Το επέβαλλε η τάξη του χειμώνα στο Αιγαίο· όλα τα πλεούμενα όσο διαρκούν οι δύσκολοι μήνες να βγαίνουν στη στεριά για να γλυτώσουν αφ’ ενός από τη μανία των κυμάτων και του αέρα και αφ’ ετέρου μέσα σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα να τύχουν της ετήσιας φροντίδας από τα χέρια των μαστόρων και να επισκευαστούν, αν χρειαστεί, όποιες ζημιές έχουν προκληθεί έτσι ώστε μόλις ανοίξει ο καιρός να βγουν πάλι στο πέλαγος…
Aνάλογα δε με τον αριθμό αλλά και το μέγεθος των σκαφών σε κάθε τόπο, αυτά έβγαιναν αν ήταν μικρά από την αμμουδιά και στεγάζονταν σε κάποιο οίκημα όπως τα σπίτια της βάρκας στη Μήλο και στην Κίμωλο ή άλλα πιο πρόχειρα. Αν όμως επρόκειτο για μεγάλα πλεούμενα, τότε τα τραβούσαν σε κάποια οργανωμένους χώρους, τα νεώρια ή ταρσανάδες όπως επικράτησε να λέγονται κατά τους βυζαντινούς χρόνους μέχρι που στη Μεσόγειο πρώτη δύναμη στη θάλασσα γίνεται η Βενετία και αρχίζουν να λέγονται πια καρνάγια.
Τα καρνάγια όπως επικράτησε να λέγονται πλέον τα νεώρια σε κάθε νησί ή παράλια πολιτεία εξαιτίας της μακρόχρονης παρουσίας των λατίνων στα ανατολικά πελάγη της μεσογείου ήταν χώροι όπου εκτός από την επισκευή των σκαφών εξελίχθηκε η τέχνη της ναυπήγησης και ανάλογα με τις αντιλήψεις και κυρίως την εμπειρία των θαλασσών διαμορφώθηκαν τα μοντέλα που αντικρίζουμε μέχρι σήμερα ακόμα να πλέουν στις ελληνικές θάλασσες, τα λεγόμενα καίκια και με τις μικρές όμορφες παραλλαγές τους.
Ο Στάθης Αλιμπράντης στο καρνάγιο της Πάρου
Από τα τελευταία καρνάγια που λειτουργούν στο Αιγαίο είναι αυτό του Αλιμπράντη στον όρμο Δέτη της Πάρου απέναντι ακριβώς από τη Νάουσα που ξεκίνησα το 1966 ο Βασίλης Αλιμπράντης και μετά το θάνατό του το 2000 το συνεχίζει ο γιός του Στάθης ο οποίος είναι σήμερα και ο μοναδικός καραβομαραγκός σε αυτό το νησί που γνωρίζει εκτός από τις επισκευές και πως μπορεί να κατασκευάσει ένα καινούργιο καίκι από την αρχή.
Την τέχνη του καραβομαραγού ο Βασίλης Αλιμπράντης την όφειλε στον πατέρα του Στάθη ο οποίος την έμαθε από τον περίφημο γέρο Ρολογά τη δεκαετία του 1930 στη Σύρο, ήταν ο πρώτος που την έφερε στην Πάρο και τραβούσε στην αμμουδιά των Αγίων Αναργύρων μικρά σκάφη και τα επισκεύαζε χωρίς βέβαια να διαθέτει και κάποιο σπουδαίο εξοπλισμό.
Μέχρι τότε η συντήρηση των σκαφών γινόταν μέσα στο λιμάνι με ένα απλό και ιδιαίτερα κουραστικό τρόπο. Οι βαρκάρηδες και οι ψαράδες εκείνης της εποχής μπάταραν το πλεούμενο από τη μια πλευρά με ένα βαρέλι γεμάτο νερό, το έξυναν και το άλειφαν με πίσσα και λίπος και μόλις τελείωναν έβαζαν το βαρέλι από την άλλη πλευρά. Αυτή η πρωτόγονη μέθοδος δεν κράταγε πολύ κι έπρεπε να επαναληφθεί τουλάχιστον τρεις φορές το χρόνο για να συντηρηθεί το σκάφος και να έχει καλύτερη απόδοση σε ταχύτητα.
Από τη δεκαετία του ’50 όμως και πέρα τα πράγματα με τα πλεούμενα στις Κυκλάδες αλλάζουν και όλα σιγά – σιγά αποκτούν μηχανές και μεγαλώνουν σε μήκος και όγκο, στοιχεία που φυσικά και προϋποθέτουν ένα υψηλότερο κόστος. Τα ατμόπλοια της γραμμής ανοίγουν μια καινούργια εποχή για όλα τα νησιά, τα λιμάνια που κατασκευάζονται και ο τουρισμός που αρχίζει να αναπτύσσεται ραγδαία παρακινούν τους νησιώτες κι έτσι παρατηρείται μια άνευ προηγουμένου άνθιση της παράκτιας αλιείας και των μεταφορών.
Τούτα τα σκάφη δεν μπορούν πια να συντηρηθούν με μια τούμπα στη θάλασσα και πρέπει να βγουν στη στεριά. Έτσι ο «εργάτης» που ήθελε 10 ανθρώπους να λειτουργήσει μπαίνει στην υπηρεσία του καρνάγιου του Βασίλη Αλιμπράντη ο οποίος μεταφέρει και μεγαλώσει την εγκατάσταση του στο Δέτη. Τα πρώτα χρόνια συνεργάζεται με τον αδερφό του Πέτρο αλλά μέχρι την ημέρα που πέθανε τα δούλεψε μόνος του και έπαιρνε εργάτες από την Πάρο.
Από το 2001 και πέρα, το καρνάγιο το δουλεύει μόνος του ο Στάθης ο οποίος ακολούθησε την εξέλιξη στα πλεούμενα κι έτσι εγκατέστησε περισσότερα, μεγαλύτερα και σύγχρονα εργαλεία και μπορεί να τραβήξει ακόμη και μεταλλικά σκάφη μέχρι και 38 μέτρα, όπως αυτό που κάνει τα δρομολόγια από και προς την Αντίπαρο, το «ANTIPAROS LINES» και άλλα πολλά τα οποία δουλεύει με τον Αιγύπτιο βοηθό του Μαχμούτ, επιπλοποιό στην πατρίδα του αλλά οι ανάγκες στην Πάρο τον έκαναν κι αυτόν καραβομαραγκό.
«Τα χρόνια με τον πατέρα» λέει ο Στάθης «ασφαλώς και βγάζαμε περισσότερα σκάφη αλλά ήταν μικρά. Τώρα είναι μεγαλύτερα και πολλά από αυτά πλαστικά καθώς εξαιτίας της «απόσυρσης» πολλοί ψαράδες έχουν εγκαταλείψει τη δουλειά ή για να τη συνεχίσουν με τις προδιαγραφές που βάζει η Ευρώπη υποχρεώθηκαν να αλλάξουν σκάφος». Για τη δουλειά του ασφαλώς και είναι καλύτερα τα πλαστικά γιατί καθαρίζονται πιο εύκολα αλλά του Στάθη τα χέρια χαίρονται σαν αγγίζουν ένα παλιό ξύλινο σκάφος και με το μάτι μπορεί να εκτιμήσει αν αξίζει κάποιο να το διορθώσει και να το ρίξει πάλι στη θάλασσα.
Από το καρνάγιο του Στάθη έχουν περάσει όλα τα σκάφη της Πάρου και των μικρών νησιών και τα θυμάται σχεδόν ένα – ένα. Τις χάρες που έχουν, τα κουσούρια τους, τις παραξενιές τους, το ιστορικό τους και λυπάται πολύ όταν βλέπει κάποια από αυτά να τα κάνουν κομμάτια. «Μια εβδομάδα δικής μου δουλειάς» λέει, «γίνεται μέσα σε δέκα λεπτά ένας σωρός ξύλα». Ο ίδιος γνωρίζει πως ένα σκάφος πενήντα χρονών έχει κλείσει τον κύκλο του και με τίποτα δεν μπορεί να αναστηθεί και αλλά έτσι όπως εφαρμόστηκε η απόσυρση καταστράφηκαν πολλά από τα στολίδια των ελληνικών θαλασσών και σε λίγα χρόνια κανένας δεν θα μπορεί να τα ξαναφτιάξει καθώς η τέχνη του καραβομαραγού δεν ελκύει τους νέους να την ακολουθήσουν.
Ο Γιάννης Μαλαματένιος με το γιο του Μπατίστα μπροστά στο "Μηδέν Άγαν"
Δοκιμάζει όμως με τον φίλο του, το Γιάννη Μαλαματένιο, έναν σπουδαίο ψαρά της Πάρου να αναστήσουν ένα ιστορικό σκάφος του νησιού, το περίφημο «Μηδέν Άγαν» που έχει συμπληρώσει μισό αιώνα ζωής αλλά καθώς ήταν μια πολύ καλή και είναι σίγουροι πως θα τα καταφέρουν.
Με τόσα πλεούμενα που περνάνε από τα χέρια του, επόμενο θα ήταν ο Στάθης να έχει και το δικό του να το περιποιείται και να πηγαίνει όποτε έχει χρόνο στο ψάρεμα που του αρέσει πολύ. Τούτο το ρόλο παίζει ο «Στάθης», ένα όμορφο τρεχαντήρι που αληθινά στολίζει το καρνάγιο με την παρουσία του και για το οποίο αφιερώνει πολύ χρόνο στη φροντίδα και στο στόλισμά του.
Οπωσδήποτε και είναι μια δύσκολη δουλειά το καρνάγιο γιατί όσο και να έχουν εξελιχθεί τα μηχανήματα αυτή δεν παύει να γίνεται με τα χέρια και τούτο βεβαίως και δεν ενθουσιάζει τους νέους να την ακολουθήσουν. Εκτός αυτού δεν έχει πια και τα κέρδη που είχε κάποτε καθώς η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών αποτρέπει πολλούς από τους ιδιοκτήτες των σκαφών να ζητήσουν καλή δουλειά.
Την εκτίμηση για το πόσο θα κοστίσει μια επίσκεψη του σκάφους στο καρνάγιο την κάνει ο ίδιος ο Στάθης και πάντα προσπαθεί να προτείνει μια καλή τιμή στον ιδιοκτήτη έτσι ώστε και το σκάφος να τύχει της απαραίτητης φροντίδας και να μη βγει κανένας χαμένος.
Με τόσα πλεούμενα που περνάνε από τα χέρια του, επόμενο θα ήταν ο Στάθης να έχει και το δικό του να το περιποιείται και να πηγαίνει όποτε έχει χρόνο στο ψάρεμα που του αρέσει πολύ. Τούτο το ρόλο παίζει ο «Στάθης», ένα όμορφο τρεχαντήρι που αληθινά στολίζει το καρνάγιο με την παρουσία του και για το οποίο αφιερώνει πολύ χρόνο στη φροντίδα και στο στόλισμά του.
ΑΘΗΝΑ, 08042011
ΥΓ. Το κείμενο και οι φωτογραφίες δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό "Σκάφος - Φουσκωτό" της εφημερίδας Έθνος τον Απρίλιο του 2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου