Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

ΣΤΟ ΓΡΑΜΜΟ ΓΙΑ ΝΕΝΕΣ ΚΑΙ ΜΑΝΙΤΑΡΙΑ




Σαν να ξύπνησε απότομα από το χειμώνα έδειχνε τις πρώτες ημέρες του φετινού Μάη (2007) ο Γράμμος, το μεγάλο βουνό με τις μοναδικές γραμμές, τις άπειρες ομορφιές και την πικρή, οπωσδήποτε ιστορία. Αργά και διστακτικά βλέπαμε μια παρέα φίλων που επισκεφθήκαμε το πρώτο Σαββατοκύριακο του μήνα το χωριό Κεφαλοχώρι του Δήμου Μαστοροχωρίων, την άνοιξη να ανεβαίνει τις δασωμένες πλαγιές ντύνοντας τα δέντρα με διάφανα πράσινα φύλλα και τα λιβάδια με πολύχρωμα λουλούδια και όλων η ψυχή λαχταρούσε να πατήσει στις κορυφές που κεντούσαν τον αιθέρα.

Η ιδέα να ανεβούμε στο βουνό ξεκίνησε από την κουβέντα που γίνεται κάθε χρόνο αυτές τις ημέρες στο Κεφαλοχώρι (πρώην Λυκόραχη και παλαιότερα Λούψικο) για τις νένες και τα μανιτάρια καθώς όλοι όσοι ευκαιρούν σε αυτό το όμορφο και ζωντανό χωριό πηγαίνουν κάθε ημέρα στο βουνό να μαζέψουν τα πολύτιμα ανοιξιάτικα δώρα του και το αποτέλεσμα της εξόδου αυτής γίνεται επίκαιρο θέμα στα καφενεία. Κάθε ημέρα σχεδόν ανηφορίζουν, άλλοι προς τα μεγάλα λιβάδια Μικρός και τον Μεγάλος Καμπίτσιος και Πέτρα Μούκα που σφίγγουν τα πυκνά δάση της οξιάς και στις επιβλητικές Αρένες ή δοκιμάζουν την αντοχή των αυτοκινήτων τους στο χωματόδρομο που οδηγεί στο χωριό Γράμμος (Γράμμουσα) την πλευρά της Καστοριάς για να μπουν στην καρδιά του υπέροχου βουνού.

Μια τούφα μεγάλες νένες διακρίνεται ανάμεσα στα άλλο χορτάρια στο μεγάλο λιβάδι.

Οι νένες ή νάνες όπως τις λένε αλλού είναι ένα σπάνιο, άγριο χορταρικό, συγγενές του σπανακιού το οποίο φυτρώνει σε πυκνές τούφες σε πολλά σημεία του βουνού, προτιμά δε τα σημεία που στάλιζαν το περασμένο καλοκαίρι τα πρόβατα. Το φυτό αναπτύσσεται αμέσως σε σημεία που ελευθερώνονται από το χιόνι και δεν διατηρείται πολλές ημέρες δροσερό και γι’ αυτό μοιάζει να το κυνηγούν να το μαζέψουν.

Γνωρίζοντας πως η ημέρα δεν θα μας πρόσφερε και ιδιαίτερη θέα λόγω του θολού αέρα από την αφρικάνικη σκόνη που αιωρούνταν στον αιθέρα εκείνο τον καιρό, εντούτοις ξεκινήσαμε με δυο αυτοκίνητα να ανεβούμε στο Γράμμο. Εγώ κάθησα δίπλα στον Νίκο (Νίκλα) Νούτσο και πίσω τον Δημήτρη (Τάκη) Φασούλη, τον διευθυντή του Λαογραφικού Μουσείου Κεφαλοχωρίου ενώ στο άλλο αυτοκίνητο μπήκαν που οδηγούσε ο αδερφός του Νίκλα, Ηλίας Νούτσος μπήκαν ο Κώστας Νούτσης, ο γιατρός από το Ασημοχώρι μαζί με τον συγχωριανό του Στέφανο Πανταζή και ο Δημήτρης Κυπαρίσης που σαν ξεμπάρκαρε από τα καράβια ζει πλέον μόνιμα στη Θεοτόκο και ασχολείται με τη συστηματική φωτογράφιση του Γράμμου.

Ο Νίκλας μαζεύει νένες, ο Τάκης περιμένει με ανοιχτή τη σακκούλα και ο Στέφανος με τον Κώστα παρακολουθούν

Από το Κεφαλοχώρι ακολουθήσαμε το δρόμο που δίπλα από τον Σαραντάπορο οδηγεί προς τα χωριά Χρυσή και Πευκόφυτο της Καστοριάς κι απ’ εκεί πήραμε ένα χωματόδρομο ο οποίος δεν είχε δεχθεί ακόμη καμιά φροντίδα και η διαδρομή αποδείχθηκε ιδιαίτερα οδυνηρή για τη μέση. Δίπλα μας όμως και μπροστά μας, η ανάσταση του βουνού και του δάσους μας αποζημίωνε ενώ οι πληροφορίες με τις οποίες μας βομβάρδιζε ο Νίκλας, δεν άφηναν περιθώρια για πονεμένες σκέψεις.

Περάσαμε δίπλα από τους ερειπωμένους οικισμούς, Λιανοτόπι, Βέρνικ για τους οποίους ο Νίκλας μας είπε ότι κάποτε, στα χρόνια του Αλη Πασσά, σε όλο το Γράμμο υπήρχαν μεγάλα και πλούσια χωριά τα οποία κατέστρεψε ο σατράπης της Ηπείρου για να σφετερισθεί τα πλούτη τους. Έτσι από εκείνα τα περήφανα χωριά σήμερα δεν διακρίνεται τίποτα άλλο παρά σωροί από πέτρες τις οποίες με ιδιαίτερη ευκολία παίρνουν οι αλβανοί εργολάβοι που κατασκευάζουν καινούργια σπίτια στο χωριό Γράμμος και αλλού. Μέχρι και τα αγκωνάρια της εκκλησίας ξερίζωσαν οι αθεόφοβοι!

Στις παρυφές του χωριού διατηρούνται ακόμα κάποια σημάδια από την παλιά ζωή

Στο σιωπηλό Γράμμο φθάσαμε μετά από μια ώρα σχεδόν πορεία και χωρίς να σταθούμε καθόλου στο χωριό, προχωρήσαμε για να φθάσουμε στα λιβάδια όπου θα βρίσκαμε τις νένες. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο να εντοπίσουμε μια πλαγιά που ήταν γεμάτη με μεγάλες τούφες από τρυφερές νένες καθώς και πολλές τσουκνίδες και λάπατα. Επειδή δε ήταν πολύ νωρίς, λίγα ήταν τα λουλούδια που είχαν ανθίσει και κυρίως τα δακράκια, ένα είδος κίτρινων ηράνθεμων που είχαν πλημμυρίσει όλες τις πλαγιές. Μοσχοβολούσε όλος ο τόπος από αυτά τα λουλούδια τα οποία μαζεύουν οι Αλβανοί που μπαίνουν σε μεγάλες ομάδες στο Γράμμο, τα ξηραίνουν και τα πουλάνε σε κάποια γνωστή γερμανική φαρμακοβιομηχανία. Ίσως αυτοί ξέρουν κάτι που οι Έλληνες αγνοούν γι’ αυτό το λουλούδι, αλλά και να το ήξεραν, ποιος αλήθεια θα πήγαινε να μαζέψει μεροκάματο λουλούδια στο βουνό;

Αφού μάζεψε τα νερά από όλα τα ρέματα του Γράμμου, ο Αλιάκμονας αρχίζει το μεγάλο ταξίδι του προς τη θάλασσα



Γύρω μας αναπτύσσονταν κυκλικά και με χάρη όλες οι κορφές του Γράμμου, με τα λίγα φετινά χιόνια που έλιωναν πολύ γρήγορα και τροφοδοτούσαν τα μεγάλα ρέματα που αποτελούν τις πηγές του Αλιάκμονα και όλα μαζί συγκλίνουν και δημιουργούν το μεγάλο ποταμό. Το λίγο θολωμένο νερό που είχαν όμως εφέτος, προμήνυε ένα ιδιαίτερα ξηρό καλοκαίρι, ένα καλοκαίρι που θα μας τυραννήσει όλους και πολύ περισσότερο τα ζωντανά, ήμερα και άγρια των βουνών.

Αναφέραμε πως οι νένες αναπτύσσονται αμέσως μόλις ελευθερωθεί το έδαφος από το χιόνι, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τα άλλα χορτάρια. Ο καψαλισμένος από την παγωνιά τόπος, στις ψηλότερες πλαγιές έμοιαζε σαν να μην μπορεί φέτος να βγάλει ούτε ένα χλωρό χορτάρι. Όλοι συζητούσαμε τι μέλλει γενέσθαι, ακόμα και οι Αλβανοί που βρήκαμε στο χωριό να χτίζουν όπως αυτοί ξέρουν τις ανορθογραφίες που λέγονται βίλες, κι αυτοί έδειχναν προβληματισμένοι με την κατάσταση.

Οι νένες φαίνεται όμως ότι δεν είχαν ιδιαίτερο πρόβλημα, μιας και ο κύκλος της ζωής τους είναι ιδιαίτερα μικρός και όταν ξηραίνεται ο τόπος τον έχουν ολοκληρώσει. Έτσι, σε ένα μεγάλο ίσιωμα, βρήκαμε αρκετές και ο Νίκλας με τον Δημήτρη σε πολύ λίγο χρόνο γέμισαν δυο σακούλες και αμέσως σταματήσαμε και κατευθυνθήκαμε στο χωριό όπου όπως είπαμε, μόνο μια παρέα Αλβανών μαστόρων ήταν εκεί και έφτιαχναν μια πέτρινη ψησταριά σε ένα χώρο δίπλα από το ανενεργό Κοινοτικό Γραφείο που λειτουργεί το καλοκαίρι ως χώρος συνάντησης και διασκέδασης των παραθεριστών.

Μόνο οι τοίχοι μένουν όρθιοι από την παλιά, μεγάλη εκκλησία της Γράμμουσας

Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα σε αυτό τον τόπο και δεν είχα εικόνα από παλιότερα. Αυτό δε που μου έκανε τεράστια εντύπωση είναι η ραγδαία οικοδόμηση πέτρινων σπιτιών με κόκκινες στέγες από τσίγκο για τα οποία η πρώτη ύλη, δηλαδή η πέτρα προέρχεται από τα ερείπια των παρακείμενων ιστορικών οικισμών του Γράμμου. Το αυθαίρετο αυτό γεγονός δεν φαίνεται να απασχολεί κανέναν, καθώς με αυτό τον τρόπο βολεύονται όλοι και έτσι μειώνεται το κόστος της οικοδομής.

Πέραν όμως αυτού, τίθεται και ένα άλλο πρόβλημα που αυτή τη στιγμή απασχολεί μόνο τους αισθητικά ευαίσθητους, ενδεχομένως και κάποιους άλλους, ερευνητές, ιστορικούς και ίσως και ορισμένους που μελαγχολούν καθώς βλέπουν ένα ιδανικό τοπίο να μεταμορφώνεται σιγά – σιγά σε ένα χωριό που τίποτα δεν θα τους θυμίζει και να σβήνει τη μνήμη και τα βιώματα του χώρου. Μόνο στις παρυφές αυτού του νέου χωριού επιζούν ορισμένες καλύβες κτηνοτρόφων που ακόμη θυμίζουν τον παλιό Γράμμο και τον κόσμο του, αλλά όπως φαίνεται δεν αρκούν να συγκινήσουν κανένα. Άφωνα και άνευρα αυτά τα στοιχεία της λαμπρής παράδοσης των κτηνοτρόφων βλέπουν γύρω τους τον κόσμο να αλλάζει και λυγάνε ακόμη περισσότερο τα πόδια τους.

Σε ένα τέλειο κατά τα άλλα οικισμό, με ρυμοτομικό σχέδιο που θα ζήλευαν πολλοί οικισμοί της Ελλάδας και δίκτυο αποχέτευσης που καταλήγει στον ποτάμι, πολλοί συμπολίτες μας «σηκώνουν» τα σαλέ τους και όπως δείχνουν τα πράγματα, σε λίγα χρόνια εκεί πάνω θα δημιουργηθεί μια κωμόπολη που εκτός από το καλοκαίρι θα διεκδικήσει και ιδιαίτερη φροντίδα για να μείνει ανοιχτή και το χειμώνα. Το πόσο όμως αυτό θα γίνει εφικτό, είναι ένας άλλος λόγος.

Ο Νίκλας Νούτσος, ένας άνθρωπος που έχει μια ιδιαίτερη σχέση με το Γράμμο.
 Πριν φύγουμε από το χωριό, όπου σαν φάντασμα δεσπόζει η μεγάλη ερειπωμένη εκκλησία η τοίχοι της οποίας στέκουν ακόμα όρθιοι, ο Νίκλας μου είπα να τον ακολουθήσω στην απέναντι από το χωριό πλαγιά μήπως και βρούμε μανιτάρια. Περάσαμε την ακαλαίσθητη τσιμεντένια γέφυρα του Αλιάκμονα – πρόκειται για την πρώτη γέφυρα σε αυτόν τον ποταμό και αρχίσαμε να ψάχνουμε στην πλαγιά. Δεν είχε έρθει όμως ο καιρός των μανιταριών και εξαιτίας του κρύου δεν είχε ξεμυτίσει κανένα. Πήγαμε σε όλα τα πιθανά σημεία όπου η πείρα του Νίκλα θα μας βοηθούσε, αλλά τίποτα. Μόνο μια μικρή αποικία από μοσχομάνταρες βρήκαμε και ήταν χρήσιμη για μια φωτογραφία. Ο αδερφός του Νίκλα, ο Ηλίας με ιδιαίτερη πείρα κι αυτός στα μανιτάρια επέλεξε την προσήλια πλαγιά πάνω από το δρόμο αλλά και αυτός δεν είχε καμιά τύχη. Έτσι μείναμε χωρίς μανιτάρια και μόνο με δυο σακούλες νένες όταν πήραμε τον δρόμο της επιστροφής προς στο Κεφαλοχώρι για τα παρεταίρω στην ταβέρνα της Ναυσικάς Φασούλη.

Αυτό το κίτρινο λουλουδάκι μαζεύουν οι Αλβανοί και το μοσχοπουλάνε στους Γερμανούς

Tο κείμενο δημοσιεύτηκε στο ένθετο περιοδικό της εφημερίδας Έθνος, "Έθνος - Κυνήγι" τον Ιούνιο του 2007 και δεν υπάρχει στο site της εφημερίδας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου