Καθώς ψάχνω στα έγκατα των αρχείων (προσωπικών αλλά και της
δουλειάς 35 χρόνων και εσχάτως και των δικτυακών αναρτήσεων μου) συνεχώς
ανακαλύπτω πράγματα που με μεταφέρουν, άλλοτε τρυφερά και άλλοτε βασανιστικά,
σε περασμένες εποχές και με καλούν να επιστρέψω νοερά στη στιγμή που συνέβησαν,
να αναλογιστώ αλλά και εκτιμήσω την εξέλιξή τους. Για εκείνο όμως που με
προκαλούν περισσότερο και μαζί με το αίσθημα ότι έχω στα χέρια μου ένα
ντοκουμέντο από την ιστορία της μικρής μας κοινότητας, τη γενέτειρα ή καλύτερα
την πατρώα γη, τη Μεγάλη Κάψη Φθιώτιδας, είναι ότι μέσω αυτού του στοιχείου,
καλούμαι να μετρηθώ (και να χρεωθώ δια της καταγραφής) και τη μνήμη όλων των
Μεγαλοκαψιωτών – όσων είναι στον ουρανό και όσων περπατούν ακόμη στη γη.
Τέτοιο αίσθημα μου προκάλεσε η ανακάλυψη μιας φωτογραφίας
από τα κάλαντα που πήγαμε τα παιδιά του χωριού τα Χριστούγεννα του 1966. Για
μένα τότε ήταν η πρώτη χρονιά που με πήραν μαζί τους στα «τραγούδια» όπως τα
έλεγαν στο χωριό και στην ουσία ήταν ένας σταθμός στην ενηλικίωσή μου. Μέχρι
τότε δεν πήγαινα στα «τραγούδια» παραπέρα από τη γειτονιά – άντε και μέχρι το
σπίτι του θείου μου Κώστα στην κορυφή του χωριού. Το χωριό μας ήταν μικρό αλλά
εκείνα τα χρόνια για μένα φάνταζε τεράστιο και υπήρχαν γειτονιές, όπως το
Κοτρώνι, στα δυτικά που τα αγνοούσα. Τους χωριανούς και τις χωριανές τις έβλεπα
βέβαια στην εκκλησία αλλά δεν ήξερα που ήταν το σπίτι τους και τα «τραγούδια»
εκείνης της χρονιάς ήταν μια πρώτης τάξης ευκαιρία να γνωρίσω το μικρό χωριό μας
και να μπω στα σπίτια ή στην αυλή των ανθρώπων που το κατοικούσαν.
Ξεκινήσαμε για τα «τραγούδια» πολύ νωρίς, αχάραγα σχεδόν και
η συγκέντρωσή μας ήταν στο καφενείο του Διπλάρη, το οποίο άνοιγε πάντα η κυρά
Ναυσικά να φτιάξει κανένα καφέ σε όσους επρόκειτο να πάρουν το πρωινό λεωφορείο
να κατέβουν στον Άγιο Γεώργιο, τη Μακρακώμη και τη Λαμία και ακόμη παραπέρα.
Εκεί, κοντά στη σόμπα που έκαιγε ξύλα περιμέναμε να μαζευτούν όλοι και
ξεκινούσαμε με πρώτο σταθμό την εκκλησία, την Αγία Τριάδα γιατί τότε ο παπα
Παντελής Καποτέλης δεν μας άφηνε καμιά μέρα του χρόνου αλειτούργητους και όλο
και κάποιος επίτροπος που είχε πάει να ανάψει τη σόμπα βρίσκονταν εκεί και με
το ευλογημένο νόμισμα που μας έδινε κάναμε σεφτέ. Το θεωρούσαμε μάλιστα τυχερό
και με αυτό να κουδουνίζει στο ντενεκεδένιο κουτί που είχαν φτιάξει ο
μεγαλύτεροι αρχίζαμε μια σειρά επισκέψεων σε όλα τα σπίτια του χωριού που ήδη
είχε αρχίσει να ξυπνάει και να κινείται στην ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων. Οι
άντρες δηλαδή να ακονίζουν τα χατζάρια για το σφάξιμο των γουρουνιών που τότε γίνονταν
πάντα την παραμονή και οι γυναίκες να ανάβουν καζάνια για την επεξεργασία του.
Πρώτο σπίτι που πηγαίναμε ήταν της Ελένης Πανέτσου με το
νόμισμα της οποίας ξεκινούσε στην ουσία η επιχείρηση «τραγούδια» κάτω ακριβώς
από την εκκλησία και αμέσως μετά στου Βαγγέλη και της Δήμητρας Κωτσόπουλου. Μας
καλωσόριζε συνήθως η Δήμητρα και βλέπαμε τον Βαγγέλη να πίνει τον καφέ του και
να ετοιμάζεται να πιάσει το ψαλίδι και το βελόνι να ξεκινήσει τη ραφτική του.
Από το Κωτσοπουλέικο κατεβαίναμε στο αλώνι, στου Τζιούτζουρα όπως έλεγαν και
κοιτάγαμε αν είχε καπνό η Ασήμω Μάμαλη. Αν είχε σήμαινε πως ήταν στο χωριό και
κατεβαίναμε ως εκεί. Δίπλα της ήταν το σπίτι του Φάνη Κολοκύθα αλλά εγώ δεν
θυμάμαι να το κατοικεί κανένας πια καθώς ο Φάνης είχε φτιάξει καινούργιο στο
Λάκκο Μαχαλά.
Κοντά τους ήταν και δυο άλλα σπίτια που σπάνια είχαν καπνό,
το Σιακωνέϊκο και του Μπαμπαούση. Ούτε σε αυτά βλέπαμε καπνό, κάνα δυο φορές
μόνο πήγαμε στου Μπαμπαούση. Μετά από αυτόν τον έλεγχο μέσω του καπνού των
τζακιών πηγαίναμε στα σίγουρα, στο Ζυγουρείκο σπίτι όπου ζούσαν Κώστας και η
Σοφία καθώς και τα κορίτσια ακόμη, η Ιουλία και η Χρυσάνθη. Μετά από εκεί
περνούσαμε από τη Σβαρνή και το σπίτι του Βασίλης (Βασιλάρα) Ποντικού και της
Μαρίας και καμιά φορά βλέπαμε και την κόρη της Θωμαή. Στο διπλανό σπίτι, το
Ποντικοπουλέϊκο, το προσπερνούσαμε γιατί σπάνια ήταν κάποιος εκεί και πηγαίναμε
πρώτα στου Μέλτου και της Ασπασίας (Πασιώς) Τσιρώνη και των παιδιών τους Γιάννη και Βούλας. Ο
Γιάννης ήταν μεγαλύτερος και δεν επιτρέπονταν (από μια άγραφη συνήθεια) να
έρθει στα «τραγούδια» στα οποία πήγαιναν μόνο τα παιδιά του σχολείου τα οποία
έπρεπε να αποτελούν μια ομάδα και όποιο άλλο παιδί ή παρέα παιδιών πήγαιναν δεν
ήταν ευπρόσδεκτα παραπέρα από τα συγγενικά τους σπίτια. Την εποχή εκείνη πάλι
στα «τραγούδια» πήγαιναν μόνο τα αγόρια του σχολείου και τα κορίτσια έμεινα
σπίτι βοηθώντας σε διάφορες δουλειές τις μεγαλύτερες γυναίκες.
Από του Μέλτου πηγαίναμε κατευθείαν στου Βαγγέλη Τσιρώνη,
του αγροφύλακα της γυναίκας του Μαρίας ο οποίος μας υποδέχονταν πάντα εγκάρδια
μαζί με την Τασία και καμία φορά με την Γεωργία και τον Γιάννη. Εκεί κάναμε μια
μικρή στάση και από το μπαλκόνι τους βλέπαμε αν ήταν στο χωριό η Κολοκύθω
(Ειρήνη Κολοκύθα), οι Κατσιαδιωταίοι και οι Γεωργανταίοι. Πολύ σπάνια ήταν
κάποιος σε αυτά τα σπίτια να ανάψει τζάκι κι έτσι τα προσπερνούσαμε κατευθυνόμενοι
στο Ριζοπουλέικο προσπερνώντας το Τσιλικέϊκο στο οποίο πολύ σπάνια ήταν κάποιος
εκεί από του Πελεκουδαίους, τον Θανάση και την Ελένη και κανένα από τα παιδιά. Στο Ριζοπουλέϊκο που είχε πολλά παιδιά, ήταν
όλα μεγαλύτερα και είχαν φύγει από το χωριό αλλά πολλές φορές κάποια είχαν
έρθει να δουν τους γονείς τους Κώστα και Σοφία καθώς και την Καλλιρόη. Έτσι μας
πολλές φορές μας υποδέχονταν ο Βασίλης, ο Χρήστος, ο Σεραφείμ αλλά και τα
κορίτσια, η Μαρία και περισσότερο η Ειρήνη. Από εκεί περνούσαμε στο Ποντικέικο,
του Αλέκου ο οποίος ήταν στην Αμερική και μας άνοιγε η Θωμαή με τα παιδιά,
Γιώργο, Ουρανία και Ρένα που ήταν τότε μικρά. Περνούσαμε και από του Γρηγόρη Σακκά
και της Ειρήνης που έμειναν μόνοι τους.
Επιστρέφαμε στο Δημητροπουλεικο στο σπίτι του Κώστα και του
Γιάννη που ήταν μαζί μας στα «τραγούδια» και μας υποδέχονταν στο φτερό, γιατί
είχαν και ένα σωρό δουλειές να κάνουν ο Σεραφείμ και η Μαρία. Αμέσως μετά
κατεβαίναμε στο Λουκοπουλεικο, όπου βρίσκαμε τον μπάρμπα Μήτσο και την
Παναγιώτα και τα κορίτσια, την Ελευθερία και την Αλεξάνδρα. Αμέσως μετά
περνούσαμε στο Τσιρωνέικο, η θειά η Θοδώρα μας υποδέχονταν με χαρά ενώ ο
μπάρμπα Λουκάς συνήθως ήταν στην εκκλησία γιατί ήταν μόνιμος επίτροπος και
καμιά φορά βρίσκαμε εκεί και τον γιό τους Πάνο που πήγαινε ακόμη στο Γυμνάσιο
στη Λαμία. Συνεχίζαμε στο δικό μου σπίτι, όπου μας περίμεναν η μάνα μου Κούλα
και ο πατέρας καθώς και η αδερφή μου Μαρούλα και τους βρίσκαμε να ασχολούνται
με το σφάξιμο του γουρουνιού κι από εκεί περνάγαμε το Τιτέϊκο και μας άνοιγε η θειά
Παρασκευή ή η κόρη τους Μαρία γιατί και ο μπάρμπα Φώτης ήταν επίτροπος στην
εκκλησία.
Στρίβαμε αμέσως πάλι προς το χωρίο και ανεβαίνοντας
περνούσαμε από το σπίτι του Σεραφείμ Τσιρώνη η οικογένεια του οποίου έμεινε στη
Μεξηράδα, απέναντι από το ποτάμι στο Μαυρογιάννη αλλά το είχαν για να μένουν
όσο διαρκούσε η σχολική περίοδος να πάνε ο Γιάννης, ο Δημήτρης και η Κούλα στο
σχολείο αλλά δεν τύχαινε να είναι πάντα στο χωριό. Το διπλανό τους πάλι του Σπύρου
Πιτσοθανάση (Καραϊνοσπύρου) σπάνια ήταν ανοιχτό καθώς αυτή η οικογένεια έμεινε
μόνιμα στη Μεξηράδα. Ανοιχτό βρίσκαμε πάντα το σπίτι του Ξαγάρα όπου μας
περίμενε η θειά Μυγδάλω και σπάνια κάποιος άλλος γιατί ήταν στο μαγαζί που
είχαν στο χωριό. Αμέσως μετά ανεβαίναμε στου παπα Παντελή Καποτέλη όπου μας
υποδέχονταν η παπαδιά Φωτεινή και η κόρη της Δήμητρα και συχνά και κάποιο από
τα κορίτσια που είχα φύγει, η Λούλα, η Άννα, η Ειρήνη καθώς και ο Νίκος που
πήγαινε γυμνάσιο στη Λαμία. Από εκεί ανεβαίναμε στο Τσιρωνέϊκο, όπου ήταν η
γιαγιά Ελένη με την κόρη της Ντία και τον άντρα της Βαγγέλη Γώγο και τα μικρά
τότε παιδιά τους, Γιάννη και Ελένη. Στο διπλανό σπίτι, το Κουρκουμπέϊκο σπάνια
ήταν τότε κάποιος εκεί να μας ανοίξει.
