Το χαμένο σύνορο στα Άγραφα
Το χωριό Άμαραντος, ένα από τα ομορφότερα του Δήμου Ιτάμου κάτω από τη δασωμένη κορυφή Ανυφαντή και στον ορίζοντα η ελατοσκεπής πλέον Κούλια.
Αρκετά πιο ψηλά από το χωριό Αμάραντος του Δήμου Ιτάμου της Καρδίτσας, μια περίοπτη ράχη του βουνού Ίταμος καλείται Κούλια, (τουρκιστί φυλάκιον συνόρων) και έλαβε το όνομά της από μια εγκατάσταση που έκαναν μετά την οριοθέτηση των συνόρων με την Ελλάδα το 1832 οι Οθωμανοί για την φύλαξη και τον έλεγχο του χώρου τους…
Ως εκείνη τη ράχη έφτανε τότε η ελληνική επικράτεια και όλη η Θεσσαλία παρέμεινε στον τουρκικό ζυγό ως το 1881, χρονιά που για τελευταία φορά εμφανίστηκε δύναμη τούρκων στρατιωτών στην Κούλια. Από τότε και μετά η εγκατάσταση εγκαταλείφθηκε και πολύ σύντομα έγινε ερείπια αφού φαίνεται κανένας δεν ήθελε να τη χρησιμοποιήσει για τίποτα.
Ένας σωρός πέτρες είναι ότι έχει απομείνει από την Κούλια και είναι το μόνο στοιχείο στη ράχη που θυμίζει πως εκεί κάποτε ήταν ένα τουρκικό φυλάκιο…
Ως μεθοριακό χωριό της Τουρκίας προς την Ελλάδα ο Αμάραντος ή Μαστρογιάννη όπως το έλεγαν τότε έζησε πολλά πράγματα που είχαν να κάνουν με τα σύνορα. Απ’ εκεί διάβαιναν προς τα Άγραφα τα κοπάδια τους οι τσελιγκάδες που ξεχειμώνιαζαν στον θεσσαλικό κάμπο, απ’ εκεί περνούσε η μεγάλη αλογόστρατα που ένωνε τη Θεσσαλία με την Αιτωλία και δρασκελούσε το ποτάμι στην παλιά γέφυρα του Γλαβά, απ’ εκεί μπαινόβγαιναν από το «ελληνικό» στο «τούρκικο» και τανάπαλιν οι λογής ταξιδευτές, εμπορευόμενοι, παράνομοι και οι διαβόητοι ληστές που σφράγισαν με τη δράση τους εκείνη την περίοδο.
Η θέα από τη ράχη του Ανυφαντή προς το νότιο μέρος της λίμνης Πλαστήρα είναι μοναδική. Στο βάθος διακρίνονται τα βουνά των Τρικάλων χιονισμένα.
Αν και στο Μαστρογιάννη εκείνης της εποχής όπως και σε όλα τα διπλανά χωριά δεν ζούσε κανένας Τούρκος , ο φόβος ήταν πάντα στη σκέψη των ανθρώπων ιδιαίτερα από τη δράση των παρανόμων και τα αντίποινα ενδεχομένως. Γι’ αυτό κάθε φορά που γινόταν κάποια εμπλοκή στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία –απελευθερωτικά κινήματα και πράξεις απειθαρχίας των υπηκόων τα οποία κινητοποιούσαν τον τούρκικο στρατό αμέσως οι κάτοικοι ξεχύνονταν προς το «ελληνικό» και επέστρεφαν μόλις ηρεμούσαν τα πράγματα. Χαρακτηριστικό λένε οι ντόπιοι ήταν η αντίδραση κάποιων υπέργηρων γυναικών που είχαν μεγαλώσει πριν το 1881 σαν ο ελληνικός στρατός τις υποχρέωσε το φθινόπωρο του 1947 για να εγκαταλείψουν τα χωριά να μην υποστηρίζουν τους αντάρτες. Αυτές θυμούνταν πως στα χρόνια τους σαν παρουσιάζονταν ανάλογος κίνδυνος έφευγαν προς πάνω, προς τα «ελληνικά» Άγραφα και τους φαίνονταν παράξενο πως για πρώτη φορά τους κυνηγούσαν να κατέβουν προς τα «κάτω» στον κάμπο!
Η Κούλια ασφαλώς σήμερα δεν υπάρχει αλλά σαν έννοια ενός ξεχασμένου συνόρου πάντα ερεθίζει την περιέργεια των ντόπιων σαν αναφέρονται σε αυτή αλλά και των επισκεπτών του Αμαράντου και δεν είναι και λίγοι αυτοί που θέλουν να την επισκεφτούν. Γι’ αυτό και βαδίζουν το παλιό μονοπάτι που τη συνέδεε με το χωριό με μια πεζοπορική διαδρομή περίπου μιας ώρας. Παλαιότερα, όταν στον Αμάραντο άκμαζε ακόμη η κτηνοτροφία και υπήρχαν ανάγκες για καυσόξυλα και ξυλεία το μονοπάτι ήταν συνέχεια γεμάτο κόσμο. Με την αποψίλωση των χωριών από κόσμο τα τελευταία χρόνια και την αδυναμία των ηλικιωμένων πια κατοίκων τους για μετακινήσεις ζωντανών και νομής του δάσους το μονοπάτι θα έκλεινε αν δεν υπήρχε η καλή διάθεση που δείχνουν τα μέλη του Ορειβατικού Συλλόγου Καρδίτσας και των μελών του Πολιτιστικού Συλλόγου Αμαράντου που εκτός από τις συχνές αναβάσεις που κάνουν έχουν μάλιστα σηματοδοτήσει το μονοπάτι κι έτσι μπορεί κάποιος να ανεβεί ως την Κούλια χωρίς να συνοδεύεται απαραίτητα από ντόπιο οδηγό.
Το μονοπάτι ξεκινάει από την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, δυτικά του χωριού και ανεβαίνει ήρεμα την δυτική πλαγιά του αυχένα Ανυφαντή. Μετά από λίγο βάδισμα ο επισκέπτης συναντά την πετρόχτιστη βρύση στις Κορομηλιές όπου με πολλή αυθαιρεσία κάποιος τσοπάνος έχει καταλάβει όλο το χώρο με τα κανάλια που ποτίζει τα ζώα του. Με πορεία πάντα δυτικά αφού περάσουμε την πλαγιά που καλείται στου Παπα το Ρόγγι φτάνουμε στου Μπασιούρη, έναν δασωμένο αυχένα με εξαιρετική θέα προς τα Άγραφα και τη λίμνη Πλαστήρα. Στον ορίζοντα προς τη δύση φαίνονται οι δίδυμες κορυφές του Ιτάμου, το επιβλητικό Βουτσικάκι των Αγράφων, οι κορυφές της Πίνδου προς τον Ασπροπόταμο και τα Χάσια. Απ’ εκεί μάλιστα ένα άλλο μονοπάτι οδηγεί προς τις κορυφές του Ιτάμου.
Από του Μπασιούρη βαδίζουμε πάντα δυτικά στην πλαγιά Καψάλα πάνω από τη ρεματιά όπου σε ένα σημείο της οι Τούρκοι κάποτε επιχείρησαν να κάνουν ασβέστη και από αυτό το γεγονός το σημείο εκείνο λέγεται Ασβεσταριά. Οι ντόπιοι λένε πως η επιχείρηση αυτή δεν απέδωσε τίποτα γιατί οι πέτρες της περιοχής τους δεν έκαναν για ασβέστη. Η απόσταση από την Ασβεσταριά μέχρι την Κούλια είναι πολύ μικρή αλλά όποιος φθάσει μέχρι εκεί μάλλον θα απογοητευτεί γιατί όχι μόνο τα ερείπια της Κούλιας δεν θα δει, αλλά εξαιτίας της πυκνής δάσωσης ο αυχένας δεν έχει πλέον θέα προς κανένα σημείο του ορίζοντα. Εκεί θυμάται ο αειθαλής Θωμάς Κουκκουλιάκος πως είχε δει στα χρόνια του μεσοπολέμου τους τοίχους της Κούλιας να υψώνονται πάνω από έδαφος περί το μισό μέτρο.
Εκεί που ήταν κάποτε χωράφια, η οικογένεια των Ζαχαίων τα νέμονταν πάντα μέχρι που εγκαταλείφθηκαν και γέμισαν κέδρα και έλατα τόσο πυκνά που μόνο άγρια ζωντανά μπορούν να τα διαβαίνουν κι εκεί βρίσκουν καταφύγιο. Μόνο από λίγα σημεία της Κούλιας μπορεί κάποιος να αγναντέψει τον θεσσαλικό κάμπο και το μάτι του να φθάσει μέχρι τις κορυφές του Ολύμπου, τον Κίσσαβο και το Πήλιο. Είχε τόσο καλή θέα λένε από την Κούλια που οι Τούρκοι στρατιώτες μπορούσαν να μετρήσουν και τις αυλακιές από τα χωράφια της Σέκλιζας (Καλλίθηρο σήμερα), το πρώτο χωριό του κάμπου που φαίνεται από εκεί. Στη δυτική πλευρά από το ύψος των ελάτων και των άλλων δέντρων δεν φαίνεται απολύτως τίποτα.
Όποιος ανέβει στην Κούλια μπορεί να επιστρέψει είτε από το μονοπάτι –δύσκολα διακρίνεται κι αυτό από τη δάσωση- που οδηγεί στην τοποθεσία Καλογριά, στο δρόμο που οδηγεί προς τη Νεράϊδα και τα Σαραντάπορα. Δίπλα σε αυτό το μονοπάτι υπάρχει ακόμη η Τουρκόβρυση, βρύση που πήρε μάλλον το όνομά της από τους Τούρκους συνοριοφύλακες εκείνης της εποχής και της οποίας το νερό λένε πως είναι τόσο κρύο που ένα σημερινό ποτήρι το έπινες σε δόσεις. Πολλές βρύσες έχουν τη φήμη της Τουρκόβρυσης για το πολύ κρύο νερό που δεν πίνονταν αλλ’ η άποψη αυτή έχει να κάνει και με το πεινασμένο στομάχι των ανθρώπων. Ο μπάρμπα Λάμπρος Γρηγοράκος λένε πως στα χρόνια της καθολικής πείνας, ξεγελούσε το νερό με δυο σπυριά αλάτι που έριχνε στο ποτήρι του και το έπινε!
Κοντά στην Τουρκόβρυση είναι το σημείο όπου σε μια συμπλοκή με Τουρκαλβανούς σκοτώθηκε το 1805 ο καπετάν Δίπλας, ένας από τους πιο σπουδαίους επαναστάτες των Αγράφων και νουνός του περίφημου Αντώνη Κατσαντώνη πριν την Παλιγγενεσία του 1821 χρόνων και το μνημείο του είναι στημένο δίπλα στο δρόμο προς το Σαραντάπορο.
Όποιος πάλι θελήσει να επιστρέψει από τον ίδιο δρόμο, στο σημείο Μπασιούρη που ξεχωρίζουν τα μονοπάτια μπορεί να διαλέξει την κατεύθυνση που οδηγεί στην κορυφή του αυχένα που καλείται Αυφαντή και δεσπόζει του Αμαράντου. Είναι μια ωραία διαδρομή που στην αρχή της έχει θέα προς τα Άγραφα, τη λίμνη Πλαστήρα και το δυτικό κομμάτι του κάμπου. Από ένα σημείο και μετά, η κατεύθυνση αλλάζει προς τα βορειοανατολικά, φαίνεται η Καρδίτσα και στο βάθος ο Όλυμπος μέχρι που το μονοπάτι καταλήγει στην εκκλησία του Αι – Γιάννη πάνω ακριβώς από το χωριό Αμάραντος.
Ο Αντώνης Παπαδάκος από τον Αμάραντο που μαζί περπατήσαμε το μονοπάτι και μας είπε όλες τις πληροφορίες σχετικά με αυτό και την ιστορία της Κούλιας.
Σημειωτέον είναι ότι το μονοπάτι της Κούλιας διασχίζει ένα μεγάλο χώρο που είναι καταφύγιο θηραμάτων και μπορεί να μην αποφέρει την ικανοποίηση της όρασης από την ράχη προς τον κάμπο και τον ορίζοντά του λόγω της ανάπτυξης των δέντρων όπως προαναφέρθηκε, αλλά σαφώς αποτελεί ένα μάθημα πατριδογνωσίας για ένα «σύνορο» που δεν υπάρχει. Κι αν αυτό το μάθημα για κάποιους λόγους δεν προκύψει, τότε ο επισκέπτης μπορεί να αποκομίσει ορισμένες εντυπώσεις από τα καταφύγια των θηραμάτων εκεί και βεβαίως αν το γνωρίσει το φθινόπωρο και από τα άπειρα μανιτάρια που φυτρώνουν εκεί αλλά εφ’ όσον δεν τα γνωρίζει είναι καλύτερα να μην τα ακουμπήσει.
Το χωριό Άμαραντος, ένα από τα ομορφότερα του Δήμου Ιτάμου κάτω από τη δασωμένη κορυφή Ανυφαντή και στον ορίζοντα η ελατοσκεπής πλέον Κούλια.
Αρκετά πιο ψηλά από το χωριό Αμάραντος του Δήμου Ιτάμου της Καρδίτσας, μια περίοπτη ράχη του βουνού Ίταμος καλείται Κούλια, (τουρκιστί φυλάκιον συνόρων) και έλαβε το όνομά της από μια εγκατάσταση που έκαναν μετά την οριοθέτηση των συνόρων με την Ελλάδα το 1832 οι Οθωμανοί για την φύλαξη και τον έλεγχο του χώρου τους…
Ως εκείνη τη ράχη έφτανε τότε η ελληνική επικράτεια και όλη η Θεσσαλία παρέμεινε στον τουρκικό ζυγό ως το 1881, χρονιά που για τελευταία φορά εμφανίστηκε δύναμη τούρκων στρατιωτών στην Κούλια. Από τότε και μετά η εγκατάσταση εγκαταλείφθηκε και πολύ σύντομα έγινε ερείπια αφού φαίνεται κανένας δεν ήθελε να τη χρησιμοποιήσει για τίποτα.
Ένας σωρός πέτρες είναι ότι έχει απομείνει από την Κούλια και είναι το μόνο στοιχείο στη ράχη που θυμίζει πως εκεί κάποτε ήταν ένα τουρκικό φυλάκιο…
Ως μεθοριακό χωριό της Τουρκίας προς την Ελλάδα ο Αμάραντος ή Μαστρογιάννη όπως το έλεγαν τότε έζησε πολλά πράγματα που είχαν να κάνουν με τα σύνορα. Απ’ εκεί διάβαιναν προς τα Άγραφα τα κοπάδια τους οι τσελιγκάδες που ξεχειμώνιαζαν στον θεσσαλικό κάμπο, απ’ εκεί περνούσε η μεγάλη αλογόστρατα που ένωνε τη Θεσσαλία με την Αιτωλία και δρασκελούσε το ποτάμι στην παλιά γέφυρα του Γλαβά, απ’ εκεί μπαινόβγαιναν από το «ελληνικό» στο «τούρκικο» και τανάπαλιν οι λογής ταξιδευτές, εμπορευόμενοι, παράνομοι και οι διαβόητοι ληστές που σφράγισαν με τη δράση τους εκείνη την περίοδο.
Η θέα από τη ράχη του Ανυφαντή προς το νότιο μέρος της λίμνης Πλαστήρα είναι μοναδική. Στο βάθος διακρίνονται τα βουνά των Τρικάλων χιονισμένα.
Αν και στο Μαστρογιάννη εκείνης της εποχής όπως και σε όλα τα διπλανά χωριά δεν ζούσε κανένας Τούρκος , ο φόβος ήταν πάντα στη σκέψη των ανθρώπων ιδιαίτερα από τη δράση των παρανόμων και τα αντίποινα ενδεχομένως. Γι’ αυτό κάθε φορά που γινόταν κάποια εμπλοκή στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία –απελευθερωτικά κινήματα και πράξεις απειθαρχίας των υπηκόων τα οποία κινητοποιούσαν τον τούρκικο στρατό αμέσως οι κάτοικοι ξεχύνονταν προς το «ελληνικό» και επέστρεφαν μόλις ηρεμούσαν τα πράγματα. Χαρακτηριστικό λένε οι ντόπιοι ήταν η αντίδραση κάποιων υπέργηρων γυναικών που είχαν μεγαλώσει πριν το 1881 σαν ο ελληνικός στρατός τις υποχρέωσε το φθινόπωρο του 1947 για να εγκαταλείψουν τα χωριά να μην υποστηρίζουν τους αντάρτες. Αυτές θυμούνταν πως στα χρόνια τους σαν παρουσιάζονταν ανάλογος κίνδυνος έφευγαν προς πάνω, προς τα «ελληνικά» Άγραφα και τους φαίνονταν παράξενο πως για πρώτη φορά τους κυνηγούσαν να κατέβουν προς τα «κάτω» στον κάμπο!
Το μονοπάτι της Κούλιας μέχρι το σημείο που λέγεται Ασβεσταριές διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση και είναι βατό απ’ όλους.
Η Κούλια ασφαλώς σήμερα δεν υπάρχει αλλά σαν έννοια ενός ξεχασμένου συνόρου πάντα ερεθίζει την περιέργεια των ντόπιων σαν αναφέρονται σε αυτή αλλά και των επισκεπτών του Αμαράντου και δεν είναι και λίγοι αυτοί που θέλουν να την επισκεφτούν. Γι’ αυτό και βαδίζουν το παλιό μονοπάτι που τη συνέδεε με το χωριό με μια πεζοπορική διαδρομή περίπου μιας ώρας. Παλαιότερα, όταν στον Αμάραντο άκμαζε ακόμη η κτηνοτροφία και υπήρχαν ανάγκες για καυσόξυλα και ξυλεία το μονοπάτι ήταν συνέχεια γεμάτο κόσμο. Με την αποψίλωση των χωριών από κόσμο τα τελευταία χρόνια και την αδυναμία των ηλικιωμένων πια κατοίκων τους για μετακινήσεις ζωντανών και νομής του δάσους το μονοπάτι θα έκλεινε αν δεν υπήρχε η καλή διάθεση που δείχνουν τα μέλη του Ορειβατικού Συλλόγου Καρδίτσας και των μελών του Πολιτιστικού Συλλόγου Αμαράντου που εκτός από τις συχνές αναβάσεις που κάνουν έχουν μάλιστα σηματοδοτήσει το μονοπάτι κι έτσι μπορεί κάποιος να ανεβεί ως την Κούλια χωρίς να συνοδεύεται απαραίτητα από ντόπιο οδηγό.
Θέα από το μονοπάτι της Κούλιας προς τις κορυφές των Αγράφων στολισμένα με το πρώτο χιόνι της φετινής χρονιάς.
Το μονοπάτι ξεκινάει από την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, δυτικά του χωριού και ανεβαίνει ήρεμα την δυτική πλαγιά του αυχένα Ανυφαντή. Μετά από λίγο βάδισμα ο επισκέπτης συναντά την πετρόχτιστη βρύση στις Κορομηλιές όπου με πολλή αυθαιρεσία κάποιος τσοπάνος έχει καταλάβει όλο το χώρο με τα κανάλια που ποτίζει τα ζώα του. Με πορεία πάντα δυτικά αφού περάσουμε την πλαγιά που καλείται στου Παπα το Ρόγγι φτάνουμε στου Μπασιούρη, έναν δασωμένο αυχένα με εξαιρετική θέα προς τα Άγραφα και τη λίμνη Πλαστήρα. Στον ορίζοντα προς τη δύση φαίνονται οι δίδυμες κορυφές του Ιτάμου, το επιβλητικό Βουτσικάκι των Αγράφων, οι κορυφές της Πίνδου προς τον Ασπροπόταμο και τα Χάσια. Απ’ εκεί μάλιστα ένα άλλο μονοπάτι οδηγεί προς τις κορυφές του Ιτάμου.
Από του Μπασιούρη βαδίζουμε πάντα δυτικά στην πλαγιά Καψάλα πάνω από τη ρεματιά όπου σε ένα σημείο της οι Τούρκοι κάποτε επιχείρησαν να κάνουν ασβέστη και από αυτό το γεγονός το σημείο εκείνο λέγεται Ασβεσταριά. Οι ντόπιοι λένε πως η επιχείρηση αυτή δεν απέδωσε τίποτα γιατί οι πέτρες της περιοχής τους δεν έκαναν για ασβέστη. Η απόσταση από την Ασβεσταριά μέχρι την Κούλια είναι πολύ μικρή αλλά όποιος φθάσει μέχρι εκεί μάλλον θα απογοητευτεί γιατί όχι μόνο τα ερείπια της Κούλιας δεν θα δει, αλλά εξαιτίας της πυκνής δάσωσης ο αυχένας δεν έχει πλέον θέα προς κανένα σημείο του ορίζοντα. Εκεί θυμάται ο αειθαλής Θωμάς Κουκκουλιάκος πως είχε δει στα χρόνια του μεσοπολέμου τους τοίχους της Κούλιας να υψώνονται πάνω από έδαφος περί το μισό μέτρο.
Από τότε που παράτησαν τη λάκα στο ξέφωτο οι Ζαχαίοι όρμησαν τα έλατα και σύντομα κατέλαβαν το χώρο και λίγα χρόνια ούτε που θα ξεχωρίζει που ήταν το χωράφι.
Εκεί που ήταν κάποτε χωράφια, η οικογένεια των Ζαχαίων τα νέμονταν πάντα μέχρι που εγκαταλείφθηκαν και γέμισαν κέδρα και έλατα τόσο πυκνά που μόνο άγρια ζωντανά μπορούν να τα διαβαίνουν κι εκεί βρίσκουν καταφύγιο. Μόνο από λίγα σημεία της Κούλιας μπορεί κάποιος να αγναντέψει τον θεσσαλικό κάμπο και το μάτι του να φθάσει μέχρι τις κορυφές του Ολύμπου, τον Κίσσαβο και το Πήλιο. Είχε τόσο καλή θέα λένε από την Κούλια που οι Τούρκοι στρατιώτες μπορούσαν να μετρήσουν και τις αυλακιές από τα χωράφια της Σέκλιζας (Καλλίθηρο σήμερα), το πρώτο χωριό του κάμπου που φαίνεται από εκεί. Στη δυτική πλευρά από το ύψος των ελάτων και των άλλων δέντρων δεν φαίνεται απολύτως τίποτα.
Πλημύρισε ο τόπος από μανιτάρια φέτος – ακόμα και στον κορμό του κομμένου δέντρου φύτρωσαν αλλά όποιος δεν τα γνωρίζει είναι καλύτερα να μην τα ακουμπάει. Ας τα αφήνει να στολίζουν το δάσος.
Όποιος ανέβει στην Κούλια μπορεί να επιστρέψει είτε από το μονοπάτι –δύσκολα διακρίνεται κι αυτό από τη δάσωση- που οδηγεί στην τοποθεσία Καλογριά, στο δρόμο που οδηγεί προς τη Νεράϊδα και τα Σαραντάπορα. Δίπλα σε αυτό το μονοπάτι υπάρχει ακόμη η Τουρκόβρυση, βρύση που πήρε μάλλον το όνομά της από τους Τούρκους συνοριοφύλακες εκείνης της εποχής και της οποίας το νερό λένε πως είναι τόσο κρύο που ένα σημερινό ποτήρι το έπινες σε δόσεις. Πολλές βρύσες έχουν τη φήμη της Τουρκόβρυσης για το πολύ κρύο νερό που δεν πίνονταν αλλ’ η άποψη αυτή έχει να κάνει και με το πεινασμένο στομάχι των ανθρώπων. Ο μπάρμπα Λάμπρος Γρηγοράκος λένε πως στα χρόνια της καθολικής πείνας, ξεγελούσε το νερό με δυο σπυριά αλάτι που έριχνε στο ποτήρι του και το έπινε!
Κοντά στην Τουρκόβρυση είναι το σημείο όπου σε μια συμπλοκή με Τουρκαλβανούς σκοτώθηκε το 1805 ο καπετάν Δίπλας, ένας από τους πιο σπουδαίους επαναστάτες των Αγράφων και νουνός του περίφημου Αντώνη Κατσαντώνη πριν την Παλιγγενεσία του 1821 χρόνων και το μνημείο του είναι στημένο δίπλα στο δρόμο προς το Σαραντάπορο.
Όποιος πάλι θελήσει να επιστρέψει από τον ίδιο δρόμο, στο σημείο Μπασιούρη που ξεχωρίζουν τα μονοπάτια μπορεί να διαλέξει την κατεύθυνση που οδηγεί στην κορυφή του αυχένα που καλείται Αυφαντή και δεσπόζει του Αμαράντου. Είναι μια ωραία διαδρομή που στην αρχή της έχει θέα προς τα Άγραφα, τη λίμνη Πλαστήρα και το δυτικό κομμάτι του κάμπου. Από ένα σημείο και μετά, η κατεύθυνση αλλάζει προς τα βορειοανατολικά, φαίνεται η Καρδίτσα και στο βάθος ο Όλυμπος μέχρι που το μονοπάτι καταλήγει στην εκκλησία του Αι – Γιάννη πάνω ακριβώς από το χωριό Αμάραντος.
Ο Αντώνης Παπαδάκος από τον Αμάραντο που μαζί περπατήσαμε το μονοπάτι και μας είπε όλες τις πληροφορίες σχετικά με αυτό και την ιστορία της Κούλιας.
Σημειωτέον είναι ότι το μονοπάτι της Κούλιας διασχίζει ένα μεγάλο χώρο που είναι καταφύγιο θηραμάτων και μπορεί να μην αποφέρει την ικανοποίηση της όρασης από την ράχη προς τον κάμπο και τον ορίζοντά του λόγω της ανάπτυξης των δέντρων όπως προαναφέρθηκε, αλλά σαφώς αποτελεί ένα μάθημα πατριδογνωσίας για ένα «σύνορο» που δεν υπάρχει. Κι αν αυτό το μάθημα για κάποιους λόγους δεν προκύψει, τότε ο επισκέπτης μπορεί να αποκομίσει ορισμένες εντυπώσεις από τα καταφύγια των θηραμάτων εκεί και βεβαίως αν το γνωρίσει το φθινόπωρο και από τα άπειρα μανιτάρια που φυτρώνουν εκεί αλλά εφ’ όσον δεν τα γνωρίζει είναι καλύτερα να μην τα ακουμπήσει.
ΑΘΗΝΑ, 10112011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου