Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

ΟΙ ΟΜΠΡΕΛΕΣ ΤΗΣ ΒΕΡΑΝΤΖΕΡΟΥ…


Βγήκα στην πόλη σήμερα έχοντας ένα συγκεκριμένο πράγμα στο μυαλό μου καθώς αύριο, πρώτη του Ιούλη -τρόπος του λέγειν- εορτάζω τα τριάντα χρόνια από την πρώτη ημέρα που ήρθα να εγκατασταθώ μόνιμα στην Αθήνα και ελπίζω να φτάσω και τα εξήντα...

Εν ολίγοις, ξεκίνησα να κάνω μια σειρά σημειώσεων με θέμα την Αθήνα που τη γνώρισα με τα μάτια ενός επαρχιώτη νεαρού που μόλις τέλειωσε τη θητεία του στο στρατό έφυγε από το χωριό του και ήρθε στην πρωτεύουσα να βρει δουλειά και να κάνει την τύχη του. Δόξα τω Θεώ, όλα πήγαν καλά μέχρι πριν από δέκα χρόνια σαν σήμερα που δούλεψα τελευταία ημέρα με μισθολόγιο στην Ελευθεροτυπία και έκτοτε συνέχισα μια άλλη πορεία στο χώρο των εφημερίδων με διάφορες συνεργασίες μέχρι σήμερα που ο χώρος κοντεύει να κλείσει. Αυτή είναι η δεύτερη επέτειος που έχω σήμερα – αύριο και για την οποία θα γράψω άλλη φορά, όταν κάποια στιγμή κλείσω οριστικά τη σχέση μου με τα ΜΜΕ.

Έτσι όπως πριν από 30 χρόνια, έτσι και σήμερα το μεσημέρι βρέθηκα στην Ομόνοια και ομολογώ πως οι διαφορές από το 1980 θα ήταν κοινοτυπία να πω πως είναι φοβερές!

Αν εξαιρέσουμε τις «αισθητικές παρεμβάσεις» που κάνουν κάθε τόσο οι δήμαρχοι για να λένε ότι κάτι κάνουν και να βγάζουν λεφτά οι εργολάβοι, η πλατεία ως χώρος συνάντησης ανθρώπων από τότε ως τα σήμερα δεν έχει αλλάξει σε τίποτα εκτός από την προέλευση των ανθρώπων που συγκεντρώνονται κάθε ημέρα εκεί. Τότε πήγαιναν Θεσσαλοί, Ρουμελιώτες, Πελοπονήσιοι, Ηπειρώτες και σήμερα είναι κόσμος από την Αλβανία, τα Βαλκάνια, τη Ρωσία, την Ασία και την Αφρική και όλοι τους κάνουν το ίδιο πράγμα: ζυμώνουν τη νέα κοινωνία της Αθήνας και τούτο αν θέλουμε να το δούμε με καθαρό μάτι και όχι υπό την επήρεια των ιδεών της πολίτικής, δεξιάς ή αριστεράς δεν έχει σημασία καθώς οι θέσεις τους είναι η διαφορετικές όψεις του ιδίου νομίσματος είναι ένα γεγονός τεράστιας σημασίας που δεν μπορεί να μπει σε καλούπια και μόνο το μέλλον θα το καταδείξει.

Αυτό είναι περίπου η κεντρική ιδέα των σημειώσεων για την πόλη μέσα στα 30 χρόνια που τη ζω καθημερινά και ελπίζω πως μέχρι το τέλος του καλοκαιριού θα συγκεντρωθούν σε ένα τόμο και δεν αποκλείεται να εκδοθούν κάποια στιγμή.

Σήμερα λοιπόν το πιο εντυπωσιακό πράγμα που είδα στην Αθήνα ήταν ότι όλοι σχεδόν στο δρόμο κρατούσαν ομπρέλες σαν να ζούμε στην καρδιά του Νοέμβρη ή σε κάποια βροχερή πόλη του Ευρώπης. Το γεγονός οφείλεται βέβαια στην παραδοξότητα του καιρού που έχει κάνει τον φετινό Ιούνιο τον πιο βροχερό μήνα που γνώρισε τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα και όπως λένε οι μετεωρολόγοι, είναι απόλυτα φυσιολογικό πράγμα. Για την Αθήνα όμως, μια εξαιρετικά στεγνή πόλη οι ομπρέλες στα χέρια των ανθρώπων είναι ένα ασυνήθιστο φαινόμενο και αποτελεί μια καινούργια εικόνα, άγνωστη όχι μόνο για τους Αθηναίους αλλά και τους επισκέπτες της και λείπει φαντάζομαι από όλους τους τουριστικούς οδηγούς του κόσμου που αναφέρονται στην πόλη μας.

Το ενδιαφέρον επίσης στην περίπτωση είναι ότι ο βροχερός καιρός βοηθάει πολύ τους μετανάστες που πουλάνε ομπρέλες σε κάθε σημείο σχεδόν της πόλης κι έτσι βγάζουν αυτοί οι άνθρωποι ένα καλό μεροκάματο. Τη δουλειά αυτή παλαιότερα θυμάμαι την έκαναν έλληνες εσωτερικοί μετανάστες οι οποίοι με το μεροκάματο που έβγαζαν τότε κατάφεραν να ζήσουν και να προκόψουν ύστερα με άλλες δουλειές που ακολούθησαν. Το ίδιο πιθανόν μπορεί να γίνει με τους μετανάστες από τη Σρι Λάνκα που δεν μπορώ να καταλάβω πως αυτοί οι άνθρωποι απέκτησαν το μονοπώλιο αυτού του είδους εμπορίας αντικειμένων απρόοπτης ανάγκης στην πόλη καθώς και άλλων κάκιστης ποιότητας κινέζικων εργαλείων, όπως κατσαβίδια, φακοί και άλλα που χαλάνε από την πρώτη στιγμή της χρήσης τους.

Παντού λοιπόν έβλεπα ομπρέλες πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων αλλά εκείνο που μου έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση ήταν δυο μπαλκόνια σε μια πολυκατοικία στην οδό Βεραντζέρου, κάτω από την 3ης Σεπτεμβρίου που ήταν γεμάτα ανοιχτές ομπρέλες. Ποια ανάγκη άραγε σκέφτηκα, να ώθησε τους ενοίκους που από τη μπουγάδα δείχνει πως πρόκειται για μετανάστες, να ανοίξουν τις ομπρέλες στα μπαλκόνια; Ζήτημα σκιάς δεν είδα πως υπάρχει γιατί το απέναντι κτίριο, εκτός από τη στιγμή που ο ήλιος βρίσκεται στο ζενίθ του σπάνια αφήνει τις ακτίνες του να φθάσουν στο κατάστρωμα του δρόμου.

Κι έπειτα σε αυτά τα μπαλκόνια που κρέμονται πάνω από το δρόμο της ασυδοσίας των ναρκωτικών και της πορνείας ποιος θα μπορούσε να κάτσει να απολαύσει ένα καφεδάκι το απόγευμα κάτω από τρεις ανοιχτές ομπρέλες παραλίας; Και γιατί τρεις σε κάθε μπαλκόνι; Δεν νομίζω πως τις άνοιξαν για να μη πιάνουν χώρο στο διαμέρισμα αλλά μπορεί ίσως οι ένοικοι να είναι τρεις, πιθανόν και περισσότεροι κι έτσι όποια στιγμή της μέρας τους περισσεύει λίγος χρόνος από το μεροκάματο κάθονται ο καθένας κάτω από την ομπρέλα του και έτσι νοιώθουν ένα κομμάτι ολοδικής τους στέγης σε ένα τόπο που είναι πολύ, πολύ μακριά από τον ουρανό της δικής τους πατρίδας που άφησαν αναζητώντας μια καλύτερη τύχη.

Δεν μπορούσα να δώσω άλλη εξήγηση για τις ανοιχτές ομπρέλες στα μπαλκόνια και άφησα το μάτι μου να πέσει χαμηλά στην πεζή πραγματικότητα ενός δρόμου που αμφιβάλω αν θυμούνται πια οι κάτοικοι της πρωτεύουσας πως ήταν κάποτε ένας από τους πιο εμπορικούς, στα χρόνια που γύρω από την Ομόνοια ζυμώνονταν οι εσωτερικοί μετανάστες απ’ όλη την Ελλάδα και βγήκαν πολύ σύντομα Αθηναίοι που κατοικούν πλέον στα προάστια της Αθήνας…

Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

ΤΑ ΧΑΜΟΚΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ

Ωραία τα λουλουδάκια και οι πρασινάδες που συνοδεύουν κάθε πρωί τις καλημέρες μας αλλά σήμερα λέω να βάλω και κάτι πρωτότυπο και ιδιαίτερα γευστικό στην σχετική ανάρτηση.

Πρόκειται για τις άγριες φράουλες όπως γράφουν κάτι κοπέλες στα περιοδικά ή φρούτα του δάσους όπως τα φαντάζονται διάφοροι οικόπληκτοι αλλά λίγοι γνωρίζουν πως για να τα πιάσεις στα χέρια σου πρέπει οπωσδήποτε να σκύψεις και δεν αποκλείεται εκεί που θα απλώσεις το χέρι σου αντί για τα χαμοκέρασα που είναι η σωστή ονομασία του ωραίου αυτού καρπού να πιάσεις και το κεφάλι μιας σαύρας, ακόμα και ενός φιδιού

Τα χαμοκέρασα λοιπόν είναι ένα φυτό που μοιάζει με τις φράουλες αλλά είναι μικρότερο σε μέγεθος και φυτρώνει σε μαλακά, γόνιμα χώματα στο δάσος συνήθως και απαντάται σε μεγάλες αποικίες κάτω από τη σκιά των ελατιών.

Ο λίγος καρπός τους ωριμάζει διαδοχικά αυτές περίπου τις ημέρες και κρατάει περίπου δέκα μέρες πάνω στο φυτό. Το μέγεθός του δεν ξεπερνάει συνήθως αυτό του στραγαλιού και είναι κατακόκκινος με μικρά σπόρια στο δέρμα του και είναι μεγάλος μπελάς στη συλλογή του καθώς είναι γερά προσκολλημένος στο μίσχο. Έτσι ένας άνθρωπος με υπομονή και αντοχή μπορεί να μαζέψει μέσα σε μισή ώρα περί τα 100 χαμοκέρασα και αν τα απλώσει σε ένα πιάτο να μοσχοβολήσει το σπίτι.

Τα χαμοκέρασα τα χρησιμοποιούν οι νοικοκυρές στα ορεινά να αρωματίζουν αλλά και να δίνουν χρώμα στα λικέρ που φτιάχνουν ενώ τα αγαπούν ιδιαίτερα τα πουλιά που τρελλαίνονται

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

O ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΕ ΤΗΝ «ΑΔΕΙΑ ΠΑΝΟΠΛΙΑ»


Θα πιαστώ από τη λέξη «άδεια πανοπλία» που έπεσε στον προχθεσινό διάλογο που προέκυψε με την αλλαγή τους στάτους μου και συμπαθάτε με αν ο τρόπος προσέγγισης του θέματος δεν είναι τόσο δόκιμος. Πρόκειται όμως για μια αληθινή ιστορία η οποία θέτει υπό κάποια αμφισβήτηση τις έννοιες «Οδυσσέας» και «Πηνελόπη» και βρίσκεται ακόμα σε επεξεργασία καθώς αποτελεί κεφάλαιο της ιστορίας ενός χωριού της Ευρυτανίας.

Ο Γιάννης [….], ένας πανήψηλος, ξανθός, ωραίος και δυνατός άντρας από το χωριό Ρωσκά Ευρυτανίας ήταν κληρωτός της σειράς του 1920 και πολέμησε στη Μικρά Ασία με το Σύνταγμα Ευζώνων της Λαμίας. Πριν φύγει για τον πόλεμο ο Γιάννης ο οποίος ήταν περιζήτητος για γαμπρός είχε αρραβωνιαστεί τη Λένη [….] από το ίδιο χωριό και έφυγε με τη λαχτάρα να τελειώσει γρήγορα ο πόλεμος και να γυρίσει πίσω να παντρευτούνε.

Δεν το έφεραν όμως έτσι τα πράγματα και ο Γιάννης γύρισε από το μέτωπο χωρίς γεννητικά όργανα αφού μια σφαίρα του κατακρεούργησε τα σκέλια. Οι γιατροί κατάφεραν και τον έσωσαν αλλά ο Γιάννης γύρισε πίσω στη Ρωσκά ταπεινωμένος και ανίκανος να κάνει οικογένεια. Δεν έκρυψε την κατάστασή του και το φανέρωσε στην οικογένεια της Ελένης η οποία έλυσε αμέσως τον αρραβώνα και σε λίγο καιρό παντρεύτηκε κάποιον άλλον.

Ο Γιάννης δεν είπε κουβέντα, αποτραβήχτηκε όχι μόνο από τη ζωή της Ελένης αλλά και από το χωριό και πήγε και κατοίκησε σε μια εξοχή κοντά στον Κρικελοπόταμο, όπου και πέθανε στα πρώτα μετά το 1950 χρόνια εντελώς μόνος αλλά περήφανος γιατί είπε την αλήθεια όσο πικρή και αν ήταν αυτή. Αυτό τον άνθρωπο που όπως όλοι οι γέροντες από κάποια στιγμή και πέρα χρειάζονται υποστήριξη η πολιτεία δεν τίμησε ούτε με την ελάχιστη σύνταξη και έζησε με τη λίγη φροντίδα που του παρείχαν οι χωριανοί και σαν μια χειμωνιάτικη μέρα τον βρήκαν ξυλιασμένο, όλο το χωριό ακολούθησε την κηδεία του και τον έθαψε με τιμές ήρωα…

Η φωτογραφία συμβολική, με δυο ελάτια που κάνουν συντροφιά το ένα στο άλλο στην πλαγιά της Καλιακούδας πάνω από το χωριό Δολιανά…

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ…

Τέσσερις μέρες ημέρες, από την Παρασκευή το απόγευμα αγαπητές φίλες και φίλοι που είχαμε για τελευταία φορά επικοινωνία στο FB μέχρι σήμερα κινούμαι στη μεθοριακή περιοχή της Ελλάδας με την Αλβανία, στα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας και στα χωριά του Γράμμου από την πλευρά της Καστοριάς…

Πρόκειται για μια περιοχή που όπως καταλαβαίνετε το δίκτυο της COSMOTE δεν έχει σήμα σε πολλά σημεία ενώ η τεράστια απάτη που λέγεται WIND δεν πιάνει σχεδόν πουθενά! Έτσι από το Κεφαλοχώρι (πρώην Λυκόραχη) που είχα σαν βάση, όχι μόνο δεν μπόρεσα να μπω σε κανένα δίκτυο αλλά ούτε να έχω και τηλεφωνική επικοινωνία από κινητό τηλέφωνο με κανέναν. Εξαιτίας δε ενός μαραθωνίου για να προλάβουμε κάποια πράγματα νωρίς την ημέρα γιατί έβρεχε κάθε απόγευμα, ούτε καν άκουσα «ειδήσεις» και παίρνω τώρα το δρόμο της επιστροφής στην Αθήνα έχοντας πλήρη άγνοια των γεγονότων και των όποιων εξελίξεων σε ορισμένα κρίσιμα από αυτά.

Τώρα τι μου έλειψε από τις «ειδήσεις» είναι ένας λόγος που σηκώνει πολύ κουβέντα και για να σταθώ λιγάκι στα ίδια μέτρα με σας που ξέρετε για τα νέα (πάλι) οικονομικά μέτρα, τις κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας, τη βόμβα στο γραφείο του Χρυσοχοίδη, το Μούντιαλ και ένα σωρό άλλα που δεν μπορώ να ξέρω, θα αρχίσω από το απόγευμα να σας γράφω για άλλα πράγματα που είδα να συμβαίνουν αυτές τις μέρες στα χωριά που περπάτησα και με πρωταγωνιστές απλούς, κανονικούς ανθρώπους που ζουν και δημιουργούν σε αυτή την ακριτική από κάθε έννοια περιοχή .

Πράγματα που ενώ μοιάζουν να είναι «ειδήσεις» μόνο για ένα τόπο που ζει σε ένα όντως σε ένα διαφορετικό ρυθμό ζωής και ελάχιστα επηρεάζεται από την άθλια προπαγάνδα των ασύδοτων ΜΜΕ με τη σημασία τους κατά τη γνώμη μου μας αφορούν όλους και πιο πολύ ορισμένους που αναζητούν απαντήσεις για τη σημερινή κατάσταση στη χώρα μας και βεβαίως εφικτές λύσεις που να κάνουν τη ζωή τους στο μέλλον κάπως καλύτερη.

Τούτη τη φορά όμως, χάρη στον καλό φίλο Θωμά Καρανίκα από το χωριό Φετόκος που ήταν στην ωραία παρέα μας θα μου επιτρέψετε να βάζω που και που στα κείμενα που θα ακολουθήσουν και κάποιες φωτογραφίες που είχαν θέμα κι εμένα στην ώρα της δουλειάς. Ήταν κάτι που δεν συνήθιζα μέχρι σήμερα –μάλλον επειδή δεν ήταν κάποιος καλός φωτογράφος μαζί μου ή άλλος άνθρωπος να προσέχει τις κινήσεις μου- αλλά βλέποντας τις φωτογραφίες του Θωμά, πήρα την απόφαση να προσωποποιήσω κάπως το έργο μου. Το λόγο που με οδήγησε σε αυτό, θα τον διαβάσετε σε επόμενο σημείωμα από την Αθήνα.

Με αυτό τον τρόπο λοιπόν θέλω να δώσω και μια άλλη διάσταση στην συνάντησή μου με τον Σωτήρη Ευθυμίου από τη Φετόκο, τον αειθαλή μελισσοκόμο με την 70χρονη δράση και αληθινό ήρωα της ζωής με τον οποίο περάσαμε προχθές μαζί ένα υπέροχο απόγευμα στο χωράφι με τις κυψέλες, μιλώντας για παλιά και νέα μελίσσια, τη γλυκιά τέχνη της μελισσοκομίας, τη φετινή παραγωγή και βεβαίως το κυνήγι των νέων μελισσιών που φεύγουν τέτοιο καιρό από την μητρική κυψέλη – μια τέχνη που δεν τον φθάνει κανένας…

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΚΛΗΔΩΝΑ


Μέρα με τη μέρα το Facebook ανεβαίνει όλο και περισσότερο στην εκτίμησή μου γιατί ανακαλύπτω πως μέσω της επικοινωνίας μας μαθαίνω και πράγματα που σε άλλη περίπτωση ούτε θα έπαιρνα είδηση, όπως για παράδειγμα ότι σήμερα ήταν ο κλήδωνας!


Ας είναι καλά λοιπόν ο φίλος Δημήτρης Αδαμίδης που μας το θύμισε τούτη τη βροχερή Πέμπτη πως κάποτε στους δρόμους της Αθήνας τα κορίτσια άναβαν φωτιές και τις πηδούσαν και όλο το πράγμα είχε κάτι που θεμελίωνε και εξιδανίκευε τους έρωτες εκείνης της πόλης που χάθηκε.


Ας μην μπλέξουμε όμως με αυτά τα πράγματα και ας σταθούμε στην ημέρα που εορτάζεται ο κλήδωνας (σας προτείνω να βάλετε τη λέξη στο google και θα διαβάσετε εξαιρετικά πράγματα) και σε μια φωτογραφία που τράβηξα πρόπερσι σαν με τον Τάκη Φασούλη, από τη Λυκόραχη Μαστοροχωρίων, τον επονομαζόμενο τυροκόμο λόγω επαγγέλματος και πολύ καλό κυνηγό θησαυρών πήγαμε να γνωρίσω κι εγώ τους σβησμένους οικισμούς του Γράμμου, Μυροβλήτη και Άγιο Ζαχαρία και ήρθε μαζί μας η εγγονή του Κατερίνα.


Το κορίτσι λοιπόν ουδόλως νοιάζονταν για το τι μιλάμε εμείς, για αντάρτικα, θησαυρούς κλπ και το ενδιαφέρον της εστιάστηκε μια στιγμή σε αυτά τα μεγάλα λουλούδια που βλέπετε να κρατάει στην αγκαλίτσα της. Δεν ήξερα τι λουλούδια ήταν και σαν ρώτησα την Κατερίνα μου απάντησε πως τα λένε «καλογιάννια» και με αυτά στολίζουν στο χωριό της Γράμμου την εκκλησία της ημέρα του Αϊ – Γιαννιού. Αυτό συμπλήρωσε, το έμαθε από τη γιαγιά της που είναι ιδιαίτερα συνεπής με τα πράγματα της εκκλησίας και τις γιορτές της.


Δεν μπόρεσα να μάθω περισσότερα εκείνες τις ημέρες σχετικά με τον κλήδωνα στη Λυκόραχη που παλιά λέγονταν Λούψικο πάλι για τους πολλούς λύκους που ζούσαν στην περιφέρειά της και καλείται Κεφαλοχώρι, αλλά κράτησα τη φωτογραφία στην άκρη μήπως τέτοιες ημέρες την έβαζα σε κάποιο έντυπο αλλά όπως πάνε τα πράγματα και κλείνουν το ένα μετά το άλλο αυτό δεν θα γίνει ποτέ πια. Γι’ αυτό άρπαξα την ευκαιρία με τη σημείωση του Δημήτρη να μοιραστώ μαζί σας μια λεπτομέρεια από την αληθινή ζωή των ανθρώπων στην ελληνική περιφέρεια και να σας βάλω να ψάξετε περισσότερα για τον κλήδωνα…

ΚΕΦΑΛΟΧΩΡΙ ΚΟΝΙΤΣΑΣ, 26062010

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

ΜΙΑ ΦΩΛΙΑ ΜΕ ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΟΤΣΥΦΙΑ

-->


Δεν τη μαρτυράμε λένε όσοι γνωρίζουν έστω και λίγο σοβαρά τη φύση όταν βρούμε μια φωλιά από πουλιά στη φωτιά, στο νερό και στο γάλα γιατί είναι σίγουρο πως αυτή δεν θα μείνει και πολύ καιρό ζωντανή…

Και δεν το κάνουμε αυτό γιατί μπορεί η φωτιά που θα ξεσπάσει σε κάποιο μέρος να «περπατήσει» μέχρι το θάμνο που την έχουν χτισμένη τα πουλιά και θα την κάψει, το ίδιο δε να κάνει και το νερό που μπορεί να τη διαλύσει με μια δυνατή μπόρα. Στο γάλα τώρα δεν την μαρτυράμε γιατί αυτό θα την πει στο φίδι που αν δεν γνωρίζετε, του αρέσει πολύ και πολλές φορές όταν είμαστε στα μαντριά το βρίσκουμε να χώνει το κεφάλι μέσα στα δοχεία που αρμέγουν οι τσοπαναραίοι, γιατί αυτό θα πάει και θα καταπιεί τα πουλάκια.



Ασφαλώς και το τρίπτυχο που προαναφέραμε απηχεί μια σειρά αποτρεπτικών συμβουλών που στόχευαν κάποτε να προφυλάξουν τις φωλιές από τους πιτσιρικάδες κάθε χωριού που το είχαν ως χόμπι να ψάχνουν τέτοιο καιρό στους θάμνους και στα δέντρα για να βρουν φωλιές από τις οποίες έπαιρναν τα πουλιά, άλλα να τα μεγαλώσουν άμα ήταν μελωδικά στα κλουβιά ή ακόμα να τα βάλουν και στο τηγάνι. Μην απορείτε ούτε να νιώθετε αηδία. Ήταν κι αυτό μέρος της παιδικής ζωής στην ύπαιθρο και όποιος κατάφερνε να ανακαλύψει πολλές φωλιές απολάμβανε ιδιαίτερης αναγνώρισης από τους άλλους ομηλίκους του.

Αυτά βεβαίως και συνέβαιναν μέχρι πριν από λίγα χρόνια που τα χωριά ήταν ακόμη γεμάτα από παιδιά αλλά σήμερα εκτός ελαχίστων ανθρώπων που εργάζονται στην ύπαιθρο, κτηνοτρόφοι, ξυλοκόποι, μελισσοκόμοι κ.ά. κανένας άλλος δεν ασχολείται με τις φωλιές. Επόμενο θα ήταν να έχει γεμίσει ο τόπος από φωλιές και πουλιά αλλά δυστυχώς τα πράγματα στην περίπτωση είναι αντιστρόφως ανάλογα καθώς παρατηρείται μια εκπληκτική μείωση των πληθυσμών τους που οφείλεται κυρίως στην εγκατάλειψη των καλλιεργειών  που έχει σαν συνέπεια τη δυσκολία στην εύρεση τροφής.

Εξηγούμαι πως τα γνώριζα όλα αυτά αλλά παρακάλεσα  προχθές ένα φίλο που μου είπε πως ήξερε που ήταν μια φωλιά από κοτσύφια στο ρέμα κάτω από τη Βίνιανη της Ευρυτανίας, να πάμε να τη δούμε.  Από περιέργεια οπωσδήποτε γιατί είχα να δω από τα παιδικά μου χρόνια αλλά κυρίως να βγάλω μια σειρά φωτογραφίες που θέλω για ένα κείμενο που ετοιμάζω για τη της ελληνικής υπαίθρου και τους ανθρώπους της
Η φωλιά των κοτσυφιών που πήγαμε ήταν χτισμένη ανάμεσα στα πυκνά βλαστάρια ενός κομμένου δέντρου και ήταν τόσο καλά κρυμμένη που δεν φαίνονταν από πουθενά. 

Έτσι είναι φτιαγμένες όλες και μόνο μια κίνηση από τα μεγάλα πουλιά ή μια φωνούλα από τα μικρά που έχει μέσα της μπορεί να τις προδόσει. Έτσι και έγινε καθώς μόλις ο κότσυφας μας πήρε είδηση να πλησιάζουμε πέταξε βιαστικά προς σε ένα κοντινό κλαρί και κούρνιασε εκεί και μας έβλεπε αθέατος και γεμάτος τρόμο αφήνοντας τη φωλιά στη διάθεσή μας. Το ίδιο κάνει λένε και στην περίπτωση που μέσα στη φωλιά μπει κανένα φίδι ή την ανακαλύψει κάποιο αρπακτικό. Μπορεί βέβαια να επιτεθεί με το ράμφος του στον εισβολέα αλλά ποτέ δεν καταφέρνει να τον αποτρέψει από το σκοπό του και έτσι αποχωρεί αποδεχόμενος το νόμο του δάσους περί του ισχυρότερου που εκφράζει εκείνη τη στιγμή με το ένστικτό του το πεινασμένο φίδι.



Εμείς προσπαθήσαμε να αφήσουμε τα λιγότερα ίχνη στο πέρασμά μας και μη νομίσει ο τρομαγμένος κότσυφας – το διαπιστώσαμε ότι ήταν αρσενικός από την κατακίτρινη μύτη του- πως χαλάσαμε τη φωλιά και να επιστρέψει να συνεχίσει τη φροντίδα στα τέσσερα πεταρούδια που είδαμε στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο και τα οποία αμφιβάλλω αν μας πήραν είδηση ότι ήμασταν εκεί. Μείναμε πάνω από τη φωλιά όσο χρόνο απαιτούν να γίνουν τρία κλικ και αποχωρήσαμε προσεκτικά κοιτώντας γύρω μας να δούμε αν μας βλέπει ο κότσυφας να τον ευχαριστήσουμε, να του ζητήσουμε συγνώμη για την αδιακρισία και να του δείξουμε πως φεύγουμε από τη φωλιά με άδεια χέρια.

Ήταν σε ένα κλαρί απέναντι και έδειχνε ήρεμος αφού μας έβλεπε με το ένα μάτι να φεύγουμε με άδεια χέρια και με το άλλο μετρούσε τα πουλάκια στη φωλιά…

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΦΡΑΓΚΙΣΤΑ, 23062017

Τρίτη 22 Ιουνίου 2010

ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ ΣΤΟ ΣΩΡΟ ΤΩΝ ΞΥΛΩΝ,,,


Μπορώ να πω με απόλυτη σιγουριά πως η πόλη σήμερα ήταν πολύ χειρότερη από χθες και το δάχτυλο δεν είχε ούτε τη στοιχειώδη δύναμη να ολοκληρώσει το πάτημα του κλικ…

Έτσι και παρά το κλίμα που στρώνεται ενόψει το αποψινού αγώνα της εθνικής μας ομάδας με την Αργεντινή στου MUNDIAL της Νότιας Αφρικής που υποτίθεται θα έβγαζε μια εικόνα στην Αθήνα, έμεινα χωρίς θέμα. Έτσι η καταφυγή στο αρχείο κρίθηκε απαραίτητη και η αναζήτηση έβγαλε ένα λαβράκι όπως θα λέγαμε και στη γλώσσα των καλών ψαράδων. Μια μόλις χθεσινή φωτογραφία δίπλα από το ξυλουργείο που βρίσκεται στη στροφή του χωριού Τυμφρηστός (Πέρα Κάψη το έλεγαν παλαιότερα και ήταν μαχαλάς του χωριού μου που λέγεται Μεγάλη Κάψη και είναι το κεντρικό χωριό, μαζί με τη Μεσαία Κάψη ή Άγιο Κωνσταντίνο στα τρία Κάψια) και δείχνει ένα σκιάχτρο να ανεμίζει πάνω από ένα περιποιημένο σωρό ξύλων και να αποτρέπει με τη σκιά του τους επίδοξους κλέφτες που τυχών τα έχουν βάλει στο μάτι και περιμένουν να βρουν μια ευκαιρία να τα αρπάξουν.

Σε πρώτη ανάγνωση τούτο μπορεί να αποτελεί παραδοξότητα καθώς όλοι γνωρίζουμε πως τα σκιάχτρα μπαίνουν στα μποστάνια και τους κήπους να αποδιώχνουν τα πουλιά και όχι σε ξύλα ή μάντρες με υλικά οικοδομών για παράδειγμα. Στα τελευταία δε το ρόλο αυτό παίζουν συστήματα συναγερμού και κάμερες που έβγαλαν στην ανεργία όλα τα σκιάχτρα.

Βλέποντάς όμως προσεκτικά μπορούμε να διαπιστώσουμε πως εκτός του ότι είναι εξαιρετικό έργο του Κ. Υφαντή ο οποίος φημίζεται και για την τέχνη του στην ξυλουργική το σκιάχτρο στα ξύλα μπορεί να μας οδηγήσει σε διάφορες σκέψεις πάνω στη ζωή μας.

Όπως για παράδειγμα την ανάγκη που δημιουργούμε για να βάζουμε παντού κάθε λογής «σκιάχτρα» που τις περισσότερες φορές ο ρόλος τους δεν ξεπερνά παρά την κάλυψη των ταπεινών ανασφαλειών μας. Το γνωρίζουμε πολύ καλά αυτό αλλά εμείς τα επιμένουμε και το γεγονός μας εμποδίζει να δούμε τι πραγματικά συμβαίνει και έτσι φτάνουμε στο σημείο να μη μπορεί να βγάλει άκρη μαζί μας ούτε ο καλύτερος ψυχαναλυτής.

Από την άλλη πλευρά, για την ίδια ανάγκη πάλι, ασυναίσθητα και με πολλή επιπολαιότητα στήνουμε άλλα σκιάχτρα που χωρίς να το καταλάβουμε αποδιώχνουν και απομακρύνουν από τη ζωή μας εκείνο ακριβώς που επιθυμούμε. Έτσι αυτό που μένει τελικά ικανοποιημένο από όλη την ιστορία είναι το σκιάχτρο γιατί απλά έχει ακόμα ρόλο ύπαρξης πριν όπως προαναφέραμε το παραμερίσουν από τα νέα ηλεκτρονικά συστήματα ανίχνευσης και ασφάλειας που θα βάλουμε στη ζωή μας όπως πιστεύουμε για το καλό μας…

ΝΑ ΜΗ ΜΑΣ ΛΕΙΠΕΙ ΤΟ ΒΥΣΣΙΝΟ…


Αλήθεια, έχετε δει φέτος στα μανάβικα (όσα απόμειναν), στις λαϊκές αγορές ή στα σούπερ μάρκετ βύσσινα; Εύχομαι να ήσασταν τυχεροί αλλά αν όπως ο πολύς κόσμος τα έχετε κι εσείς ξεχάσει, σας θυμίζω πως είναι ένα καρπός σαν τα κεράσια αλλά λίγο μικρότερος, με σκουρότερο χρώμα, με γεύση υπόξινη και χυμούς που βάφουν ρούχα, χέρια και χείλη. Παλαιά μάλιστα έλεγαν για τα σαρκώδη, προκλητικά χείλη των γυναικών που μπορούσαν να ματώσουν κιόλας από ένα δυνατό φίλημα πως αυτά «είναι τραγανά σαν βύσσινο»…

Μια άλλη ευρέως διαδεδομένη ακόμη και στις ημέρες μας έκφραση, που βάση της είναι αυτός ο ωραίος καρπός, είναι «να έλλειπε το βύσσινο» και η οποία χρησιμοποιείται όταν επικρίνουμε διάφορες καταστάσεις υπερβολής που το αποτέλεσμά της δεν είναι και τόσο ευχάριστο για εκείνον που τις πραγματοποίησε. Εν ολίγοις, το «βύσσινο» χρησιμοποιείται σε ένα σωρό εκφράσεις του λόγου, αλλά δεν είναι του παρόντος να τις αναζητήσουμε καθώς αυτό είναι έργο των φιλολόγων και των ερανιστών εκφράσεων της λαϊκής σοφίας και το περιμένουμε.

Στις σκέψεις αυτές οδηγήθηκα προχθές σαν περπάτησα στο περιποιημένο περιβόλι του φίλου Γρηγόρη Παπαδόπουλου ο οποίος διατηρεί τον ωραίο ξενώνα «Τα Δυο Αλώνια» στην Ανατολική Φραγκίστα με στόχο να επισκεφθώ τις κερασιές του οι οποίες κρατούσαν ευτυχώς ακόμη λίγο από τον καρπό τους κι έτσι δοκίμασα και για φέτος λίγα κεράσια που έκοψα κατευθείαν πάνω από το δέντρο και θυμήθηκα κάπως τα παιδικά μου χρόνια.

Εκεί λοιπόν είδα πως υπήρχε και μια μικρή βυσσινιά γεμάτη ωραία λαμπερά βύσσινα που δεν είχαν φθάσει ακόμα στην πλήρη ωριμότητα και το διαπίστωσα από την ξινή γεύση τους. Θέλουν ακόμη μερικές μέρες να περάσουν από το λαμπερό κόκκινο χρώμα στο μελανό κόκκινο οπότε και μπορούν να συλλεχθούν και να γίνουν ωραίο γλυκό η να αποτελέσουν την πρώτη ύλη για μια δροσερή βυσσινάδα πράγμα το οποίο μου αρέσει από τα παιδικά μου χρόνια γιατί ήταν το πρώτο και καλύτερο αναψυκτικό που είχαμε στο σπίτι πριν αρχίσουν να τις φέρνουν με καφάσια τα ΄καφεπαντοπωλεία του χωριού.

Αυτό που δεν θυμόμουν καλά ήταν ο λόγος που φύτευαν βυσσινιές μέσα στα περιβόλια με τις κερασιές και το άκουσα πάλι στην Ανατολική Φραγκίστα αλλά κανένας από όσους συμμετείχαν στη συζήτηση δεν μπορούσε να το εξηγήσει επιστημονικά και παραμείναμε στη συμβολική αλληλεξάρτηση των δυο ειδών στο περιβόλι.

Πίστευαν απλά πως η γύρη από τα άνθη της βυσσινιάς μέσω των μελισσών κάνει καλό στην καρποφορία της κερασιάς και αυτό το έκριναν μόνο δια του αποτελέσματος. Οι κερασιές που είχαν κοντά τους βυσσινιές όντως έκαναν βαρύτερα κεράσια με πιο στιλπνή φλούδα και το κυριότερο ήταν πιο ανθεκτικά στις αρρώστιες και τούτο οφείλονταν λένε στον άλλο «αέρα» που δίνουν οι βυσσινιές στο περιβόλι. Ο καρπός από τις κερασιές που δεν είχαν κοντά τους βυσσινιές έλεγαν επίσης πως ήταν πιο ευάλωτος στις μολύνσεις και γέμιζε σκουλήκια αμέσως μόλις ωρίμαζε.

Όλα τούτα τα είχαν διαπιστώσει μέσα από την εμπειρία τους και η άποψή τους καμία σχετική επιστήμη δεν μπορεί να αμφισβητήσει καθώς είναι καρπός της μακράς παρατήρησης των φαινομένων με την απλή ματιά και την ευγένεια των προθέσεων που διαθέτουν οι άνθρωποι σαν η σχέση τους με τη φύση δεν έχει ταραχθεί από κανένα επισφαλή νεωτερισμό και μέθοδο καλλιέργειας…

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΦΡΑΓΚΙΣΤΑ, 22062010

Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ...


Έδωσα το παρών μου σήμερα στην πόλη και με τα λίγα περιθώρια που μου δίνει πλέον ένα πέρασμα στους δρόμους της Αθήνας προσπάθησα να πιάσω λίγες στιγμές έτσι για ποικιλία στα θέματα και να μην σας κουράζω όλο με λουλουδάκια από τους αγρούς και τους κήπους, δεντράκια του βουνού και του κάμπου και πουλάκια της μέρας αλλά και της νύχτας όπως θα είδατε χθες πως ανακάλυψα…

Κάτι δεν πήγαινε καλά ομολογώ σήμερα στην πόλη και το δάχτυλο δεν προχωρούσε με τίποτα στο κουμπί του κλικ μέχρι τη στιγμή που βρέθηκα μπροστά σε μια ανακοίνωση καταστήματος υφασμάτων στην οδό Αιόλου που πουλούσε ριχτάρια σε φτηνές τιμές και από εκεί μάλιστα είχα πάρει ένα συμπαθητικό πέρσι το καλοκαίρι και το χαίρομαι ακόμα.

«Μόνο ότι χρώματα βλέπετε υπάρχουν» έγραφε η πινακίδα και εννοούσε βέβαια τα χρώματα στα κρεμασμένα ριχτάρια αλλά εγώ το διάβασα σαν να αφορούσε το σύμπαν των χρωμάτων. Προς στιγμήν τρομοκρατήθηκα, μήπως και αυτό είναι ένα από τα ειδικά μέτρα που λαμβάνονται για την οικονομία και κάποιος φωτεινός εγκέφαλος είχε την ιδέα να περιορίσει τα χρώματα με στόχο πιθανόν να μείνουν στη ζωή μας μόνο τα γκρίζα.

Ησύχασα όταν κατάλαβα περί τίνος πρόκειται και μου πέρασε μάλιστα και η ιδέα πως και αυτό να συνέβαινε, θα γλυτώναμε και από κάτι λαμπερά, κίβδηλα χαζοχρώματα που έβαψαν οι επιτήδειοι τη ζωή μας τα τελευταία χρόνια και τώρα πέφτουν φλούδες – φλούδες από τους τοίχους και αλαφρώνουν την ψυχή μας που σιγά – σιγά ανοίγεται με ολάνοιχτα πανιά στην καινούργια εποχή του μέτρου που έρχεται…

Η ΣΥΝΕΥΡΕΣΗ ΤΩΝ ΧΡΥΣΟΚΑΝΘΑΡΩΝ


Σε οποιονδήποτε – πλην εκείνων φαντάζομαι που έχουν εντρυφήσει στην εντομολογία- θα γεννιόταν η απορία αν έβλεπε προχθές στην Ανατολική Φραγκίστα τα χιλιάδες φτερωτά πλάσματα να έχουν πέσει κατά σμήνη πάνω στους γλυκούς χυμούς της ανθισμένης τηλιάς, να ρωτήσει από πού τουλάχιστον αυτά έρχονται…

Όντως, είναι ένας αόρατος κόσμος, ο κόσμος των εντόμων και λίγοι μυημένοι μπορούν να καταλάβουν που έχουν τις φωλιές τους και που κρύβονται τις άλλες στιγμές της μέρας που δεν τα βλέπουμε να πετάνε η να αναζητούν την τροφή τους. Έτσι μπορούμε να πούμε πως βρίσκονται σχεδόν παντού, από τα φυλλώματα και τις κουφάλες των δέντρων μέχρι τα σπίτια, τους τοίχους στις εξοχές, τις τρύπες της γης, τα ανήλια υπόγεια, παντού μπορεί να υπάρχουν έντομα κρυμμένα. Άλλα μικρά και αόρατα, άλλα μεγάλα, πολλά όμορφα στην κλίμακά τους, άλλα αποκρουστικά, σιχαμερά στη αφή, τερατώδη στον μεγεθυντικό φακό, επικίνδυνα πολλές φορές και δηλητηριώδη – όσα είδη υπάρχουν τόσα επίθετα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε να τα χαρακτηρίσουμε και πάλι δεν θα μας φτάσουν οι λέξεις...

Το σημείωμα βεβαίως και δεν έχει στόχο να γίνει η WIKΙPEDIA για τα έντομα αλλά μιας και ο φακός συνέλαβε προχθές ένα ζευγάρι ωραίων χρυσοκάνθαρων σε πολύ ιδιαίτερη στιγμή πάνω από τα μεθυστικά λουλούδια μιας βατομουριάς παραθέτω τη σχετική φωτογραφία με μια παρατήρηση που έχει να κάνει με το όργιο που συντελούνταν από τα μεθυσμένα από το νέκταρ των λουλουδιών πλάσματα, όργιο που όμως που δεν έχω δει από τα ίδια ακριβώς να κάνουν στους σωρούς της κοπριάς που έχουν στη διάθεση τους όλο το χρόνο να ανακατεύουν, να τρέφονται και να την αποσυνθέτουν σε χρήσιμο για τα φυτά λίπασμα.

Φαίνεται πως το νέκταρ των λουλουδιών λειτουργεί ως ερωτικό φίλτρο και σε συνάρτηση με τη θερμοκρασία, τη διάρκεια της ημέρας και άλλα πράγματα που αγνοούμε για τον κόσμο των εντόμων, το αποτέλεσμά της ερωτικής συνεύρεσης των χρυσοκανθάρων πάνω στα λουλούδια είναι η γέννηση και η εναπόθεση των αυγών που πρέπει να γίνεται σε ένα ασφαλές μέρος το οποίο μπορεί να βρίσκεται στα πιο απίθανα σημεία του περιβάλλοντος.

Εκεί θα μείνουν λίγο καιρό μέχρι να γίνει η επώαση και μόλις τα νεαρά έντομα βγάλουν φτερά, τότε όλος ο κόσμος είναι δικός τους, τόσο που μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως έρχονται από το πουθενά για να παίξουν όσο το επιτρέπει το είδος, το ρόλο τους στη ζωή και στην ισορροπία του κόσμου.

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΦΡΑΓΚΙΣΤΑ, 21062010

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ


Να πρωτοτυπήσουμε λιγάκι απόψε που πάνω κάτω είναι η μικρότερη νύχτα του χρόνου γιατί από σήμερα αρχίζει πάλι να λιγοστεύει η νύχτα και να οδεύουμε στο χειμώνα…

Έτσι αντί την καληνύχτα μας να συνοδεύει κανένα από τα ωραία, πολύχρωμα ή μελωδικά πουλάκια που γεμίζουν τις στέγες και τις εξοχές της πατρίδας μας, είπα απόψε να βάλω μια μικρή καφετιά νυχτερίδα που είδα σήμερα το πρωί να είναι κρεμασμένη στο ταβάνι της αποθήκης με τα σχολικά βιβλία και άλλα όργανα παιδείας από το κλειστό δημοτικό σχολείο της Ανατολικής Φραγκίστας.

Ήταν νωρίς το πρωί και φαίνεται πως το αυτό το φτερωτό πλάσμα που άλλοι επιστήμονες χαρακτηρίζουν πτηνό και άλλοι ποντίκι με φτερά, κουρασμένο από το κυνήγι της νύχτας παραδόθηκε αποκαμωμένο στον ύπνο και δεν τρόμαξε ούτε από τη λάμψη τους φλας που το τύφλωσε και το ακινητοποίησε στη θέση του. Για αυτό υποθέτω πως φταίει διάρκεια της νύχτας που είναι η μικρότερη του χρόνου και κουράζεται πολύ να βρει την τροφή της μέσα σε λίγες ώρες και να προλάβει πριν βγει ο ήλιος να γυρίσει στη φωλιά της που είναι γεμάτη βιβλία που αμφιβάλλω αν ποτέ στο μέλλον κάποιος βρεθεί πάλι να τα ξεφυλλίσει.

Και δεν είναι μόνο τα σχολικά που φυλάγονται στην αποθήκη με τις νυχτερίδες, αλλά και ένα σωρό άλλα, ποίηση, λογοτεχνία, θρησκεία, περιοδικά, ιστορία, βιβλία για την πολιτική, το σοσιαλισμό, ακόμα και τον μαρξισμό που αφειδώς μοιράστηκαν στα σχολεία τα πρώτα χρόνια μετά το 1980 αλλά όπως δείχνουν τα πράγματα, τζάμπα πήγαν όλες οι προσπάθειες της βιβλιοθήκης να αλλάξει ο κόσμος με αυτόν τον τρόπο…

ΑΘΗΝΑ, 21062010

Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΟΥ «ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΑΦΑΝΤΑΡΗ»


Ο λόγος που βρέθηκα χθες στην Ανατολική Φραγκίστα που με συνδέουν βαθύτατοι δεσμοί από πολλά χρόνια ήταν τα εγκαίνια του «Πνευματικού Κέντρου Γεώργιος Καφαντάρης» που ίδρυσαν οι συμπατριώτες του πενήντα χρόνια μετά το θάνατό του.

Στην εκδήλωση που τιμά την Ανατολική Φραγκίστα αλλά και ολόκληρη την Ευρυτανία, παρέστησαν οι τοπικές πολιτικές, αυτοδιοικητικές και θρησκευτικές αρχές καθώς και πολύς κόσμος από όλη την περιοχή. Μετά την τελετή των εγκαινίων όλοι ξεναγήθηκαν από τον πρόεδρο του ιδρύματος Κώστα Κωστόπουλο στα γραφεία και στις συλλογές που στεγάζονται στη διώροφη παραδοσιακή κατοικία στο κέντρο του χωριού όπου στο ισόγειό της είχε το γραφείο του ο πατέρας του ευρυτάνα πρωθυπουργού, Κώστας Καφαντάρης, ο οποίος είχε διατελέσει δήμαρχος Αγραίων στις αρχές του 19ου αιώνα.

Σε αυτό το χώρο στεγάστηκε το λαογραφικό υλικό και η έκθεση φωτογραφίας του χωριού ενώ στον πάνω όροφο θα εκτίθεται το αρχείο του Γεωργίου Καφαντάρη το οποίο έχει υποσχεθεί ότι θα παραχωρήσει η Βουλή των Ελλήνων στο Ίδρυμα καθώς επίσης και φωτογραφίες και προσωπικά αντικείμενα που θα διαθέσουν οι συγγενείς του.

Σημειώνεται πως το Ίδρυμα θα ήταν ακόμα στις σκέψεις αν δεν ενίσχυε με 100.000 δολάρια την ωραία πρωτοβουλία ο ομογενής επιχειρηματίας Κώστας Πανουργιάς ο οποίος μοιράζεται το χρόνο του πλέον ανάμεσα στη γενέτειρά του Ανατολική Φραγκίστα και τη Νέα Υόρκη και αναγνωρίζεται απ’ όλους ως μεγάλος ευεργέτης της πατρίδας του.

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΦΡΑΓΚΙΣΤΑ, 20062010

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΙΛΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΕΝΤΟΜΑ


Το τίλιο ή τηλιά αν θέλετε, είναι ένα από τα πλέον ευγενή δέντρα του δάσους και απαντάται σε πολλά σημεία της ορεινής Ελλάδας είτε ως μεμονωμένο άτομο είτε σε μικρές συστάδες και τούτο τον καιρό βρίσκεται στο απόγειο της ανθοφορίας του.

Να με συμπαθάτε αν κάνω κάποια λάθη στη φυτολογία αλλά το σημείωμα αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με την επιστήμη περί των φυτών αλλά με όσα άλλα συμβαίνουν γύρω απ’ αυτό το δέντρο. Κατ’ αρχάς λοιπόν το τίλιο απ’ ότι έχω ακούσει είναι γνωστό ως πολύ καλό αφέψημα και προς τούτο κατά την περίοδο της ανθοφορίας του πολλοί άνθρωποι πηγαίνουν και ανεβαίνουν στα δέντρα, μαζεύουν τα μυρωδάτα, κιτρινωπά άνθη του και τα οποία ξηραίνουν στη σκιά για να τα διατηρήσουν.

Απ’ ότι θυμάμαι πάλι σε όλη την περιοχή του ανατολικού Τυμφρηστού πριν από αρκετά χρόνια ελάχιστα ήταν τα δέντρα τίλιου και μάλιστα σε πολύ ανάποδα μέρη να τα πλησιάσει ο άνθρωπος και γι’ αυτό πολύ λίγοι ήταν αυτοί που το χρησιμοποιούσαν για αυτό το σκοπό. Στην ουσία ούτε καν ήξερα πως είναι ένα τέτοιο δέντρο και το γνώρισα πολύ αργότερα στα Άγραφα και ιδίως στα Τρίκαλα σαν διακοσμητικό φυτό στην κεντρική πλατεία της πόλης.

Με τα χρόνια στις περιπλανήσεις μου γνώρισα πολλά δέντρα τίλιου μέσα στις πόλεις και τα χωριά αλλά και στις αυλές ως διακοσμητικό όπως ανέφερα δέντρο, γεγονός που πιστεύω πως συνετέλεσε και στη διάσωσή του και τον πολλαπλασιασμό του κάτι που δεν έγινε όμως και για τους φτελιάδες οι οποίοι στην περιοχή της Πίνδου ξεράθηκαν όλοι και χάθηκαν.


Ένα τέτοιο μεγάλο δέντρο είδα χθες στην πόρτα του παλιού δημοτικού σχολείου της Ανατολικής Φραγκίστας και ομολογώ πως ήταν μια από τις πιο όμορφες και στιγμές της χθεσινής ημέρας καθώς η μεγάλη, ολάνθιστη κώμη του που μοσχοβολούσε έσταζε γλυκούς χυμούς πάνω στους οποίους είχαν πέσει και τους ρουφούσαν αμέτρητα ζουζούνια, έντομα και πεταλούδες. Από τον θόρυβο δε που έκαναν όλα αυτά έντομα ένοιωθες πώς να βρισκόσουν, μιας και είναι μέσα στην επικαιρότητα ένας ανάλογος ήχος, μέσα σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου στην Νότια Αφρική όπου ηχούσαν χιλιάδες βουβουζέλες!!!!

Όντως όλο το δέντρο ήταν σαν ένα τεράστιο ηχείο που εξέπεμπε ένα διαρκή υπόκωφο θόρυβο από τα φτερουγίσματα των εντόμων όπου ανάμεσα στα φύλλα και στα μυρωμένα άνθη του συνωστίζονταν άπειροι κάνθαροι, πεταλούδες, μύγες, μέλισσες, ακρίδες που έδιναν την εντύπωση πως ζούσαν μόνο για εκείνη τη στιγμή και ότι προλάβαιναν να αντλήσουν από τους χυμούς, με αυτό θα έβγαζαν το καλοκαίρι.


ΥΓ. Πράγματι, σήμερα που κάνει αρκετό κρύο, έχει συννεφιά και ενδεχομένως βρέχει όλος αυτός ο θορυβώδης κόσμος των εντόμων δεν θα μπορέσει να πλησιάσει καν το δέντρο και οι χυμοί του, χωρίς να χορτάσουν κανένα πλάσμα, θα πάνε χαμένοι στο έδαφος…

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

ΟΙ ΟΡΤΑΝΣΙΕΣ ΤΗΣ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ

Τα λουλούδια που κυριαρχούν στις ελληνικές αυλές από τούτες τις μέρες μέχρι τα μέσα του Ιούλη δεν είναι κανένα άλλα παρά αυτά της ορτανσίας και τούτο δεν οφείλεται μόνο στ μέγεθός τους αλλά και στην επιβλητικότητα των ανθών της…

Πρόκειται απ’ όσο γνωρίζω για ένα λουλούδι για το οποίο αμιλλώνται όλες οι νοικοκυρές στα χωριά για να κάνουν το καλύτερο και ψηλότερο και πέρσι, όποιος βέβαια θυμάται τις αναρτήσεις του καλοκαιριού του 2009, την καλύτερη την έφτιαξε η μάνα μου! Δεν ξέρω πως ακριβώς πηγαίνουν φέτος τα λουλούδια της αλλά και να ήξερα πάλι δεν θα αναφερόμουν σε αυτά γιατί σε τούτο εδώ το μικρό χώρο του διαδικτύου πρέπει να φαίνονται και άλλα πρόσωπα ή πράγματα μακρύτερα από την αυλή μου

Τις μεγαλύτερες ορτανσίες που έχω δει ποτέ μου, εύρωστες, θαλερές και πλημμυρισμένες με τεράστια λουλούδια τις συνάντησα τέτοιο καιρό πρόπερσι στη Σαμοθράκη και ως ήταν φυσικό ρώτησα πως και το καταφέρνουν αυτό το θαύμα. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο μου είπαν, με λίγη περιποίηση οι ορτανσίες τους είναι ικανές να γίνουν μέχρι δυο μέτρα ψηλές και ένα φυτό τους να σκεπάσει με τον ανθισμένο ίσκιο του μέχρι τέσσερα τετραγωνικά!