Από εκεί ανεβαίναμε στο δρόμο και περνούσαμε από το σπίτι
του Παντελή και της Μαρίας Δεδούση και των παιδιών Βούλας, Φώτη και Βάσως
Γυρνάμε μετά προς το Μαλλισοβέϊκο όπου συνήθως βρίσκαμε την θειά Χριστίνα γιατί
ο μπάρμπα Λιάς είχε πάει κιόλας στο καφενείο, προσπερνούσαμε το παλιο
Δεδουσέϊκο σπίτι που δεν έμεινε ποτέ κανένας και περνούσαμε στο σπίτι του
Λεωνίδα Δεδούση και της Φαίδρας και των παιδιών Φωτούλας και Νίκου.
Προσπερνούσαμε τοΤσιακτανεϊκο σπίτι και αν ήταν ακόμη στο χωριό ο Λεωνίδας
Παπαγιάννης του χτυπούσαμε την πόρτα αλλιώς πηγαίναμε στο Διπλαρέϊκο, του
μπάρμπα Γιάννη και της Ελένη που είχαν βαρύ πένθος για τον πνιγμό παραμονές των
Χριστουγέννων το 1963 του γιού τους Κώστα μαζί με τον άλλο συγχωριανό μας Θωμά
Παπαγιάννη στη Βόρεια Θάλασσα αλλά πάντα μας υποδέχονταν με χαρά οι γέροντες
και τα κορίτσια, Τασία, Ειρήνη και Μαρία. Συνεχίζαμε στο σπίτι του Μήτσου Διπλάρη
και συνήθως μας υποδέχονταν τα κορίτσια, είτε η Μαίρη, είτε η Ειρήνη γιατί ήταν
ανοιχτό το καφενείο.
Από εκεί κάναμε μια στροφή και περνούσαμε από το σπίτι του
Φάνη Κολοκύθα και της Βαγγελής και του Ηλία και της Σταυρούλας που ήταν ακόμη
μικρά, προσπερνούσαμε το σπίτι του Ξενοφώντα Δεδούση που ήταν κλειστό,
προχωρούσαμε προς το αλώνι της Μητσιάρας και πηγαίναμε στου Σεραφείμ Πασσή και
της Ευφροσύνης. Από εκεί τραβούσαμε για τα Σιδερέϊκα, πρώτα στου Γιώργου Σιδέρη
(Σιδερογιώργου) και της Φώτω ο οποίος μπορεί να ήταν λίγο αγριωπός αλλά μας
καλοδέχονταν και μετά στου Γιάννη Σιδέρη και της Αρετή η οποία μας έδινε και
καμιά κουταλιά γλυκό. Σειρά είχε το Βαρλαμέϊκο σπίτι, όπου ο μπάρμπα Μήτσος, η
γυναίκα του Νίκη και η Φρειδερίκη και ο Κώστας που ήταν μαζί μας ενώ καμιά φορά
είχαν προλάβει και είχαν έρθει και από τα παιδιά που είχαν φύγει, ο Γιώργος, η
Φωτεινή,
Από εκεί κατηφορίζαμε πια προς το κέντρο του χωριού,
περνούσαμε από το σπίτι του Περικλή και της Βαγγελής Σιδέρη που είχαν τον
Γιάννη ακόμη μικρό ενώ ο Τάσος ήταν μαζί μας και παίρναμε το μονοπάτι που
έβγαζε πρώτα στου Γιάννη Κομματά που έμεινε με την αδερφή του Σοφία και πάντα
βρίσκαμε κάποιον στο σπίτι, μετά στης Τάσαινας, Αικατερίνης Σιδέρη όπου μας
άνοιγε η Λένη και κατόπιν στο σπίτι Γρηγόρη και της Βιολέτας Λάμπρου όπου
έμεινε και ο γιός τους Κώστας με τη γυναίκα του Μάρθα και την κόρη τους
Βιολέττα. Από εκεί περνούσαμε στου Θανάση Βασιλείου (Καραπέτσας) που ήταν και ο
γραμματικός του χωριού και της γυναίκας του Κούλας και της κόρης τους Ρηνούλας.
Από εκεί στα Δεδουσεϊκα, του Αλέκου και της Αλίκης και των
παιδιών Γιώργου και Βασίλη που ήταν μικρότερα και δεν είχαν έρθει μαζί μας. Δίπλα
ήταν το σπίτι του θείου μου Κώστα και της Σταθούλας και ήταν και τα κορίτσια
Κατίνα και Μάγδα. Από εκεί περνούσαμε από τα καλύβια της Γεωργίτσας και της Σταυρούλας, δυο γριές που έμεναν μόνες και συνεχίζαμε στο
σπίτι του Μήλιου Δεδούση και της Σοφίας που τα παιδιά τους, η Μαρία και ο Νίκος
ήταν και αυτά μικρά, περνούσαμε από του Μιχάλη Ζυγούρη και της Αμαλίας όπου μας
υποδέχονταν η κόρη τους Θωμαή και καμιά φορά ο γιός τους Δημήτρης που είχε πάει
ήδη στο γυμνάσιο. προχωρούσαμε προς του Κώστα και της Μαρίκας Γουλοδήμου. Ο
Μάκης ήταν μαζί μας αλλά στο σπίτι ήταν τα κορίτσια Ρήνα και Βασούλα.
Προσπερνούσαμε το σπίτι του Κουφιώτη γιατί το χειμώνα δεν ήταν κανένας, προσπερνούσαμε
και της Βιργινίας Δεδούση καθώς και του Βαγγέλη Σκαρμούτσου και πηγαίναμε στο
Δεδουσέϊκο (Μητρακέϊκο) όπου μας υποδέχονταν συνήθως η Κούλα. Περνούσαμε μετά
από της Πανάκαινας, κι από εκεί στου Γιώργου Μπούργου και της Μαριάνθης.
Τελευταίο σπίτι σε εκείνη τη γειτονιά ήταν του Βασιλείου (Κατσαμπέκη) με τη
γυναίκα του και την κόρη της Βασιλική.
Κατεβαίνοντας προς το Κοτρώνι, ούτε καν κοιτάγαμε προς το
σπίτι της Τσιουτσιομήτσαινας (Φλέσσα) γιατί το χειμώνα δεν έρχονταν κανένας και
κατηφορίζοντας πρώτα πηγαίναμε αν βλέπαμε καπνό στο σπίτι του Μήτσου
Κωτσόπουλου και της Ευδοκίας και μετά στου Αποστόλη Τσουράκη και της Βασιλικής
και μας υποδέχονταν με την κόρη τους Αθηνά ενώ ο γιος τους Γιώργος ήταν μαζί
μας. Από εκεί περνούσαμε από το σπίτι του Ηλία Κεραμίδα και της Βασιλικής των
οποίων τα παιδιά, Παντελής και Μήτσιος είχαν φύγει από χρόνια. Επόμενος σταθμός
ήταν τα Βαρλαμέϊκα, όπου ο Παντελής Βαρλάμης παρά το ότι ήταν εγκατεστημένος
στη Θεσσαλονίκη έρχονταν τα Χριστούγεννα στο χωριό και σε αυτόν οφείλεται η μοναδική
φωτογραφία εκείνων των χρόνων. Από εκεί περνούσαμε από το σπίτι της Ελένης
Ζυγούρη, κατόπιν στου Γιάννη Ζυγούρη και της Πολυξένης, ένα άτεκνο ζευγάρι
γερόντων και από το Τσακτανέϊκο, όπου ζούσε η γιαγιά Αικατερίνη και μας
υποδέχονταν η κόρη της Ντία. Ο γιoς της Αποστόλης που ήταν και πρόεδρος στο
χωριό είχε φύγει για την Αμερική.
Τελειώναμε σιγά - σιγά και μας έμειναν τα Παπαγιανέϊκα
σπίτια. Πηγαίναμε στο Γρηγόρη Παπαγιάννη και της Παρασκευής πρώτα κι εκεί μας υποδέχονταν η Αθηνά και μετά παίρναμε με τη σειρά τα καφενεία
όπου ξέραμε πως μπορεί να είχαμε και κανένα τυχερό περισσότερο από τίποτα
επισκέπτες του χωριού ή χωριανούς που είχαν βγει για καφέ και τσίπουρο καθώς η
μέρα ήταν εορταστική. Πρώτα στεκόμασταν στου Γιώργου Παπαγιάννη
(Κατσιακογιώργος) και της Ελένης που τον βοηθούσε. Μετά στου Γιώργου Ξαγάρα και
της Μαρίκας και τέλος στου Διπλάρη που είχαμε ξεκινήσει το πρωί και αμέσως μετά
ανεβαίναμε και στο Σιακωνέικο, του Σεραφείμ, της Ειρήνης και των παιδιών
Γιώργου, Φωτούλας και Βασίλη. Δεν είχε
τελειώσει όμως ο κύκλος του χωριού με τα «τραγούδια». Από εκεί περνούσαμε πρώτα
από το σπίτι του γέρο Ακρίβου και της Ειρήνης, μετά στο σπίτι του Κλεάνθη Κραββαρίτη
όπου έμεινε ο Δημήτρης Τσάμης, ο δασικός του χωριού με τη γυναίκα του Δήμητρα
το γιο τους Κώστα, το σπίτι του Γιάννη Λουκόπουλου (Λουκογιάννης) που ήταν και
κουρέας του χωριού και της Ρεβέκκας και βλέπαμε, αν είχε καπνό το σπίτι του
Κώστα Κελέση ή και του Ηλία Καραγιάννη θα είχαμε ένα καλό τυχερό. Καλύτερο θα
ήταν αν είχε καπνό και το σπίτι του Βαγγέλη Καλαντζή, του υπουργού από το χωριό
μας.
Από εκεί καταλήγαμε στο σχολείο στο υπόστεγο του οποίου
ανοίγαμε το ντενεκεδένιο κουτάκι με τις εισπράξεις, τα μετρούσαν οι μεγαλύτεροι
και απ’ όσο θυμάμαι, όλοι παίρναμε ίσιο μερίδιο και φεύγαμε για τα σπίτια μας να
αναλάβουμε στις δουλειές που ήταν σε εξέλιξη και απαιτούσαν και τη δική μας συμμετοχή.
Σήμερα το μόνο παιδί από το χωριό, η Αργυρούλα Τσιρώνη που
πηγαίνει στο Λύκειο Μακρακώμης πέρασε από όσα σπίτια είναι ανοιχτά και ακούσαμε
τα «τραγούδια» των Χριστουγέννων.
|
Επιχείρησα ενθυμούμενος τη διαδρομή που κάναμε τα παιδιά την
παραμονή των Χριστουγέννων του 1966 για να πούμε τα κάλαντα (τα «τραγούδια»)
των εορτών μια απογραφή των σπιτιών του χωριού και των ανθρώπων που τα κατοικούσαν.
Εκτιμώ πως για το πρώτο τα κατάφερα καλά αλλά για τους συγχωριανούς έχω
επιφυλάξεις γιατί όλο και κάποιος ή κάποια μου έχουν ξεφύγει καθώς μετά από
μισό αιώνα η μνήμη έχει αδυνατίσει. Η απόπειρά αυτή ασφαλώς και θέλει συνέχεια
και συμπλήρωση με τις ενθυμήσεις και άλλων καθώς και με λίγα βιογραφικά για
καθένα χωριανό μας.
Το 1966 ήταν ακόμη μια χρονιά κατά την οποία το χωριό ήταν
σχετικά γεμάτο – όσοι είχαν φύγει, είχαν φύγει από το τέλος του πολέμου. Από τους
υπόλοιπους που είχαν μείνει, όσοι πήγαιναν για δουλειές αλλού είχαν γυρίσει για
τις γιορτές, όπως είχαν γυρίσει και τα παιδιά που πήγαιναν στα γυμνάσια της Μακρακώμης
και της Λαμίας κι έτσι γέμιζε από ζωή. Από την επόμενη χρονιά τα πράγματα
άρχισαν να αλλάζουν δραματικά για τον πληθυσμό του χωριού και μέσα σε μια
δεκαετία, ως το 1976 που έφυγα κι εγώ είχε σχεδόν αδειάσει.
ΥΓ. Το χωριό είχε εκείνα τα χρόνια δυο συνοικισμούς θα
μπορούσαμε να πούμε ή εξοχίτες. Τη Μυξηράδα όπου κατοικούσαν οι οικογένειες του
Σεραφείμ και Ανδρέα Τσιρώνη και Σπύρου Πιτσοθανάση και τα Ποντικέϊκα όπου
κατοικούσε η οικογένεια του Δημήτρη Αλεξίου αλλά ποτέ δεν είχαμε πάει τόσο
μακριά να πούμε «τα τραγούδια». Ούτε και στα χάνια Πλατανιά και Πανέτσου που
είναι σε μεγαλοκαψιώτικο έδαφος πήγαμε. Ήταν πολύ μακριά…
ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 241222016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου