Είπαμε πολλά και ωραία προχθές στην παρουσίαση του βιβλίου, τα περισσότερα από στήθους τα οποία κατέγραψε όμως η ψυχή του μαγνητοφώνου αλλά για να τα δούμε στο χαρτί, πρέπει να τα ακούσει κάποιος και να κεντήσει είτε με την πένα του είτε με το πληκτρολόγιο. Ο μόνος που ήρθε έτοιμος, με την ομιλία του γραμμένη με ωραία μεγάλα μπλε γράμματα από στυλό, ήταν ο καλός φίλος και συνάδελφος Γιώργος Σταματόπουλος.
Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ
Με τον Ηλία μοιραστήκαμε το ίδιο γραφείο στην «Ε» για πάνω από 10 χρόνια. Γνωρίζω από χέρι πόσο καλός γραφιάς είναι (αλλ’ αυτό μπορείτε εύκολα να το διαπιστώσετε και από μόνοι σας διαβάζοντας το τελευταίο πόνημά του για τη ζωή του Μιχάλη Ρούσσου και το πώς κέντησε τις πέτρες στον Ασφοντυλίτη της Αμοργού).
Από τότε θυμάμαι τον Ηλία να τον πνίγει το ωράριο. Ήταν ανάγλυφη η αγωνία του να ψηλαφίσει το σώμα της χώρας που οι άνθρωποι εγκατέλειπαν· τον ορεινό όγκο, τα μικρά νησιά, εκεί που κάποτε μεγαλουργούσε, ιερουργούσε, έστω, η ζωή. Και η αγωνία του αυτή τον ώθησε να εγκαταλείψει την ασφάλεια και τη βεβαιότητα του μισθού της εφημερίδας ώστε να είναι ελεύθερος να ικανοποιήσει το πάθος του και τον έρωτά του για τις «Μικρές Πατρίδες». Και αυτό τον θαυμάσιο τίτλο έχουν και οι εκδόσεις με τον επίσης έξοχο χαρακτηρισμό «Βιοτοπίες».
Γνωρίζω επίσης πολύ καλά τη βιωματική σχέση του Ηλία Προβόπουλου με το τοπίο και το βίο των ανθρώπων. Έχει διανύσει χιλιάδες χιλιόμετρα με τα πόδια του, έχει πιεί τσίπουρα με όλους τους εναπομείναντες άντρες, έχει φιλευτεί απ’ όλες τις γυναίκες που επιμένουν να σώζουν τον παλιό, πολύτιμο, πολιτισμό της γεύσης και της φιλοξενίας. Φανταστείτε τον να τριγυρνά μόνος στην ερημιά της χώρας, ακούραστος, επιμελής με αγαπητική πάντα ματιά για τους ανθρώπους των «Μικρών Πατρίδων». Αλλά μόνο έτσι μας κάνει κοινωνούς της ξεχασμένης Ελλάδας, μας παροτρύνει να την γνωρίσουμε και να την επισκεφτούμε, να στοχαστούμε για το μέλλον της αλλά και το μέλλον όλων ημών.
Ταυτόχρονα, όμως, η δουλειά του είναι μια κραυγή προειδοποιητική προς τους υπεύθυνους, προς την εξουσία να στρέψουν τη μάτια τους σ’ αυτόν τον άγνωστο γι’ αυτούς τόπο της Ελλάδας, να πάψει η αδιαφορία τους, να δείξουν κάποτε επιείκεια στις τοπικές κοινωνίες, να υπερασπιστούν τη δημοκρατία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης· να πάψουν να επαναπαύονται στις ανόητες ελπίδες του «Καλλικράτη» που δεν είναι τίποτα περισσότερο από πιστό αντίγραφο της αλαζονικής κρατικής εξουσίας· επιδεικνύει δηλαδή την ίδια ακηδία, έως και περιφρόνηση, για τις κοινότητες των Ελλήνων, κοινότητες, που, ας μην ξεχνάμε είναι πρόναος της δημοκρατίας.
Επιτρέψτε μου να σας διαβάσω μια πρόταση του Ηλία που έχει καταγραφεί στο άλλο μεγάλ του βιβλίο την «Ορεινή Πατρίδα»: «Εμένα τα φτενοχώραφα μ’ ανέστησαν, νερά μου έμαθαν το δρόμο που ακολουθεί ο κόσμος, ελάτια μου δίδαξαν τον στόχο που πρέπει να έχει ο άνθρωπος στη ζωή του, χιονιάδες και λιοπύρια με γαλούχησαν, κορφές τρυφερά με μέτρησαν και τα πουλιά μου έδειξαν πώς να λογιστώ τον κόσμο.
» Ένας ψίθυρος, τέλος, από τον παλιό κόσμο των Συνελλήνων – που, όσο κι αν λένε κάποιοι βιαστικοί ότι έχει σβήσει, αυτός ζει ακόμη κάτω από τα ερείπια και στη νέα αρχαιότητα αναπνέει μέχρι την ημέρα που θα αναστηθεί- έρχεται συνέχεια στα αυτιά μου με διατάζει: «Γύρνα πίσω, όλα εκεί πάνω είναι. Σ’ ένα κρυφό ξάγναντο, η Κιβωτός έχει αφήσει το αποτύπωμά της και ο Προμηθέας περιμένει».
Αυτός είναι ο Ηλίας· μοιράζεται με όλους μας την εσωτερική προσφυγιά, μας φέρνει καταντίκρυ στη μνήμη όχι για να νοσταλγήσουμε, αλλά για να στοχαστούμε, να γίνουμε πολιτικά ζώα· το έργο του, εννοώ, είναι καθαρά πολιτικό, γνήσια πρόταση για την ανάπτυξη μέσω της εγκαταλελειμμένης ομορφιάς της χώρας.
Ας μην βιαστεί κάποιος να τον αποκαλέσει σαλό, ότι πήρε τα βουνά και συνομιλεί με τις πέτρες και τους αέρηδες. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Παράτησε όλους εμάς εδώ να βολοδέρνουμε στη στερεοτυπία της δημοσιογραφίας, στην παρανόηση της καθημερινότητας. Αρνήθηκε τις απολαυές της σιγουριάς αυτής αφυδατωμένης, πλέον δημοσιογραφίας και ακολούθησε την εσώτατη φωνή του πάθους του, της αγωνίας του να γνωρίσει και να σώσει ό, τι σαλεύει ακόμα στα ερείπια της χώρας.
Προσωπικώς θαυμάζω το κουράγιο του· ίσως και να τον ζηλεύω ως επαΐοντα της άλλης Ελλάδας. Βρεθήκαμε μαζί πριν από χρόνια στην Αμοργό. Κι ενώ όλη η δημοσιογραφική αποστολή μπεκρόπινε στις παραλίες ο Ηλίας γύρναγε μόνος του στα βουνά με ένα ραβδί και μια φωτογραφική μηχανή. Τα αποτελέσματα αυτών των ορεινών περιπλανήσεων μπορείτε να τα δείτε με την ησυχία σας, ξεφυλλίζοντας και μελετώντας το σπάνιο και αντιεμπορικό έργο του.
Διαβάστε λ.χ. για τις ξερολιθιές και τις πεζούλες ή χτια όπως τις αποκαλούν οι Αμοργιανοί και θα καταλάβετε την αυγή της ιστορίας της γεωργίας, την πρωτουργία της φύσης, για τη λίθινη γραμματοσειρά του Μιχάλη Ρούσσου, για το πώς η μουσική ενέπνευσε το έργο του, υπερβαίνοντας έτσι τη μειονεξία της χωλότητάς του, για την ιστορία του οικισμού και τους ανθρώπους του, για τον κυκλαδικό πολιτισμό, για την ομορφιά των Κυκλάδων.
Η μουσική και ο χορός είναι αναπόσπαστα στοιχεία με τους λαϊκούς πολιτισμούς· απ’ αυτά ζωογονούνται οι κάτοικοι και αντέχουν τη σκληρότητα της ζωής, αυτά τους βοηθάνε να βρουν τη μικρή έκσταση των γιορτών και των εποχών.
Όλα γραμμένα με μεράκι και αγάπη, με έρευνα και κόπο. Μακάρι οι «Μικρές Πατρίδες» να γίνουν κτήμα όλων των Ελλήνων, μακάρι οι «Μικρές Πατρίδες» να γίνουν οι εκδόσεις του μέλλοντος.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Κάθισα και δακτυλογράφησα την ομιλία του Γιώργου Σταματόπουλου, όχι μόνο γιατί μιλούσε για μένα, αλλά γιατί χωρίς να κρύβει λόγια μίλησε για τον δημοσιογράφο Ηλία Προβόπουλο, που προσπάθησε και προσπαθεί ακόμα να εκφράσει μια άλλη δημοσιογραφία, όχι μόνο για την άλλη Ελλάδα αλλά και την πόλη, τη ζωή, την κοινότητα, τη δημοκρατία. Τον ευχαριστώ πολύ για τα καλά του λόγια και για τους καινούργιους δρόμους που μου άνοιξε και τον προσκαλώ να περπατήσουμε μαζί τα δύσκολα μονοπάτια του άδηλου μέλλοντος που έχουμε μπροστά μας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου