Εκεί παντρεύτηκε τον κατά 15 χρόνια μεγαλύτερό συγχωριανό της Νίκο Μπούρα, από τον οποίο είχε μάθει κάποτε λίγα γράμματα στη γειτονική με το σπίτι της εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και σαν τους επέτρεψε ο στρατός να γυρίσουν στο χωριό τους το καλοκαίρι του 1950, άρχισαν μια καινούργια ζωή με τη χαρά μάλιστα του πρώτου τους παιδιού Αλέκου στην αγκαλιά της.
Άλλαξαν όμως τα πράγματα και ο δάσκαλος δεν ξαναμπήκε σε τάξη σχολείου. Πάλεψαν όμως στα χωράφια και πρόκοψαν, ο μόχθος τους έδεσε με τον τόπο και δεν παραπονέθηκαν ποτέ για τη γη τους. Πάνε πολλά χρόνια όμως από τότε που ο Νίκος είναι κάτω από το χώμα του κοιμητηρίου της Αγίας Παρασκευής– εκατό μέτρα και απέναντι από το σπίτι τους και η Γεωργίτσα πάντα προλάβαινε σαν τέλειωνε τις δουλειές να του ανάψει το καντήλι και να του διηγηθεί της μέρας τους καημούς και τα παράπονα. Σαν γύρναγε, κάθονταν στο κατώφλι, αγνάντευε τη φλογίτσα και μετά έπεφτε για ύπνο δίπλα στο τζάκι.
Έτσι έκλεινε κάθε ημέρα η ζωή της μέχρι πέρσι που οι δυνάμεις της δεν τη βοηθούσαν και ξεχειμώνιασε στην Αθήνα κοντά στην κόρη της, αλλά μετρούσε μια μία τις ώρες να γυρίσει αυτές τις ημέρες στο Μαρίνο γιατί ο Νίκος της έμεινε χωρίς συντροφιά όλο το χειμώνα και ο κήπος μπροστά στο σπίτι απεριποίητος. Στο δρόμο της κι ένα άλλο καντηλάκι, του γιού της Αλέκου στο κοιμητήριο του Κρικέλου, περιμένει κι αυτό μια καλησπέρα από τη μάννα…
Σημείωση: Το κείμενο και οι φωτογραφία για την κυρά Γεωργίτσα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «EXPLORE NATURE» της εφημερίδας «Έθνος» τον προμνημονιακό Απρίλιο του 2009.
Οι καθημερινοί ήρωες έχουν τόσα πολλά να μας πουν με τη σιωπή τους που ίσως ποτέ άλλοτε να μην έκανε τόσο θόρυβο.
ΑπάντησηΔιαγραφή