Μη ξεγελιέσται... Τα κάστανα είναι άγρια και πικρά για κάθε στόμα...
Η νύχτα εδώ πάνω στο Βελούχι, στη Μεγάλη Κάψη, είναι ότι πρέπει για κάστανα στο τζάκι, κρασί, τσίπουρα και κουβέντα. Έτσι γίνεται όταν έχεις παρέα αλλά και να μην έχεις, όπως απόψε πάλι, κάτι βρίσκεις να κάνεις και με τη βοήθεια του δικτύου ομολογώ πως δεν έχει καμιά διαφορά από το να είσαι οπουδήποτε καθώς το δικτυακό σύμπαν είναι ορθάνοικτο.
Τέλος πάντων, εγώ είμαι μπροστά σε ένα μεγάλο τζάκι που καίει ξύλα από βελανιδιές και προσπαθώ να γράψω κάτι που θα με ζήσει, να δημοσιευτεί δηλαδή σε κανένα περιοδικό απ’ αυτά που κυκλοφορούν ακόμη και φυσικά μπορούν και να πληρώνουν γιατί όπως θα έχετε ακούσει μισθός ολόκληρο ή αμοιβή, έχουμε να δούμε στην πιάτσα από το Πάσχα.
Τι να γράψω όμως; Για την λεηλασία των καρπών από τα άγρια ζώα του δάσους; Για τα στέρφα πλέον δέντρα; Για τον τόπο που αγρίεψε και έγινε μια ζούγλα; Για τα τζάκια στο χωριό που άμα τα μετρήσεις δεν βρίσκεις να καπνίζουν παραπάνω από πέντε; Για τον φόβο των γερόντων από τους κλέφτες και τους κακοποιούς που κυκλοφορούν ανενόχλητοι και ρημάζουν τα χωριά. Για το χαράτσι που ήρθε χθες στα νοικοκυριά μαζί με το λογαριασμό της ΔΕΗ; Για δεκάδες πράγματα του χωριού μπορώ να γράψω και τελειωμό να μην έχουν.
Ένα όμως είναι βέβαιο. Ότι και να γίνει τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει γιατί ο τόπος έχει μαγαριστεί από πολλά πράγματα και κυρίως από την απαξίωση των ανθρώπων του κατά τα προηγούμενα χρόνια που άκουσαν τις σειρήνες της ευκολίας της ζωής σε άλλα μέρη και τον παράτησαν. Ο τόπος όμως δεν είναι κακός και κυρίως δεν είναι μνησίκακος για κανέναν. Απαιτεί όμως αγάπη, θυσίες και προ πάντων πατριωτισμό για να καρπίσει πάλι όπως παλιά και να μπορέσει να ζήσει τον κόσμο που απελπισία των πόλεων τον σπρώξει στην ύπαιθρο.
Τέτοια πράγματα σκέπτομαι να αρχίσω να απλώνω στην οθόνη και να δούμε που θα με βγάλει. Τέτοια πράγματα απλά και χρήσιμα σε όποιον θα ήθελε να δοκιμαστεί πάλι σε ένα τόπο, να τον κατακτήσει και να τον κάνει σπίτι, αυλή, κήπο, χωράφι, αλώνι, χοροστάσι, κοιμητήρι. Όπως έκαναν οι προγόνοι, έτσι πρέπει κι αυτός να κινηθεί σήμερα για να είναι αν όχι πάντα χορτασμένος, τουλάχιστον ελεύθερος και χωρίς πολλές – πολλές εξαρτήσεις.
Να κλείσουμε σήμερα την αρχή αυτών των σκέψεων που νιώθω πως σιγά – σιγά και με αρκετή δουλειά οπωσδήποτε θα εξελιχθούν σε ένα εγχειρίδιο επαναποίκησης της υπαίθρου χώρας με μια χρήσιμη παρατήρηση πάνω στα κάστανα.
Όπως θα είδατε σε προηγούμενη ανάρτηση του actimon αναφέρθηκα στα κάστανα του χωριού μου και τη σημασία που είχαν για τη διατροφή των ανθρώπων και ανέβασα μια φωτογραφία που δείχνει κάποια απ’ αυτά. Πρόκειται για τα λεγόμενα κρητικά κάστανα και τα οποία μπορεί να φάει ο άνθρωπος γιατί δεν έχουν πολλές, πικρές μάλιστα, ίνες. Τούτα προέρχονται από εμβολιασμένες άγριες καστανιές και η ποικιλία τους προέρχεται μάλλον από την Κρήτη – γι’ αυτό και το όνομα. Φαγώσιμα επίσης από τον άνθρωπο είναι και τα λεγόμενα μαρόνια, ποιοτικώς υποδεέστερα και τα οποία κατά βάση ψήνουν οι καστανάδες.
Το να διακρίνει τώρα κάποιος τα κρητικά κάστανα από τα μαρόνια, αν δεν είναι σχετικός με το θέμα είναι αδύνατον και μόνο στη γεύση τα καταλαβαίνει. Είναι όμως ευκολότερο να διακρίνει τα άγρια (φωτογραφία) καθότι αυτών και το ακανθώδες καβούκι είναι μικρότερο και κατά συνέπεια και ο καρπός ο οποίος είναι περισσότερο ανθεκτικός από τα ήμερα αλλά πολύ πικρός, τόσο που ούτε τα ζώα μπορούν να φάνε μεγάλες ποσότητες από αυτά γιατί πρήζονται και μπορεί μάλιστα να σκάσουν αν δεν τα προλάβει κάποιος ειδικό στα ζώα.
Στην ανάγκη όμως ο άνθρωπος δεν κάνει διακρίσεις και όταν πρόκειται να χορτάσει, δεν κοιτάει πια αν τα κάστανα είναι ήμερα ή άγρια. Τα δεύτερα μάλιστα είναι πολύ νόστιμα όταν βραστούν και με αυτή τη «δίαιτα» μαζί με λίγα βελανίδια γλύτωσαν το θάνατο από πείνα πολλοί άνθρωποι την περίοδο της ιταλογερμανικής κατοχής, 1941- 1944. Σήμερα αν προκύψει τέτοιο ζήτημα αμφιβάλλω αν είναι θέση κάποιος, και εφ’ όσον έχει στη διάθεσή του κάστανα να τα ξεχωρίσει κι έτσι μπορεί μεν να χορτάσει αλλά να μην ξαναφάει…
Η νύχτα εδώ πάνω στο Βελούχι, στη Μεγάλη Κάψη, είναι ότι πρέπει για κάστανα στο τζάκι, κρασί, τσίπουρα και κουβέντα. Έτσι γίνεται όταν έχεις παρέα αλλά και να μην έχεις, όπως απόψε πάλι, κάτι βρίσκεις να κάνεις και με τη βοήθεια του δικτύου ομολογώ πως δεν έχει καμιά διαφορά από το να είσαι οπουδήποτε καθώς το δικτυακό σύμπαν είναι ορθάνοικτο.
Τέλος πάντων, εγώ είμαι μπροστά σε ένα μεγάλο τζάκι που καίει ξύλα από βελανιδιές και προσπαθώ να γράψω κάτι που θα με ζήσει, να δημοσιευτεί δηλαδή σε κανένα περιοδικό απ’ αυτά που κυκλοφορούν ακόμη και φυσικά μπορούν και να πληρώνουν γιατί όπως θα έχετε ακούσει μισθός ολόκληρο ή αμοιβή, έχουμε να δούμε στην πιάτσα από το Πάσχα.
Τι να γράψω όμως; Για την λεηλασία των καρπών από τα άγρια ζώα του δάσους; Για τα στέρφα πλέον δέντρα; Για τον τόπο που αγρίεψε και έγινε μια ζούγλα; Για τα τζάκια στο χωριό που άμα τα μετρήσεις δεν βρίσκεις να καπνίζουν παραπάνω από πέντε; Για τον φόβο των γερόντων από τους κλέφτες και τους κακοποιούς που κυκλοφορούν ανενόχλητοι και ρημάζουν τα χωριά. Για το χαράτσι που ήρθε χθες στα νοικοκυριά μαζί με το λογαριασμό της ΔΕΗ; Για δεκάδες πράγματα του χωριού μπορώ να γράψω και τελειωμό να μην έχουν.
Ένα όμως είναι βέβαιο. Ότι και να γίνει τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει γιατί ο τόπος έχει μαγαριστεί από πολλά πράγματα και κυρίως από την απαξίωση των ανθρώπων του κατά τα προηγούμενα χρόνια που άκουσαν τις σειρήνες της ευκολίας της ζωής σε άλλα μέρη και τον παράτησαν. Ο τόπος όμως δεν είναι κακός και κυρίως δεν είναι μνησίκακος για κανέναν. Απαιτεί όμως αγάπη, θυσίες και προ πάντων πατριωτισμό για να καρπίσει πάλι όπως παλιά και να μπορέσει να ζήσει τον κόσμο που απελπισία των πόλεων τον σπρώξει στην ύπαιθρο.
Τέτοια πράγματα σκέπτομαι να αρχίσω να απλώνω στην οθόνη και να δούμε που θα με βγάλει. Τέτοια πράγματα απλά και χρήσιμα σε όποιον θα ήθελε να δοκιμαστεί πάλι σε ένα τόπο, να τον κατακτήσει και να τον κάνει σπίτι, αυλή, κήπο, χωράφι, αλώνι, χοροστάσι, κοιμητήρι. Όπως έκαναν οι προγόνοι, έτσι πρέπει κι αυτός να κινηθεί σήμερα για να είναι αν όχι πάντα χορτασμένος, τουλάχιστον ελεύθερος και χωρίς πολλές – πολλές εξαρτήσεις.
Να κλείσουμε σήμερα την αρχή αυτών των σκέψεων που νιώθω πως σιγά – σιγά και με αρκετή δουλειά οπωσδήποτε θα εξελιχθούν σε ένα εγχειρίδιο επαναποίκησης της υπαίθρου χώρας με μια χρήσιμη παρατήρηση πάνω στα κάστανα.
Όπως θα είδατε σε προηγούμενη ανάρτηση του actimon αναφέρθηκα στα κάστανα του χωριού μου και τη σημασία που είχαν για τη διατροφή των ανθρώπων και ανέβασα μια φωτογραφία που δείχνει κάποια απ’ αυτά. Πρόκειται για τα λεγόμενα κρητικά κάστανα και τα οποία μπορεί να φάει ο άνθρωπος γιατί δεν έχουν πολλές, πικρές μάλιστα, ίνες. Τούτα προέρχονται από εμβολιασμένες άγριες καστανιές και η ποικιλία τους προέρχεται μάλλον από την Κρήτη – γι’ αυτό και το όνομα. Φαγώσιμα επίσης από τον άνθρωπο είναι και τα λεγόμενα μαρόνια, ποιοτικώς υποδεέστερα και τα οποία κατά βάση ψήνουν οι καστανάδες.
Το να διακρίνει τώρα κάποιος τα κρητικά κάστανα από τα μαρόνια, αν δεν είναι σχετικός με το θέμα είναι αδύνατον και μόνο στη γεύση τα καταλαβαίνει. Είναι όμως ευκολότερο να διακρίνει τα άγρια (φωτογραφία) καθότι αυτών και το ακανθώδες καβούκι είναι μικρότερο και κατά συνέπεια και ο καρπός ο οποίος είναι περισσότερο ανθεκτικός από τα ήμερα αλλά πολύ πικρός, τόσο που ούτε τα ζώα μπορούν να φάνε μεγάλες ποσότητες από αυτά γιατί πρήζονται και μπορεί μάλιστα να σκάσουν αν δεν τα προλάβει κάποιος ειδικό στα ζώα.
Στην ανάγκη όμως ο άνθρωπος δεν κάνει διακρίσεις και όταν πρόκειται να χορτάσει, δεν κοιτάει πια αν τα κάστανα είναι ήμερα ή άγρια. Τα δεύτερα μάλιστα είναι πολύ νόστιμα όταν βραστούν και με αυτή τη «δίαιτα» μαζί με λίγα βελανίδια γλύτωσαν το θάνατο από πείνα πολλοί άνθρωποι την περίοδο της ιταλογερμανικής κατοχής, 1941- 1944. Σήμερα αν προκύψει τέτοιο ζήτημα αμφιβάλλω αν είναι θέση κάποιος, και εφ’ όσον έχει στη διάθεσή του κάστανα να τα ξεχωρίσει κι έτσι μπορεί μεν να χορτάσει αλλά να μην ξαναφάει…
ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 30092016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου