Άλλο πράγμα θυμάμαι ήταν
τα περασμένα χρόνια η κατάλευκη ύπαιθρος και τα χιονισμένα δάση του Τυμφρηστού
και άλλο πράγμα ο βαρύς χειμώνας μέσα και γύρω στα χωριά που κυκλοφορούσαν
ακόμα πολλοί άνθρωποι και ζωντανά κάθε είδους και άφηναν τα σημάδια από το πέρασμά
τους στα χωράφια, τις αυλές και τους δρόμους. Βάσει αυτών μάλιστα, ο καθένας
μπορούσε να καταλάβει ένα σωρό πράγματα – από το ποιος πάτησε το χιόνι μέχρι
την υγεία του όποιου σκύλου και του κοπαδιού ακόμη που πήγε στη βρύση να
ποτιστεί…
Η κατάλευκη εξοχή εκείνα τα χρόνια ήταν ένας χώρος που το χιόνι την καθιστούσε άβατο για τους περισσότερους ανθρώπους πλην ορισμένων ξωμάχων κτηνοτρόφων που είχαν τις καλύβες τους στα χωράφια τους και πηγαινοέρχονταν φροντίζοντας τα ζωντανά τους και λίγων συγχωριανών που τους άρεσε να βγαίνουν για κυνήγι. Τότε θυμάμαι δεν ίσχυαν οι σχετικές απαγορεύσεις, τα θηράματα ήταν εν αφθονία κι έτσι όποιος διέθετε όπλο έβγαινε μια βόλτα στα χωράφια να χτυπήσει κανένα πουλί και σπανιότερα κάποιο λαγό για νοστιμέψει λιγάκι το μονίμως χειμαζόμενο τραπέζι της φτωχής οικογένειας.
Στο δάσος πήγαιναν επίσης και οι κτηνοτρόφοι -πάντοτε κρυφά και με το φόβο του δασοφύλακα- να κόψουν κλαδιά ελάτων και μελά να ταΐσουν τα αρνοκάτσικά τους γιατί οι αποθηκευμένες ζωοτροφές δεν τους επαρκούσαν. Το χλωρό έλατο ήταν μια καλή και θρεπτική τροφή για τα ζώα και ιδιαίτερα για αυτά που είχαν γεννήσει και θήλαζαν. Έτρωγαν μέχρι και τη φλούδα των κλαδιών και κάποιες φορές το γάλα τους είχε γεύση ελάτου, όπως άλλωστε και των αγελάδων χαμομήλι από το σανό που είχε μέσα αυτό το μυρωδάτο φυτό. Ο μελάς (το γνωστό ως γκι, είναι ένα παράσιτο των ελάτων κυρίως με πολύ τρυφερά φύλλα το οποίο ήταν επίσης εξαιρετική τροφή των ζώων που στέγνωνε το στόμα τους από την ξηρά τροφή αλλά απαιτούσε ιδιαίτερη τόλμη από όποιον επιχειρούσε να ανεβεί το δέντρο και δεν ήταν σπάνιο να υπάρχουν θύματα από αυτή την ενέργεια.
Φυσικά ουδέποτε θυμάμαι το χιονισμένο τοπίο εκείνα τα χρόνια να αποτελούσε αισθητική συγκίνηση - πόσο μάλλον να ενέπνεε κάποια διάθεση απόλαυσης καθώς εκείνες οι αγροτικές κοινωνίες το έβλεπαν ως δεσμά στον τόπο και στοιχείο αποκλεισμού. Είχαν βέβαια το λόγο τους να βλέπουν έτσι το χειμώνα γιατί μια παράταση του χιονιού στο έδαφος έστω για λίγες ημέρες απ’ όσο είχαν υπολογίσει, είχε πολλές φορές θλιβερά αποτελέσματα για την κτηνοτροφία τους. Κι αυτό επειδή δεν διέθεταν μεγάλους χώρους αποθήκευσης ζωοτροφών ή απλά δεν είχαν την απαραίτητη έκταση να τις καλλιεργήσουν και πολλές φορές τα ζωντανά τους πείναγαν. Ούτε δρόμοι υπήρχαν – και να υπήρχαν δεν είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν ζωοτροφές από άλλο μέρος κι έτσι διέτρεχαν πάντα τον κίνδυνο να χάσουν το κοπάδι τους. Κι από τους συγχωριανούς τους πάλι δεν μπορούσαν να ζητούσουν ούτε ένα δεμάτι κλαρί γιατί όλοι βρίσκονταν στην ίδια θέση.
Εκείνα τα χρόνια επίσης λίγα ήταν τα χωριά που είχαν σωστούς δρόμους που να τα συνδέουν με τον έξω κόσμο και αν είχαν, μέχρι να έρθουν τα μηχανήματα να τους καθαρίσουν από το χιόνι κόντευε πολλές φορές να πιάσει ο Μάρτης. Έτσι, όποιος είχε ανάγκη να βγει έξω από το χωριό δεν είχε άλλη επιλογή από το να πάει με τα πόδια ως τον κοντινότερο ανοιχτό δρόμο κι από εκεί αν έβρισκε μέσο να προωθηθεί στον προορισμό του. Σημειώνουμε πως αυτή η έξοδος γινόταν μόνο σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης και στην επιχείρηση συμμετείχε πολλές φορές σχεδόν ολόκληρο το χωριό και όλοι αγωνιούσαν μέχρι να μάθουν πως ο συγχωριανός τους έφθασε ασφαλής εκεί που ήθελε.
Από πού και πώς να το μάθουν, ήταν κι αυτό ένα ζήτημα καθώς ποτέ δεν ήταν σίγουρο πως ένα χιονισμένο δέντρο δεν θα έπεφτε πάνω στα σύρματα του τηλεφώνου και αν η βλάβη ήταν εύκολο να αποκατασταθεί από τους τεχνικούς του ΟΤΕ. Το ίδιο ίσχυε βέβαια και για όσα χωριά είχαν ηλεκτρικό γιατί από το βάρος του χιονιού κόβονταν συνεχώς τα σύρματα και άντε να ψάχνουν οι τεχνικοί της ΔΕΗ τώρα που ήταν η βλάβη και πώς να την διορθώσουν. Βέβαια το ηλεκτρικό ήταν το τελευταίο που απασχολούσε τους χωριάτες γιατί ακόμα δεν είχαν γεμίσει τα σπίτια με ηλεκτρικές συσκευές και ευαίσθητα προϊόντα που απαιτούσαν ψυγεία.
Το πώς άνοιγαν τους δρόμους μέσα στα χωριά ήταν κάτι το ιδιαίτερα απλό. Τον πρώτο που πάταγε το χιόνι ακολουθούσε ένας άλλος και πατημασιά στην πατημασιά άνοιγε το αυλάκι που τους επέτρεπε να πάνε από σπίτι σε σπίτι, στις καλύβες ,στα καφενεία, την εκκλησία και το σχολείο το οποίο ακόμα και με ένα μέτρο χιόνι λειτουργούσε. Ήταν βλέπετε τότε όλα τα παιδιά μαθημένα από δυσκολίες και μπορούσαν να βαδίσουν αρκετή απόσταση μέσα στο χιόνι κι ακόμα, επειδή με το πολύ χιόνι δεν υπήρχαν εργασίες στα χωράφια και στα κοπάδια που έπρεπε να συμμετάσχουν ο βαρύς χειμώνας ήταν μια καλή ευκαιρία για περισσότερη ίσως μελέτη και προσοχή στα πράγματα και τα διδάγματα του σχολείου.
Ένας μονοπάτι πάλι που άνοιγε υποχρεωτικά ο πρώτος που δεν είχε φροντίσει όσο ήταν καλός ο καιρός να έχει στο αμπάρι του αρκετό αλεύρι και μετά ακολουθούσαν οι άλλοι, ήταν αυτό που οδηγούσε στο μύλο του χωριού ενώ σε έκτακτες περιπτώσεις, όλοι οι χωριανοί άνοιγαν με φτυάρια το δρόμο ως το νεκροταφείο.
Σήμερα βέβαια τα πράγματα έχουν εντελώς αλλάξει και ο χειμώνας ακόμη και για τους λίγους εναπομείναντες μόνιμους κατοίκους των ορεινών χωριών μεταβάλλεται σε ένα στοιχείο κατανάλωσης όπως αυτή προβάλλεται από τα ΜΜΕ, έντυπα και ηλεκτρονικά. Ο χειμώνας σύμφωνα με αυτή την αντίληψη είναι μια εποχή που ο καταναλωτής πρέπει να επισκεφτεί τα ορεινά χωριά, να μείνει σε ξενώνες που να έχουν ικανοποιητική θέρμανση και απαραίτητα μεγάλο τζάκι. Να πάνε στην ταβέρνα με τα παραδοσιακά προϊόντα, όπως χοιρινό από το σούπερ μάρκετ της κοντινής πόλης, τυρί από την τάδε γαλακτοβιομηχανία, ψωμί από φούρνο της πόλης και άλλα τέτοια που ενθουσιάζουν τους επισκέπτες οι οποίοι δεν ξεχνούν επίσης να αγοράσουν και χωριάτικα λουκάνικα, παραδοσιακά γλυκά, κρασιά, τσίπουρα και άλλα αγαθά που παράγονται οπουδήποτε της Ελλάδας αλλά βαφτίζονται τοπικά μόλις περάσουν το κατώφλι κάθε χωριού και τα ίδια μπορείς να βρεις οπουδήποτε αλλού με διαφορετική εννοείται ετικέτα.
Δεν υπάρχει πλέον ο χειμώνας που ξέραμε αλλά μια εποχή που ανεξάρτητα από το κρύο και τα χιόνια μοιάζει απελπιστικά με όλες τις άλλες του χρόνου και τη διαφορά της κάνουν οι γιορτές των Χριστουγέννων και του νέου έτους όπως το Πάσχα για την άνοιξη ή ο Δεκαπενταύγουστος για το καλοκαίρι. Μια εποχή που το νόημά της έχει χαθεί κάτω από την ομοιομορφία της άνεσης που όλοι επιθυμούν να έχουν σαν κινούνται στο σκηνικό που είναι πλέον ολόκληρη η χώρα. Ένα σκηνικό που κατεβαίνει μόλις εξοφληθεί ο λογαριασμός μιας ακόμη εξόδου στην άδεια ελληνική περιφέρεια και αρχίσει το ταξίδι της επιστροφής…
Η κατάλευκη εξοχή εκείνα τα χρόνια ήταν ένας χώρος που το χιόνι την καθιστούσε άβατο για τους περισσότερους ανθρώπους πλην ορισμένων ξωμάχων κτηνοτρόφων που είχαν τις καλύβες τους στα χωράφια τους και πηγαινοέρχονταν φροντίζοντας τα ζωντανά τους και λίγων συγχωριανών που τους άρεσε να βγαίνουν για κυνήγι. Τότε θυμάμαι δεν ίσχυαν οι σχετικές απαγορεύσεις, τα θηράματα ήταν εν αφθονία κι έτσι όποιος διέθετε όπλο έβγαινε μια βόλτα στα χωράφια να χτυπήσει κανένα πουλί και σπανιότερα κάποιο λαγό για νοστιμέψει λιγάκι το μονίμως χειμαζόμενο τραπέζι της φτωχής οικογένειας.
Στο δάσος πήγαιναν επίσης και οι κτηνοτρόφοι -πάντοτε κρυφά και με το φόβο του δασοφύλακα- να κόψουν κλαδιά ελάτων και μελά να ταΐσουν τα αρνοκάτσικά τους γιατί οι αποθηκευμένες ζωοτροφές δεν τους επαρκούσαν. Το χλωρό έλατο ήταν μια καλή και θρεπτική τροφή για τα ζώα και ιδιαίτερα για αυτά που είχαν γεννήσει και θήλαζαν. Έτρωγαν μέχρι και τη φλούδα των κλαδιών και κάποιες φορές το γάλα τους είχε γεύση ελάτου, όπως άλλωστε και των αγελάδων χαμομήλι από το σανό που είχε μέσα αυτό το μυρωδάτο φυτό. Ο μελάς (το γνωστό ως γκι, είναι ένα παράσιτο των ελάτων κυρίως με πολύ τρυφερά φύλλα το οποίο ήταν επίσης εξαιρετική τροφή των ζώων που στέγνωνε το στόμα τους από την ξηρά τροφή αλλά απαιτούσε ιδιαίτερη τόλμη από όποιον επιχειρούσε να ανεβεί το δέντρο και δεν ήταν σπάνιο να υπάρχουν θύματα από αυτή την ενέργεια.
Φυσικά ουδέποτε θυμάμαι το χιονισμένο τοπίο εκείνα τα χρόνια να αποτελούσε αισθητική συγκίνηση - πόσο μάλλον να ενέπνεε κάποια διάθεση απόλαυσης καθώς εκείνες οι αγροτικές κοινωνίες το έβλεπαν ως δεσμά στον τόπο και στοιχείο αποκλεισμού. Είχαν βέβαια το λόγο τους να βλέπουν έτσι το χειμώνα γιατί μια παράταση του χιονιού στο έδαφος έστω για λίγες ημέρες απ’ όσο είχαν υπολογίσει, είχε πολλές φορές θλιβερά αποτελέσματα για την κτηνοτροφία τους. Κι αυτό επειδή δεν διέθεταν μεγάλους χώρους αποθήκευσης ζωοτροφών ή απλά δεν είχαν την απαραίτητη έκταση να τις καλλιεργήσουν και πολλές φορές τα ζωντανά τους πείναγαν. Ούτε δρόμοι υπήρχαν – και να υπήρχαν δεν είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν ζωοτροφές από άλλο μέρος κι έτσι διέτρεχαν πάντα τον κίνδυνο να χάσουν το κοπάδι τους. Κι από τους συγχωριανούς τους πάλι δεν μπορούσαν να ζητούσουν ούτε ένα δεμάτι κλαρί γιατί όλοι βρίσκονταν στην ίδια θέση.
Εκείνα τα χρόνια επίσης λίγα ήταν τα χωριά που είχαν σωστούς δρόμους που να τα συνδέουν με τον έξω κόσμο και αν είχαν, μέχρι να έρθουν τα μηχανήματα να τους καθαρίσουν από το χιόνι κόντευε πολλές φορές να πιάσει ο Μάρτης. Έτσι, όποιος είχε ανάγκη να βγει έξω από το χωριό δεν είχε άλλη επιλογή από το να πάει με τα πόδια ως τον κοντινότερο ανοιχτό δρόμο κι από εκεί αν έβρισκε μέσο να προωθηθεί στον προορισμό του. Σημειώνουμε πως αυτή η έξοδος γινόταν μόνο σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης και στην επιχείρηση συμμετείχε πολλές φορές σχεδόν ολόκληρο το χωριό και όλοι αγωνιούσαν μέχρι να μάθουν πως ο συγχωριανός τους έφθασε ασφαλής εκεί που ήθελε.
Από πού και πώς να το μάθουν, ήταν κι αυτό ένα ζήτημα καθώς ποτέ δεν ήταν σίγουρο πως ένα χιονισμένο δέντρο δεν θα έπεφτε πάνω στα σύρματα του τηλεφώνου και αν η βλάβη ήταν εύκολο να αποκατασταθεί από τους τεχνικούς του ΟΤΕ. Το ίδιο ίσχυε βέβαια και για όσα χωριά είχαν ηλεκτρικό γιατί από το βάρος του χιονιού κόβονταν συνεχώς τα σύρματα και άντε να ψάχνουν οι τεχνικοί της ΔΕΗ τώρα που ήταν η βλάβη και πώς να την διορθώσουν. Βέβαια το ηλεκτρικό ήταν το τελευταίο που απασχολούσε τους χωριάτες γιατί ακόμα δεν είχαν γεμίσει τα σπίτια με ηλεκτρικές συσκευές και ευαίσθητα προϊόντα που απαιτούσαν ψυγεία.
Το πώς άνοιγαν τους δρόμους μέσα στα χωριά ήταν κάτι το ιδιαίτερα απλό. Τον πρώτο που πάταγε το χιόνι ακολουθούσε ένας άλλος και πατημασιά στην πατημασιά άνοιγε το αυλάκι που τους επέτρεπε να πάνε από σπίτι σε σπίτι, στις καλύβες ,στα καφενεία, την εκκλησία και το σχολείο το οποίο ακόμα και με ένα μέτρο χιόνι λειτουργούσε. Ήταν βλέπετε τότε όλα τα παιδιά μαθημένα από δυσκολίες και μπορούσαν να βαδίσουν αρκετή απόσταση μέσα στο χιόνι κι ακόμα, επειδή με το πολύ χιόνι δεν υπήρχαν εργασίες στα χωράφια και στα κοπάδια που έπρεπε να συμμετάσχουν ο βαρύς χειμώνας ήταν μια καλή ευκαιρία για περισσότερη ίσως μελέτη και προσοχή στα πράγματα και τα διδάγματα του σχολείου.
Ένας μονοπάτι πάλι που άνοιγε υποχρεωτικά ο πρώτος που δεν είχε φροντίσει όσο ήταν καλός ο καιρός να έχει στο αμπάρι του αρκετό αλεύρι και μετά ακολουθούσαν οι άλλοι, ήταν αυτό που οδηγούσε στο μύλο του χωριού ενώ σε έκτακτες περιπτώσεις, όλοι οι χωριανοί άνοιγαν με φτυάρια το δρόμο ως το νεκροταφείο.
Σήμερα βέβαια τα πράγματα έχουν εντελώς αλλάξει και ο χειμώνας ακόμη και για τους λίγους εναπομείναντες μόνιμους κατοίκους των ορεινών χωριών μεταβάλλεται σε ένα στοιχείο κατανάλωσης όπως αυτή προβάλλεται από τα ΜΜΕ, έντυπα και ηλεκτρονικά. Ο χειμώνας σύμφωνα με αυτή την αντίληψη είναι μια εποχή που ο καταναλωτής πρέπει να επισκεφτεί τα ορεινά χωριά, να μείνει σε ξενώνες που να έχουν ικανοποιητική θέρμανση και απαραίτητα μεγάλο τζάκι. Να πάνε στην ταβέρνα με τα παραδοσιακά προϊόντα, όπως χοιρινό από το σούπερ μάρκετ της κοντινής πόλης, τυρί από την τάδε γαλακτοβιομηχανία, ψωμί από φούρνο της πόλης και άλλα τέτοια που ενθουσιάζουν τους επισκέπτες οι οποίοι δεν ξεχνούν επίσης να αγοράσουν και χωριάτικα λουκάνικα, παραδοσιακά γλυκά, κρασιά, τσίπουρα και άλλα αγαθά που παράγονται οπουδήποτε της Ελλάδας αλλά βαφτίζονται τοπικά μόλις περάσουν το κατώφλι κάθε χωριού και τα ίδια μπορείς να βρεις οπουδήποτε αλλού με διαφορετική εννοείται ετικέτα.
Δεν υπάρχει πλέον ο χειμώνας που ξέραμε αλλά μια εποχή που ανεξάρτητα από το κρύο και τα χιόνια μοιάζει απελπιστικά με όλες τις άλλες του χρόνου και τη διαφορά της κάνουν οι γιορτές των Χριστουγέννων και του νέου έτους όπως το Πάσχα για την άνοιξη ή ο Δεκαπενταύγουστος για το καλοκαίρι. Μια εποχή που το νόημά της έχει χαθεί κάτω από την ομοιομορφία της άνεσης που όλοι επιθυμούν να έχουν σαν κινούνται στο σκηνικό που είναι πλέον ολόκληρη η χώρα. Ένα σκηνικό που κατεβαίνει μόλις εξοφληθεί ο λογαριασμός μιας ακόμη εξόδου στην άδεια ελληνική περιφέρεια και αρχίσει το ταξίδι της επιστροφής…
ΥΓ. Η φωτογραφία στο Γαρδίκι Ομιλαίων, τέλη Ιανουαρίου 2005.
ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 27122004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου