Ήταν τα κεράσια, το πρώτο φρούτο που έβαζαν οι άνθρωποι στο
στόμα τους στα ορεινά χωριά τα χρόνια που δεν τα επισκέπτονταν πλανόδιοι
μανάβηδες και η εκτίμηση που έτρεφαν γι’ αυτά οι ορεινοί σε όλη την Ελλάδα ήταν
μεγάλη. Περνούσε ολόκληρος χειμώνας χωρίς να έχουν φάει ένα φρέσκο φρούτο και
για τούτο φρόντιζαν να έχουν αρκετές κερασιές φυτεμένες στα χωράφια τους από
τις οποίες, όχι μόνο γέμιζαν το σπίτι, αλλά σε πολλές περιπτώσεις τα
εμπορεύονταν πηγαίνοντάς τα στα χωριά του κάμπου που εκείνα τα χρόνια δεν
ήξεραν τι θα πει φρούτο και ούτε οπωρόδεντρα είχαν φυτεμένα.
Αναφέρομαι στην ορεινή Δυτική Φθιώτιδα όπου τα περισσότερα
χωριά της είναι χτισμένα στις ανατολικές πλαγιές του Τυμφρηστού σε υψόμετρο
700 με 800 μέτρα το οποίο είναι ιδανικό για την ανάπτυξη των οπωρόδεντρων και
αυτό αποτελούσε μια σημαντική απασχόληση για τους ντόπιους και ένα έσοδο αν
βέβαια τα πήγαινε καλά ο καιρός.
Τα κεράσια λοιπόν ήταν το πρώτο φρούτο που μάζευαν οι
ορεινοί και τα πήγαιναν στα κεφαλοχώρια και στα χωριά του κάμπου για να τα
πουλήσουν, πράγμα αρκετά δύσκολο και κυρίως να τα ανταλλάξουν με άλλα είδη,
όπως σιτάρι, κριθάρι και καπνός. Εκείνα τα κεράσια δεν ήταν όπως των σημερινών
ποικιλιών αλλά ντόπια, λευκά και λίγο κόκκινα και τα μάζευαν από κάτι τεράστια
δέντρα που είχαν στις άκρες των χωραφιών για να κερδίζουν καλλιεργήσιμο χώρο,
με ψηλές σκάλες. Υποστήριζαν δε πως όσο ψηλότερα είναι οι κερασιές τόσο
καλύτερα κεράσια κάνουν και δεν είχαν άδικο. Τη δουλειά του μαζέματος των
κερασιών την αναλάμβαναν συνήθως γυναίκες και τα έβαζαν με προσοχή σε τροβάδες
και κατόπιν σε μεγάλα ξύλινα κασόνια και τα σκέπαζαν με φύλλα για να
διατηρούνται δροσερά στην μεταφορά ή οποία γίνονταν με μουλάρια και αρκετές
φορές ήταν και πάνω από οχτώ ώρες ως την αγορά – την πλατεία δηλαδή του χωριού που
ήταν ο προορισμός.
Πρόλαβα στο χωριό μου, τη Μεγάλη Κάψη Φθιώτιδας στη δεκαετία
του ’60, έναν ηλικιωμένο, τον Γιάννη Ακρίβο, ο οποίος ήταν ο έμπορος που
συγκέντρωνε τα φρούτα και τους καρπούς του χωριού και τα πήγαινε ως τη Λαμία
και την Καρδίτσα πολλές φορές να τα πουλήσει. Ολόκληρη σειρά από μουλάρια
ξεκινούσε μόλις νύχτωνε από το χωριό για να φτάσει τα ξημερώματα στα χωριά που
ήθελε και να γυρίσει το βράδυ με τα ζώα φορτωμένα αλλάγματα και να ξαναφορτώσει
πάλι να φύγει για καινούργιο προορισμό. Αυτό με τα κεράσια κρατούσε καμιά
εβδομάδα, το πολύ δέκα ημέρες γιατί οι κερασιές του χωριού ήταν φυτεμένες σε
διαφορετικά υψόμετρα, ξεκινούσαν από τα 400 μέτρα και έφταναν ως τα 850 μέτρα,
διαφορά που επηρέαζε σημαντικά την καρποφορία τους.
Το πιο σημαντικό στην περίπτωση ήταν ότι εκείνα τα κεράσια,
λεπτόφλουδα και χωρίς να έχουν υποστεί κανένα ψεκασμό ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητα
τόσο στη συλλογή, όσο και στη μεταφορά αλλά έφταναν (χωρίς να μπουν και σε
ψυγείο βέβαια) σε άριστη κατάσταση στον προορισμό τους και γι’ αυτό ήταν και
ονομαστά. «Καψιώτικα» κεράσια έλεγαν και τα λιμπίζονταν στην παλάντζα που τα
ζύγιζε ο χωριανός έμπορας. Ανάλογα δε με την οικονομική δυνατότητά του ο
καθένας αγόραζε λίγα για να «καλοσκαιρίσει» με χρήματα ή άλλαζε περισσότερα με
σιτάρι, περσινό αν είχε γιατί αυτό τον καιρό δεν είχαν ακόμη θερίσει ή με καμιά
σακούλα λαθραίο καπνό ο οποίος ήταν πιο ευπρόσδεκτος γιατί αποτελούσε άλλο
είδος εμπορεύσιμο στους ορεινούς, πιο προσοδοφόρο.
Από εκείνες τις παλιές κερασιές, σώζονται μερικές αλλά λόγω
του ύψους τους και της κατάστασης που βρίσκονται –σωστά ερείπια μιας άλλης
εποχής- μόνο λίγοι τολμηροί και με μακριές σκάλες μπορούν να φτάσουν και να
γευτούν τα κεράσια τους. Φυσικά γίνεται και προσπάθεια από ένα συγχωριανό που
γνωρίζει να κάνει εμβολιασμούς να καταφέρει να κρατήσει την ποικιλία και να
έχουμε να θυμόμαστε τα παλιά ωραία καψιώτικα κεράσια.
ΥΓ. Έζησα τις τελευταίες στιγμές του εμπορίου κερασιών του
χωριού στον κάμπο με τον πατέρα μου που τα κουβαλούσε με το αυτοκίνητο και
θυμάμαι καλά εκείνη την εποχή που χαρακτηρίζονταν από φτώχεια και τις
ανταλλαγές αγαθών που γίνονταν ανάλογα με το προϊόν και την ποιότητά του. Τα
κεράσια ήταν το πιο «βαρύ» νόμισμα όλης της χρονιάς.
ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 25062017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου