμα, στην παιδική ηλικία που το χαρτζιλίκι ξεκινούσε από δεκαρούλες και έφτανε το πολύ το δίφραγκο καμιά Κυριακή ή στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα στο λόφο. Σιγά –σιγά περάσαμε στο τάληρο, στο δεκάρικο κατόπιν και μια μεγάλη μέρα, δεν θυμάμαι πότε ήταν αυτή, βρέθηκε στα χέρια μου ένα ολόκληρο χάρτινο πενηντάρικο.
Τούτο έγινε γιατί αφ’ ενός πρέπει να είχα μεγαλώσει αρκετά και κατά δεύτερον γιατί είχαν ανοίξει οι οικοδομικές δουλειές του πατέρα μου και τα αγροτικά της μάνας μου, τους οποίους πάντα βοηθούσα κι έτσι ανταμείφθηκα με αυτό το νόμισμα για το οποίο ασφαλώς και καμάρωσα. Αυτό ήταν πάνω κάτω και το εισιτήριό μου για τον κόσμο των μεγάλων και απέκτησε συμβολικό ρόλο, ρόλο που δεν παραμέρισε ούτε το κόκκινο κατοστάρικο κατόπιν, ούτε το καφέ χιλιάρικο ύστερα.
Πέρα από συμβολικό όμως ρόλο το μπλε πενηντάρικο ήταν ένα σοβαρό νόμισμα με το οποίο μπορούσε ένας νεαρός εκείνης της εποχής να έχει εισιτήρια από το χωριό ως την κωμόπολη του Αγίου Γεωργίου και τσιγάρα για μια εβδομάδα (3 δραχμές ο ΑΣΣΟΣ φίλτρο, σοκολάτες ΙΟΝ (δυο δραχμές η μικρή), «Μικρούς Σερίφηδες» και «Μικρούς καουμπόηδες», «Κλασσικά Εικονογραφημένα», κανένα κουλούρι ή απλά να συχνάζει στα ποδοσφαιράκια του χωριού που πήγαινα σχολείο και σινεμά στου Μυλωνά με το φόβο πάντα του παιδονόμου - γυμνασιάρχη.
Ήταν μια περιουσία εκείνο το πενηντάρικο του οποίου το αντίκρυσμα ήταν μεγαλύτερο από την πραγματική αξία του νομίσματος κι έτσι έμεινε στην μνήμη μέχρι άλλαξαν εντελώς τα πράγματα και όταν μπήκε στη ζωή μας το ευρώ, δεν μπορέσαμε να βρούμε ένα ανάλογο να το συγκρίνουμε γιατί χάσαμε και τα αυγά και τα πασχάλια τα τελευταία χρόνια.
Τα πέντε ευρώ μπορεί να του μοιάζουν στο χρώμα, αλλά δεν φτάνουν πια ούτε για ένα κουτί τσιγάρα και άμα θέλεις και καφέ τότε πρέπει να βγάλεις δέκα ευρώ για να πάρεις ρέστα ένα απλό εισιτήριο για κάποιο μέσο. Με είκοσι ευρώ, δεν την βγάζεις μια έξοδο στην πόλη ενώ για να πεις ότι θα κάτσεις και σε ένα μπαρ, τότε μοιραία φτάνεις στο καφέ πενηντάρικο.
Τι είναι δηλαδή το σημερινό πενηντάρικο; Δυο κουτιά τσιγάρα, δυο εισιτήρια, ένας καφές και κανένα κουλούρι στο δρόμο, τρία σουβλάκια καιμια μπύρα το μεσημέρι στο «Προδόρπιο», μια εφημερίδα αν λάχει, ένας καφές στον «Ιανό» το απόγευμα, πιθανόν μια ταβέρνα για να γίνει κουβέντα και τέλος ένα ποτό στον «Ένοικο», είναι το αντίκρισμα του πενηντάρικου για μια συνηθισμένη μέρα στου 2012 στην Αθήνα.
Για να μην παρεξηγηθώ, ο λογαριασμός είναι κάπως ετεροχρονισμένος, αναφέρεται στα χρόνια που υπήρχαν δουλειές και έβγαινε εύκολα το πενηντάρικο, αν όχι ένα την ημέρα, σίγουρα αρκετά μέσα στην εβδομάδα και μαζεύονταν κάποιο σεβαστό ποσό που σου έδινε ένα αξιοπρεπή τρόπο επιβίωσης. Σήμερα, όπως ήρθαν τα πράγματα κάτι τέτοιο είναι πρακτικά αδύνατο να γίνει από τις χλωμές δουλειές και το χειρότερο, το πενηντάρικο είναι πλέον ένα χαρτονόμισμα που δεν ευδοκιμεί παρά σε ελάχιστες τσέπες και από εκεί μέσα δεν βγαίνει ούτε για αστείο πλέον…