Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΡΧΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΥΠΑΙΘΡΟ


Στον Όρμο της Αιγιάλης, στο θαυμαστό χωράφι του Γιάννια, όπως λένε τον αειθαλή γέροντα Γιάννη Γαβαλά και δίπλα του με τα τσαπιά, ο γαμπρός του Λευτέρης Πάσσαρης και ο εγγονός του Γιάννης, οι οποίοι παίρνουν σιγά –σιγά τη σκυτάλη της καλλιέργειας…

Γίναμε τα τελευταία χρόνια, μάρτυρες μιας βαθύτατης αλλαγής στην κοινωνία μας, στον τόπο μας, στον πολιτισμό μας και βασικά, στον ίδιο μας τον εαυτό, καθώς, αυτός είναι που επηρέασε σε τεράστιο βαθμό όλα τα προηγούμενα συστήματα ζωής και οικονομίας. Είδαμε επίσης πως λίγα μόνο χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, οι αλλαγές αυτές πήραν μια πρωτοφανή ταχύτητα καθώς το αίτημα εκείνων των καιρών ήταν να ανθίσει πάλι ο κατακαμένος από τον πόλεμο τόπος και να πάει μπροστά ο κόσμος χωρίς καθυστερήσεις.

Και όντως πήγε, αλλά στις ημέρες μας διαπιστώνουμε πως δεν ήταν αυτός ο σωστός προορισμός  καθώς, φαινόμενα σαν την ανέχεια, την ανεργία, την απόγνωση για παράδειγμα, που σαν κοινωνία πιστεύαμε πως τα αφήσαμε στο παρελθόν, έκαναν πάλι την εμφάνισή τους και μάλιστα με πολύ δυναμικό τρόπο και επηρεάζουν βαθιά τη ζωή μας.

Τι γιατί έγινε αυτό; Θα το καταλάβουμε στη συνέχεια καθώς θα προσεγγίζουμε εκείνα τα στοιχεία που, αν θελήσουμε να χρησιμοποιηθούν σωστά, μπορούν να μας βοηθήσουν ώστε να επέλθει τουλάχιστον προς το παρόν μια ισορροπία, να σταθούμε λίγο στα πόδια μας και να βαδίσουμε πάλι προς μια κατεύθυνση που θα την οδηγεί η πείρα του παρελθόντος. Στην ουσία, να κατανοήσουμε τα μεγάλα λάθη και αν είναι δυνατόν, να μην τα επαναλάβουμε.

Ξεκίνησα μιλώντας για την επομένη ημέρα της λήξης του εμφυλίου πολέμου, ήτοι την επιστροφή μετά από δυο ή τρία χρόνια και ανάλογα τις περιπτώσεις, στις πατρογονικές εστίες των κατοίκων των χωριών και ολόκληρων περιοχών που στο έδαφός τους ήταν σε εξέλιξη επιχειρήσεις και συγκρούσεις μεταξύ των ανταρτών και του εθνικού στρατού.

Τι βρήκαν λοιπόν ο πρόγονοί μας, όταν τους επέτρεψαν το φθινόπωρο του 1950 (62 χρόνια πριν) στα χωριά; Απολύτως τίποτα. Όλα ήταν παρατημένα τρία ή τέσσερα χρόνια, τα χωράφια, τα κήπια, τα αυλάκια, τα μονοπάτια. Στο μεγαλύτερο ποσοστό τους ήταν καμένα και τα σπίτια, όσα δηλαδή πρόλαβαν να χτίσουν οι άνθρωποι στο σύντομο διάστημα που μεσολάβησε από τις επιδρομές των Γερμανών κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Στο γεγονός πρέπει να σημειώσουμε, ότι εκτός από τις απουσίες που σημειώθηκαν λόγω των θανάτων στον πόλεμο, πολλοί ήταν εκείνοι που για διάφορους λόγους επέλεξαν να μείνουν στους κάμπους και τις πόλεις κι έτσι μειώθηκε σημαντικά το έμψυχο δυναμικό σε κάθε τόπο.

Ήταν μια επιστροφή όμως που αυτό που την χαρακτήριζε ήταν η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, ειρηνικό και γόνιμο και σε γενικές γραμμές, έτσι ξεκίνησε μέχρι που πολύ σύντομα, -λέω σύντομα γιατί η ζωή άρχισε να παίρνει ταχύτητες πρωτόγνωρες για την Ελλάδα- τα πράγματα άλλαξαν. Ο τόπος σιγά – σιγά αποψιλώθηκε από τον ενεργό πληθυσμό καθώς η εγκατάλειψη από το κράτος που αυτή τη φορά αρχίζει και γίνεται η πάλι αθηναϊκή ηγεμονία απέναντι στην υπόλοιπη Ελλάδα, ώθησαν τους νέους κυρίως να παρατήσουν τις πατρογονικές εστίες και να αναζητήσουν καλύτερη ζωή σε μικρά και μεγάλα αστικά κέντρα.

Από τότε μέχρι σήμερα πέρασαν σχεδόν δυο γενιές και σε γενικές γραμμές άλλαξε παντού το τοπίο στην ελληνική περιφέρεια που αφέθηκε στην τύχη της χάρη της «ανάπτυξης» των αστικών κέντρων και άλλων προσανατολισμών, όπως η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού στη νησιωτική χώρα ή η απόλυτη δέσμευση της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής από τις επιδοτήσεις και τις υποδείξεις των διευθυντηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Κανένας επίσης δεν λογάριασε την επόμενη ημέρα, από την ολέθρια Ολυμπιάδα του 2004 που στράγγιξε κυριολεκτικά και την τελευταία ικμάδα του τόπου που στεγνός πια από ιδέες και χρήμα αφέθηκε κατόπιν να πάρει τον κατήφορο και η επιβίωσή του να εξαρτάται πλέον από τα διεθνή πιστωτικά κέντρα τα οποία βεβαίως για να δώσουν, βάζουν τους όρους τους. Όροι τους οποίους εύκολα αποδέχονται οι εκάστοτε διαχειριστές της εξουσίας, αλλά κανένας τους νομίζω δεν αναλαμβάνει και την ευθύνη της εκπλήρωσης του χρέους και με εύσχημο τρόπο, «δημοκρατικά» το λένε, το μεταθέτουν στις πλάτες του χειμαζόμενου λαού.  

Ενός λαού που, που μοιάζει να βρίσκετε στην κατάσταση που ήταν η Ελλάδα το 1950 αλλά με μια μεγάλη διαφορά. Το ότι δεν έχει καμιά ελπίδα να σταθεί πάλι όρθιος πλέον ούτε και τη δύναμη να βάλει να ανθίσει πάλι ο κατακαμένος τόπος από τις ολέθριες πολιτικές της τελευταίας 40ετίας. Στην περίπτωση, θεωρώ πως θα κερδίσει, όχι έδρες βεβαίως στη Βουλή γιατί τα έδρανα αυτού του χώρου είναι κατάξερα και δεν βλασταίνουν, αλλά στην πράξη, αυτός που θα μάθει στον κόσμο όχι μαζεύουν τις πατάτες για παράδειγμα από το χωράφι, αλλά πως πιάνουν το τσαπί και το αλέτρι και να τις καλλιεργήσουν ώστε για να μην ξαναπεινάσουν…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου