Η εικόνα των Πατελαίων που μπαλώνουν τα δίχτυα τους πάνω στο καίκι τους θυμίζει στους ντόπιους και στους επισκέπτες τις παλιές εποχές των Κυκλάδων.
«Παιδί της Κατοχής» ο Δημήτρης Πατέλης, μεγάλωσε μέσα σε μια μεγάλη οικογένεια ονομαστών ψαράδων στην Παροικιά, πρόλαβε να δει και θυμάται αχνά τη γκάγκα του παππού του με τα κουπιά, έζησε από το 1950 και δώθε όλες τις αλλαγές στα πλεούμενα της θάλασσας και στα ψαρέματα της Πάρου και με την εμπειρία μιας ζωής γεμάτης αλμύρα δικαίως θεωρείται σήμερα ο δάσκαλος του ψαρέματος…
Θέλει τέχνη και υπομονή το μπάλωμα των διχτυών αλλά τα χέρια του Δημήτρη είναι μαθημένα.
Πάππου προς πάππου οι Πατελαίοι άσκησαν μια τέχνη που τους έζησε και τους καταξίωσε στη θάλασσα και ήταν το δυνατό σχοινί που τους κράτησε δεμένους με τον τόπο τους. Έτσι ο γιος του Δημήτρη, Στέλιος, συνεχίζει σήμερα την οικογενειακή παράδοση που ξεκινάει στα πριν από τη δεκαετία του ’40 χρόνια από τον παππού Δημήτρη που κι αυτός είχε ακολουθήσει το επάγγελμα των προγόνων του.
Ο Δημήτρης θυμάται τον παππού του να ψαρεύει με ένα σκαρί 8 μέτρων σαν τούρκικη γαλιότα, με τη γκάγκα (μύτη) μπροστά και δούλευαν σε αυτό και τα τρία παιδιά του, ο Σπύρος, ο Νίκος και ο πατέρας του Πέτρος. Τότε ψάρευαν αποκλειστικά με την τράτα και καμιά φορά όταν υπήρχε ανάγκη έπαιρναν και άλλους ντόπιους να τραβάνε τον κρόκο. Ήταν μια οικογενειακή επιχείρηση αλλά η απαντοχή τους πολύ φτωχική αφού δεν υπήρχαν τότε πλοία να στείλουν τα ψάρια που έπιαναν στην αγορά του Πειραιά. Γύριζαν με το καλάθι στα χωριά της παριανής ενδοχώρας και τα αντάλλαζαν την ψαριά με πατάτες συνήθως, λάδι, σιτάρι, κριθάρι και αλεύρι.
Ο Στέλιος συνεχίζει την οικογενειακή παράδοση των Πατελαίων που μετράει ένα αιώνα στη θάλασσα της Πάρου.
Εκείνη τη γαλιότα ο Στέλιος ίσια – ίσια τη θυμάται καθώς περνούσε η εποχή της και μια καινούργια κατάσταση άρχιζε να διαμορφώνεται στην ψαρωσύνη. Μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, το 1946, ο παππούς έφτιαξε ένα καινούργιο καίκι στο καρνάγιο του Λευτέρη Ρολογά στη Σύρο. Το ονόμασαν «Ζωοδόχος Πηγή» και το δούλεψαν όλοι μαζί. Σε αυτό το καίκι έβαλαν και την πρώτη μηχανή -μια Lister 8 ίππων που πήραν από την αμερικάνικη βοήθεια (Σχέδιο Μάρσαλ)- και το δούλεψαν μέχρι το 1950. Τότε καθώς έβλεπαν τα πράγματα να αλλάζουν υποχρεώθηκαν να φτιάξουν ένα μεγαλύτερο, τον «Δημήτριο» πάλι στο καρνάγιο του Ρολογά και του έβαλαν μια καινούργια μηχανή «Παπαθανασίου» 12 ίππων.
Είναι νωρίς για τον γιο του Στέλιου Πατέλη να δείξει αν θα ασχοληθεί κι αυτός με το ψάρεμα αλλά αυτός δεν χάνει στιγμή να βρεθεί μέσα στο καίκι
Παράλληλα προχώρησαν σε μια τεράστιας σημασίας κίνηση για εκείνη την εποχή που άλλαξε ριζικά τη δουλειά τους βάζοντας ένα βίντσι καταργώντας έτσι τον παραδοσιακό κρόκο. Τη «Ζωοδόχος Πηγή» τη πούλησαν στον ονομαστό μηχανικό της Πάρου Πέτρο Ραγκούση κι αυτός το κράτησε για πολλά χρόνια, μέχρι που διαλύθηκε. Η μηχανή της όμως, η μοναδική ίσως που σώζεται από εκείνη την εποχή την πούλησε στην Ίο και δουλεύει ακόμα στο καίκι του Γιάννη Τσατάνη.
Στα πρώτα χρόνια τον «Δημήτριο» τον δούλεψαν όλοι μαζί πάλι αλλά στο τέλος κατέληξε να μείνει μόνο ο πατέρας του Δημήτρη με τον παππού γιατί τα άλλα αδέρφια πήγαν να εργαστούν στα λατομεία και μετά αναζήτησαν την τύχη τους στην Αθήνα. Στον «Δημήτριο» λοιπόν άρχισε να μαθαίνει ψάρεμα ο Δημήτρης αλλ’ αυτό δεν έμελε όμως να κρατήσει πολύ γιατί το καίκι δεν μπορούσε να ζήσει τέσσερις οικογένειες και ο παππούς τον πούλησε στις Σπέτσες και παράτησε το ψάρεμα. Τότε ο πατέρας του που ήταν από τους καλύτερους τεχνίτες στα δίχτυα πήγε να δουλέψει στις ανεμότρατες μέχρι το 1968 που επιστρέφει ο Δημήτρης από τα εμπορικά καράβια και αφού δουλέψει για λίγο καιρό σε άλλα καίκια, παίρνει με 150.000 δραχμές τότε το «Ειρήνη». Αυτό ήταν ένα μικρό κότερο 14 μέτρων που ταξίδευε στις Κυκλάδες ο γάλλος επιχειρηματίας Πωλ Μονιούρι που θεωρείται ο ευεργέτης της Σχοινούσας για τα έργα που έχει κάνει σε αυτό το νησί και για την υδροδότησή της.
Ως εκπρόσωπος μάλιστα του Μονιούρι στην Ελλάδα τότε ήταν ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας και με αυτόν διαπραγματεύτηκε στον Πειραιά την αγορά του σκάφους ο Δημήτρης Πατέλης.
Το «Ειρήνη» μπορεί να είχε μια 60άρα μηχανή Lister αλλά δεν ήταν φτιαγμένο για ψάρεμα. Ο Πέτρος όμως το μετέτρεψε και βεβαίως του άλλαξε το όνομα σε «Ζωοδόχο Πηγή», του έβαλε μηχανή πάγου και ξεκίνησε το ψάρεμα σε όλες τις Κυκλάδες. Μαζί του παίρνει πολλούς Παριανούς σε ταξίδια που κρατούσαν μέχρι και σαράντα ημέρες καθώς είχαν αρχίσει να γίνονται κανονικά δρομολόγια σε όλα τα νησιά με μεγάλα πλοία που είχαν ψυγεία και έτσι έπιανε σε διάφορα λιμάνια και από εκεί έστελνε τα ψάρια στον Πειραιά, στο μανάβη Δραγάτση.
Η δεκαετία του ’70 ήταν η χρυσή εποχή για τους ψαράδες των Κυκλάδων και στον Πέτρο που του άρεσε μεν περισσότερο η τράτα αλλά σαν άρχισαν οι περιορισμοί άρχισε να ψαρεύει με δίχτυα και παραγάδια και είχε μεγάλη επιτυχία στα μπαρμπούνια, επιτυχία που συνεχίζει με το γιο του Δημήτρη και σήμερα θεωρούνται οι καλύτεροι μπαρμπουνάδες στην Πάρο και σε όλες τις Κυκλάδες. Το μυστικό τους είναι ότι ψάχνουν τη θάλασσα και πηγαίνουν σε μέρη που δεν ξέρουν οι άλλοι. Τους βοηθάνε βέβαια τα σύγχρονα μηχανήματα αλλά ο Πέτρος ξέρει από παλιά να πηγαίνει με τα σημάδια της ακτής και βρίσκει πάντα τόπους που του αποδίδουν πολύ στο ψάρεμα και τις συνήθειές του ακολουθεί πιστά ο Δημήτρης
Οι περιορισμοί στην τράτα είχαν αρχίσει από τα παλιότερα χρόνια και σιγά – σιγά οι αρχές έπαυαν να δίνουν άδειες σε καινούργια καίκια. Τότε ο Πέτρος που ήθελε να φτιάξει μεγαλύτερο καίκι και να δουλεύει την τράτα, πούλησε τη «Ζωοδόχο Πηγή» στη Μυτιλήνη και πήρε από τον αντιπαριώτη Κωνσταντίνο Παλαιολόγο τη μόλις ενός χρόνου «Φανερωμένη» που είχε φτιάξει ο περίφημος μάστορας Τζανής στην Αντίπαρο. Αυτό ήταν και το καίκι που είχε πάρει την τελευταία άδεια τράτας σε όλη την επικράτεια και με αυτό ψαρεύει ακόμη.
Μετά από 30 χρόνια στα χέρια του Δημήτρη η «Φανερωμένη» έχει περάσει στο γιο του Στέλιο (1976) που μέσα σ’ αυτή μεγάλωσε και κοντά στον πατέρα του και τους άλλους σπουδαίους ψαράδες της Πάρου έμαθε ψάρεμα και μαζί συνεχίζουν. Τα μαθήματα όμως ποτέ δεν τελειώνουν κι αυτό που θυμάται κάθε φορά που λύνει τον κάβο να βγει για ψάρεμα είναι ο σεβασμός στη θάλασσα και τον πλούτο της. Γι’ αυτό πατέρας και γιος σηκώνονται νωρίς – νωρίς το πρωί και πάνε να ρίξουν τα δίχτυα που τα σηκώνουν αμέσως μόλις ξημερώσει. Η «ξημερωσιά» για δυο αστακούς για τους Πατελαίους είναι άγνωστο πράγμα και ποτέ δεν βγάζουν φαγωμένο ψάρι. Το δικό τους ψάρι βγαίνει ολοζώντανο από το δίχτυ και αυτό είναι που τους ανεβάζει στην εκτίμηση όλων των ψαράδων της Πάρου και των Κυκλάδων.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΤΕΛΗΣ
Μας ζει ακόμα η θάλασσα…
Ο Δημήτρης Πατέλης πάνω στη Φανερωμένη.
«Σαράντα χρόνια μετράω σήμερα σαν επαγγελματίας ψαράς, δέκα με τη «Ζωοδόχο Πηγή» και τριάντα με τη «Φανερωμένη» μας έλεγε ο Δημήτρης καθώς μπάλωνε ένα απόγευμα του Οκτώβρη παρέα με το γιο του, τον Αιγύπτιο εργάτη και τον μικρό έγγονό του Δημήτρη, τα δίχτυα μέσα στο καίκι. Τον ρωτήσαμε: αν ήταν ευχαριστημένος από όλα αυτά τα χρόνια που πέρασε στη θάλασσα και μας απάντησε:
- Ναι, περάσαμε χρόνια καλά. Και περιουσία κάναμε και ζήσαμε πλούσια και άνετα. Δόξα τω Θεώ, ήταν καλά. Τα τελευταία πέντε χρόνια άρχισαν κάπως να δυσκολεύουν τα πράγματα. Από την πείρα μας όμως και τη δουλειά μας εμείς καταφέρνουμε ακόμα να συντηρούμαστε και να διατηρούμε τη φήμη μας σαν οι καλύτεροι μπαρμπουνάδες στις Κυκλάδες. Εμείς δεν ασχολούμαστε με τίποτα άλλο, με το καίκι και τη θάλασσα γι’ αυτό καταφέρνουμε ακόμα κι εκεί που οι άλλοι πιάνουν δέκα κιλά εμείς μπορούμε να πιάσουμε τα πενταπλάσια. Δίνουμε μια ποσότητα στο νησί αλλά στέλνουμε και στους μανάβηδες στον Πειραιά.
Άμα θέλουμε να βρούμε άφθονο ψάρι, βρίσκουμε αλλά μας πιέζουν πολύ οι ανεμότρατες που έχουν πλήξει πολύ τον θαλάσσιο πλούτο. Πρώτα τα εργαλεία ήταν πολύ ελαφρά. Ο «Άγιος Σπυρίδων» που πήγε ο πατέρας μου είχε μια μηχανή 80 ίππων και έβαλαν θυμάμαι μια με 120 και λέγαμε ‘‘πω, πω, τι μηχανή έβαλε η ανεμότρατα του Κάτρη. Μια τράτα με τέσσερα φύλλα!’’. Τώρα οι ανεμότρατες έχουν μέσα 1000 άλογα και τραβάνε από 300 μέτρα βάθος. Από θα ανέβει λοιπόν το ψάρι να πιάσει και ο διχτυάρης; Πάνε εκείνα που ξέραμε. Ήταν εποχές που λέγαμε θα πάμε στη γωνιά και θα πιάσουμε 100 κιλά μπαρμπούνια. Τώρα δεν θα πιάσουμε 100, θα πιάσουμε 60 με 80. Ενώ πριν από πέντε χρόνια ήταν στάνταρ τα 100, σαν να τα είχαμε δεμένα.
Η «Φανερωμένη» στο λιμάνι της Πάρου.