Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΚΑΙ Η ΟΡΤΑΝΣΙΑ ΤΗΣ…



Η μάνα μου ισχυρίζεται πως δεν διαθέτει φωτογένεια και γι’ αυτό αποφεύγει συστηματικά το φακό. Τούτο είναι κάτι που γνωρίζω καλά και δεν προσπαθώ να την «πιάσω» σε ξαφνικά κάποιες στιγμές που δεν προσέχει γιατί θα ακούσω διάφορα όταν δει το αποτέλεσμα…

Η μόνη φορά που δεν μου αρνιέται να ποζάρει είναι όταν πρόκειται να τη φωτογραφήσω με τη μεγάλη ορτανσία της, κάτι που σίγουρα έχετε δει σε προηγούμενες σημειώσεις μου και φαντάζομαι πως εκτιμάτε τόσο την ολάνθιστη ορτανσία όσο και την κυρά Κούλα που την έχει όλο το χρόνο στο νου της και την προσέχει καθημερινά. Για να μην της την ματιάσουν μάλιστα, έχει κρύψει ανάμεσα στα κλαδιά χωρίς να φαίνονται λίγα σκορδάκια.

Φέτος η ορτανσία ξεπέρασε κάθε προηγούμενο σε ανθοφορία και εξαιτίας των καιρικών συνθηκών κατάφερε και κράτησε τα λουλούδια της μέχρι τούτες τις ημέρες. Το πιο σωστό είναι ότι μετά το κύκλο της ανθοφορίας η μάννα μου δεν τα έκοψε και τα άφησε πάνω στα κλαδιά και αυτά πήραν το απόχρωση του σκουριασμένου μωβ ή λιλά που λέγαμε προχθές.


Τώρα όμως που πλάκωσαν τα κρύα και δεν είναι απίθανο να ενσκήψει κανένας ξαφνικός παγετός, η μάννα μου θα κόψει τα κλαδιά της και τα λουλούδια βέβαια και άμα δει που σφίγγει το κρύο θα την σκεπάσει με μια μπαντανία και από πάνω θα βάλει ένα νάιλον για να μην φτάσει ο πάγος ως τις ρίζες της και την «κάψει». Για τούτο όπως καταλαβαίνετε βρίσκεται διαρκώς σε εγρήγορση και το σκέπασμα – ξεσκέπασμα της ορτανσίας μια καθημερινή υποχρέωση για την οποία ανταμείβεται από το φυτό με τα ωραιότερα λουλούδια κάθε καλοκαίρι και καμαρώνει που το αναγνωρίζουν όλοι όσοι τη βλέπουν.

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 311029017

ΕΛΕΓΕΙΑΚΟ ΤΟΝ ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΩΝ ΤΣΙΓΚΩΝ



Οι τσίγκοι, ένα υλικό που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον να στεγάσει τους ταλαιπωρημένους από την φρικτή δεκαετία 1940 – 1950 Έλληνες της υπαίθρου, τείνουν σιγά – σιγά να εξαφανιστούν εξαιτίας της αντικατάστασης τους από κεραμίδια – στοιχείο σφόδρα δηλωτικό της εποχής της ευμάρειας που το «κεραμίδι» έπρεπε να φέρει και υπογραφή!


Έτσι στα χωριά βλέπουμε μόνο ορισμένους παρατημένους αχυρώνες να είναι ακόμα σκεπασμένοι με τσίγκους και σπανιότερα αυτούς να συνθέτουν και τους τοίχους. Το ίδιο συμβαίνει και με τα σπίτια, καθώς ελάχιστα δεν έχουν εξελιχθεί σε εξοχικά με όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν αυτή την πολυδάπανη συνήθεια που επικράτησε παντού.

Αυτοί οι τσίγκοι λοιπόν αποτέλεσαν και αποτελούν ακόμη όπου υπάρχουν, ένα έντονο στοιχείο της φθινοπωρινής ελεγείας της πολύχρωμης ελληνικής φύσης καθώς από τη φύση τους είναι ευάλωτοι στη σκουριά – ήτοι την αλλοίωση της ύλης τους από το οξυγόνο κυρίως και λιγότερο από άλλες αιτίες που έχουν να κάνουν με την ανθρώπινη επιμέλεια.

Το χαρακτηριστικότερο των τσίγκων στις εξοχές είναι ότι αυτός που κατέφυγε κάτω από την επιφάνειά τους άκουγε τον καιρό και μπορούσε να υπολογίσει την ένταση της βροχής χωρίς να ανοίξει την πέτρα ή να καταλάβει αν πρόκειται για χαλάζι ή χιόνι το βάρος του οποίου γινόταν αντιληπτό από τα τριξίματα στα δοκάρια ή από το γλίστρημά του στον αστρέχα.


Πέραν αυτής της διάστασης, οι τσίγκοι όταν σκουριάσουν πάνω στέγες – σκουριάζουν εντελώς ακανόνιστα και τούτο μάλλον οφείλεται στην ποιότητά τους η οποία ποτέ δεν ήταν εγγυημένη- δημιουργούν στην επιφάνειά τους παράξενους χάρτες που μόνο άνθρωποι αλαφροίσκιωτοι ή μυστικοί με τα πράγματα του τόπου μπορούν να διαβάσουν…

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 31102016

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Η ΧΑΜΕΝΗ ΤΙΜΗ ΤΩΝ ΚΑΡΥΔΙΩΝ


Ο πατέρας μου με ένα σφυράκι σπάει τα καρύδια στην αυλή...
Τα παλιότερα χρόνια, η οικονομία του χωριού μου στηρίζονταν αποκλειστικά στους καρπούς του φθινοπώρου (κάστανα και καρύδια) και σε τούτο οφείλονταν και η λίγη ευμάρειά του - σε σχέση πάντα με τα διπλανά χωριά αλλά και πολλά του κάμπου.

Ήταν γεμάτο τότε το χωριό καρυδιές και καστανιές και κάθε Οκτώβρη όλοι θυμάμαι έτρεχαν στα χωράφια και στους κήπους και όλα τα σπίτια ήταν σε αναβρασμό για τη διαλογή και την φροντίδα των καρπών. Τα δέντρα αυτά, τα είχαν φυτέψει οι πρόγονοι πριν πολλά, πολλά χρόνια και καθώς τα «πήγαινε» η γη, εξελίχθηκαν σε πηγή πλούτου για το χωριό και για όσες φυσικά οικογένειες τα φρόντιζαν και ανανέωναν.

Τις καρυδιές του δικού μου σπιτιού τις είχε φυτέψει δυο μυθικά πρόσωπα για όλο το χωριό, τα αδέρφια Γιάννος και Χρύσω Μοσχούτη. Αυτοί όταν ήταν παιδιά ακόμη, (περί τη δεκαετία του 1850 – 1860) είδαν τους ληστές της περιοχής να σφάζουν μπροστά στα μάτια τους τον πατέρα τους και «έπαθαν» κάτι σαν σοκ θα λέγαμε σήμερα. Από αυτό το φοβερό γεγονός και πέρα κλείστηκαν στον εαυτό τους και πέρασαν όλη τους τη ζωή προσκολλημένοι στην οικογένεια της ανηψιάς τους Μαρούλας Δεδούση, την οποία πρόλαβα στη ζωή (πέθανε το 1962) και του παππού Ηλία Παπαδόπουλου και ασχολούνταν όλη την ημέρα, αχώριστοι πάντα, με τα δέντρα και τα χωράφια.

Αυτοί λοιπόν φύτεψαν τις μεγάλες καρυδιές που κάποιες απ’ αυτές υπάρχουν ακόμη και τις καστανιές που δυστυχώς ξεκλήρισε η παράξενη αρρώστια. Μια από τις καρυδιές μάλιστα, κατέβαζε κάθε χρόνο μόνη της πάνω από 300 κιλά εξαιρετικά καρύδια και η οποία ξεράθηκε από μάτι, από συγκεκριμένο πρόσωπο μάλιστα που όλο το χωριό ήξερε. Το αναφέρω γιατί εγώ πιστεύω στο κακό μάτι και ιδιαίτερα όταν αυτό επικεντρώνεται σε δέντρα και ζωντανά αλλά δεν είναι της στιγμής να αναφερθώ σε αυτό το θέμα.

Η ευκαρπία των προαναφερόμενων δέντρων συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και άρχισε να μειώνεται από την έκρηξη του Τσερνομπίλ και μετά, σημάδι πως τα δέντρα επηρεάστηκαν πολύ από τη ραδιενέργεια και σιγά – άρχισαν να ξεραίνονται και να μην καρπίζουν όπως παλιότερα. Σήμερα δε όσα ακόμα στέκουν όρθια δεν καρπίζουν ούτε το ένα τρίτο από τα προηγούμενα χρόνια και ο περισσότερος καρπός είναι χαλασμένος.

Έτσι ενώ πριν από 30 χρόνια για παράδειγμα η συνολική παραγωγή καρυδιών στο σπίτι ήταν ένας τόνος, φέτος που η χρονιά ήταν ιδιαίτερα δυσμενής για τα καρποφόρα δέντρα λόγω των ιδιαίτερων καιρικών συνθηκών, δεν ξεπέρασε τα 50 κιλά. Εξυπακούεται ότι αυτά γλίτωσαν από τα άπειρα τρωκτικά και τα αγριογούρουνα που λυμαίνονται την περιοχή.

Η κατάσταση σαφώς και έχει απογοητεύσει τους πάντες στο χωριό μου και ιδιαίτερα τους γονείς μου που καμάρωναν πάντα για τα δέντρα τους. Από τη μια μεριά δεν τους έκανε καθόλου καρδιά να πάνε στα χωράφια για να μη βλέπουν την καταστροφή, από την άλλη όμως το θεωρούσαν σαν αμαρτία να μη μαζέψουν ότι είχε απομείνει. Αμαρτία μπροστά στη φύση πρωτίστως και ύβρι απέναντι στα ίδια τα δέντρα που τόσα χρόνια πριν δεν υστέρησαν στο ελάχιστο στην παραγωγή και περίμεναν με τα αόρατα μάτια τους να δουν έστω και για λίγο κάποιον άνθρωπο να σκύβει κάτω από τα κλαδιά τους και να μαζεύει τον καρπό που μέσα σε τόσες αντιξοότητες κατάφεραν να ωριμάσουν.


Έτσι έγινε και για αρκετές μέρες η μάννα μου με τον πατέρα μου (στη φωτογραφία με το σφυράκι) μάζεψαν τα λίγα καρύδια της φετινής παραγωγής. Για να πετύχουν μάλιστα μια καλύτερη τιμή στην αγορά, τώρα που ξεράθηκαν άρχισαν να τα σπάζουν γιατί έτσι με τα τσόφλια που είναι κανένας έμπορος δεν τα κοιτάει και σε κανένα σπίτι οι νοικοκυρές δεν μπαίνουν πια σε αυτό τον κόπο ή αρκούνται στα παντελώς άνοστα και επεξεργασμένα με χημικά, καρύδια εισαγωγής από διάφορες χώρες του κόσμου…

ΣΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ


Το ποτό με τα ρόδια που έφτιαξε η Πάτρα δεν ήταν ακόμη ώριμο κι έτσι ανανεώσαμε το ραντεβού μας να το δοκιμάσουμε...

Επισκέπτομαι συχνά σπίτια στα χωριά και πάντα χαίρω μιας ιδιαίτερης περιποίησης από τους ανθρώπους που μου ανοίγουν την πόρτα τους. Μιλάω μαζί τους και αν βγαίνει συνέντευξη σχετικά με αυτά που κάνω, προχωράμε. Αν δεν βγαίνει, πάλι καλά περνάμε γύρω από ένα τραπέζι φορτωμένο με καλούδια της ντόπιας γης και γεύσεις που έχουν τη βάση τους σε αυτά τα πολύτιμα προϊόντα και η νοικοκυρά, με βάση την εμπειρία της και τη φαντασία της πάντα καταφέρνει να βάλει την υπογραφή της στις νοστιμιές που μας προσφέρει. Ομολογώ δε πως μπορεί να μοιάζουν όλα μεταξύ τους αλλά σε κάθε σπίτι η γεύση είναι διαφορετική και τούτο οφείλεται στον τρόπο που κάθε μια της τα φτιάχνει.

Έτσι ένοιωσα και χθες, σαν περπατώντας στην κάτω γειτονιά του χωριού, την Παναγία που λέμε και βρίσκεται κοντά στην εκκλησία της Παναγίας (Γενέσιον) και το πανάρχαιο νεκροταφείο με τις πέτρινες πινακίδες, συνάντησα ένα ζευγάρι συγγενών μου, τον Κώστα Μάμαλη και την Γυναίκα του Πάτρα που συνταξιούχοι ζουν πολλούς μήνες στο χωριό και ασχολούνται συστηματικά με τους κήπους και τα δέντρα του χωραφιού τους.

Ο χειμώνας όπου να'ναι έρχεται και ο Κώστας φροντίζει να έχει και το τζάκι τις προμήθειές του...
Τον Κώστα τον βρήκα να λιανίζει με το αλυσοπρίονο τα ξύλα του χειμώνα ενώ η Πάτρα ασχολούνταν με τα οικιακά. Καθίσαμε λίγο στην βεράντα και είπαμε τα δικά μας αλλά το μάτι μου είχε καρφωθεί σε μια μεγάλη μποτίλια που η Πάτρα έφτιαχνε ένα εξαιρετικό ποτό με σπόρους ροδιού. Δεν ήταν ώριμο ακόμη και μου υποσχέθηκε να με κεράσει την επόμενη φορά που θα ξαναβρεθούμε. Της ζήτησα μόνο να σταθεί με την μποτίλια στα χέρια δίπλα στα κόκκινα χρυσάνθεμα που στολίζουν την αυλή της για να κοσμήσω το παρόν κειμενάκι.

Όσο για τη συνταγή που ακολουθεί, δεν είναι δα και κανένας γρίφος. Σπόρια καθαρά από ώριμο ρόδι, καλό τσίπουρο και ζάχαρη. Όλα αυτά τα βάζει μέσα σε ένα μεγάλο μπουκάλι και το αφήνει στο ήλιο μέχρι να ζυμωθεί καλά το μίγμα. Τούτο το καταλαβαίνει από τη διαύγεια και μόλις δει πως έχει καθαρίσει, το βγάζει, το σουρώνει και το κρατάει σε ένα όμορφο μπουκάλι και το βάζει σε τέτοιο σημείο στο σαλόνι ώστε να το βλέπουν όλοι όσοι επισκέπτονται το σπίτι, να τη ρωτάνε και αυτή να απαντάει με καμάρι για το δημιούργημά της. Εξυπακούεται πως η Πάτρα αλλά και άλλες νοικοκυρές στο χωριό εκτός από τα ρόδια χρησιμοποιούν και άλλους καρπούς, όπως τα κράνια για παράδειγμα ή τα βύσσινα και φτιάχνουν επίσης εξαιρετικά και με μοναδικές γεύσεις ποτά.

ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΕΛΑΤΑ



Το θυμάμαι όλα μου τα χρόνια να εκεί· στον πάτο του μεγάλου ξέφωτου στη βορεινή άκρη του χωριού που λειτουργούσε και ως αλώνι για τον Λάκκο μαχαλά όπως έλεγαν οι χωριανοί τη γειτονιά, δίπλα από την αλογόστρατα (το μεγάλο, φαρδύ μονοπάτι δηλαδή) που οδηγούσε από το χωριό μέσω του αυχένα της Λελούδας στο Μαυρίλο, το Νεοχώρι και μετά στα χωριά της Ευρυτανίας και τον κάμπο της Καρδίτσας από την κορυφογραμμή Ζαχαράκη.

Το ποιος το έχτισε, είναι σχεδόν άγνωστο για τους σημερινούς συγχωριανούς αλλά είναι βέβαιο πώς ο μάστορας ήταν ένας από τους Καψιώτες γιατί πολλοί φημίζονταν για την τέχνη τους σε όλη τη Ρούμελη και τη Θεσσαλία. Άγνωστος επίσης είναι και ο λόγος για τον οποίο υψώθηκε εκεί ενώ μπορεί να αντικατέστησε κάποιο άλλο που προϋπήρχε και καταστράφηκε. Για την ιστορία αυτού του ταπεινού εικονίσματος ελάχιστα γνωρίζουμε γιατί κανένας δεν θεώρησε σπουδαίο να ασχοληθεί μαζί του και να κρατήσει κάποιες σημειώσεις από τους παλαιότερους που σίγουρα κάτι περισσότερο γνώριζαν γι’ αυτό.

Αντιθέτως, κάποια ευλαβής νοικοκυρά λίγα χρόνια πρωτύτερα φρόντισε να το ασβεστώσει κι έτσι το αποξένωσε παντελώς από το χώρο. Και το ασβέστωσε μάλιστα τόσο καλά που ούτε σε διακόσια χρόνια δεν πρόκειται να ξαναφανεί η πράσινη, ντόπια πέτρα του.

Αυτά περί της μικρής ιστορίας του εικονίσματος. Πέρα από αυτή όμως, υπάρχει και μια άλλη ιστορία που μόνο δια της εις το άτοπον επαγωγής μπορούμε να την ανιχνεύσουμε: Ποιοι και πόσοι πέρασαν από μπροστά του και πόσοι ακόμη πόσες και πόσοι από το χωριό μας άναψαν το καντηλάκι του σε μέρες γιορτινές ή απλά, συνηθισμένα βράδια.

Ως προς τους περαστικούς, είναι βέβαιο πως πέρασε κόσμος και κοσμάκης από τα χωριά που προαναφέραμε γιατί αυτή η δημοσιά περνούσε από το χωριό και συνέχιζε μέσα από τα βουνά και τα ποτάμια της Ρούμελης ως τη Ναύπακτο. Πέρασαν από εκεί κλέφτες, αρματωλοί, οθωμανοί, αρβανίτες, καπεταναίοι, χωροφύλακες, αντάρτες, ιταλοί, γερμανοί, ακόμα και άγγλοι πράκτορες στην πρώτη τους συνάντηση με τον Άρη Βελουχιώτη στο σπίτι του Λεωνίδα Παπαγιάννη που ήταν φίλοι με τον καπετάνιο, τον Οκτώβρη του 1941.

Πέρασαν πολλοί, πεινασμένοι, διωγμένοι, δαρμένοι, φτωχολογιά, καβαλλαραίοι, ξυπόλητοι, ζαλιγκωμένοι, τόσοι που κανένας δεν μπορεί να υπολογίσει τον αριθμό τους. Και θα περνούσαν ακόμα αν δεν άνοιγε ο δρόμος με εργασία όλων των χωριανών το 1952 και οι οποίοι αντί χρήματος για τα μεροκάματα που έκαναν πήραν σιτάρι από την αμερικάνικη βοήθεια. Τότε δεν έδωσαν σημασία αλλά αργότερα κατάλαβαν το χρέος...

Το εικονισματάκι έπαιζε και ένα άλλο ρόλο, όσο το θυμάμαι εγώ τουλάχιστον. Με το αναμμένο καντηλάκι του, το οποίο άναβαν τακτικά οι νοικοκυρές από τον Λάκκο Μαχαλά οι οποίες μάλιστα διακρίνονταν πολλαπλώς για την ευλάβειά τους καθώς και μερικοί τσοπάνηδες, έδινε το στίγμα του μονοπατιού τη νύχτα για τους ελάχιστους στρατοκόπους που συνέχιζαν να το βαδίζουν ενώ ήταν σημείο αναφοράς για κρυφές ή φανερές συναντήσεις πολλών χωριανών και ιδιαίτερα των νέων. Για ένα λόγο δε που ποτέ δεν κατάλαβα ήταν ένα μέρος όπου επιτρέπονταν να πάνε και τα κορίτσια χωρίς συνοδεία.

Το χωριό σιγά – σιγά άδειασε και στον Λάκκο μαχαλά το χειμώνα δεν κατοικεί κανένας πλέον και το καντήλι του εικονίσματος ελάχιστες μέρες το χρόνο είναι αναμμένο. Φυσικά από μπροστά του δεν περνά κανένας - ούτε διαβάτης, ούτε τσοπάνης αλλά απέκτησε ένα άλλο καινούργιο ρόλο. Καταλαβαίνουμε όσοι τύχει να περάσουμε από εκεί και δούμε το καντηλάκι αναμμένο πως κάποιος συγχωριανός ήρθε για Σαββατοκύριακο και το σκέφτηκε…

ΠΙΚΡΑ ΛΌΓΙΑ, ΠΙΚΡΑ ΚΑΣΤΑΝΑ

Μη ξεγελιέσται... Τα κάστανα είναι άγρια και πικρά για κάθε στόμα...

Η νύχτα εδώ πάνω στο Βελούχι, στη Μεγάλη Κάψη, είναι ότι πρέπει για κάστανα στο τζάκι, κρασί, τσίπουρα και κουβέντα. Έτσι γίνεται όταν έχεις παρέα αλλά και να μην έχεις, όπως απόψε πάλι, κάτι βρίσκεις να κάνεις και με τη βοήθεια του δικτύου ομολογώ πως δεν έχει καμιά διαφορά από το να είσαι οπουδήποτε καθώς το δικτυακό σύμπαν είναι ορθάνοικτο.


Τέλος πάντων, εγώ είμαι μπροστά σε ένα μεγάλο τζάκι που καίει ξύλα από βελανιδιές και προσπαθώ να γράψω κάτι που θα με ζήσει, να δημοσιευτεί δηλαδή σε κανένα περιοδικό απ’ αυτά που κυκλοφορούν ακόμη και φυσικά μπορούν και να πληρώνουν γιατί όπως θα έχετε ακούσει μισθός ολόκληρο ή αμοιβή, έχουμε να δούμε στην πιάτσα από το Πάσχα.

Τι να γράψω όμως; Για την λεηλασία των καρπών από τα άγρια ζώα του δάσους; Για τα στέρφα πλέον δέντρα; Για τον τόπο που αγρίεψε και έγινε μια ζούγλα; Για τα τζάκια στο χωριό που άμα τα μετρήσεις δεν βρίσκεις να καπνίζουν παραπάνω από πέντε; Για τον φόβο των γερόντων από τους κλέφτες και τους κακοποιούς που κυκλοφορούν ανενόχλητοι και ρημάζουν τα χωριά. Για το χαράτσι που ήρθε χθες στα νοικοκυριά μαζί με το λογαριασμό της ΔΕΗ; Για δεκάδες πράγματα του χωριού μπορώ να γράψω και τελειωμό να μην έχουν.

Ένα όμως είναι βέβαιο. Ότι και να γίνει τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει γιατί ο τόπος έχει μαγαριστεί από πολλά πράγματα και κυρίως από την απαξίωση των ανθρώπων του κατά τα προηγούμενα χρόνια που άκουσαν τις σειρήνες της ευκολίας της ζωής σε άλλα μέρη και τον παράτησαν. Ο τόπος όμως δεν είναι κακός και κυρίως δεν είναι μνησίκακος για κανέναν. Απαιτεί όμως αγάπη, θυσίες και προ πάντων πατριωτισμό για να καρπίσει πάλι όπως παλιά και να μπορέσει να ζήσει τον κόσμο που απελπισία των πόλεων τον σπρώξει στην ύπαιθρο.

Τέτοια πράγματα σκέπτομαι να αρχίσω να απλώνω στην οθόνη και να δούμε που θα με βγάλει. Τέτοια πράγματα απλά και χρήσιμα σε όποιον θα ήθελε να δοκιμαστεί πάλι σε ένα τόπο, να τον κατακτήσει και να τον κάνει σπίτι, αυλή, κήπο, χωράφι, αλώνι, χοροστάσι, κοιμητήρι. Όπως έκαναν οι προγόνοι, έτσι πρέπει κι αυτός να κινηθεί σήμερα για να είναι αν όχι πάντα χορτασμένος, τουλάχιστον ελεύθερος και χωρίς πολλές – πολλές εξαρτήσεις.

Να κλείσουμε σήμερα την αρχή αυτών των σκέψεων που νιώθω πως σιγά – σιγά και με αρκετή δουλειά οπωσδήποτε θα εξελιχθούν σε ένα εγχειρίδιο επαναποίκησης της υπαίθρου χώρας με μια χρήσιμη παρατήρηση πάνω στα κάστανα.

Όπως θα είδατε σε προηγούμενη ανάρτηση του actimon αναφέρθηκα στα κάστανα του χωριού μου και τη σημασία που είχαν για τη διατροφή των ανθρώπων και ανέβασα μια φωτογραφία που δείχνει κάποια απ’ αυτά. Πρόκειται για τα λεγόμενα κρητικά κάστανα και τα οποία μπορεί να φάει ο άνθρωπος γιατί δεν έχουν πολλές, πικρές μάλιστα, ίνες. Τούτα προέρχονται από εμβολιασμένες άγριες καστανιές και η ποικιλία τους προέρχεται μάλλον από την Κρήτη – γι’ αυτό και το όνομα. Φαγώσιμα επίσης από τον άνθρωπο είναι και τα λεγόμενα μαρόνια, ποιοτικώς υποδεέστερα και τα οποία κατά βάση ψήνουν οι καστανάδες.

Το να διακρίνει τώρα κάποιος τα κρητικά κάστανα από τα μαρόνια, αν δεν είναι σχετικός με το θέμα είναι αδύνατον και μόνο στη γεύση τα καταλαβαίνει. Είναι όμως ευκολότερο να διακρίνει τα άγρια (φωτογραφία) καθότι αυτών και το ακανθώδες καβούκι είναι μικρότερο και κατά συνέπεια και ο καρπός ο οποίος είναι περισσότερο ανθεκτικός από τα ήμερα αλλά πολύ πικρός, τόσο που ούτε τα ζώα μπορούν να φάνε μεγάλες ποσότητες από αυτά γιατί πρήζονται και μπορεί μάλιστα να σκάσουν αν δεν τα προλάβει κάποιος ειδικό στα ζώα.

Στην ανάγκη όμως ο άνθρωπος δεν κάνει διακρίσεις και όταν πρόκειται να χορτάσει, δεν κοιτάει πια αν τα κάστανα είναι ήμερα ή άγρια. Τα δεύτερα μάλιστα είναι πολύ νόστιμα όταν βραστούν και με αυτή τη «δίαιτα» μαζί με λίγα βελανίδια γλύτωσαν το θάνατο από πείνα πολλοί άνθρωποι την περίοδο της ιταλογερμανικής κατοχής, 1941- 1944. Σήμερα αν προκύψει τέτοιο ζήτημα αμφιβάλλω αν είναι θέση κάποιος, και εφ’ όσον έχει στη διάθεσή του κάστανα να τα ξεχωρίσει κι έτσι μπορεί μεν να χορτάσει αλλά να μην ξαναφάει…

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 30092016

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Ο ΚΑΚΟΣ ΚΑΙΡΟΣ ΤΩΝ ΚΑΣΤΑΝΩΝ



Είναι η εποχή των κάστανων στην μικρή πατρίδα αλλά οι μέρες σε τίποτα δεν θυμίζουν τα παλιά χρόνια που γι’ αυτόν τον πολύτιμο καρπό, όλο το χωριό ήταν στο πόδι από τα τέλη του Σεπτέμβρη ως τις αρχές του Νοεμβρίου για να μην πάει ούτε ένα κάστανο χαμένο.

Κατ’ αρχάς έπρεπε να καθαριστούν τα χωράφια από τα βάτα και τους θάμνους ώστε να μπορούν να τα βρουν εύκολα σαν άρχιζαν να πέφτουν ένα – ένα και να προσέχουν το χώρο μη πάνε τίποτα κατσίκες και πρόβατα και τα ρημάξουν. Τα κάστανα δεν είναι σαν τους άλλους καρπούς που ωριμάζουν όλα μαζί, αλλά θέλουν το χρόνο τους και μοιάζει σαν να αναβάλλουν διαρκώς την πτώση τους στο έδαφος ιδιαίτερα όταν ο καιρός είναι στεγνός.

Οι καλύτεροι σύμμαχοι του καστανοκαλλιεργητή είναι η βροχή που τα φουσκώνει και σπάνε μέσα σε μια νύχτα το αγκαθωτό καβούκι τους και ο δυνατός αέρας που τα ξεκολλάει από τα κλαδιά τους. Τούτο βέβαια ως αποτέλεσμα έχει να κάνει και με την φύση του δέντρου και τις ιδιαιτερότητες που έχει, όπως η ποικιλία, το χώμα, το νερό, η τοποθεσία.

Μια καστανιά λοιπόν μπορεί να θέλει και τρεις εβδομάδες να ρίξει τα κάστανά της και σε όλο αυτό το διάστημα ο συλλέκτης πρέπει να έχει διαρκώς την προσοχή του γιατί εκτός από τα γιδοπρόβατα που τα λιμπίζονται, έχει να κάνει και με ένα σωρό τρωκτικά του δάσους (σκίουροι, ποντίκια κάθε είδους), αρπακτικά πτηνά (κίσσες και κοράκια) ενώ εσχάτως μεγάλη πληγή αποδείχτηκαν τα αδηφάγα αγριογούρουνα που κάνουν νυκτερινές εξορμήσεις καθώς και τα ζαρκάδια που έχουν πλημμυρίσει την ορεινή Ελλάδα.

Τα παλιότερα χρόνια η συλλογή καστάνων ήταν μια επιχείρηση που αφορούσε όλους τους συγχωριανούς είτε για τα δέντρα που είχαν στα χωράφια τους είτε στα δημόσια δάση, τα λεγόμενα ζάβατα όπου η συλλογή γινόταν μια καθορισμένη ημέρα για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις και η βοσκή επιτρέπονταν πολύ αργότερα, όταν είχε πέσει και το τελευταίο.

Τα κάστανα ήταν πολύτιμα ως τροφή των ανθρώπων και μπορούσαν να τα έχουν στη διάθεσή τους ως το Πάσχα σχεδόν αν τα έβαζαν μέσα σε χλωρή βρώμη ή αν τα είχαν στεγνώσει καλά στον ήλιο. Και δεν ήταν μόνο εξαιρετική τροφή των ανθρώπων αλλά και όλων των ζώων, ιδιαίτερα των γουρουνιών που κέρδιζαν με αυτά πόντους σε λίπος.

Πέραν αυτών όμως, οι χωριανοί με τα κάστανα έβλεπαν και λίγο ζεστό χρήμα στις μονίμως χειμαζόμενες τσέπες τους και πολλοί ήταν αυτοί που πήγαιναν να τα πουλήσουν στα παζάρια των κοντινών κωμοπόλεων ή στα χωριά του κάμπου και δεν ήταν λίγες οι φορές που τα αντάλλασσαν με δημητριακά ή καπνό. Το ίδιο έκαναν και με τα καρύδια.

Μετά την εγκατάλειψη των χωριών στη δεκαετία του ’60 οι καστανιές ξεχάστηκαν και ρήμαξαν, όπως κάθε άλλο δέντρο και χωράφι εξάλλου. Τα ίδια χρόνια μια άγνωστη αρρώστια έπληξε τις καστανιές και ξεράθηκε ο μεγαλύτερος αριθμός από αυτές σε όλα τα χωριά. Έτσι ρήμαξαν τα παλιά καστανοχώραφα και η παραγωγή έχει ελαττωθεί δραματικά, πράγμα που επηρεάζει σαφώς αρνητικά και όποιον θα ήθελε να ασχοληθεί με αυτά, είτε από ανάγκη, είτε από ενδιαφέρον να συντηρήσει κάπως τα πατρογονικά χωράφια και να φροντίσει τα δέντρα που έζησαν επί γενιές τον κόσμο των χωριών.



Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΡΩΜΑΤΑ…



Στην Μικρή Πατρίδα σήμερα, στο Βελούχι, δεν ζήσαμε παρελάσεις με τα απρόοπτά τους για να μας αποσπάσουν την προσοχή από την μελαγχολία μιας φθινοπωρινής ημέρας που προϊδεάζει τον χειμώνα και ο οποίος -καθόλου παράξενο αυτό τον καιρό- μπορεί να τον δούμε αύριο να κατεβεί από τις ψηλές κορφές και να μας καλημερίσει από την αυλή μας.

Όσον αφορά τώρα την επέτειο, κανένας απ’ αυτούς που πολέμησαν στην Αλβανία δεν είναι στη ζωή να μας διηγηθεί άλλη μια φορά την ιστορία του. Ο τελευταίος από εκείνους τους ηρωικούς ανθρώπους, ο μπάρμπα Λουκάς Τσιρώνης πέταξε πέρσι στους ουρανούς της Ρούμελης και κάποιοι, ελάχιστοι που θυμούνται κάπως εκείνη την εποχή, απουσιάζουν από το χωριό στις πόλεις και σε άλλα μέρη κοντά στα παιδιά τους για να νιώθουν ασφάλεια.

Περιττό δε να πω, πως το χωριό δεν έχει σχολείο (έκλεισε το 1975) να μεταφερθεί μέσω των μαθητών κάπως η αίσθηση της επετείου αλλά ούτε και καφενείο που να λειτουργεί όλη τη μέρα για να ανταμώσουν οι χωριανοί και να ανοίξει, όπως γινόταν πάντοτε τα παλιότερα χρόνια, η μνήμη και οι αναφορές για το τι έκανε ο καθένας εκείνη τη μέρα και να σταματήσει τη στιγμή που έλεγαν καληνύχτα ο ένας στον άλλον στο δρόμο για το σπίτι.

Έτσι βουβά πέρασε η μέρα στο χωριό που χρόνο με το χρόνο γίνεται και περισσότερο σιωπηλό καθώς από την παλιά γενιά ελάχιστοι έχουν μείνει να το κατοικούν και το χειμώνα και οι συγχωριανοί όταν έρχονται, ούτε καν δεν βγαίνουν από τα σπίτια τους γιατί εκτός από αυτό το κέλυφος που θεωρείται «εξοχικό» πλέον, τίποτα άλλο ουσιώδες δεν τους συνδέει με τον τόπο και φυσικά τίποτα που να έχει να κάνει με την παραγωγή του χωριού.

Για την παραγωγή καρπών του χωριού, θα ακολουθήσει άλλο σημείωμα. Σε τούτο εδώ θέλω απλά να αναφερθώ πως φέτος το φθινόπωρο ήρθε λίγο καθυστερημένο κι έτσι δεν έχουμε τη μοναδική έκρηξη των χρωμάτων στο δάση του Βελουχιού με τα καστανιές, τις βελανιδιές και τα έλατα και το χρώμα που επικρατεί είναι ακόμη το πράσινο σε όλες τους τόνους της μελαγχολίας. Μοναδικές εξαιρέσεις είναι κάποιες μουριές και συκιές που τα φύλλα τους είναι πιο ευαίσθητα και διάφανα κι έτσι καταλαβαίνουμε κάπως την εποχή.

Αν θα ήθελα πάντως να περιέγραφα με ένα χρώμα στη σημερινή μέρα στη Μεγάλη Κάψη Τυμφρηστού, θα διάλεγα αυτό που έχουν πάρει τα λουλούδια της μεγάλης ορτανσίας που έχει η μάνα μου στην αυλή του πατρικού και τολμώ να το χαρακτηρίσω ως σκουριασμένο μωβ ή λιλά ίσως και το αφήνω να μου πείτε κι εσείς τη γνώμη σας αν ταιριάζει…

ΟΙ ΣΗΜΑΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΓΥΜΝΕΣ ΙΔΕΕΣ…



Συμβαίνει καμιά φορά, όταν οι σημαίες βγαίνουν από τα συρτάρια να τονίσουν το νόημα κάποιας ημέρας, να ντύσουν συμβολικά μια πράξη ή να υποστηρίξουν μια κίνηση για την οποία δεν επαρκούν οι κραυγές, τα συνθήματα και τα λόγια, να ξεχαστούν κρεμασμένες στις κολώνες και τα μπαλκόνια και να μείνουν εκτεθειμένες για αρκετές ημέρες στη βροχή και τους αέρηδες - ενδεχομένως και μέχρι να σαπίσουν αν αυτές δεν είναι πλαστικές.

Τούτο απλά συμβαίνει γιατί η ανάρτησή τους ανατίθεται σε οκνηρούς υπαλλήλους, ανεγκέφαλους οπαδούς ή αναρτώνται από επιπόλαιους ανθρώπους καθώς το τι σημαίνει μια σημαία, μοιάζει να μην έχει πλέον νόημα για κανέναν πολίτη και ανεξάρτητα αν αυτή είναι γαλανόλευκη, πράσινη, κόκκινη, γαλάζια ή εμπριμέ ακόμη.

Εκτός από την περίπτωση που η κρεμασμένη σημαία, μπορεί να εμποδίσει τη φρέσκια μπουγάδα της νοικοκυράς, οπότε αυτή διπλώνεται αμέσως και μπαίνει στο συρτάρι για να είναι έτοιμη την επόμενη φορά που θα κληθεί να ντύσει κάτι για να μην φαίνεται αυτό γυμνό ή να δώσει το ειδικό βάρος της, στην κούφια ιδέα που θέλει να υπηρετήσει ή το χειρότερο, να κρύψει τα μπαλωμένα βρακιά και τις τρύπιες κάλτσες της οικογένειας…

ΥΓ. Φωτογραφία από ένα χωριό στην άγνωστη για πολλούς Ελλάδα μια μέρα της σημερινής επετείου που έβρεχε πολύ και όπως καταλαβαίνετε, πήγε άδικα ο σημαιοστολισμός αλλά ο καλός δαίμονας των φωτογράφων, έδωσε στο φακό την ευκαιρία που περίμενε…

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ '40

Πόσοι, αλήθεια, απέμειναν ζωντανοί σήμερα από εκείνους τους στρατιώτες που πήραν μέρος στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο το χειμώνα του 1940-41, κατόπιν αμύνθηκαν στη γερμανική εισβολή, την επόμενη άνοιξη, και εν τέλει τον πιο σκληρό Απρίλη της Ελλάδας, νικητές παραδόθηκαν στη μοίρα του ηττημένου;

Λίγοι, πολύ λίγοι είναι αυτοί που έφτασαν ώς τις μέρες μας και είναι σε θέση ακόμη να αφηγηθούν τα όσα, από τη θέση που βρίσκονταν, έζησαν εκείνη την περίοδο. Ολοι βεβαίως βαδίζουν στην 9η δεκαετία της ζωής τους και παρά το βάρος των χρόνων που κουβαλάνε, ισιώνουν το κορμί σαν παλικαράκια σαν αρχίζουν να μιλάνε για τις ημέρες του πολέμου και τα θολωμένα μάτια τους αστράφτουν σαν στη μνήμη τους έρχονται εικόνες φόβου από τα πεδία των μαχών, αλλά και πατριωτικού ενθουσιασμού σαν αναφέρονται σε μικρά και μεγάλα κατορθώματα. Το μεγαλύτερο όμως κατόρθωμα για όλους είναι ότι, από την ημέρα που έπαψαν να είναι στρατιώτες, κατάφεραν να φτάσουν ζωντανοί στα σπίτια τους!

Βρήκαμε (το φθινόπωρο του 2008) τέσσερις από αυτούς και μιλήσαμε μαζί τους:
Τον Βαγγέλη Γαλάνη, μεταγωγικό στην Αλβανία, στο συνοικισμό Μυλογόζι του Μυροφύλλου Τρικάλων.
Τον Κώστα Λιανό, μεταγωγικό στην Αλβανία, στο χωριό Παλαιοχώρι Λοκρίδας.
Τον Γιώργο Τσιτσιμπή, τυφεκιοφόρο και ανάπηρο με ένα πόδι από την τελευταία μάχη στο Πόγραδετς, στις 12 Απριλίου 1941, στη Νεράιδα του Δήμου Ιτάμου Αγράφων.
Τον Σπύρο Δήμο, υπερασπιστή των οχυρών Μεταξά, στο χωριό του, τα Σαραντάπορα της ορεινής Καρδίτσας.

Σίγουρα υπήρχαν και πολλοί άλλοι, αλλά τους 4 προαναφερόμενους τους ένωνε και ένα άλλο κατόρθωμα: εκτός από τις ημέρες που κατεβαίνουν στην κοντινή τους πόλη για ιατρικές εξετάσεις και ψώνια, όλο τον υπόλοιπο χρόνο κατοικούν μόνιμα στα χωριά τους.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:  Οι συνεντεύξεις με τους πολεμιστές του 1940 συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια με πολλούς εν ζωή Έλληνες που πρωταγωνίστηκαν σε εκείνη την περίοδο και συνθέτουν ένα ενδιαφέρον υλικο καταγραφής, όχι μόνο για τους ιστορικούς αλλά για κάθε τόπο και κοινότητα ανθρώπων.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΤΣΙΜΠΗΣ Τυφεκιοφόρος

Ένας όλμος τού άλλαξε τη ζωή...


Οποιος γνωρίσει τον μπαρμπα-Γιώργο και ακούσει τη ζωή του, δικαίως θα σκεφτεί τι θα μπορούσε να είχε κάνει αυτός ο άνθρωπος αν δεν είχε αφήσει ένα πόδι στην Αλβανία...


Ο Γιώργος Τσιτσιμπής (1917 - 2010), από τα Σαραντάπορα της Καρδίτσας, υπηρέτησε κανονικά στην κλάση του το 1938, διακρίθηκε ως καλός σκοπευτής (επαινέθηκε μάλιστα για την ευστοχία του) και απολύθηκε τον Απρίλη του 1940. Με την κήρυξη του πολέμου επιστρατεύεται και παρουσιάζεται στο 5ο Σύνταγμα Τρικάλων. Από εκεί πηγαίνει στα έμπεδα της Λάρισας και τελικά εντάσσεται στο 13ο Σύνταγμα της Χίου, το οποίο επιχειρεί τους πρώτους μήνες του 1941 στην προωθημένη γραμμή του Πόγραδετς. Εκεί στα παγωμένα χαρακώματα ο σκληρός Αγραφιώτης δείχνει τις ικανότητές του, αλλά στην τελευταία μάχη που έδωσε η μονάδα του τραυματίζεται σοβαρά στο πόδι και λίγες ώρες πριν καταρρεύσει το μέτωπο χειρουργείται στην Κορυτσά και επιστρέφει ύστερα από 4 μήνες στο χωριό του με ένα πόδι.

Τον βρήκα το καλοκαίρι του 2008 στο χωριό και άνοιξα μια μεγάλη κουβέντα μαζί του• τη συνεχίσαμε πριν από λίγες ημέρες στην Αθήνα και μιλήσαμε με τις ώρες. Οταν τελείωσα την απομαγνητοφώνηση διαπίστωσα πως, χωρίς να το καταλάβουμε, γράψαμε ένα βιβλίο! Από τις σπουδαίες σελίδες όμως της ζωής του διαλέξαμε εκείνες που, όπως λέει, μέσα σε μια στιγμή άλλαξαν τη ζωή του για πάντα.

«...Μόλις ήθελε να φέξει, διαταγή από τη Μεραρχία, επίθεση. Πάλι επίθεση όλα τα στρατεύματα της περιοχής εκείνης εκεί. Ορέ γαμώ το κέρατό του... Εμένα, μου λέει ο λοχαγός να καθίσεις εκεί να βάζεις με το τρεμπλόν, μη πας μπροστά με τη λόγχη, θα βάζεις από εδώ τώρα. Ξέρω, τους κανονίζω εγώ, λέω. Ξέρω, έμαθα, λέει, είσαι καλός. Ολοι οι άλλοι, εφ' όπλου λόγχη οι κακομοίρηδες. Ενα παιδί, στην τράπεζα δούλευε, μόλις ήρθε το βράδυ -έπαιρναν μεγάλες κλάσεις τότε- πήγε σε μια μεριά στο χαράκωμα και του λέω: αν ρίξουν όλμους, γιατί έριχναν τη νύχτα οι Ιταλοί, μη καθίσεις αυτού, γιατί θα σε σκοτώσουν. Ρίχνουν όλμους, είναι επισημασμένο το μέρος. Μην καθίσεις, αλλού τράβα, σε άλλο χαράκωμα τρύπωσε. Δεν άκουσε αυτό που του είπα...

»...Ηταν μια διμοιρία εκεί σε ένα χαράκωμα. Διατάχθηκε ένας διμοιρίτης να κάνει επίθεση. Κάνει επίθεση ο κακομοίρης εκεί, έπεσαν με τα μούτρα. Τον έβλεπα, δεν μου 'τυχε καμιά φορά να κάνω επίθεση με τη λόγχη. Τους έβλεπα με τις λόγχες, πήδηξαν επάνω, πετάχτηκαν οι Ιταλοί με τα χέρια επάνω, παραδόθηκαν. Ενας λόχος Ιταλοί, τους πήραν, πάνε για πίσω. Παρακάτω ήταν άλλοι, επιτέθηκαν εκεί, έπιασαν λιγάκι μάχη, ύστερα παραδόθηκαν κι εκείνοι. Τους πήραν, τους πάνε πίσω. Εγώ με τον λοχαγό. Ηταν κάτι ολμιστές σε μια μεριά. Μου λέει, κάτσε εδώ εσύ, θα ρίξεις όλα τα βλήματα και τότε θα φύγεις εσύ από εδώ και θα 'ρθείς σε εμένα που θα είμαι μπροστά. Ηξερα εγώ πού ήταν αυτός; Κοιτάω τους ολμιστές, ήταν σε ένα χαράκωμα, ήταν ένα υπολοχαγός, είχε 4 - 5 στρατιώτες. Α, λέει, εφ' όπλου λόγχη. Τρελάθηκες; λέει ένας λοχίας, Κρητικός, τι τη θέλεις την εφ' όπλου λόγχη κύριε υπολοχαγέ; Να κάνουμε επίθεση! Επίθεση χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού λέω, όλμων και τα λοιπά, πώς θα πάμε έτσι, λέω, θα μας σκοτώσουν, θα πάμε σαν αρνιά το Πάσχα. Εφ' όπλου λόγχη λέει, όποιος δεν υπακούσει θα τον σκοτώσω. Τότε είχαν διαταγή. Είπες όχι, μπαμ εκτέλεση. Εγώ ήμουν εκεί δίπλα. Ο θεός όμως τον έφερε έναν όλμο. Δεν έπεσε μέσα στο χαράκωμα, έπεσε έξω και καθώς πέφτουν τα βλήματα, φεύγουν έτσι, σηκώνουν το μέρος που ήμουν εγώ. Από εκεί ήταν ένας άλλος από την Κρήτη, τον παίρνουν τον κακομοίρη τα βλήματα και του τσάκισαν τα χέρια, τις πλάτες, χάλια. Μόλις είδε αυτό, έφυγε ο λοχαγός. Μόλις είδε άσπρισε. Του λέει ο λοχίας. Κύριε λοχαγέ, θα κάνουμε επίθεση; Οχι, όχι λέει. Κάτσε, κάτσε. Εκείνη τη στιγμή στέλνει ο λοχαγός σύνδεσμο και λέει: ο Τσιτσιμπής αυτός να έρθει μαζί σας. Τους άφησε εκεί. Τι έγιναν; Αυτοί ξέρουν...

»... Κάποια ώρα, κάτι γεροντάκια -επιστράτευαν τότε μεγάλους σε ηλικία- τέσσερα του Πυροβολικού ήρθαν εκεί. Δυο δεν μπορούσαν να πάνε. Επρεπε να είναι τέσσερις. Μεγάλη διαδρομή. Ηξεραν το μέρος αυτοί. Βρε παιδιά λέω, νερό. Ακουγα κάτι ρεματάκια με νερό. Οι καημένοι οι τραυματιοφορείς ήξεραν πως δεν κάνει να πιω νερό. Μου λένε, συνάδελφε δεν κάνει να πιεις νερό, πιο πέρα θα βρούμε καθαρότερο, εδώ έχει πτώματα, ξέρω εμείς, να μην πιούμε τα πτώματα, ξέρω εγώ ένα νεράκι, εκεί θα πιούμε, να με ξεγελάσουν. Κατάλαβα εγώ. Πάμε πιο πέρα, πού νερό. Νερό, βρε παιδιά. Θα βρούμε, δεν το βρήκαμε ακόμα. Φτάσαμε σε ένα αγροτικό σπίτι. Ηταν σε ένα χωράφι, ένα σπίτι. Μόλις μας είδαν με τα κιάλια οι Ιταλιάνοι από μέσα άρχισαν να ρίχνουν. Α, τώρα λέω. Φευγάστε, τρυπώστε εσείς να γλιτώσετε. Εγώ, ένας είμαι, τραυματισμένος. Τι να κάνουν οι κακομοίρηδες, το έσκασαν. Με άφησαν μέσα στο χωράφι. Αν έρθει καμία, δεν πίστευα πως θα 'ρθει γιατί το πυροβολικό δεν είναι πολύ εύστοχο. Ηξερα, έπρεπε να έρθει εκεί που χρειάζεται για να σε πάρει. Και να ρίχνει το πυροβολικό βροχή. Ρίξετε λέω. Εριξαν τρία - τέσσερα, τα παράτησαν ύστερα. Α, κάποια ώρα μέσα από κάτι ρουπάκια έβγαιναν αυτοί. Ελάτε τώρα λέω, μη φοβάστε. Ελάτε. Μη μας ρίξουν. Είμαστε στη λάκκα, άμα μπούμε στο λόγγο, ας ρίχνουν. Με πήραν από εκεί, μπήκαμε μέσα στο ντυμένο ύστερα, πού να μας δούνε. Δεν ξανάριξαν. Πηγαίναμε, ύστερα μας πήραν κάτι αυτοκίνητα, φορτηγά. Ηταν ένας δρόμος, τόση η λάσπη. Και να σε κουνάνε, τραυματισμένος. Να σε πονάει. Αϊ στο διάολο...

»... Φτάνουμε στο Ορεινό Χειρουργείο. Ηταν ένας ανθυπίατρος. Μόλις με είδε, με είδε σε τι βάσανο ήμουν. Παίρνει ένα ποτήρι με τσάι, πιε το μου λέει. Δώστο μου να το πιω, ακόμα τόλεγε η περδικούλα μου. Θα το πιω. Θα καείς, θα το χύσεις. Δεν το χύνω, λέω. Δεν είμαι από εκεινούς. Μόλις το πήρα, εκείνο ήταν. Αντί να το πάω στο στόμα, το πήγα στα ρούχα. Ζεματίστηκα. Αμέσως αυτός κάτι οινόπνευμα μου έβαλε επάνω και μου πέρασε με εκείνο το οινόπνευμα. Δεν με έκαψε. Από εκεί, γραμμή ύστερα, Κορυτσά. Στην Κορυτσά, ωραίο νοσοκομείο, ήταν καλό. Εκείνης της εποχής ήταν άλφα - άλφα. Και να 'ναι στους Αλβανούς! Μπορεί να το είχαν φτιάξει οι Ιταλιάνοι. Πήγα εκεί, κόντευε να ξημερώσει, ήταν νύχτα. Ηρθε μια νοσοκόμα, ύστερα ο γιατρός. Α, κάνε αυτή την ένεση της λέει. Παυσίπονη, από εκείνες που έκανε, κάτι μικρές. Πού να με έπιανε εμένα ένεση. Πήγα να πεθάνω από τον πόνο. Τα χρειάστηκα τότε. Τι φωνάζεις, λέει μια νοσοκόμα εκεί. Λέει, τι φωνάζεις; Ηταν κάτι πτυελοδοχεία πάνω στο κομοδίνο, τα τράβηξα από κοντά της εκεί, έφτασαν, έφτασαν. Με τόση δύναμη που τα εκσφενδόνιζα, αν την έπιανε κανένα, θα τη σκότωνα στον τόπο. Ντιπ. Μόλις αυτό, πήγε για παράπονα. Ηρθε ο γιατρός. Μου λέει, παιδί μου, αυτό και αυτό συμβαίνει. Πρέπει να σε χειρουργήσουμε. Αλλιώς δεν περνάει ο πόνος. Χειρούργημα; λέω. Χειρούργημα. Θα σου κάνω μια ένεση αλλά κοστίζει πολλά λεφτά, 400 δραχμές. Εγώ λέω, δεν αξίζω 400 δραχμές γιατρέ λέω. Δεν έχουμε, ο στρατός. Και μου κάνει μια από τις παυσίπονες. Ηταν τότε, έβγαναν αυτές τις μεγάλες, τις παυσίπονες.. Μου 'κανε, πού, τίποτα. Τζιαούναγα, δεν μπόρεγα.

»... Διαταγή να μετακινηθούν όλα τα στρατεύματα για τα Γιάννενα, έρχονταν ο γερμανικός στρατός. Ερχονταν. Γέμισε το νοσοκομείο Αλβανούς. Αυτοί έρχονταν για πλιάτσικο, ήταν και Ελληνες. Οι γυναίκες είχαν ένα σταυρουδάκι, οι άντρες δεν θυμάμαι τι σημείο είχαν και τους κάναμε διάκριση. Μπήκαν πολλοί Αλβανοί μέσα και φοβόμασταν μη μας καθαρίσουν. Εκαναν πλιάτσικο. Δεν πάει, στο διάολο. Σε λιγάκι ώρα έρχεται ένας οδηγός, ένας Κρητικός, έκανε μεταφορές. Είχε ένα παλιοφορτηγό, ένα σαράβαλο. Ερχεται, τήραξε τον έναν. Τήραξε εμένα, μη φοβάσαι, μη φοβάσαι. Ενας μουστάκιας, ώς εδώ, ώς τα αυτιά το μουστάκι. Είμασταν κι εμείς... τη γενειάδα την είχαμε ώς εδώ. Με τα γένια, μουστάκια, ακούρευτοι, ψείρες. Ασ' τις ψείρες. Θέλω να σου πω, τα γένια τα είχαμε ως εδώ. Ημασταν όλοι ένα σόι. Ηρθε, μου λέει μη φοβάσαι, μη φοβάσαι τίποτα. Εγώ θα σε γλιτώσω. Εγώ ώς το βράδυ θα σε έχω στα Γιάννενα. Πώς θα με έχεις στα Γιάννενα; Είναι τόσο μακριά τα Γιάννενα. Μη σε νοιάζει εσένα, θα σε έχω στα Γιάννενα. Αυτός ήξερε το διάταγμα, τους βαριά τραυματίες πρώτα και ύστερα τους ελαφρότερα. Ξεκινήσαμε, μόλις δεν ήταν πολλά χιλιόμετρα από εκεί που φύγαμε, δεν θυμάμαι πόσα χιλιόμετρα, κοιτάμε ήταν μια φάλαγγα, κι έρχονταν όλο στρατός, μεταγωγικά, πυροβόλα, ήταν Σέρβοι. Τους κυνηγούσε ο γερμανικός στρατός και αυτοί πήγαιναν να μπουν στην Ελλάδα. Εμείς φεύγουμε τότε κι αυτουνούς τους αφήσαμε στο Αλβανικό. Ηταν ακόμα πολύς στρατός».
......

Ο ανάπηρος στρατιώτης Γιώργος Τσιτσιμπής έφτασε στην Αθήνα, νοσηλεύτηκε με πολλές δυσκολίες στα νοσοκομεία και πήρε εξιτήριο στις 14 Αυγούστου από το Ζάππειο, όπου είχαν βάλει τους τραυματίες μετά την κατάληψη των άλλων νοσοκομείων από τους Γερμανούς. Με το τρένο επέστρεψε στην Καρδίτσα κι από εκεί με μουλάρι τον μετέφεραν οι δικοί του στο χωριό. Εκεί έζησε όλη την περίοδο της Κατοχής, της Αντίστασης κατόπιν, ενώ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, όπως όλοι οι συγχωριανοί του έζησε στην Καρδίτσα. Επέστρεψε παντρεμένος με την Ευρυδίκη Ζήση το 1950 στη Νεράιδα, με την οποία απέκτησαν δυο παιδιά και έζησε με ό,τι δουλειά μπορούσε να κάνει με τα χέρια του ενώ για πολλά χρόνια διετέλεσε πρόεδρος της κοινότητας και εργάστηκε συστηματικά και μεθοδικά για την ανάπτυξη του χωριού του. Μέχρι τον Αύγουστο του 2010 που πέθανε, τους περισσότερους μήνες ζούσε στην Αθήνα ενώ κάθε καλοκαίρι φρόντιζε να ανεβαίνει στο χωριό του, όπου όλοι τον αναγνώριζαν ως υπόδειγμα θέλησης και δύναμης κι ακόμη ως τον μεγαλύτερο κυνηγό που πέρασε από την περιοχή και θυμούνται το ωραίο κλαρίνο που έπαιζε στα πανηγύρια!


ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΑΛΑΝΗΣ Μεταγωγικός

Το ταξίδι της ζωής του....

Ο Βαγγέλης Γαλάνης έχασε τη συντροφιά του, τον αδερφό του, κι έτσι υποχρεώθηκε να πάει στα Τρίκαλα να έχει συντροφιά τα παιδιά του



Ο Βαγγέλης Γαλάνης (1916 - 2011) μέχρι το 1937, που κατατάχτηκε για πρώτη φορά στο στρατό στο 5ο Σύνταγμα Τρικάλων, δεν είχε φύγει ποτέ του από το Μυλογόζι, ένα απόμερο, πάνω από τον ρου του Αχελώου, μαχαλά του χωριού Μυρόφυλλο Τρικάλων. Γίδια και πρόβατα είχε και όπως έδειξαν τα πράγματα μέχρι σήμερα, αν δεν τον έπαιρναν τα γηρατειά, με αυτά ακόμη θα ασχολούνταν. Το 1939 απολύθηκε αλλά ένα χρόνο μετά τον κάλεσαν πάλι, τούτη τη φορά να πάει στην Αλβανία.

«Πήγα μέχρι τα στενά της Κλεισούρας στην Αλβανία. Μέχρι εκεί πήγα σ' ένα χωριό, Κούκερι το έλεγαν, και γύρισα με τα ποδάρια μαζί με δύο μουλάρια. Εγώ ήμουν του πεζικού, παρουσιάστηκα στο 5ο Σύνταγμα Τρικάλων. Εκεί έγινε ένα Τάγμα Πεζικού, περίσσεψα, δεν με πήραν. Μαζί με άλλους, καμιά 40αριά, μάς πήγαν στα έμπεδα στη Λάρισα. Εκεί μείναμε καμιά 40αριά ημέρες, μετά έκαναν επιτάξεις εκεί. Επίταξαν καραγκούνικα κάρα, εμένα μου έδωσαν ένα μονόκαρο μ' ένα μουλάρι.

»Δεν ήξερα να το μεταχειριστώ, αλλά με έμαθαν κάτι Καραγκούνηδες. Επάνω εκεί φόρτωσα ένα κιβώτιο πυρομαχικά ορεινού πυροβολικού. Ενα κιβώτιο μοναχά. Μετά μπήκαμε στο τρένο στη Λάρισα και βγήκαμε στην Καλαμπάκα. Από την Καλαμπάκα πήραμε τα κάρα και δρόμο δρόμο βγήκαμε στο Μέτσοβο. Το κάρο το τράβαγε το επιταγμένο μουλάρι. Εκεί κάτσαμε 2-3 ημέρες και μετά περάσαμε τα σύνορα και πήγαμε στην Πρεμετή, εγώ με το κάρο και το κιβώτιο με τα πυρομαχικά. Είχε 2-3 οβίδες μέσα. Προχωρώντας από κει πήγαμε στο χωριό Κούκερι. Εκεί αφήσαμε τα κάρα σε κάτι χωράφια και στα ζώα έβαλαν σαμάρια. Εκεί έγινα μεταγωγικός, στα μετόπισθεν. Ολο τον καιρό στις μεταγωγές, στο Κούκερι κοντά στα στενά της Κλεισούρας, ένας δρόμος από κει πάει για τα Τίρανα και ένας τρίτος πάει για τα Τρία Αβγά.

»Οταν κήρυξε η Γερμανία τον πόλεμο στις 6/4, εμείς οπισθοχωρήσαμε κανονικά. Από το Κούκερι ήρθαμε στα Γιάννενα όλο το τάγμα, δεν διαλύθηκε. Οταν ήρθαμε, κατά σύμπτωση είχαμε αναμερίσει σε ένα μέρος έξω από τα Γιάνεννα. Πέρασε η γερμανική φάλαγγα, πέρα για τα σύνορα, προς το Καλπάκι. Εκεί μείναμε εμείς. Θυμάμαι ακριβώς το Πάσχα, τη Λαμπρή. Το βράδυ είχε κάνει συνθηκολόγηση ο Τσολάκογλου και άρχισαν πυροβολισμοί στα Γιάννενα, γινόταν χαμός. Μόλις ξημέρωσε, μου λέει εμένα ο επιλοχίας που είχαμε: Φεύγουμε. Πού να πάμε; Να φύγουμε, δεν λέει τίποτα εδώ. Και μας λέει ο διοικητής, δεν θα φύγει κανένας. Εμείς θα πάμε κάπου αλλού. Αλλά δεν θα φύγει κανένας. Με αυτό που είπε ο διοικητής, έφυγαν, διαλύθηκε το τάγμα. Εφυγαν, κατάλαβαν τι έγινε. Φεύγω από τα Γιάννενα. Είχα το δικό μου μουλάρι, ένα άσπρο, αλλά ένας νοσοκόμος είχε ένα μουλάρι, ήταν εδώ από τα Τρίκαλα και πήγε και το έδεσε πίσω από το δικό μου. Πάρ' το, μου είπε, δεν το θέλω εγώ. Με μια ομάδα εμείς. Ο επιλοχίας αυτός είχε κάτι γνωστούς, ήταν από κάτω από το Αγρίνιο. Καμιά 10αριά ήμασταν. Περάσαμε και πήραμε το δρόμο της Αρτας, ήρθαμε στην Αρτα. Ο επιλοχίας αυτός, με την παρέα που είχε, πήγε για το Αγρίνιο. Εγώ γύρισα προς τα εδώ, με τα μουλάρια, το ένα πίσω από το άλλο. Ηρθα για το Μυρόκοβο, στο μαχαλά Μυλογόζι. Τα είχα κάμποσο καιρό. Μετά ήρθε μια διαταγή και πήγαμε στα Τρίκαλα να τα παραδώσουμε. Οι δικοί μας τα ζήτησαν. Τώρα, τι τα έκαναν αυτοί, δεν ξέρω. Στους Γερμανούς τα έδωσαν; Δεν ξέρω...»

Ετσι πήγαν χαμένα τα μουλάρια που έφερε στο Μυλογόζι ο Βαγγέλης Γαλάνης από την Αλβανία. Ποιοι και πως τους ξετρύπωσαν εκεί, ούτε που θυμάται. Λέει όμως πώς τότε στον τόπο του έλυναν και έδεναν οι χωροφύλακες, οι οποίοι είχαν παντού τους ανθρώπους τους. Ετσι πρέπει να τον εντόπισαν.
....

Από τότε και μέχρι την αρχή του 2008 ο Βαγγέλης Γαλάνης ζούσε στο Μυλογόζι, πρώτα με την οικογένειά του και στα τελευταία χρόνια μόνος με τον κατά 3 χρόνια μικρότερο αδερφό του Λάμπρο και, ανεξάρτητα με το τι γίνονταν στον κόσμο, αυτοί είχαν τα γίδια τους και τα πρόβατά τους. Από την ημέρα όμως που έπαψε να ζει ο Λάμπρος, τον Βαγγέλη τον πήραν τα παιδιά του και ζει μαζί τους στα Τρίκαλα. Σημειώνουμε πως και οι δυο τους είναι οι τελευταίοι άνθρωποι που συνάντησαν τον Αρη Βελουχιώτη, στην προσπάθειά του να κατεβεί το απόκρημνο Μυλογόζι και να περάσει τον Αχελώο, προσπάθεια που είχε κατάληξη το θάνατό του στο λαγκάδι Φάγγος της Μεσούντας.



ΚΩΣΤΑΣ ΛΙΑΝΟΣ, Μεταγωγικός

«Μόλις ξυπνήσαμε άρχισαν να μας πυροβολούν»


Ελευθερία της πατρίδας για τον Κώστα Λιανό σήμαινε πως κανένας δεν είχε το δικαίωμα να του στερήσει τη δυνατότητα να οργώσει και να σπείρει τη γη του!
Αγρότης και αυτοδίδακτος μηχανουργός ο Κώστας Λιανός (1917), από το Παλαιοχώρι της Λοκρίδας, κατετάγη κληρωτός το 1938 και υπηρέτησε 8 μήνες ως προστάτης οικογένειας στο περίφημο 542 Σύνταγμα Ευζώνων της Λαμίας. Στις 20 Αυγούστου 1940 επιστρατεύεται πάλι στο ίδιο Σύνταγμα, με την ειδικότητα του μεταγωγικού, και η ιταλική επίθεση βρίσκει τη μονάδα του (Λόχος Διοικήσεως του 1ου Τάγματος) στο μοναστήρι της Κληματιάς, στην Τσαμουριά. Η μονάδα του, με τα ηρωικά μεταγωγικά της, παρέμεινε στο μέτωπο μέχρι την ημέρα της κατάρρευσης και ο Κώστας, όπως όλοι οι στρατιώτες, παίρνει το δρόμο της επιστροφής στο χωριό με τα πόδια έχοντας συντροφιά το άλογο, Καρατζίκο το έλεγε, με το οποίο είχε δεθεί όλο αυτό το διάστημα, καθώς και ένα μουλάρι που μάζεψε στο δρόμο.

«...Με ένα ζωντανό ξεκίνησα εγώ, μαζί με έναν άλλο από το χωριό μας, τον Γιώργο Νικολάου και ένα παιδί από τη Σουβάλα, κάποιον Δεληγιάννη. Οταν ξεκινήσαμε μαζί μας ήταν και ο ταγματάρχης μας, Καραμέρη τον έλεγαν και τον έπνιξαν οι Ιταλοί, σαν τους έπιασαν και τους έβαλαν σε ένα σαπιοκάραβο. Αυτόν τον είχαν εγκαταλείψει όλοι οι δικοί του, εκτός από έναν ανιψιό του, τον λοχία Κώστα Δημουλά. Μαζί μας ήταν και ο ανθυπολοχαγός από τη Δρυμαία, Μήτσος Παπαμιλτιάδης. Ηταν και άλλοι αξιωματικοί μαζί μας, ήταν και ένας από την Αμφισσα, ξεκινήσαμε περπατώντας...

»...Οταν περάσαμε τον Αραχθο, βορειότερα από την Αρτα, και βρεθήκαμε στο Πέτα, βρήκαμε έναν λοχία από τη δική μας μονάδα που είχε μαζέψει μια αγέλη στρατιωτικά μουλάρια για να τα εμπορευτεί. Είχε ένα μικρό παιδί που τα φύλαγε. Μόλις τα είδαμε εμείς, πήγαμε και πήραμε όλοι από ένα μουλάρι. Εγώ πήρα ένα ντρένιο (σιδερόψαρο) που μου άρεσε πολύ. Παίρνει και ο ταγματάρχης ένα άλογο. Ερχεται όμως αυτός ο πονηρός λοχίας μαζί με τον πατέρα του και μας επιτίθενται. Πάνω καταπάνω μας να μας πάρουν τα μουλάρια. Τα πήραμε, φτάσαμε σε μια ρεματιά και κουρασμένοι πέσαμε να κοιμηθούμε. Αυτοί όμως τη νύχτα μας κύκλωσαν γύρω γύρω και μόλις ξυπνήσαμε άρχισαν να μας πυροβολούν. Αφήστε λένε τα μουλάρια, αλλιώς σας σκοτώνουμε όλους. Ρε παιδιά, λέει ο ταγματάρχης, πολέμησα στην Αλβανία, δεν είμαι τώρα ταγματάρχης και θέλω να γυρίσω στο χωριό μου να καλλιεργήσω, να μου αφήστε ένα άλογο. Και του άφησαν αυτού. Εγώ κατάφερα και το κράτησα το μουλάρι. Οι άλλοι τα αμόλησαν όλοι γιατί φοβήθηκαν μη μας σκοτώσουν ο λοχίας με τους συνεργάτες του».

Στόχος του Κώστα Λιανού, όπως και των άλλων βέβαια, ήταν να γυρίσει στο χωριό του με ένα ζευγάρι ζωντανά γιατί είχαν επιστρατεύσει το δικό του και το ήθελε για το όργωμα. «Τα πήραν όλα» λέει, «εκτός από αυτά που ήταν ακατάλληλα. Αμα ήταν ακατάλληλα για τον πόλεμο θα ήταν ακατάλληλα και για το χωράφι. Θα ήταν καμιά εκατοσταριά. Είχε αδειάσει το χωριό από τα νέα μουλάρια γιατί αυτά έπαιρναν». Ετσι, με τα λίγα ζωντανά που συγκεντρώθηκαν το καλοκαίρι του 1941 στο Παλαιοχώρι, το οποίο σημειωτέον ήταν και παραμένει μέχρι σήμερα ένα χωριό με σπουδαία παραγωγή σε σιτηρά, οι κάτοικοί του μπόρεσαν και ανταποκρίθηκαν στις ανάγκες των καλλιεργειών κι έτσι όχι μόνο δεν πείνασαν, αλλά βοήθησαν όσο μπορούσαν τους πεινασμένους της Αθήνας που έφταναν μέχρις εκεί αναζητώντας λίγο αλεύρι. «Δεν πεινάσαμε, εμείς» θυμάται. «Είχαμε. Ερχονταν κόσμος με το τρένο και έφερνε πράγματα να τα αλλάξει με τρόφιμα. Πολλοί πέθαναν εδώ στο χωριό. Μην πω και τα χειρότερα. Τους λήστευαν κιόλας. Τους σκότωναν κιόλας. Εδώ στου Καρανάσιου που κατέβαιναν κάτω, τους περίμεναν και τους σκότωναν».
....

Ο Κώστας Λιανός πέρασε όλη τη ζωή του στο Παλαιοχώρι μαζί με τη γυναίκα του Αικατερίνη, που την παντρεύτηκε το 1946. Δεν έπαψε ποτέ να καλλιεργεί τη γη ενώ ασχολήθηκε με την κατασκευή γεωργικών μηχανών, τομέα μάλιστα στον οποίο διακρίθηκε και βραβεύτηκε. Παράλληλα, έχοντας μια ιδιαίτερη κλίση προς τα γράμματα, έγραψε και εξέδωσε, εκτός βέβαια από την προσωπική του ιστορία στον Αλβανικό πόλεμο, αρκετά βιβλία με ιστορικά, λαογραφικά και φιλοσοφικά - θρησκειολογικά ακόμη θέματα, πολλά ποιήματα, ενώ όταν έβρισκε χρόνο, αυτός ο διαρκώς ανήσυχος άνθρωπος, ζωγράφιζε, έκανε χαλκογραφίες και σήμερα, που η όρασή του μειώθηκε, για να μην μένει άπραγος, σκαλίζει το ξύλο και φτιάχνει από γκλίτσες μέχρι κομπολόγια.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Θα ακολουθήσει σύντομα και η αφήγηση του Σπύρου Δήμου...






Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

ΤΟ ΚΟΥΡΕΜΑ ΚΑΙ Ο ΜΑΡΚΑΛΟΣ



Ομολογώ ότι γνωρίζω ελάχιστα πράγματα για την ψυχολογία των προβάτων και ιδίως πως αισθάνονται αυτά μετά το κούρεμα (δείτε προηγούμενη ανάρτηση για να έχουμε συνέχεια) το οποίο γίνεται νωρίς το καλοκαίρι για να μην κουβαλάνε τόσο βάρος πάνω τους τα καλά ζωντανά και βεβαίως να πάρει λίγο αέρα το κορμί τους και να φύγουν τα παράσιτα.

Τέλος πάντων το κούρεμα είναι μια επιβεβλημένη πράξη που αποσκοπεί στην υγεία του κοπαδιού και πολλές φορές, στα νησιά, όπως έχω δει, πριν τα κουρέψουν ή και μετά πολλές φορές, αρπάζουν τα πρόβατα και τα ρίχνουν στη θάλασσα. Για το κούρεμα των κατσικιών ισχύει σχεδόν το ίδιο τυπικό αλλά είναι πιο εύκολο γιατί έχουν αραιά μαλλιά.

Έτσι λοιπόν δεν μπόρεσα να καταλάβω, τι ώθησε το νεαρό μαύρο κριάρι του Δημήτρη Βλαβιανού το οποίο υπέστη την ίδια ταλαιπωρία με τις άλλες προβατίνες από το ψαλίδι του Μιχάλη Αρτέμη, μόλις που στάθηκε στα πόδια του, να ορμήσει στην πρώτη προβατίνα που βρήκε μπροστά του και να επιτελέσει χωρίς πολλές διαδικασίες και περιττές κινήσεις την πράξη της διαιώνισης του είδους.

Τούτη η πράξη που στον κόσμο των προβάτων έχει και αυτή το τυπικό της και είναι ιδιαίτερα θεαματική, όταν μάλιστα το κριάρι έχει όγκο και μεγάλα κέρατα και στη γλώσσα των τσοπάνηδων λέγεται μαρκάλος - αλβανικές ρίζες λέει ότι έχει μια ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια- και γίνεται εντελώς απρόοπτα και οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας του έρθει του κριαριού. Εννοείται πως και από την πλευρά της προβατίνας υπάρχει η διάθεση και κάποιου είδους πρόκληση γιατί αλλιώς θα έτρεχε όσο μακρύτερα μπορούσε...

Αυτά στον κόσμο των προβάτων. Στον δικό μας κόσμο, δυστυχώς, άλλα γίνονται με τα κουρέματα και τα μαρκαλίσματα και οι συνέπειες δεν είναι καθόλου ευχάριστες…

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

ΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ «ΚΟΥΡΕΜΑ»…


Ακούω στις ειδήσεις συνεχώς περί «κουρέματος» του ελληνικού χρέους και μοιάζει σαν ένας αόρατος κουρέας έχει μπει στο δωμάτιο, στέκεται πίσω μου και είναι έτοιμος να μου φορέσει ένα μεγάλο πανί γύρω από το λαιμό και να αρχίσει να με κουρεύει χωρίς βέβαια να τον έχω καλέσει για κάτι τέτοιο. Δεν τον βλέπω γιατί το laptop δεν έχει καθρέπτη αλλά τον νιώθω από το άρωμα λεβάντας που είναι ποτισμένη η ποδιά του και του βρασμένου σαπουνόνερου που δεν με προϊδεάζει για κάτι ευχάριστο που πρόκειται να μου συμβεί…

….

Δεν γλυτώνουμε με τίποτα τα χειρότερα, όπως καταλαβαίνετε κι εσείς και είναι ώρα πια να σκεφτούμε που θα πάμε να κρύψουμε το κεφάλι μας γιατί με τη φόρα που έχουν πάρει οι «κουρείς» κινδυνεύουν και τα αυτιά μας από τα ψαλίδια που κρατάνε στα χέρια τους.

Στην πραγματικότητα, ήρθε η ώρα να κοιμηθούμε εκεί που τόσα χρόνια στρώναμε αλλά ας το δούμε από μια άλλη πλευρά και να διώξουμε λιγάκι το γκρίζο από τη ζωή μας. Ας δούμε λοιπόν ένα άλλο «κούρεμα», τον Μάη που μας πέρασε στον Ασφοντυλίτη της Αμοργού με πρωταγωνιστές τον Μιχάλη Αρτέμη και τον Δημήτρη Βλαβιανό που μέσα σε λίγες ώρες πέρασαν όλο το κοπάδι από το ψαλίδι. Ήθελαν δεν ήθελαν τα πρόβατα (φωτογραφία) τα άρπαζε ο Δημήτρης από το πόδι, τα έδενε να μην κλωτσάνε και τα άφηνε στα χέρια του Μιχάλη. Αυτός με φοβερή επιδεξιότητα τα ξαλάφρωνε από τα μαλλιά μέσα σε λίγα λεπτά!

Στην περίπτωση και αυτό είναι ένα ακόμα στοιχείο της κρίσης, εδώ ήταν ότι τα μαλλιά των προβάτων ήταν εντελώς άχρηστα και τα μάζεψαν σε μια άκρη να τα αφήσουν να λιώσουν. Και ήταν άχρηστα για δυο λόγους: ο ένας είναι ότι δεν έχουν καμιά τιμή στην αγορά που έχει κατακλυστεί από συνθετικά και άλλα υποπροϊόντα και ο άλλος ότι καμιά γυναίκα πια στην Αμοργό και αλλαχού δεν ασχολείται με αυτά πλέον γιατί τις ανάγκες τις καλύπτει με άλλους τρόπους που ποικιλοτρόπως προσφέρει η πανταχού παρούσα «αγορά». Έτσι, ένα μεγάλο μέρος του οικογενειακού εισοδήματος πηγαίνει στην αγορά ρούχων και άλλων πραγμάτων που έχουν σχέση με τα μαλλιά και τούτο από κάπου πρέπει να αντληθεί.

Τα σχόλια για την χαμένη τιμή και την ανύπαρκτη αξία των μαλλιών, στοιχεία που όσο και αν σας φαίνεται παράξενο έχουν και αυτά συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό μάλιστα στη δημιουργία του χρέους, δικά σας. Για να σας βοηθήσω, σας προτρέπω να πολλαπλασιάσετε τα δυο – τρία κιλά ακατέργαστα μαλλιά που βγαίνουν από κάθε ζωντανό επί μερικά εκατομμύρια για να καταλάβετε το μέγεθος της απαξίωσης ενός πολύτιμου προϊόντος…

«ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ ΣΕ ΠΕΤΡΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ»…

Η ομιλία της Αικατερίνης Πολυμέρου – Καμηλάκη,
Διευθύντριας του Κέντρου Έρευνας της Ελληνικής
Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών στην παρουσίαση
του βιβλίου "Κέντημα στην πέτρα ήταν η ζωή του".
[ΕΣΗΕΑ, 24/10/2011].


Δεν είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζω ένα βιβλίο του Ηλία Προβόπουλου. Είναι όμως το πρώτο σε μια σειρά με τίτλο Μικρές Πατρίδες-Βιοτοπίες στις εκδόσεις «Ν. & Σ. Μπατσιούλας». Το βιβλίο αναφέρεται στον βίο και το έργο του Μιχάλη Ρούσσου ο οποίος στόλισε τον Ασφοντυλίτη της Όξω Μεριάς Αμοργού με μοναδικά έργα. Το κύριο χαρακτηριστικό του έργου, όπως συμβαίνει με ό, τι έχει δημοσιεύσει ο Ηλίας Προβόπουλος, είναι ότι το κείμενο συναγωνίζεται ή ανταγωνίζεται τη φωτογραφία. Στη ζυγαριά στέκονται και τα δύο περήφανα και το ένα αντικρύζει το άλλο θαρρετά.


Ο Ασφοντυλίτης, όπως και στο βιβλίο διαβάζουμε, είναι ένα αγροτικός οικισμός της Αμοργού, στο μέσον περίπου της «Μεγάλης Στράτας», του δρόμου δηλαδή που συνδέει την Αιγιάλη με τη Χώρα, την πρωτεύουσα του νησιού και το μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας, ο οποίος προσφέρεται για ένα διαχρονικό ταξίδι στην ιστορία της μέσα από την αγροτική και κτηνοτροφική παράδοση του νησιού, τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες των ανθρώπων που ζούσαν εκεί και που διαμόρφωσαν το ιδιότυπο ανθρωπογενές και φυσικό περιβάλλον, όπως ακόμη δεν το αλλοίωσε ο πολιτισμός, όπως συνηθίσαμε να τον εννοούμε.


Πηγάδια, ευλογία για ένα άνυδρο τόπο όπως όλα τα μικρά νησιά μας, ξερολιθιές, φραγκοσυκιές κι ανάμεσά τους καλλιέργειες αρμονικά συνταιριασμένα σα να βγήκαν από το χέρι του δημιουργού. Ίδιος ο παράδεισος καθώς «από τους κατοίκους του, λίγοι ήταν αυτοί που έμειναν εκεί όλο το χρόνο και οι περισσότεροι πήγαιναν μόνο για να οργώσουν και να σπείρουν στις αρχές του χειμώνα και το καλοκαίρι να θερίσουν και να αλωνίσουν. Οι μόνιμοι ήταν και αυτοί που ασχολούνταν συστηματικά με την κτηνοτροφία και είχαν κοπάδια με αιγοπρόβατα και αγελάδες. Μερικοί είχαν εκεί και μελίσσια και κάποιοι ακόμη ψάρευαν στον όρμο του Αγίου Παύλου και κάτω από τον οικισμό, στα Χάλαρα». Διαβάζοντας τα λιγοστά αλλά πολύ μεστά κείμενα που συνοδεύουν τις εξαιρετικές φωτογραφίες του Ηλία Προβόπουλου θυμόμουνα τις περιγραφές του Παπαδιαμάντη για τις κρυφές γωνιές της Σκιάθου, το περιβόλι του Μαθιού της Μαργαρίτας, το ρέμα του Χαιρομηνά, κομμάτια από παλιές εποχές.

Ο κόσμος του Ασφοντυλίτη, όπως και τόσοι άλλοι διάσπαρτοι στο Αιγαίο, έμειναν ίδιοι και απαράλλαχτοι, είναι βέβαιο Ηλία, για πολλούς αιώνες και μόνο από τα μέσα του περασμένου άρχισαν να αλλάζουν. Για να αλλάξουν τελείως μετά τον τελευταίο μεγάλο Πόλεμο και τον εμφύλιο που ακολούθησε, καταστροφικό για την ύπαιθρο χώρα. Τότε, υπολογίζει, σύμφωνα με τις πληροφορίες που συγκέντρωσε ο κ. Προβόπουλος, ότι σταματάει με τον θάνατό του, και το έργο του Μιχάλη Ρούσσου. Αυτός ο «παράξενος άνθρωπος», όπως τον χαρακτηρίζει, του οποίου δεν σώθηκε καμιά φωτογραφία- κι ο Παπαδιαμάντης, πως μου κόλλησε, αν δεν τον φωτογράφιζε κρυφά ο Νιρβάνας δεν θα ξέραμε πως ήταν, αυτός λοιπόν ο παράξενος άνθρωπος με την καλλιτεχνική φλέβα, άφησε τ’ αχνάρια του περάσματός του από τη ζωή και το νησί, σκαλίζοντας πάνω από 200 βραχογραφίες σε μεγάλες πέτρες των τοίχων των σπιτιών, στις μάντρες του οικισμού και σε διάφορα άλλα σημεία του δρόμου προς τον Ποταμό.


Αυτός ο άνθρωπος, για τον οποίο γνωρίζουμε ελάχιστα, είχε για άγνωστο λόγο μείνει παράλυτος από τη μέση και κάτω, ήταν ανάπηρος. Εξαιτίας της αναπηρίας του αυτής λοιπόν, ο Μιχάλης Ρούσσος δεν μπορούσε να περπατήσει και για να κινηθεί έστω και μέσα στα όρια του οικισμού και έτσι είχε την ανάγκη των άλλων. Τον έπαιρναν, θυμούνται οι παλιότεροι στα χέρια και τον άφηναν σε ένα σημείο και αυτός για να περνάει η ώρα του άρχισε να κεντάει πάνω στις πέτρες σχέδια, να γράφει ονόματα και λέξεις για πράγματα του Ασφοντυλίτη.

Αναρωτιέται ο Ηλίας Προβόπουλος, τι ώθησε αυτόν τον παράξενο σε αυτή την τέχνη, αν είχε κάποιο δάσκαλο ή ακολούθησε την τέχνη κάποιου προγενέστερου. Η τέχνη βέβαια αυτή είναι αγαπητή στις Κυκλάδες και η σχετική παραγωγή καθώς και η βιβλιογραφία είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Θεωρώ ιδιαίτερα σημαντική την παρατήρηση του συγγραφέα ότι το «αγαπημένο του θέμα και αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως τέλειο, ήταν οι χοροί και οι μουσικοί τους οποίους τους κεντάει όλους με μακριά πόδια. Από εκεί καταλαβαίνουμε πόσο οδυνηρά αυτός ο άνθρωπος ένοιωθε την μειονεξία του και καταλαβαίνουμε τη μεγάλη επιθυμία που είχε να σηκωθεί όρθιος και να χορέψει».


Γι’ αυτόν οι μουσικοί - στην Αμοργό λένε πως η κεντρική φιγούρα είναι ο περίφημος Μπουγιουκλής (Νικόλας Γαβαλάς) ο οποίος πήγαινε και έπαιζε στα πανηγύρια του Αγίου Νικολάου στον οικισμό και οι υπόλοιποι γύρω του ήταν τα λεγόμενα «Μπουγιουκλάκια», άλλοι δηλαδή μουσικοί από το νησί που δεν γνωρίζουμε ποιοι ήταν ακριβώς και μόνο με υποθέσεις μπορούμε να βγάλουμε μια άκρη».

Οι περισσότεροι από τους μουσικούς κρατάνε στα χέρια τους βιολιά και σε κάποιες βραχογραφίες βλέπουμε να κρατάνε και μια γυναίκα από το χέρι η οποία κουβαλά κάτι σαν σταμνί ή ασκό που πιθανόν περιέχει κρασί ή νερό. Οι γυναίκες φοράνε μακριά φουστάνια και σε πολλές βραχογραφίες ακολουθούν στη σειρά το μουσικό.


Τα πανηγύρια, οι γυναίκες με τα σταμνιά με το νερό ή τα ασκιά με το κρασί με τα μακριά φουστάνια, οι μουσικοί με τα βιολιά είναι τα αγαπημένα θέματα του Ρούσσου. Αλλά και ονόματα αγαπημένων γυναικών, ποιος ξέρει ποιών επιθυμιών οπτασίες, κεντάει μαζί με τα σταυρουδάκια, μνημόσυνο εσαεί, άνθη της πέτρας, της ακίνητης και στεριωμένης για να τα βλέπουν οι διαβάτες. Η Δαφνούλα, η Σοφία, η Ανθούλα, η Γεωργία, η Μαρίνα και άλλες νεράιδες, που πέρασαν και πάτησαν πάνω σ’ αυτές τις πέτρες κι άφησαν το αποτύπωμά τους το αιώνιο. Κι ένας άνδρας Δημήτριος ονόματι..

Κάποιοι νοικοκυραίοι του ζήτησαν κι αυτός για μια μετακίνηση, αλαφρο ΐσκιωτος όπως ο Θεόφιλος για ένα ζεστό φαί, να σκαλίσει στην πέτρα τα αρχικά τους για το σπίτι, που τώρα είναι ερειπωμένο. Και καθώς ο τόπος ήταν βοσκοτόπι και περιβόλι και μελισσοκήπι και αμπελώνας σκάλισε στην πέτρα τα γλυκά τους προϊόντα: μέλι, γάλα, κρασί για να θυμίζουν στις γενιές που έρχονται ότι αυτός ο τόπος με τα πηγάδια και τις φραγκοσυκιές «που πάντα φρόντιζαν να κατοικούν κοντά στους ανθρώπους για να φυλάνε τα χωράφια και τα σπίτια τους από τις άγριες επιδρομές των κατσικιών» και στις οποίες εμπιστεύτηκαν την περιουσία τους όταν έφυγαν από τον Ασφοντυλίτη «χωρίς να κλείσουν το πέτρινο μαντρί» δεν ήταν έτσι πάντα έρημος αλλά «χέρι μαστορικό πέρασε κάποτε γύρω από κάθε πέτρα του τοίχου για να τον ημερώσει, μιας και αυτός (στο σπίτι του Βασσάλου) τύχαινε να έχει το πρόσωπο στη Μεγάλη Στράτα που όλη η Αιγιάλη βάδιζα σαν έπρεπε να πάει στη χώρα ή στο Μοναστήρι». Και πως πίσω από κάθε τοίχο «κρυβόταν μια αυλή, για την πρώτη στάση κι ένα πεζούλι , από πέτρα ή από ξύλο καμιά φορά, για να αναπαυτούν λίγο ο κουρασμένος ξωμάχος και ο επισκέπτης του σπιτιού». Τα σπίτια που τώρα έμειναν χωρίς τις χρείες τους (σκεύη).


Ο Μιχάλης Ρούσσος έφυγε από τη ζωή στα χρόνια της Κατοχής και μαζί του φαίνεται πως πήρε την ιώβεια υπομονή που χρειάστηκε εκείνος για να σκαλίσει πάνω από 200 ζωγραφιές στην σκληρή πέτρα.

Είναι γνωστό ότι οι δημιουργοί της τέχνης αυτής, της λιθογλυπτικής, λιθοξόοι, μαρμαράδες ή αλλιώς «πελεκάνοι», ήταν μια ιδιαίτερη επαγγελματική τάξη που αποκτούσε την γνώση της τέχνης με μαθητεία κοντά σε έμπειρους τεχνίτες του είδους. Για την αναζήτηση εργασίας οι τεχνίτες μετακινούνταν πέρα από τα σύνορα του τόπου τους και απέδιδαν έργα ομοιογενή, τόσο στην Ελλάδα όσο και εκτός αυτής. Τα έργα της λαϊκής γλυπτικής (βρύσες, λειτουργικά αρχιτεκτονικά ανάγλυφα – θυρώματα, υπέρθυρα, φεγγίτες-, διακοσμητικές εντοιχισμένες πλάκες σπιτιών και εκκλησιών, ανάγλυφες ταφόπετρες κτλ.) εντάσσονται από γεωγραφική άποψη στην ηπειρωτική και τη νησιωτική λαϊκή γλυπτική.


Τα έργα της λαϊκής γλυπτικής, πέρα από αισθητικό-καλλιτεχνικό, αποκτούν και ιδιαίτερο λαογραφικό ενδιαφέρον. Και τούτο διότι, ανάμεσα στα διακοσμητικά θέματα που υπάρχουν κυρίως σε υπαίθριες βρύσες, υπέρθυρα παραθύρων και φεγγίτες, συναντούμε και παραστάσεις συμβολικές και αφηγηματικές, από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες για δεισιδαίμονες αντιλήψεις του λαού, ενώ παραστάσεις πάνω σε υπέρθυρα και επιτύμβιες πλάκες φωτίζουν την ενδυματολογική παράδοση και τις επαγγελματικές δραστηριότητες, κυρίως, των νησιωτών. O Ρούσσος, μέσω του Ηλία Προβόπουλου, υπογραμμίζει έντονα ότι ο τεχνίτης της πέτρας μπορεί πάνω της να ζωγραφίσει την ίδια του την ψυχή.


Αντί για οποιαδήποτε δική παρέμβαση θα ήθελα να τελειώσω με ένα κείμενο του Ηλία Προβόπουλου, που θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό για να τα παραφράσω:

Η αυλή των πνευμάτων


Περιμένει το πέτρινο τραπέζι μπροστά από την κατοικιά της Μουζίκας τον παλιό νοικοκύρη να γυρίσει κάποια μέρα πίσω• να καθαρίσει την αυλή από τις τσουκνίδες, να ανοίξει τις πόρτες και να στρώσει μετά πάνω του πετσέτα για τδειπνήσει παρέα με τα αστέρια και τις σκιές των προγόνων.


Πάνε πολλά χρόνια από τότε που άρχισαν να φεύγουν οι άνθρωποι από τον Ασφοντυλίτη· άλλοι για να μείνουν μόνιμα στα χωριά της Αιγιάλης, άλλοι για μακρύτερα αναζητώντας καλύτερη τύχη κι άλλοι για τον ουρανό της Αμοργού...
Έτσι άδειασαν οι δρόμοι της Όξω Μεριάς και σιώπησαν οι μικρές αυλές μπροστά στις κατοικιές του οικισμού όπου συνήθιζαν παλιότερα οι οικογένειες του Ασφοντυλίτη να μαζεύονται μετά τη δουλειά στα χωράφια τους και να συζητάνε τα γεγονότα της ημέρας που πέρασε, πίνοντας ρακή που έβγαζαν από τα δικά τους αμπέλια και τρώγοντας απ’ αυτά που τους έδινε ο τόπος τους και το κοπάδι τους.
Αυτή την ευλογημένη ώρα που το κορμί και τα χέρια ξεχνούσαν τον κάματο της μέρας, ήταν που ξεκινούσε και το μυαλό να πετάξει μακριά από το λιθότοπο που είναι η Όξω Μεριά της Αμοργού και η ψυχή να ταξιδέψει στους δικούς της ουρανούς, μαζί με τα σύννεφα και τα πουλιά που φεύγουν κι έρχονται απ’ όλους τους ορίζοντες του Αρχιπελάγους
Μετά από τόσα χρόνια, κανένας δεν φαίνεται πια τα απογεύματα ή τα ήσυχα βράδια με γεμάτο το φεγγάρι να κάθεται στις χορταριασμένες αυλές και με ακουμπισμένα τα χέρια στο λίθινο τραπέζι να μιλά με τον διπλανό του ή με τα αστέρια που στέκονται και φέγγουν σαν φαναράκια πάνω από τον οικισμό.
Μετά από τόσα χρόνια, μόνο τα πνεύματα των προγόνων κατεβαίνουν από τον ουρανό και αόρατα κυκλοφορούν στον Ασφοντυλίτη. Αφού περάσουν για να δουν πώς στέκονται οι ξερολιθιές και τα άλλα τους έργα, μαζεύονται κατόπιν στην αυλή και συζητούν χωρίς κανένας να τους βλέπει και να τους ακούει τι είδαν και αυτή τη μέρα στον τόπο που ενώ άφησαν ζωντανό και γόνιμο, ακόμη δεν μπορούν να πιστέψουν πως έσβησε μέσα σε λίγα χρόνια και άρχισε να γίνεται ένας σωρός από ερείπια.















Από αριστερά: ο νομικός και επίτιμος πρόεδρος της Ένωσης Κυκλαδικού Τύπου Μανώλης Λιγνός ο οποίος συντόνισε την παρουσίαση, εγώ, η Αικατερίνη Καμηλάκη-Πολυμέρου, ο καραγκιοζοπαίχτης Άθως Δανέλλης και ο μουσικός και δάσκαλος της μουσικής Alexanter Spitzing [Φωτό: Νίκος Κουλουμπρούκας]

ΤO «ΚΕΝΤΗΣΑΜΕ» ΧΘΕΣ ΣΤΗΝ ΕΣΗΕΑ...



Λίγο - πολύ κλείσαμε χθες το βράδυ τον κύκλο των πρώτων παρουσιάσεων του βιβλίου «Κέντημα στην πέτρα ήταν η ζωή του» που έχει ως θέμα τη ζωή και το έργο του Μιχάλη Ρούσσου που κέντησε στις πέτρες του Ασφοντυλίτη τους καημούς και τους πόθους του.

Στη μεγάλη αίθουσα της ΕΣΗΕΑ που ευγενώς διατέθηκε από τους συναδέλφους για την παρουσίαση του βιβλίου μου, ήρθαν αρκετοί φίλοι και γνωστοί να το γνωρίσουν και ακούσουν τους ομιλητές: Αικατερίνη Καμηλάκη-Πολυμέρου, διευθύντρια του Κέντρου Έρευνας της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Άθω Δανέλλη, καραγκιοζοπαίχτη, και τον μουσικό και δάσκαλο της μουσικής Alexanter Spitzing ο οποίος μας εξέπληξε για τις γνώσεις του πάνω στα πράγματα της ελληνικής μουσικής.

Οι περισσότεροι που δήλωσαν παρουσία στην αίθουσα ήταν από τον υπαρκτό κόσμο και ελάχιστοι από δικτυακό καθώς απ’ ότι διαπίστωσα από τα ίχνη τους και τη "δήλωσή" τους, οι τελευταίοι μοιράστηκαν, ανάμεσα σε μια βραδιά για τον Ελύτη σε κοντινό βιβλιοπωλείο και σε άλλες, οπωσδήποτε ενδιαφέρουσες συναθροίσεις και ακροάσεις σε κάποιους από τους πολλούς πνευματικούς χώρους των Αθηνών που λειτουργούν προς το σκοπό αυτό.

Για τα όσα ειπώθηκαν και ακούστηκαν χθες το βράδυ για το βιβλίο θα αναφερθώ εκτενώς τις επόμενες ημέρες, όταν θα γυρίσω από το χωριό μου που πάω να πάρω λίγες δυνάμεις. Τούτη τη στιγμή δεν μπορώ παρά μόνο να απευθύνω δημόσια ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους όσους ήρθαν να ακούσουν κρίσεις για το βιβλίο και πολλά καλά λόγια για μένα και να υποσχεθώ πολλές όμορφες, ανάλογες στιγμές με αφορμή τα επόμενα έργα μου…



Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

ΤΟ «ΚΕΝΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΑ»…


Tα βιβλία βρίσκουν τον προορισμό τους στα χέρια των αναγνωστών. Ωριμάζουν κάτω από το φως των ματιών τους, συνομιλούν με τα το αεράκι που κάνουν οι σελίδες τους όταν τις γυρίζουν τα υγραμένα δάχτυλα και καμαρώνουν τα αποτυπώματα που άφησαν πάνω τους, κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι με σημάδια από μολύβια, σημειώσεις, παραπομπές.

Αναπαύονται τέλος στα ράφια των βιβλιοθηκών και περιμένουν να έρθουν δίπλα τους όταν γίνουν κι άλλα βιβλία οι ιδέες που γνώρισαν στο μυαλό του δημιουργού τους για να συμπληρώσουν τη σειρά των «Βιοτοπιών», να γεμίσει το ράφι με «Μικρές Πατρίδες».

Μια τέτοια σειρά βιβλίων θέλουν να γίνουν οι «Μικρές Πατρίδες» και να αποκτήσουν μια ξεχωριστή θέση στον κόσμο εκείνων των αναγνωστών που πιστεύουν πως αυτός ο τόπος που λέγεται Ελλάδα δεν είναι άμοιρος όπως λένε και τον παρουσιάζουν ορισμένοι άλλοι, αλλά έχει ακόμη ανθρώπους που η μοίρα τους είναι δεμένη μαζί του, τον κρατάνε ζωντανό και με τα έργα τους δεν παύουν να τον ομορφαίνουν.

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΛΙ "ΚΕΝΤΑΜΕ"...


Στην παρουσίαση του βιβλίου Κέντημα στην πέτρα
ήταν η ζωή του στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ


Στα μέσα του Αυγούστου κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο μου με τίτλο «Κέντημα στην πέτρα ήταν η ζωή του» στη σειρά «ΒΙΟΤΟΠΙΕΣ» των «Μικρών Πατρίδων» και ήταν αφιερωμένο στο Μιχάλη Ρούσσο από την Ασφοντυλίτη της Αμοργού, έναν άνθρωπο που η μειονεξία στα κάτω άκρα του ήταν που τον ώθησε να κάνει ένα μεγάλο βήμα: να περπατήσει στα μονοπάτια της τέχνης και να δημιουργήσει μια σειρά έργων πάνω στις πέτρες του τόπου.


Το βιβλίο βρήκε το δρόμο στους πάγκους των βιβλιοπωλείων και απ’ ό,τι μαθαίνω πάει αρκετά καλά. Σ’ αυτό βοήθησε και η πρώτη παρουσίασή του στις 3 Οκτωβρίου στο βιβλιοπωλείο «Ν.& Σ. Μπατσιούλας», όπου παραβρέθηκαν πολλοί φίλοι, συνάδελφοι, αναγνώστες και φίλοι των Μικρών Πατρίδων, καθώς και αρκετοί Αμοργιανοί. Για το βιβλίο μίλησαν οι συνάδελφοι Βασίλης Καλαμαράς και Γιώργος Σταματόπουλος και ο φωτογράφος-εκδότης Δημήτρης Ταλιάνης, ενώ την εκδήλωση συντόνισε ο νομικός Μανώλης Λιγνός.


Η παρουσίαση όμως αυτή μας άνοιξε καινούργιους δρόμους και μετά από πρόσκληση της ΕΣΗΕΑ, που με στεγάζει επαγγελματικά και πνευματικά, αποφασίσαμε να διοργανώσουμε την επόμενη,
τη Δευτέρα 24 Οκτωβρίου στις 19.30 στη μεγάλη αίθουσα της ΕΣΗΕΑ για να μπορέσουν να έρθουν περισσότεροι φίλοι να την παρακολουθήσουν.


Για το βιβλίο αυτή τη φορά θα απευθύνει χαιρετισμό ο δήμαρχος Αμοργού Νικήτας Ρούσσος και θα μιλήσει η Αικατερίνη Καμηλάκη-Πολυμέρου, διευθύντρια του Κέντρου Έρευνας της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο καραγκιοζοπαίχτης Άθως Δανέλλης και ο μουσικός και δάσκαλος της μουσικής Alexanter Spitzing θα αναφερθούν στην τέχνη του Μιχάλη Ρούσσου και στους μουσικούς που τον ενέπνευσαν. Τη συζήτηση θα διευθύνει ο νομικός και επίτιμος πρόεδρος της Ένωσης Κυκλαδικού Τύπου Μανώλης Λιγνός


Στο τέλος της παρουσίασης θα ξεναγήσω τους προσκεκλημένους στον Ασφοντυλίτη με προβολή φωτογραφιών και θα παρουσιάσω περισσότερα στοιχεία για τη ζωή και το έργο του Μιχάλη Ρούσσου.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για το βιβλίο έχει δημιουργηθεί μια ειδική σελίδα στο Facebook, με τίτλο «Κέντημα στην πέτρα ήταν η ζωή του» η οποία έχει αρχίσει να δέχεται και να φιλοξενεί κείμενα, σχόλια, παρατηρήσεις και καινούργιες πληροφορίες αναφορικά με τον Ασφοντυλίτη και το έργο του Μιχάλη Ρούσσου.
Έχει ενδιαφέρον να την παρακολουθήσετε και φυσικά να καταθέσετε κι εσείς το λόγο σας.

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΗ ΑΛΛΗ ΕΛΛΑΔΑ



Φεύγω σε λίγο με ένα φίλο για την ορεινή Μεσσηνία, να πάμε σε ένα χωριό στις πλαγιές του Λυκαίου Όρους που ακούει στο όνομα Μαρίνα και ελάχιστοι φαντάζομαι πως ξέρουν και άμα πάνε καλά τα πράγματα, αύριο το πρωί θα το γνωρίσετε από τον τοίχο μου.

Ο Βασίλης Νικολόπουλος που κατάγεται από εκεί έχει βεβαίως τους δικούς του λόγους να πάει στο χωριό του κι έτσι βρήκα την ευκαιρία να πάω κι εγώ μαζί του για ένα δικό μου θέμα, θέμα που τούτες τις ημέρες πήρα την απόφαση να το δουλέψω μέσα στο χειμώνα και να το καμαρώσουμε σαν βιβλίο ελπίζω μέχρι το καλοκαίρι, άντε το φθινόπωρο.

Το θέμα αυτού του βιβλίου που ξεκίνησα πριν από τρία χρόνια αλλά κάποιες δυσκολίες δεν με άφησαν όλο αυτό το διάστημα να το προχωρήσω, είναι οι βιογραφίες ορισμένων ζευγαριών Ελλήνων που έχουν ζήσει μαζί πάνω από πενήντα χρόνια. Πρόκειται όπως καταλαβαίνετε για ανθρώπους που παντρεύτηκαν πριν από το 1960 και έζησαν (αυτό είναι βασική προϋπόθεση του βιβλίου) χωρίς να εγκαταλείψουν ποτέ τον τόπο τους και παραμένουν ακόμα εκεί, σαν τη μαγιά ενός καινούργιου κόσμου που ονειρευόμαστε.

Ένα από αυτά τα ζευγάρια είναι ο Νίκος Μαθές και η γυναίκα του Ελένη (φωτογραφία) η ιστορία των οποίων χωρίς να είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή και με μεγάλα γεγονότα, συναρπάζει αντιθέτως με την απλότητά της και τη ήρεμη δύναμη που έδειξαν αυτοί οι δυο σπουδαίοι άνθρωποι να πορευτούν και να ζήσουν μια αρμονική με τον τόπο τους ζωή.

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

ΤΟ ΠΑΜΕ ΚΑΙ ΟΙ ΜΠΑΧΑΛΑΚΗΔΕΣ

Υπό το βλέμμα του Ελευθερίου Βενιζέλου και των ΜΑΤατζήδων αρχίζει η αναμέτρηση ΠΑΜΕ –μπαχαλάκηδων – κουκουλοφόρων.

Το ΠΑΜΕ όπως όλοι σχεδόν γνωρίζουμε σε αυτό τον τόπο, διαθέτει επαρκώς τον απαραίτητο μηχανισμό να προφυλάξει τους μέλη του στις πορείες και τις συγκεντρώσεις και όσες φορές κρίνει ότι κινδυνεύουν, τα ρόπαλα με τις κόκκινες σημαίες που κρατάνε τα μέλη της περιφρούρησης αναλαμβάνουν ρόλο και μάλιστα πολύ αποτελεσματικό.

Κάτι τέτοιο έγινε και σήμερα το μεσημέρι όταν μια μεγάλη ομάδα μπαχαλάκηδων και κουκουλοφόρων επιχείρησε να διασπάσει τον κλοιό του ΠΑΜΕ στην αρχή της Όθωνος να κάνει ντου στη Βουλή ή μάλλον να έλθει σε «επαφή» με τους «αντιπάλους». Πίσω από το μπλοκ του ΠΑΜΕ που είχε αποκλείσει τη Βουλή και από τη Βασιλίσσης Σοφίας και από την Αμαλίας ήταν παραταγμένες ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις από το μέρος των οποίων, μόλις άρχισε η επίθεση, έριξαν αμέσως στους μπαχαλάκηδες βόμβες κρότου – λάμψης.

Το γεγονός ερέθισε τους επιτιθέμενους και αμέσως άρχισαν να ρίχνουν βροχή τις πέτρες και τα μάρμαρα καθώς και μολότωφ, όχι μόνο πάνω στους άνδρες της περιφρούρησης του ΠΑΜΕ που είχαν κάνει «αλυσίδα» μπροστά αλλά μέσα στο μπλοκ αδιάκριτα με αποτέλεσμα να τραυματιστούν σοβαρά κάποια άτομα τα οποία πήραν αμέσως τις πρώτες βοήθειες από τον ομάδα των εθελοντών γιατρών που βρίσκονταν σε ένα υπαίθριο σημείο της πλατείας.

Με το κεφάλι σπασμένο η γυναίκα δέχεται τις πρώτες βοήθειες από τους γιατρούς στο πρόχειρο ιατρείο στο Σύνταγμα…
Το πετροβόλημα του κόσμου του ΠΑΜΕ από τους μπαχαλάκηδες κράτησε σχεδόν δέκα λεπτά πριν ξεκινήσει η περιφρούρηση από τη γωνία Όθωνος και Αμαλίας με τα ρόπαλα στα χέρια να τους απωθήσει. Τότε πραγματικά τρέχοντας τράπηκαν όλοι σε φυγή και κατευθύνθηκαν προς τη Μητροπόλεως και τη Φιλελλήνων όπου χώθηκαν σε μέσα σε διάφορα μπλοκ διαδηλωτών για να ανασυνταχθούν και να ξαναβγούν πάλι μπροστά να συνεχίσουν τον «αγώνα» με τα ΜΑΤ πλέον που εμφανίστηκαν από όλες τις πλευρές της πλατείας, «αγώνας» ο οποίος συνεχίζεται όπως ακούω μέχρι τώρα με μικρά διαλείμματα…