Από αριστερά: Ηλίας Προβόπουλος, Διαμαντής Παπαδόπουλος, Στέφανος Σταμέλλος, Νατάσα Βασιλάκου, Κώστας Παπασπηλίου και Σ. Ζαχαρόπουλος στα γραφεία του "Βριλησσού". |
Γεννήθηκα κι εγώ όπως ο Στέφανος Σταμέλλος στη σκιά του θεϊκού
Τυμφρηστού, στις βορειοανατολικές πλαγιές του. Εκεί μεγάλωσα μέσα στη φύση
αυτού του μοναδικού τόπου και από τους παλιότερους συγχωριανούς άκουσα τις
πρώτες ιστορίες για τους ληστές αλλά και για τους αντάρτες κατόπιν που είχαν
καταφύγιο και χώρο δράσης τα βουνά της Κεντρικής Ελλάδας. Όσα άκουγα, για κρυφά
μονοπάτια στα δάση, για σπηλιές σε απάτητα μέρη, για σκοτωμούς στις ενέδρες και
καταδιώξεις στα διάσελα, μου δημιούργησαν μια βέβαια εντύπωση πως προς τα
βόρεια, προς το Ζαχαράκη και κατ’ επέκταση προς τη Θεσσαλία, ήταν ένας άλλος
τόπος και τα σύνορα με τον δικό μου κάπου εκεί κοντά θα ήταν. Απ’ όσα άκουγα
αυτό αυτά έλειπαν για να συμπληρωθεί η ιστορία μιας περιοχής…
Πέρασαν αρκετά χρόνια να διαβάσω γι’ αυτό το σύνορο και να
καταλάβω τη σημασία που είχε για την ιστορική πορεία της περιοχής και πολύ
περισσότερα να περπατήσω σε ορισμένα σημεία μόνο τμήματα της οριογραμμής που
χαράχτηκε μεταξύ της νεαρής ελεύθερης Ελλάδας και της αντιπάλου Τουρκίας και να
αναζητήσω στοιχεία από εκείνη την εποχή. Δεν χρειάζεται όμως να μπω πια στον
κόπο γιατί το έκανε ο Στέφανος Σταμέλλος και μόνο αν ξεκινήσουμε μαζί, προτείνω
μάλιστα να αρχίσουμε από τον Αμβρακικό αυτή τη φορά, το ξανακάνω. Με όλο το
θάρρος πάλι, θα έλεγα στον Στέφανο ότι αφού έριξε το σπόρο της διάσχισης της
Κεντρικής Ελλάδας δίπλα στα πρώτα σύνορα της Ελλάδας, να αφήσουμε τους
νεότερους να τον θερίσουν και να φαρδύνουν το μονοπάτι που χάραξε.
Όπως καταλαβαίνετε, μετράω τις δυνάμεις μου και θαυμάζω τον
Στέφανο που το τόλμησε και το έκανε μόνο σε 11 μέρες. Και το κατάφερε χάρη στην
εμπειρία που έχει αποκτήσει τρέχοντας στα βουνά, τα δικά μας και όλου του
κόσμου αλλά και στην πίστη του στην ξεχασμένη ιστορία του τόπου την οποία
κατάφερε να αποκαλύψει και με αυτό το ωραίο βιβλίο που έγραψε μας προκαλεί και
μας προσκαλεί όλους να τον ακολουθήσουμε.
Ο Στέφανος Σταμέλλος μιλάει για το βιβλίο του στα γραφεία του "Βριλησσού" |
Διάβασα προσεκτικά το βιβλίο και χάρηκα πρώτα απ’ όλα το
ανάλαφρο ύφος του Στέφανου – δεν μπορούσε να είναι αλλιώς γιατί και ο ίδιος με
την εμπειρία του στα βουνά, είναι έτσι.
Παρόλο που η πρώτη του ύλη, οι διάσπαρτες και ανεπεξέργαστες τοπικές
ιστορίες θα μπορούσαν να βαρύνουν και να μετατοπίσουν τον στόχο του και να
υπονομεύσουν την γραφή του, αυτός εντούτοις παραμένει ανάλαφρος και παράλληλα
πολύ διεισδυτικός στις περιγραφές του.
Καταφέρνει δε με σπαράγματα αναμνήσεων και καταθέσεις εμπειρίας από τους
αφηγητές που συνάντησε απρόοπτα και τυχαία στη διαδρομή του, να τεντώσει το
νήμα της ιστορίας που συνδέει τις δυο άκρες της Κεντρικής Ελλάδας πλάθοντας ένα
προσωπικό κείμενο πολλών αστέρων. Σ’ αυτό τολμώ να πω βοήθησε και ο Γαλαξίας κάτω
από το φως του οποίου κοιμήθηκε πολλά βράδια ο Στέφανος σε αυτές τις 10 νύχτες
που περπάτησε από τον Παγασητικό ως τον Αμβρακικό κόλπο.
Ο Στέφανος ξεκίνησε διαβασμένος το οδοιπορικό του και για
την ευκολία του αναγνώστη, παραθέτει στην αρχή του βιβλίου του πολλές
λεπτομέρειες που αφορούν την χάραξη των συνόρων το 1832 μεταξύ Ελλάδας και
Τουρκίας ενώ το κλείνει με τα Πρακτικά της Οριοθετικής Επιτροπής, κείμενα με
μεγάλο ενδιαφέρον για την αντίληψη που είχαν οι διπλωμάτες εκείνης της εποχής
για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος και την Τουρκία και τρόπον τινά, μπορούν να
ερμηνεύσουν την επαναστατική ζέση που διακατείχε τα ελληνικά εδάφη και τις
αποτυχημένες προσπάθειες γα την απελευθέρωση της Θεσσαλίας η οποία ήρθε εξήντα
χρόνια μετά και ανακούφισε τους πληθυσμούς που ζούσαν με την ιδέα της.
Έχοντας υπ’ όψιν αυτά τα κείμενα ο Στέφανος ανιχνεύει μετά
από δυο αιώνες σχεδόν, τον απόηχό τους στην περιοχή και προσεγγίζει με
ιδιαίτερο τρόπο την εξέλιξη των πραγμάτων από τότε μέχρι σήμερα στην κοινωνία,
στην οικονομία αλλά και στην ιστορία κάθε χωριού που για 50 χρόνια ήταν σε μια
μεθοριακή ζώνη – με όσα συνεπάγετο μια τέτοια κατάσταση.
Σε αυτή τη μεθόριο, για ένα αιώνα σχεδόν παρατηρήθηκε και το
παρεξηγημένο από πολλούς φαινόμενο της ληστείας, πράγμα που φλόγιζε την
καθημερινότητα των εκατέρωθεν πληθυσμών και φούντωνε την φαντασία τους. Ένας
απ’ αυτούς ήταν ο παππούς του Στέφανου, ο Σταμελλογιώργης ο οποίος από εκεί
ψηλά που βρίσκεται φαίνεται πως βάδιζε δίπλα στον Στέφανο, τον ενέπνεε και του
έδειχνε τα μονοπάτια που βάδιζε ο ίδιος και οι όμοιοί του που βγήκαν στο κλαρί
γιατί ήθελαν να είναι ελεύθεροι.
Το φαινόμενο της ληστείας –ληστοκρατίας θα μπορούσαμε να
πούμε χωρίς να τεθεί ζήτημα πολιτικής ορθότητας- έχει μελετηθεί από πολλούς
ιστορικούς ενώ τα ληστρικά ρομάντζα που ήταν της μόδας τις πρώτες δεκαετίες του
20ου αιώνα διαβάζονται ακόμη ευχάριστα και δίνουν πάμπολλες
πληροφορίες για την εποχή, τους ανθρώπους και τα ήθη τους.
Εδώ ο Στέφανος το προσεγγίζει με ένα άλλο τρόπο και το
επαναφέρει στη συλλογική μνήμη σαν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της νεότερης
ελληνικής ιστορίας. Με βάση αυτό αλλά και την ομορφιά των βουνών της Κεντρικής
Ελλάδας, προτείνει με το βιβλίο του ένα οδοιπορικό που ξεκινάει από την αρχαία μυθολογία
και φτάνει μέχρι τις μέρες μας και μας προκαλεί να το ξεκινήσουμε. Θα
μπορούσαμε να το πούμε μονοπάτι της ιστορίας και της φύσης της Κεντρικής
Ελλάδας και νομίζω πως και ο ίδιος δεν έχει αντίρρηση…
Τρεις συμπατριώτες από τη Φθιώτιδα. Γιώργος Δουβλέκας, Στέφανος Σταμέλλος, Ηλίας Προβόπουλος |
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Είχα στο νου μου να κάνω ρεπορτάζ για την παρουσίαση αλλά
η συζήτηση που ακολούθησε τράβηξε σε μάκρος όσα ακούστηκαν με έκαναν να βάλω
μπροστά ένα δεύτερο κείμενο για το βιβλίο και μέχρι να γίνει αυτό, μοιράζομαι
μαζί σας τα λίγα λόγια με τα οποία καλωσόρισα το εξαιρετικό βιβλίο του Στέφανου
που ήθελε δεν ήθελε, μας άνοιξε δρόμους να έχουμε να περπατάτε από τον
Αμβρακικό κόλπο ως τον Παγασητικό ή ανάποδα…
ΑΘΗΝΑ, 29112018