Όντως οι ορτανσίες της Σαμοθράκης μπορούν να ζήσουν με ελάχιστη φροντίδα και οπουδήποτε, είτε σε γλάστρα είτε στην αυλή γιατί της βοηθάει πρώτα απ’ όλα το έδαφος του νησιού στο οποίο ευδοκιμούν πολύ και οι καστανιές. Εκεί κρύβεται το μυστικό της ακμής τους, στις καστανιές που στα χωριά της Ρούμελης παίρνουν απ’ αυτές το καστανόχωμα για να ενισχύσουν τις ορτανσίες και απ’ αυτές είναι γεμάτη η Σαμοθράκη.

Πρόκειται για τεράστια δέντρα, άγρια τα περισσότερα στο είδος που ρίχνουν τα φύλλα και τα σάπια κλαριά τους στο έδαφος και από τις ουσίες τους εμπλουτίζεται το χώμα και βοηθάει τις ορτανσίες κι έτσι δεν χρειάζονται καστανόχωμα ούτε πάλι να μπήγουν δίπλα τους οι νοικοκυρές σκουριασμένα σίδερα και ντενεκέδες να τραβήξουν από εκεί τα πολύτιμα για την ανάπτυξή και την ομορφιά τους στοιχεία…

Έτσι λοιπόν τα καταφέρνουν στη Σαμοθράκη και είναι το νησί πλημμυρισμένο με μεγάλες ορτανσίες με χρώματα που καλύπτουν όλο το χρωματικό φάσμα, από το σκούρο ιώδες στο απόγειο της ανθοφορίας τους μέχρι το ξέπνοο μπλε στο τέλος αυτής της θαυμαστής περιόδου οπότε και το φυτό, κουρασμένο από την έκρηξη των χρωμάτων περιορίζεται σε μια ταπεινή παρουσία στην αυλή και στον κήπο μέχρι την επόμενη άνοιξη…

ΤΟ «ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΑ ΓΟΥΝΑΡΑΔΙΚΑ»…


Ορισμένοι φίλοι αναρωτήθηκαν και με το δίκιο τους, τι σημαίνει η έκφραση «ραντεβού στα γουναράδικα» . Έτσι λοιπόν υποχρεώνομαι να πω δυο λόγια για το τι σημαίνει αυτό το πράγμα και ζητώ προκαταβολικά συγνώμη αν σας φέρει λίγη ανατριχίλα…

Ας ξεκινήσουμε από τη γλώσσα των αγρίων γουνοφόρων ζώων, των κουναβιών και κυρίως των αλεπούδων που κάποτε τις κυνηγούσαν απηνώς για το δέρμα τους και ήταν μάλιστα επικηρυγμένες. Κάθε φορά λένε που έβγαιναν οι αλεπούδες για τροφή, είτε στα χωράφια, είτε στα κοτέτσια ποτέ δεν ήταν βέβαιες πως θα επιστρέψουν στη φωλιά τους και έλεγαν μεταξύ τους σαν αστείο τον χαιρετισμό «καλή αντάμωση στα γουναράδικα». Όπερ σήμαινε ότι αν έπεφταν σε κάποια παγίδα ή τις σκότωναν οι κυνηγοί, θα συναντιόνταν πάλι στον πάγκο του γουναρά όπου το τομάρι τους θα γίνονταν ρούχο, αντικείμενο ή κάποιο αξεσουάρ να στολίσει το κορμί ή το σπίτι.

Αυτή ήταν μια από τις πολλές λαϊκές εκφράσεις που χρησιμοποιούσε ο Άρης Βελουχιώτης σαν ήθελε να σχολιάσει το μέλλον το δικό αλλά και των πιστών συντρόφων του. Θα μπορούσαμε να γράψουμε ένα σωρό πράγματα για τις προσεγγίσεις που έκανε ο Άρης για την εξέλιξη του αγώνα και την ιδιαίτερη ικανότητα να αναλύει τις εξελίξεις που καθορίζονταν από την ηγεσία του Κόμματος. Με βάση λοιπόν αυτά τα στοιχεία ο Άρης θεωρώ πως από πολύ νωρίς ήξερε πως το τομάρι του θα έφτανε κάποια στιγμή στα «γουναράδικα» για να το κάνουν κομμάτια οι εχθροί του και οι «φίλοι» του. Η διαίσθησή του αυτή τελικά επιβεβαιώθηκε με πολύ τραγικό τρόπο στο Φάγγο.

Όποιος δε ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα για τον Άρη αλλά και την Εθνική Αντίσταση, μπορεί να ανατρέξει στην επίσημη βιβλιογραφία που μπορεί να την αναζητήσει σε όλους τους καταλόγους των βιβλιοπωλείων και έτσι ενδεχομένως βελτιώσει τις ισχνές αλλά και συχνά υποβολιμαίες γνώσεις που του παρέχει το Wikipedia…

(Παραθέτω το εξώφυλλο του πρώτου βιβλίου που γράφτηκε από τον Πάνο Λάγδα και τις μαρτυρίες των συντρόφων του πριν περάσουν τα χρόνια και αρχίσουν να παραποιούνται τα πράγματα).

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2010

Ο ΑΡΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ



Μια και ανοίξαμε χθες με αφορμή την 65η επέτειο από το θάνατο του Άρη Βελουχιώτη ένα μακρύ διάλογο όπου καταγράφηκαν πολλές, ποικίλες, ενδιαφέρουσες αλλά και αντικρουόμενες απόψεις λέω να δώσω και σήμερα μια μικρή συνέχεια, έτσι για μαθαίνουμε λίγα πράγματα ακόμα και να μην ξεχνιόμαστε…

Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ένα χωριό του φθιωτικού Τυμφρηστού που λέγετε Μεγάλη Κάψη και χωρίς υπερβολές το θεωρώ ως το ομορφότερο του κόσμου. Αυτό το χωριό, το οποίο λόγω θέσης (800 μέτρα υψόμετρο μέσα στα έλατα και τις καστανιές) αλλά και της κοινωνίας του ήταν από τις αρχές του περασμένου αιώνα ορεινό θέρετρο και πολλές οικογένειες από τη Λαμία και τον κάμπο του Σπερχειού ανέβαιναν εκεί να παραθερίσουν.

Ανάμεσα σε αυτές ήταν και η οικογένεια του λαμιώτη δικηγόρου Δημήτρη Κλάρα η οποία παραθέριζε στο σπίτι των Δεδουσαίων και έχω προλάβει στη ζωή και έχω ακούσει από πολλούς συγχωριανούς να θυμούνται τον Άρη, μαθητή ακόμα του Γυμνασίου Λαμίας να πηγαίνει όλη τη μέρα σε ένα ωραίο μέρος που λέγεται Λειβαδάκι όπου και υπάρχει μια βρύση με δροσερό νερό και να διαβάζει κάτι βιβλιαράκια με κόκκινο δέσιμο. Συχνά επίσης πήγαινε να διαβάζει σε ένα ξέφωτο, τη Λελούδα και από εκεί αγνάντευε τις κορυφές του Βελουχιού (Τυμφρηστού) και από εκεί φαίνεται πως εμπνεύστηκε το ψευδώνυμό του.

Πρέπει να πέρασε μέχρι το 1918 τουλάχιστον όλα τα καλοκαίρια στη Μεγάλη Κάψη ο Θανάσης Κλάρας όπως θυμάμαι να αφηγούνται οι παλιότεροι που πρόλαβα εν ζωή και έτσι δημιούργησε στενούς δεσμούς με τους χωριανούς μου. Σχέσεις που δεν εξαντλούνταν μόνο το καλοκαίρι στο χωριό αλλά συνεχίζονταν και τον υπόλοιπο χρόνο στη Λαμία όπου υπήρχε μια ανθηρή παροικία εύπορων και διανοούμενων Μεγαλοκαψιωτών και Τυμφρηστίων.

Από τότε μέχρι το 1941 που κάνει την πρώτη εμφάνισή του στο χωριό ως ζωέμπορος φαίνεται πως κρατούσε επαφή με πολλούς συγχωριανούς και τούτο απορρέει από το γεγονός ότι στη Μεγάλη Κάψη παρέμεινε περισσότερες μέρες από κάθε άλλο χωριό και το ενδιαφέρον του δεν ήταν βέβαια τα αρνοκάτσικα του χωριού αλλά η προετοιμασία του αντάρτικου. Δεν έτυχε το χωριό μου, το οποίο ήταν εύκολο να προσβληθεί από τους Ιταλούς που ήταν στη Λαμία η αφετηρία του ένοπλου αγώνα αλλά έγινε στις 6 Ιουνίου 1942 η απόμερη, κοντινή Δομνίστα της Ευρυτανίας. Το πρωί μάλιστα της επομένης ημέρας, της 7ης Ιουνίου, ο Άρης Βελουχιώτης πλέον και η ομάδα του πιάνουν τον πρώτο καταδότη τους στους Ιταλούς κατακτητές, έναν μακρινό συγγενή τον Κώστα Προβιά και τον εκτελούν παραδειγματικά σε μια τοποθεσία πάνω από το γειτονικό χωριό Παλαιόκαστρο.

Σε όλη την περίοδο της Αντίστασης αρκετές ήταν οι φορές που ο Άρης περνούσε από το χωριό και έμεινε πάντα στο σπίτι του Λεωνίδα Παπαγιάννη, συνταξιούχου αξιωματικού της Χωροφυλακής με τον οποίο συνδέονταν στενά και συνομιλούσε πολύ με τον παππού από την πλευρά της μάνας μου Παναγιώτη Τσιρώνη που ήταν πρόεδρος του χωριού. Οι δυο άντρες είχαν την ιδέα να προτείνουν στους χωριανούς να μη φάνε καθόλου πατάτες όλο το χειμώνα για να τις σπείρουν σε κάθε μεριά του βουνού κι έτσι το αντάρτικο απέκτησε για τα επόμενα χρόνια μια σίγουρη προμήθεια τροφής. Οι πατάτες αυτές θυμάμαι κάρπιζαν από μόνες τους για πολλά χρόνια αργότερα και εξαιτίας τους μαζεύτηκαν πολλά αγριογούρουνα στο δάσος πάνω από το χωριό και νομίζω πως από εκείνη τη σπορά υπάρχουν ακόμα μερικές μέσα στα φτερούσια και στα παρατημένα χωράφια.

Σημειώνεται πως στο χωριό μου την ίδια περίοδο λειτουργούσε νοσοκομείο για τους τραυματισμένους αντάρτες και ήταν μια σοβαρή βάση της Επιμελητείας, με φούρνους, μαγειρεία και πλυντήρια ρούχων που δούλευαν όλες οι γυναίκες του χωριού.

Στο χωριό στάθμευε επίσης μεγάλος αριθμός ανταρτών και για το λόγο τούτο είχαν επιτάξει δυο δωμάτια από το σπίτι του παππού Ηλία Παπαδόπουλου ο οποίος μαζί με τη γιαγιά Μαρούλα και τη μάνα μου Αγγελική που ήταν τότε 10 χρονών, περιορίστηκαν σε ένα δωμάτιο. Ένα δωμάτιο μάλιστα το είχαν κάνει αίθουσα συσκέψεων και μαθημάτων. Απ’ ότι μου λέει η μάνα μου οι αντάρτες πρέπει να έμειναν στο σπίτι πάνω από ένα χρόνο χωρίς να ενοχλήσουν κανέναν. Ούτε καφέ δεν δέχθηκαν από το σπίτι, ούτε φαγητό και αυτό προς μεγάλη απογοήτευση του παππού που ήθελε να πιάνει κουβέντα μαζί τους. Απόλυτα πειθαρχημένοι οι αντάρτες δεν ενόχλησαν κανέναν από την οικογένεια, πήγαιναν για ασκήσεις και φαγητό στο σχολείο και γύριζαν στο σπίτι μόνο για συσκέψεις και ύπνο.

Το σπίτι αυτό το πυρπόλησαν οι Γερμανοί στις 15 Αυγούστου του 1944 στη διάρκεια της φοβερής επιχείρησης που έκαναν μέχρι την καρδιά της Ευρυτανίας και ξαναχτίστηκε ακριβώς στην ίδια θέση και τις ίδιες διαστάσεις μετά το 1950 όταν οι «ανταρτόπληκτοι» συγχωριανοί μου επέστρεψαν στο χωριό και κατάφεραν να το αναστήσουν από τις στάχτες.

Τα όσα ακολούθησαν για τον Άρη φυσικά και έφτασαν ως στο χωριό, αλλά ομολογώ πως το όνομά του μέχρι το 1974 ήταν απαγορευμένο να ακούγεται και μόνο ψιθυριστά το ανέφεραν οι χωριανοί. Έτσι ότι έμαθα γι’ αυτόν και την παρουσία του στη Μεγάλη Κάψη και τις σχέσεις του με τους συγχωριανούς μου ήταν πολλά χρόνια μετά, το 1995 σαν έκανα την πρώτη απόπειρα καταγραφής της ιστορίας του πρωτοκαπετάνιου και ειδικά των δέκα τελευταίων ημερών της ζωής του για μια σειρά δημοσιευμάτων στην Ελευθεροτυπία.

Ήταν όμως πολύ αργά και τον πρωτογενή, καθαρό λόγο των αφηγήσεων που είχαν ζήσει τα γεγονότα είχαν ήδη διαβρώσει ποικίλα στοιχεία της προπαγάνδας από κάθε πλευρά και η έρευνα άρχισε να χάνει το ενδιαφέρον τους. Κανένας άλλος δυστυχώς από το χωριό αλλά και όλη την περιοχή δεν φρόντισε να καταγράψει λίγα πράγματα εξαιτίας του φόβου με αποτέλεσμα η αποπληροφόρηση να είναι πλήρης. Είναι εντυπωσιακό, να ρωτάω ανθρώπους που έζησαν τόσα και τόσα γεγονότα να μην θυμούνται απολύτως τίποτα σαν να είχαν υποστεί όλοι πλύση εγκεφάλου!

Έτσι, με αυτά τα λίγα στοιχεία που διαθέτω προσπαθώ να γράψω ορισμένα πράγματα που αφορούν την ιστορία του χωριού, σελίδες της οποίας είναι και ο Άρης Βελουχιώτης…

Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010

ΜΝΗΜΗ ΑΡΗ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ

Σαν σήμερα το πρωί, στις 16 Ιουνίου 1945, οι αρτινοί διώκτες του Άρη Βελουχιώτη με επικεφαλής τον Κώστα Βόϊδαρο και ο υπολοχαγός της Εθνοφυλακής του 118 Τ.Ε. Ασημάκης Μουρελάτος οι οποίοι είχαν μάθει πως το προηγούμενο βράδυ είχε γίνει μια συμπλοκή και εκρήξεις στο φαράγγι του Φάγγου πάνω από τον Αχελώο, ξεκίνησαν από την Μεσούντα να κατέβουν στο σημείο που τους είχαν υποδείξει οι ντόπιοι. Μαζί τους έσερναν δεμένο και τον Δράκο, ένα σύντροφο του Άρη που μετά την επίθεση έφυγε και κρύφτηκε στην καλύβα του κουμπάρου του Γιαννακούλα Τζουβάρα όπου και τον έπιασαν.

Στο δρόμο συνάντησαν τους Θεσσαλούς διώκτες του Άρη, Σταθαίους, Μοκαίους κ.ά. που αφού είχαν περάσει τον Αχελώο το βράδυ, βρήκαν τα τέσσερα πτώματα, πήραν ότι τους άρεσε από τις τσέπες τους και τα ρούχα τους, τα παράτησαν και ανέβαιναν προς τη Μεσούντα. Ούτε καν τους ένοιαξε σε ποιους ανήκαν… Δυο απ’ αυτούς φορούσαν τα μαύρα σκουφιά του Άρη και του Τζαβέλα. Αυτά είδε ο Δράκος και είπε στο Βόϊδαρο ότι ήταν του Άρη και του Τζαβέλα και αυτός κατάλαβε πως οι Θεσσαλοί είχαν βρει τα πτώματα του Άρη και των συντρόφων του και επιβεβαιώθηκε σαν έφτασε στο Φάγγο. Εκεί αφού έψαξε το χιτώνιο του Άρη, πήρε τρία σημειώματα και τα έδωσε στον υπολοχαγό και διέταξε τον Δράκο να κόψει τα κεφάλια με το ίδιο το μαχαίρι του Άρη που το είχε πάρει ένας Βραγγιανίτης. Ήθελε δεν ήθελε ο Δράκος, τα έκοψε, τα έβαλαν σε ένα σακκούλι, του τα φόρτωσαν και πήγαν κατόπιν στην πλατεία της Μεσούντας.

Εκεί τα ακούμπησαν στο παράθυρο του δημοτικού σχολείου και έπιασαν γλέντι που κράτησε όλο το μεσημέρι. Έφαγαν ότι τους έφερε το χωριό, ήπιαν και χόρεψαν. Το απόγευμα τα πήραν και πήγαν στο Μυρόφυλλο όπου και διανυκτέρευσαν προκειμένου την επομένη να προχωρήσουν προς τα Τρίκαλα να τα παραδώσουν στις αρχές και πάρουν την επικήρυξη.

Για τους υπόλοιπους νεκρούς και τα αποκεφαλισμένα πτώματα δεν ενδιαφέρθηκε κανένας και αφέθηκαν στην τύχη τους. Το ίδιο απόγευμα λένε οι ντόπιοι έπιασε μια βροχή, τέτοια που δεν είχαν ξαναδεί και τα νερά σάρωσαν το τόπο και πήραν τα άταφα πτώματα στο ποτάμι και χάθηκαν.

- Το κείμενο είναι τμήμα της εισαγωγής σε ένα αφιέρωμα για τις τελευταίες ημέρες του Πρώτου Καπετάνιου της Εθνικής Αντίστασης που έγινε το 2009 στην εφημερίδα «’Εθνος» και ήταν αποτέλεσμα της συνεργασίας με τον φίλο Μενέλαο Παπαδημητρίου και φυσικά τον σπουδαίο ιστορικό Ιάσσωνα Χανδρινό.

ΑΘΗΝΑ, 16062017

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ ΤΟΥ ΧΑΒΟΥ


Επειδή μπορεί να βαρεθήκατε τα «χαιρετίσματα» με λουλουδάκια, πουλάκια και ομορφιές της Ελλάδας σκέφτηκα να αλλάξω λιγάκι το ύφος τους χωρίς όμως να απομακρυνθώ από την κλασική θεματολογία των σχετικών αναρτήσεων.

Έτσι λοιπόν τράβηξα από το αρχείο την φωτογραφία του πιο απρόοπτου πουλιού που μπορούμε να συναντήσουμε σε ελληνικό έδαφος, είτε αυτό διακρίνεται πάνω σε ένα παράξενο πέτρωμα ή ξύλο, είτε το έχουν φτιάξει χέρια με κάποιο υλικό, είτε είναι μια σύνθεση κάπου στο ύπαιθρο ή σε πάνω σε ένα δημιούργημα του ανθρώπου.

Πρόκειται για ένα πουλί που έχει δημιουργηθεί, από τις πτυχώσεις των υλικών του γήινου φλοιού σε μια πλαγιά του όρους Καταφύγι στα ορεινά Τρίκαλα, όταν αυτές μέσα από απίστευτα τεκτονικά φαινόμενα τα οποία ονομάστηκαν ορογένεση εκτινάχθηκαν από το βυθό της αρχέγονης θάλασσας και δημιούργησαν την Πίνδο, τη ραχοκοκαλιά της Ελλάδας.

Φυσικά ποτέ δεν θα μαθαίναμε πως εκεί μέσα στα σωθικά του βουνού κρύβονταν ένα τέτοιο πουλί, αν την ορογένεση δεν ακολουθούσαν άλλα τεράστια τεκτονικά φαινόμενα, όπως η δημιουργία των κοιλάδων από τους ποταμούς, οι συνεχείς κατολισθήσεις που αποκαλύπτουν τα γεωλογικά στρώματα, η αποσάθρωση των υλικών και άλλα πολλά που χαρακτηρίζουν τη γη ως ένα ζωντανό πλανήτη που διαρκώς εξελίσσεται.

Παρατηρώντας λοιπόν από το δρόμο που οδηγεί από το Γκολφάρι του Αχελώου στο χωριό Γλίστρα το τεθλασμένο από τις τεκτονικές δυνάμεις στρώμα των ασβεστολίθων που γράφει σαν χελιδόνι μέσα σε όγκους από αργιλικά πετρώματα στην απάτητη πλαγιά που λέγεται Χάβος το λιγότερο που μπορούμε να αισθανθούμε είναι δέος και φόβος για τη δύναμη των φαινομένων και το αποτέλεσμα που θα έχουν για το ανθρώπινο είδος την επόμενη φορά που αυτά θα ενεργοποιηθούν…

ΜΥΡΟΦΥΛΛΟ ΤΡΙΚΑΛΩΝ, 15062010

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

ΠΛΑΤΑΝΙΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ


Η Αθήνα, ακόμα και στους πιο μεγάλες ζέστες έχει κάποιες γωνιές που φυσάει αληθινός αέρας, ιδιαίτερα στο κέντρο που κατεβαίνουν ρεύματα από το Λυκαβηττό και σε ορισμένα σημεία της Πλάκας κάτω από την Ακρόπολη…

Πρόκειται για τα φυσικά ρεύματα τα οποία προσαρμόστηκαν και τρέχουν πλέον στους δρόμους που είναι σαν μεγάλα αυλάκια στο δομημένο σώμα της πόλης. Έτσι και με 40 βαθμούς θερμοκρασία το μεσημέρι, ακόμη και στην οδό Ιπποκράτους νοιώθεις καμιά φορά να σε παίρνει ένα αεράκι και να σε δροσίζει απαλά.

Ο καλύτερος δε συνδυασμός είναι όταν αυτές οι ανάσες της δροσιάς περνούν και μέσα από τα φύλλα ενός πλατάνου και τότε, παρά το γεγονός ότι δεν ακούς πουθενά νερά να τρέχουν και πουλιά να φτερουγίζουν, νοιώθεις πραγματικά σα να βρίσκεσαι μέσα σε μια βαθιά λαγκαδιά κάπου στην ορεινή Ελλάδα ή ακόμα και στην πλατεία ενός ορεινού χωριού.

Κάπως έτσι πρέπει να ένοιωθαν και οι λίγοι τουρίστες που είδα το μεσημέρι κάτω από τα πλατάνια του «Μετροπόλ» στη πλατεία Μητροπόλεως. Είναι δε απ’ όσο γνωρίζω η μοναδική πλατεία της Αθήνας που μπορούν να μεγαλώσουν πλατάνια γιατί οι εργολάβοι δεν πρόλαβαν να φτιάξουν γκαράζ κάτω από την επιφάνειά της ενώ για το πότισμά τους φροντίζει ο θαμένος ποταμός Ηριδανός που περνάει κρυφά τα νερά του από κάτω.

Αυτές οι προϋποθέσεις ανέκαθεν ήταν γνωστές στους ανθρώπους του Δήμου αλλά αυτοί προτιμούσαν να φυτεύουν εκεί λεύκες που και ίσκιο καλό δεν έχουν αλλά όπως τα κλαδιά τους είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στον αέρα μπορεί να προκαλέσουν ατυχήματα στον κόσμο.

Γι’ αυτό και ο φίλος Λεωνίδας Μυζηθράς, η ψυχή του «Μετροπόλ» που κατάγεται από τα Ρωσκά Ευρυτανίας, ένα ωραίο χωριό πάνω ακριβώς από το περίφημο «Πανταβρέχει» στον Κρικελοπόταμο, φύτεψε πριν από 25 περίπου χρόνια τα πλατάνια που ομορφαίνουν σήμερα την πλατεία, δροσίζουν τον κόσμο και του θυμίζουν το αέρα της πατρίδας του…

ΠΩΣ ΘΑ ΒΓΕΙ ΦΘΗΝΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ…



Καλοκαίριασε για τα καλά και είναι καιρός να αφήσουμε τα βουνά και τα ποτάμια που περπατάμε και περάσουμε με νοερές αλλά και μεταφορικές αποδράσεις στα νησιά, δηλαδή να «πάρουμε τις θάλασσες» όπως κάναμε κάθε χρονιά μόνοι μας ή με τους φίλους μας.

Επειδή όμως τόσα και τόσα λέγονται γύρω από την οικονομία, θα αρχίσουμε αυτή τη σειρά των καλοκαιρινών κειμένων με μια φωτογραφία ιδιαίτερης σημασίας και μάλλον χρήσιμη καθώς διανύουμε περίοδο οικονομικής κρίσης και όπως μαζευτήκαμε σε ένα σωρό πράγματα, έτσι νομίζω θα κάνουμε με τις ημέρες και το κόστος των φετινών διακοπών.

Είμαι βέβαιος πως κανείς δεν θα τολμήσει να φάει φανερά αστακομαρονάδα, ούτε κανένα σοβαρό ψάρι. Γόπες, καλαμάρια και άλλα «δεύτερα» θα βλέπουμε φέτος στα τραπέζια και τα «πρώτα» μάλλον θα σερβίρονται κρυφά στα δωμάτια. Ούτε άπειρα ποτά στα μπαρ βλέπω, ούτε παγωτά, ούτε άλλες πολυτέλειες. Θα τη βγάλουμε εν ολίγοις σπαρτιάτικα.

Όσον αφορά για τα καταλύματα, αν τα δωμάτια έχουν τις περσινές τιμές τα βλέπω να αραχνιάζουν άδεια και πιστεύω πως πολλοί σκέφτονται σοβαρά τη λύση της σκηνής και τα κάμπιγκ. Εν ολίγοις πολλοί της γενιάς μου που υπολείπονται του εξοχικού στις Κυκλάδες ή δεν πρόλαβαν να πάρουν κότερο θα ξαναθυμηθούν μέσα στα σλίπινγκ μπαγκ στο ύπαιθρο και κάτω από τα αστέρια τα φτωχικά νιάτα τους και θα είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αναλογιστούν το πόσο σύντομη ήταν η ωραία εποχή των παχιών αγελάδων…

Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη στην παραλία της Παλαιόχωρας πέρσι τον Αύγουστο και νομίζω πως είναι ιδιαίτερα εύγλωττη για την περίπτωση που και η σκηνή είναι ακριβή για την τσέπη μας χώρια δε που σε πολλούς θα δοθεί και η ευκαιρία να θυμηθούν το φιλόσοφο Διογένη τον Κυνικό που ζούσε μέσα σε ένα πιθάρι και δεν ήθελε κανέναν να του κόβει τη σκιά...

Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

ΕΤΣΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ΤΑ ΚΑΛΑ "ΜΑΓΑΖΙΑ"

Τολμηρό το βάψιμο, προσεγμένη η θέση των κλιματιστικών σε ένα απλό μπορντέλο στην οδό Ιάσονος

Είχα πολύ καιρό να περπατήσω στις κάτω γειτονιές της πόλης - Down Town τη λένε κάτι φλώροι που έχτισαν τα περασμένα χρόνια με τούβλα από ευρώ τα γνωστά πανάκριβα μαγαζιά της μόδας- και παρά την κακή διάθεση από την προχθεσινή βροχή και την υγρασία, στόχευσα κάποιες στιγμές με το φακό μου τις προκλήσεις που περνούσαν μπροστά μου…

Το κεντρικό θέμα αυτής της εξόρμησης στο Μεταξουργείο που συνδυάστηκε με άλλη πιο σπουδαία δουλειά ήταν η εικόνα της ιστορικής καρδιάς της πόλης που ρέπει σε μια εποχή λίγο πολύ προς την ασπρόμαυρη δεκαετία του ’50 και τούτο βοηθάει πολύ το γεγονός ότι κάποια κτίρια είναι ακόμα στη θέση τους. Ορισμένα είναι μόνοι όρθιοι τοίχοι, άλλα είναι πεσμένα σε ερείπια, κάποια λειτουργούν ως αποθήκες μόνο γιατί όλα τα εργαστήρια και οι βιοτεχνίες έχουν φύγει από την περιοχή και τα μόνα που έχουν ανοιχτή πόρτα και παρουσιάζουν κάποια κίνηση είναι οι οίκοι ανοχής ή κοινώς τα μπορντέλα.

Σε ορισμένους μάλιστα δρόμους, όπως η πεζοδρομημένη οδός Ιάσονος που έχει σε όλο σχεδόν το μήκος του τέτοια παλιά κτίρια που με κάνα δυο προπολεμικές πολυκατοικίες δημιουργούν ένα μοναδικό σύνολο, είναι γεμάτος μπορντέλα – δεν έκατσα να τα μετρήσω αλλά υπολογίζω πως ξεπερνούν τα τριάντα. Είδα δε σε παλιό κτίριο να έχει αυτόνομα μπορντέλα στο ημιυπόγειο, στο ισόγειο και στον όροφο. Σε ένα άλλο με τρείς πόρτες στην πρόσοψη λειτουργούν όπως είδα τρία διαφορετικά με το ίδιο χρώμα βαμμένες τις πόρτες!

Σε παλαιότερο πέρασμά μου από αυτή τη γειτονιά είχα μείνει έκπληκτος από τον αριθμό των αντρών κάθε φυλής και χρώματος που μπαινόβγαιναν σε αυτά τα μαγαζιά. Προχθές όμως επικρατούσε μια παράξενη ερημιά και κανένα φωτάκι από τα «σπίτια» δεν ήταν αναμμένο. Το γεγονός με έβαλε σε απορίες και βρήκα τις απαντήσεις στο καφενείο «Η Άρτα» στο τέλος του πεζοδρόμου της Ιάσωνος προς την πλατεία Καραϊσκάκη όπου συχνάζουν ακόμα πολλοί φίλοι από την Άρτα που οπωσδήποτε θα γνώριζαν κάτι για την παράξενη ηρεμία στη γειτονιά.

Απ’ αυτούς έμαθα λοιπόν πως η αστυνομία διενεργούσε μια επιχείρηση «σκούπα» και η πληροφορία που δεν υπήρχε περίπτωση να μην διαρρεύσει υποχρέωσε όλα τα μπορντέλα να κλειδώσουν την πόρτα τους και να περιμένουν να περάσει η μπόρα να ανάψουν πάλι τα φωτάκια τους. Το γιατί έγινε αυτό, δεν χρειάζεται να το εξηγήσουμε καθώς σε όλα τα «σπίτια» οι κοπέλες που εκδίδονται αλλά και οι βοηθοί, όπως και οι νταβατζήδες είναι παράνομοι και γι’ αυτό φυλάγονται από τέτοιες περιπτώσεις. Οι άνθρωποί τους, τους ενημερώνουν για κάθε κίνηση της αστυνομίας και όχι μόνο κι έτσι γλυτώνουν τις συλλήψεις και άλλα κακά τα οποία είναι μέσα στο παιχνίδι αλλά στόχος τους είναι να έχουν τις λιγότερες ζημιές, ήτοι να μην μείνει πολλή ώρα το μαγαζί κλειστό και χάνει πελάτες.

Το πράσινο είναι ένα χρώμα που προτιμούν να βάφουν τις πόρτες των μπορντέλων στο Μεταξουργείο.

Πως λοιπόν μετά απ’ αυτά που είδα και έμαθα να μην σκεφτώ πως τελικά έχουν δίκιο όσοι λένε πως την καλύτερη επιχειρηματική οργάνωση την έχουν τα μπορντέλα και τα υποτιμούμε σαν χαρακτηρίζουμε έτσι κάποια άλλα που στεγάζονται σε λαμπρά, ιστορικά κτίρια είναι γεμάτα με ένα σωρό ανίκανους ανθρώπους που δεν μπορούν να μυριστούν πότε πλησιάζει το κακό για να προφυλάξουν ακόμα και το μαγαζί που τους ταίζει…

Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

ΕΓΙΝΕ ΠΑΛΙ «ΤΗΣ ΚΟΡΕΑΣ»


Στη φωτογραφία είναι το γήπεδο του χωριού Αρματολικό Τρικάλων, πάνω από τον Αχελώο που έγινε πριν από είκοσι χρόνια και στο οποίο παίζουν μόνο μερικές ημέρες κάθε καλοκαίρι που μαζεύεται λίγος κόσμος στο χωριό.

Εξηγούμαι πως η σχέση μου με το ποδόσφαιρο είναι άθλια και τούτο γιατί όταν ήμουν μικρός στο χωριό είχαμε τόσες δουλειές στο σπίτι που ποτέ δεν περίσσευε ώρα για μπάλα και παιχνίδια…

Έτσι με τα λίγα που έμαθα τότε παρακολουθώ κάπως τα πράγματα γύρω από το ποδόσφαιρο και όταν με ρωτάνε τι ομάδα υποστηρίζω, λέω απλά «Κεραυνός Αγίου Γεωργίου» και ξεμπερδεύω.

Τα λέω αυτά γιατί δεν ήθελα σήμερα να ξεχωρίσω στην μικρή παρέα που βρεθήκαμε στον «Ιανό» να δούμε την εθνική μας ομάδα να αγωνίζεται με την αντίστοιχη της Κορέας και τελικά να χάνει και να μας απογοητεύει φρικτά. Τι να κάνουμε όμως, μπάλα είναι αυτό…

Η περίπτωση όμως με την Κορέα μου έφερε στο νου τον πόλεμο της Κορέας και τη συμμετοχή Ελλήνων στρατιωτών εκεί κι επειδή έχουμε σχεδόν ξεχάσει αυτή τη ντροπή, ας πούμε μερικά λόγια. Ήταν η πρώτη έξοδος Ελλήνων μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου σε πόλεμο και μάλιστα τόσο μακριά και αυτό έγινε μετά από αίτημα του ΟΗΕ και των Αμερικανών που ήθελαν να πολεμήσουν τους κομμουνιστές της Βόρειας Κορέας φανερά αλλά ο στόχος τους ήταν η Κίνα και ο μεγάλος τιμονιέρης Μαο Τσε Τουνγκ.

Συμμετείχαν σε αυτό τον πόλεμο και Έλληνες στρατιώτες καλά εκπαιδευμένοι από τη συμμετοχή τους στον Ελληνικό Εμφύλιο. Ήταν μάλιστα οι πρώτοι καταδρομείς (ΛΟΚ τα λέγαμε εδώ και τους είχαν εκπαιδεύσει Αμερικάνοι) που πήραν μέρος σε πολέμους και η σημερινή τους εξέλιξη είναι οι λεγόμενοι ράμπο. Οι δικοί μας είχαν εκπαιδευτεί καλά κυνηγώντας επί τρία χρόνια ξυπόλητους και πεινασμένους αντάρτες στα ελληνικά βουνά και ως ήταν επόμενο διέπρεψαν στην Κορέα αλλά δεν γύρισαν όλοι πίσω.

Θυμάμαι καλά κάποιους συγχωριανούς μου (τάγματα από τη Ρούμελη πήγαν στην Κορέα) να διηγούνται τη φρίκη εκείνου του καινούργιου πολέμου και να καταλήγουν με την έκφραση «έγινε της Κορέας». Και όντως έγιναν φοβερά πράγματα εκεί που ποτέ δεν τα μάθαμε αλλά μας έμεινε η έκφραση «έγινε της Κορέας» που οι περισσότεροι από τους νεώτερους φαντάζομαι ότι αγνοούν παντελώς για ποιο λόγο τη λέμε.

Πιθανόν σήμερα μετά την ήττα της εθνικής μας ομάδας θα έχουν κάτι να αναφερθούν…

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:  Όσο αφορά τον πόλεμο της Κορέας, κάποιες αφηγήσεις πολεμιστών που έχω γράψει κάποια στιγμή, κάπου θα τις διαβάσετε…

Η ΛΑΜΠΑ ΠΟΥ ΕΝΟΧΛΕΙ ΤΟΝ «ΑΡΑΠΗ»


Το συνήθιζαν παλιά οι μαστόροι σαν έφτιαχναν σπίτια να σκαλίζουν σε μια πέτρα κάποια μορφή και να τη βάζουν ψηλά στα αγκωνάρια της νότιας πλευράς ή πάνω από την πόρτα η οποία έπαιζε αποτρεπτικό ρόλο για το κακό εν γένει ή εξέφραζε κάπως το status όπως θα λέγαμε σήμερα στο Facebook, του νοικοκύρη…

Ήταν μια ωραία τέχνη η οποία εξέλιπε σαν μετά τον πόλεμο τα σπίτια άρχιζαν να χτίζονται πρόχειρα να στεγάσουν τον ταλαιπωρημένο πληθυσμό της ορεινής Ελλάδας και ξεχάστηκε εντελώς σαν επικράτησε παντού το τσιμέντο και τα τούβλα. Στην περίοδο της «εξέλιξης» που ακολούθησε και διέλυσε μεταξύ των άλλων και την ομορφιά των χωριών και των σπιτιών πολλοί ήταν που αφαίρεσαν αυτά τα γλυπτά αριστουργήματα από τα πατρικά τους σπίτια τα οποία γκρέμισαν για να κάνουν εξοχικά και διατήρησαν ως διακοσμητικά συνήθως στα τζάκια και στα σαλόνια μαζί με τα σαμάρια, τα χαλκώματα, τις καρδάρες και τις κιτς γκλίτσες!!!

Σε όσα σπίτια δε παρέμειναν οι «αράπηδες» όπως έλεγαν αυτά τα ανάγλυφα τούτο σήμαινε πως οι κληρονόμοι δεν τα έβρισκαν μεταξύ τους ως προς την κατεδάφιση και το μοίρασμα της πατρικής περιουσίας και γι’ αυτό παρέμειναν όρθια και αφέθηκαν να γίνουν ερείπια. Στην κατηγορία αυτή δυστυχώς ήταν τα μεγαλύτερα και τα πιο όμορφα σπίτια που τα κατοικούσαν αρχοντικές και εύπορες οικογένειες.

Έτσι σε όλη την ορεινή Ελλάδα, από τη Ναυπακτία μέχρι τα ορεινά Τρίκαλα σε ελάχιστα σπίτια απέμειναν αυτές οι ομορφιές οι οποίες δυστυχώς τα τελευταία χρόνια σαρώθηκαν όπως και κάθε άλλη χρήσιμη πέτρα και αντικείμενο από τους ντόπιους και τους περιπλανώμενους γύφτους να πωληθούν ως παλαιά αντικείμενα.

Ένας από αυτά τα ανάγλυφα βρίσκεται εντοιχισμένο πάνω από την είσοδο ενός ερειπωμένου αρχοντικού στο Μυρόφυλλο Τρικάλων το οποίο χτίστηκε το 1883 και ενώ γλύτωσε από την μεγάλη κατολίσθηση που κατέστρεψε το χωριό το 1963 το τσάκισε ο φοβερός σεισμός της 1ης Μαίου 1967. Έτσι εγκαταλείφθηκε στην τύχη του μαζί με τον «αράπη» ο οποίος στο μεταξύ πρόλαβε να αποκτήσει συντροφιά μια καμένη λάμπα του ηλεκτρικού η οποία από την έκφρασή του καταλαβαίνουμε πως τον ενοχλεί αφάνταστα αλλά που τα χέρια να την πιάσουν και την πετάξουν μακριά;

ΜΥΡΟΦΥΛΛΟ ΤΡΙΚΑΛΩΝ, 12062010

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

ΟΙ ΛΕΚΑΝΕΣ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ


Φαντάζομαι πως λίγοι έχουν δει αυτή την εικόνα στον ουρανό της πόλης γιατί ποιος αλήθεια περπατάει πια κάτω στη Βάθης, στην ανοιχτή αγορά της πρέζας και της πορνείας;

Εκεί λοιπόν, στην ταράτσα μιας αποθήκης υδραυλικών είναι απλωμένες όλες αυτές οι λεκάνες αποχωρητηρίων και εμένα μου μοιάζουν σαν να είναι ένα αλλόκοτο στεφάνι στο άσχημο κεφάλι αυτής της πόλης. Μιας πόλης που της ταιριάζει απόλυτα εκείνο το παρομοιώδες που λένε περί «μεταξωτών βρακιών» γιατί αν οι «κώλοι» που τα φορούσαν είχαν τη στοιχειώδη «επιδεξειότητα» θα τα κρατούσαν ακόμα πάνω τους και δεν θα κατέφευγαν στα τρύπια και τα μπαλωμένα, τα δανεικά και τέλος στην ολοσχερή γύμνια.

Εν ολίγοις, μιας πόλης που μέσα στα άλλα της έμειναν απούλητες και οι πορσελάνινες λεκάνες γιατί φαίνεται ότι ο κόσμος της γυρίζει πίσω στην απλότητα που είχαν οι τούρκικοι καμπινέδες που εκτός του ότι δεν κόστιζαν ένα κάρο λεφτά υποχρέωναν και τα ποδάρια που κρατάνε τον «κώλο» μας όριο και σε λίγη γυμναστική…

ΑΠΟΤΡΕΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΕΙΚΟΝΕΣ


Τελειώνω αυτές τις μέρες με την επιμέλεια ενός βιβλίου που έχει γράψει ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων φίλος Δημήτρης Ράπτης και αφορά τον μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Μυροφύλλου Τρικάλων το οποίο ενδέχεται να πνιγεί από τη λίμνη -αν βέβαια ποτέ αυτή προχωρήσει- που θα συγκεντρώνει τα νερά για την εκτροπή του Αχελώου.

Δεν σας λέω τίποτα για το βιβλίο, θα γράψω γι’ αυτό όταν κυκλοφορήσει αλλά παλεύοντας με ένα δύσκολο φωτογραφικό υλικό βγάζω στην άκρη ορισμένες φωτογραφίες που εκτιμώ πως έχουν και μια άλλη αξία έξω από τις σελίδες του βιβλίου. Ανάμεσα σε αυτές είναι και μια λεπτομέρεια από την «Κόλαση» που βρίσκεται στο νάρθηκα του καθολικού ναού του μοναστηριού και ο σκοπός της ήταν να βλέπει ο πιστός στην εικόνα τι μπορεί να πάθει σαν κάνει κάποια συγκεκριμένη αμαρτία και να προσέχει.

Έτσι λοιπόν βλέπουμε πως ο μυλωνάς που κλέβει στο ζύγι θα κουβαλάει αιωνίως στο λαιμό του κρεμασμένο ένα μυλολίθι και στην πλάτη του θα κάθονται δυο διάβολοι σαν να είναι γάϊδαρος και θα τον κεντάνε, ο γιδάρης που κλέβει κατσίκια και αρνιά θα ψήνεται στον αιώνα τον άπαντα καρφωμένος σε μια σούβλα που θα γυρίζει ένας άλλος διάβολος ενώ ο κλέφτης επίσης μπακάλης θα έχει και αυτός κρεμασμένο στο λαιμό του τα λειψά ζύγια ενώ δυο διάβολοι θα του καρφώνουν κι αυτού διαρκώς την πλάτη.

Απλοϊκές εικόνες θα πείτε αλλά έτσι έπρεπε να είναι γιατί σε έναν παραδοσιακό κόσμο απευθύνονταν και οποιοδήποτε βάρος προσέθετε πάνω τους ο λαϊκός ζωγράφος θα μπορούσε να ακυρώσει το αποτρεπτικό νόημά τους και δεν θα υπήρχε κανένα αποτέλεσμα. Από πρακτικής απόψεως τώρα πόσο αποτελεσματικές ήταν αυτές οι τοιχογραφίες της κόλασης στην αποτροπή της αμαρτίας, δεν μπορούμε να βγάλουμε κανένα συμπέρασμα γιατί έχουν περάσει από τότε 200 χρόνια και όποιες καταγραφές στη μνήμη έχουν σβήσει.

Έτσι δεν μπορούμε να πούμε πως αν υπήρχε και μια σύνθεση με αμαρτάνοντα πολιτικό ή άλλο δημόσιο πρόσωπο της εποχής και την τιμωρία του, θα μπορούσαμε να κάνουμε μια σύγκριση με τους σημερινούς αλλά κατά τη γνώμη μου, σίγουρα κάτι θα του κρεμούσαν στο λαιμό κι εκείνου και το λιγότερο θα ήταν κουδούνια να τον ακούνε σαν πλησιάζει και να φεύγουν μην τους πάρει και τα τρύπια τσαρούχια που φόραγαν...

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ


Μπορεί να έχει τα μαύρα χάλια της η πόλη και η διάθεσή μας καμιά φορά να μας κάνει να τα βλέπουμε χειρότερα απ’ ότι είναι και να βουλιάζουμε στην απογοήτευση και τη μιζέρια.

Έτσι κάπως ένοιωθα χθες περπατώντας, σε μια περιέργως άδεια από αλλοδαπούς και «εμπόρους» πλατεία Βικτωρίας, κατευθυνόμενος προς την είσοδο του Ηλεκτρικού Δυο βήματα όμως από τα σκαλοπάτια της εισόδου, μια έντονη μυρωδιά από φρέσκο βασιλικό με έκανε να σταματήσω μπροστά σε ένα πάγκο όπου ανάμεσα στα λουλούδια και τα άλλα φυτά που διέθετε είχε και μερικές γλάστρες βασιλικούς πλατύφυλλους αλλά και σγουρούς.

Ο νεαρός υπάλληλος εκείνη τη στιγμή είχε σκύψει και σήκωνε από το πεζοδρόμια μια γλάστρα που του είχαν ζητήσει δυο κοπέλες και από επαγγελματική, ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις υποχρέωση, χάϊδεψε ελαφρά τα δροσερά κλαράκια του βασιλικού για να δείξει πως είναι καλός κι έτσι μοσχοβόλησε ο δρόμος.

Δεν ακολούθησαν ούτε παζάρια ούτε άλλες κουβέντες γιατί φαίνεται, οι κοπέλες ήξεραν ακριβώς τι ήθελαν και στάθηκαν αποφασισμένες στον πάγκο να πάρουν το βασιλικό για να στολίσουν κάποιο παράθυρο πιθανόν ή βεράντα γιατί αυτό το φυτό δεν μπορεί να ζήσει στη σκιά και χωρίς αέρα.

Δεν χρειάστηκε τίποτα περισσότερο από αυτή τη σκηνή να μου φτιάξει χθες τη μέρα και ως το βράδυ η μυρωδιά του βασιλικού ήταν στη μύτη μου και με ταξίδευε σε ανοιχτά παραθύρια και δροσερά μπαλκόνια και αυλές…

ΥΓ. Α, στο μεταξύ κατάλαβα γιατί ήταν άδεια η Βικτώρια και οι γύρω δρόμοι αλλά αυτό είναι το θέμα μιας επόμενης σημείωσης.

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΟΥΜΕ ΠΟΥ ΠΕΤΑΜΕ….


Τι να πω τώρα για την ιδέα που είχαν οι εργολάβοι της Αττικής Οδού επί του προκειμένου, να κολλήσουν μια μαύρη στάμπα πουλιού πάνω στα υαλοπετάσματα για να προειδοποιούν τάχα τα πουλιά να προσέχουν μη και πέσουν πάνω τους και σκοτωθούν…

Το ότι είναι καραμπινάτη υποκρισία, ούτε λόγος. Αφού φύτεψαν ένα κτηνώδη δρόμο με όλες τις συνέπειες που έχει για την ανθρωπογεωγραφία της περιοχής με την αυθάδη κατάτμηση των χώρων, την αισθητική υποβάθμιση του τόπου, την επένδυση των πάντων με διάφορα υλικά, τη μαζική ρύπανση από τα τροχοφόρα και την ηχορύπανση από τη μεγάλη κίνηση υπέγραψαν το έργο με το ενδιαφέρον τους για τα πετούμενα.

Αν δεν είναι έτσι, τότε σκέφτηκαν με το μυαλό ενός πουλιού (ας με συγχωρήσει όποιο από τα πουλάκια ενοχληθεί από τούτη την τυποποιημένη έκφραση) γιατί πάλι λέω ότι είναι τεράστια υποκρισία από την οποία αρδεύτηκε και ένα μεγάλο μέρος της κρίσης που ζούμε. Γιατί απλά, η απληστία ορισμένων για περισσότερο κέρδος ήταν που οδήγησε στην πλήρη παραμόρφωση του τρόπου ζωής μας και αντί να βάλουν πινακίδες να προειδοποιούν τους ανθρώπους ότι ζουν σε ένα επικίνδυνο πλέον χώρο το υπονοούν με ένα σήμα στα πουλιά!

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ανεξάρτητα των ανωτέρω, δεν σημαίνει ότι ορισμένα πουλάκια δεν πρέπει να προσέχουν τα διάφορα αρπακτικά που κυκλοφορούν με φτερά περιστεριών μέρα και νύχτα στην πόλη και τα οποία κυκλοφορούν χωρίς την προειδοποιητική στάμπα…

Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

MIA ΚΑΡΥΔΙΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΟΥ ΤΟΙΧΟΥ


Ο μόνος τρόπος για να ανέβει ακέραιο ένα καρύδι στην παραθύρα των ερειπωμένων τοίχων στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στο Μυρόφυλλο Τρικάλων, ήταν το στόμα ενός μεγάλου πουλιού, πιθανόν κόρακα ή κίσσας που δεν μπόρεσε να το σπάσει να φάει το εσωτερικό του, ενώ δεν αποκλείεται αν έφτασε ως εκεί μέσα στα χεράκια κάποιου ποντικού ή ακόμα και σκιούρου που το παράτησε γιατί ήταν σκληρό το κέλυφός του. 

Ναι έτσι είναι, γιατί τα καρύδια δεν έχουν φτερά να πετάξουν από το έδαφος και πρέπει να βρεθεί ένα ράμφος πτηνού ή ένα ζευγάρι από χεράκια τρωκτικών να το πάρει από το χώμα και τα ακουμπήσει κάπου. Κάτι τέτοιο έγινε κι εδώ λοιπόν και το καρύδι, το οποίο για άγνωστο λόγο δεν έγινε τροφή για κανένα είδος, ακολούθησε τη μοίρα του. Κοιμήθηκε δηλαδή ολόκληρο τον χειμώνα, φούσκωσε κατόπιν από την υγρασία της άνοιξης και σαν ήρθε η ώρα, άνοιξε το κέλυφός του και η ρίζα του μόλις βγήκε στο φως η ρίζα του, έψαξε και βρήκε μια ρωγμή στον τοίχο και χώθηκε μέσα. Τότε σήκωσε και το κορμάκι του στο αέρα και μέσα σε λίγες μέρες έβγαλε φύλλα και έγινε πολλά υποσχόμενο δεντράκι.

Τι θα γίνει από εδώ και πέρα όμως για την μικρή καρυδιά, κανένας δεν ξέρει γιατί δεν είναι ζήτημα αν το δέντρο χωράει ή όχι στην παραθύρα, αλλά πόση δύναμη θα μπορέσουν οι ρίζες του να αντλήσουν από τον ξερό τοίχο. Για να βρουν νερό, ούτε λόγος. Πρέπει να κατέβουν τουλάχιστον πέντε μέτρα μέσα στον τοίχο για να φτάσουν στο χώμα και κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο καθώς οι καλοπλεγμένες πέτρες είναι αυτές που κράτησαν ακόμα όρθιο. Θα παλέψουν λίγο μέσα στις ρωγμές και πολύ σύντομα θα παραιτηθούν.

Αν ο καιρός προχωρήσει όπως φέτος λίγο βροχερός, τότε η μικρή καρυδιά θα μείνει ζωντανή μερικές μέρες ακόμα. Το βέβαιο όμως είναι ότι θα πλακώσουν ζέστες και καθώς θα πυρώσει και θα στεγνώσει ο τοίχος οι ρίζες της θα απελπιστούν, θα παραιτηθούν από τον αγώνα της ζωής και σιγά – σιγά το δεντράκι θα στεγνώσει, θα ξεραθεί και θα σβήσει…

ΜΥΡΟΦΥΛΛΟ, 07062017