Η ομιλία της Αικατερίνης Πολυμέρου – Καμηλάκη,
Διευθύντριας του Κέντρου Έρευνας της Ελληνικής
Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών στην παρουσίαση
του βιβλίου "Κέντημα στην πέτρα ήταν η ζωή του".
[ΕΣΗΕΑ, 24/10/2011].
Δεν είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζω ένα βιβλίο του
Ηλία Προβόπουλου. Είναι όμως το πρώτο σε μια σειρά με τίτλο
Μικρές Πατρίδες-Βιοτοπίες στις εκδόσεις
«Ν. & Σ. Μπατσιούλας». Το βιβλίο αναφέρεται στον βίο και το έργο του
Μιχάλη Ρούσσου ο οποίος στόλισε τον Ασφοντυλίτη της Όξω Μεριάς Αμοργού με μοναδικά έργα. Το κύριο χαρακτηριστικό του έργου, όπως συμβαίνει με ό, τι έχει δημοσιεύσει ο Ηλίας Προβόπουλος, είναι ότι το κείμενο συναγωνίζεται ή ανταγωνίζεται τη φωτογραφία. Στη ζυγαριά στέκονται και τα δύο περήφανα και το ένα αντικρύζει το άλλο θαρρετά.
Ο
Ασφοντυλίτης, όπως και στο βιβλίο διαβάζουμε, είναι ένα αγροτικός οικισμός της Αμοργού, στο μέσον περίπου της
«Μεγάλης Στράτας», του δρόμου δηλαδή που συνδέει την Αιγιάλη με τη Χώρα, την πρωτεύουσα του νησιού και το μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας, ο οποίος προσφέρεται για ένα διαχρονικό ταξίδι στην ιστορία της μέσα από την αγροτική και κτηνοτροφική παράδοση του νησιού, τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες των ανθρώπων που ζούσαν εκεί και που διαμόρφωσαν το ιδιότυπο ανθρωπογενές και φυσικό περιβάλλον, όπως ακόμη δεν το αλλοίωσε ο πολιτισμός, όπως συνηθίσαμε να τον εννοούμε.
Πηγάδια, ευλογία για ένα άνυδρο τόπο όπως όλα τα μικρά νησιά μας, ξερολιθιές, φραγκοσυκιές κι ανάμεσά τους καλλιέργειες αρμονικά συνταιριασμένα σα να βγήκαν από το χέρι του δημιουργού. Ίδιος ο παράδεισος καθώς
«από τους κατοίκους του, λίγοι ήταν αυτοί που έμειναν εκεί όλο το χρόνο και οι περισσότεροι πήγαιναν μόνο για να οργώσουν και να σπείρουν στις αρχές του χειμώνα και το καλοκαίρι να θερίσουν και να αλωνίσουν. Οι μόνιμοι ήταν και αυτοί που ασχολούνταν συστηματικά με την κτηνοτροφία και είχαν κοπάδια με αιγοπρόβατα και αγελάδες. Μερικοί είχαν εκεί και μελίσσια και κάποιοι ακόμη ψάρευαν στον όρμο του Αγίου Παύλου και κάτω από τον οικισμό, στα Χάλαρα». Διαβάζοντας τα λιγοστά αλλά πολύ μεστά κείμενα που συνοδεύουν τις εξαιρετικές φωτογραφίες του Ηλία Προβόπουλου θυμόμουνα τις περιγραφές του Παπαδιαμάντη για τις κρυφές γωνιές της Σκιάθου, το περιβόλι του Μαθιού της Μαργαρίτας, το ρέμα του Χαιρομηνά, κομμάτια από παλιές εποχές.
Ο κόσμος του Ασφοντυλίτη, όπως και τόσοι άλλοι διάσπαρτοι στο Αιγαίο, έμειναν ίδιοι και απαράλλαχτοι, είναι βέβαιο Ηλία, για πολλούς αιώνες και μόνο από τα μέσα του περασμένου άρχισαν να αλλάζουν. Για να αλλάξουν τελείως μετά τον τελευταίο μεγάλο Πόλεμο και τον εμφύλιο που ακολούθησε, καταστροφικό για την ύπαιθρο χώρα. Τότε, υπολογίζει, σύμφωνα με τις πληροφορίες που συγκέντρωσε ο κ. Προβόπουλος, ότι σταματάει με τον θάνατό του, και το έργο του Μιχάλη Ρούσσου. Αυτός ο
«παράξενος άνθρωπος», όπως τον χαρακτηρίζει, του οποίου δεν σώθηκε καμιά φωτογραφία- κι ο Παπαδιαμάντης, πως μου κόλλησε, αν δεν τον φωτογράφιζε κρυφά ο Νιρβάνας δεν θα ξέραμε πως ήταν, αυτός λοιπόν ο παράξενος άνθρωπος με την καλλιτεχνική φλέβα, άφησε τ’ αχνάρια του περάσματός του από τη ζωή και το νησί, σκαλίζοντας πάνω από 200 βραχογραφίες σε μεγάλες πέτρες των τοίχων των σπιτιών, στις μάντρες του οικισμού και σε διάφορα άλλα σημεία του δρόμου προς τον Ποταμό.
Αυτός ο άνθρωπος, για τον οποίο γνωρίζουμε ελάχιστα, είχε για άγνωστο λόγο μείνει παράλυτος από τη μέση και κάτω, ήταν ανάπηρος. Εξαιτίας της αναπηρίας του αυτής λοιπόν, ο Μιχάλης Ρούσσος δεν μπορούσε να περπατήσει και για να κινηθεί έστω και μέσα στα όρια του οικισμού και έτσι είχε την ανάγκη των άλλων. Τον έπαιρναν, θυμούνται οι παλιότεροι στα χέρια και τον άφηναν σε ένα σημείο και αυτός για να περνάει η ώρα του άρχισε να κεντάει πάνω στις πέτρες σχέδια, να γράφει ονόματα και λέξεις για πράγματα του Ασφοντυλίτη.
Αναρωτιέται ο Ηλίας Προβόπουλος, τι ώθησε αυτόν τον παράξενο σε αυτή την τέχνη, αν είχε κάποιο δάσκαλο ή ακολούθησε την τέχνη κάποιου προγενέστερου. Η τέχνη βέβαια αυτή είναι αγαπητή στις Κυκλάδες και η σχετική παραγωγή καθώς και η βιβλιογραφία είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Θεωρώ ιδιαίτερα σημαντική την παρατήρηση του συγγραφέα ότι το
«αγαπημένο του θέμα και αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως τέλειο, ήταν οι χοροί και οι μουσικοί τους οποίους τους κεντάει όλους με μακριά πόδια. Από εκεί καταλαβαίνουμε πόσο οδυνηρά αυτός ο άνθρωπος ένοιωθε την μειονεξία του και καταλαβαίνουμε τη μεγάλη επιθυμία που είχε να σηκωθεί όρθιος και να χορέψει».
Γι’ αυτόν οι μουσικοί - στην Αμοργό λένε πως η κεντρική φιγούρα είναι ο περίφημος Μπουγιουκλής (Νικόλας Γαβαλάς) ο οποίος πήγαινε και έπαιζε στα πανηγύρια του Αγίου Νικολάου στον οικισμό και οι υπόλοιποι γύρω του ήταν τα λεγόμενα
«Μπουγιουκλάκια», άλλοι δηλαδή μουσικοί από το νησί που δεν γνωρίζουμε ποιοι ήταν ακριβώς και μόνο με υποθέσεις μπορούμε να βγάλουμε μια άκρη».
Οι περισσότεροι από τους μουσικούς κρατάνε στα χέρια τους βιολιά και σε κάποιες βραχογραφίες βλέπουμε να κρατάνε και μια γυναίκα από το χέρι η οποία κουβαλά κάτι σαν σταμνί ή ασκό που πιθανόν περιέχει κρασί ή νερό. Οι γυναίκες φοράνε μακριά φουστάνια και σε πολλές βραχογραφίες ακολουθούν στη σειρά το μουσικό.
Τα πανηγύρια, οι γυναίκες με τα σταμνιά με το νερό ή τα ασκιά με το κρασί με τα μακριά φουστάνια, οι μουσικοί με τα βιολιά είναι τα αγαπημένα θέματα του Ρούσσου. Αλλά και ονόματα αγαπημένων γυναικών, ποιος ξέρει ποιών επιθυμιών οπτασίες, κεντάει μαζί με τα σταυρουδάκια, μνημόσυνο εσαεί, άνθη της πέτρας, της ακίνητης και στεριωμένης για να τα βλέπουν οι διαβάτες. Η Δαφνούλα, η Σοφία, η Ανθούλα, η Γεωργία, η Μαρίνα και άλλες νεράιδες, που πέρασαν και πάτησαν πάνω σ’ αυτές τις πέτρες κι άφησαν το αποτύπωμά τους το αιώνιο. Κι ένας άνδρας Δημήτριος ονόματι..
Κάποιοι νοικοκυραίοι του ζήτησαν κι αυτός για μια μετακίνηση, αλαφρο ΐσκιωτος όπως ο Θεόφιλος για ένα ζεστό φαί, να σκαλίσει στην πέτρα τα αρχικά τους για το σπίτι, που τώρα είναι ερειπωμένο. Και καθώς ο τόπος ήταν βοσκοτόπι και περιβόλι και μελισσοκήπι και αμπελώνας σκάλισε στην πέτρα τα γλυκά τους προϊόντα: μέλι, γάλα, κρασί για να θυμίζουν στις γενιές που έρχονται ότι αυτός ο τόπος με τα πηγάδια και τις φραγκοσυκιές
«που πάντα φρόντιζαν να κατοικούν κοντά στους ανθρώπους για να φυλάνε τα χωράφια και τα σπίτια τους από τις άγριες επιδρομές των κατσικιών» και στις οποίες εμπιστεύτηκαν την περιουσία τους όταν έφυγαν από τον Ασφοντυλίτη «χωρίς να κλείσουν το πέτρινο μαντρί» δεν ήταν έτσι πάντα έρημος αλλά «χέρι μαστορικό πέρασε κάποτε γύρω από κάθε πέτρα του τοίχου για να τον ημερώσει, μιας και αυτός (στο σπίτι του Βασσάλου) τύχαινε να έχει το πρόσωπο στη Μεγάλη Στράτα που όλη η Αιγιάλη βάδιζα σαν έπρεπε να πάει στη χώρα ή στο Μοναστήρι». Και πως πίσω από κάθε τοίχο «κρυβόταν μια αυλή, για την πρώτη στάση κι ένα πεζούλι , από πέτρα ή από ξύλο καμιά φορά, για να αναπαυτούν λίγο ο κουρασμένος ξωμάχος και ο επισκέπτης του σπιτιού». Τα σπίτια που τώρα έμειναν χωρίς τις χρείες τους (σκεύη).
Ο Μιχάλης Ρούσσος έφυγε από τη ζωή στα χρόνια της Κατοχής και μαζί του φαίνεται πως πήρε την ιώβεια υπομονή που χρειάστηκε εκείνος για να σκαλίσει πάνω από 200 ζωγραφιές στην σκληρή πέτρα.
Είναι γνωστό ότι οι δημιουργοί της τέχνης αυτής, της λιθογλυπτικής, λιθοξόοι, μαρμαράδες ή αλλιώς «πελεκάνοι», ήταν μια ιδιαίτερη επαγγελματική τάξη που αποκτούσε την γνώση της τέχνης με μαθητεία κοντά σε έμπειρους τεχνίτες του είδους. Για την αναζήτηση εργασίας οι τεχνίτες μετακινούνταν πέρα από τα σύνορα του τόπου τους και απέδιδαν έργα ομοιογενή, τόσο στην Ελλάδα όσο και εκτός αυτής. Τα έργα της λαϊκής γλυπτικής (βρύσες, λειτουργικά αρχιτεκτονικά ανάγλυφα – θυρώματα, υπέρθυρα, φεγγίτες-, διακοσμητικές εντοιχισμένες πλάκες σπιτιών και εκκλησιών, ανάγλυφες ταφόπετρες κτλ.) εντάσσονται από γεωγραφική άποψη στην ηπειρωτική και τη νησιωτική λαϊκή γλυπτική.
Τα έργα της λαϊκής γλυπτικής, πέρα από αισθητικό-καλλιτεχνικό, αποκτούν και ιδιαίτερο λαογραφικό ενδιαφέρον. Και τούτο διότι, ανάμεσα στα διακοσμητικά θέματα που υπάρχουν κυρίως σε υπαίθριες βρύσες, υπέρθυρα παραθύρων και φεγγίτες, συναντούμε και παραστάσεις συμβολικές και αφηγηματικές, από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες για δεισιδαίμονες αντιλήψεις του λαού, ενώ παραστάσεις πάνω σε υπέρθυρα και επιτύμβιες πλάκες φωτίζουν την ενδυματολογική παράδοση και τις επαγγελματικές δραστηριότητες, κυρίως, των νησιωτών. O Ρούσσος, μέσω του Ηλία Προβόπουλου, υπογραμμίζει έντονα ότι ο τεχνίτης της πέτρας μπορεί πάνω της να ζωγραφίσει την ίδια του την ψυχή.
Αντί για οποιαδήποτε δική παρέμβαση θα ήθελα να τελειώσω με ένα κείμενο του Ηλία Προβόπουλου, που θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό για να τα παραφράσω:
Η αυλή των πνευμάτων
Περιμένει το πέτρινο τραπέζι μπροστά από την κατοικιά της Μουζίκας τον παλιό νοικοκύρη να γυρίσει κάποια μέρα πίσω• να καθαρίσει την αυλή από τις τσουκνίδες, να ανοίξει τις πόρτες και να στρώσει μετά πάνω του πετσέτα για τδειπνήσει παρέα με τα αστέρια και τις σκιές των προγόνων.
Πάνε πολλά χρόνια από τότε που άρχισαν να φεύγουν οι άνθρωποι από τον Ασφοντυλίτη· άλλοι για να μείνουν μόνιμα στα χωριά της Αιγιάλης, άλλοι για μακρύτερα αναζητώντας καλύτερη τύχη κι άλλοι για τον ουρανό της Αμοργού...
Έτσι άδειασαν οι δρόμοι της Όξω Μεριάς και σιώπησαν οι μικρές αυλές μπροστά στις κατοικιές του οικισμού όπου συνήθιζαν παλιότερα οι οικογένειες του Ασφοντυλίτη να μαζεύονται μετά τη δουλειά στα χωράφια τους και να συζητάνε τα γεγονότα της ημέρας που πέρασε, πίνοντας ρακή που έβγαζαν από τα δικά τους αμπέλια και τρώγοντας απ’ αυτά που τους έδινε ο τόπος τους και το κοπάδι τους.
Αυτή την ευλογημένη ώρα που το κορμί και τα χέρια ξεχνούσαν τον κάματο της μέρας, ήταν που ξεκινούσε και το μυαλό να πετάξει μακριά από το λιθότοπο που είναι η Όξω Μεριά της Αμοργού και η ψυχή να ταξιδέψει στους δικούς της ουρανούς, μαζί με τα σύννεφα και τα πουλιά που φεύγουν κι έρχονται απ’ όλους τους ορίζοντες του Αρχιπελάγους
Μετά από τόσα χρόνια, κανένας δεν φαίνεται πια τα απογεύματα ή τα ήσυχα βράδια με γεμάτο το φεγγάρι να κάθεται στις χορταριασμένες αυλές και με ακουμπισμένα τα χέρια στο λίθινο τραπέζι να μιλά με τον διπλανό του ή με τα αστέρια που στέκονται και φέγγουν σαν φαναράκια πάνω από τον οικισμό.
Μετά από τόσα χρόνια, μόνο τα πνεύματα των προγόνων κατεβαίνουν από τον ουρανό και αόρατα κυκλοφορούν στον Ασφοντυλίτη. Αφού περάσουν για να δουν πώς στέκονται οι ξερολιθιές και τα άλλα τους έργα, μαζεύονται κατόπιν στην αυλή και συζητούν χωρίς κανένας να τους βλέπει και να τους ακούει τι είδαν και αυτή τη μέρα στον τόπο που ενώ άφησαν ζωντανό και γόνιμο, ακόμη δεν μπορούν να πιστέψουν πως έσβησε μέσα σε λίγα χρόνια και άρχισε να γίνεται ένας σωρός από ερείπια.
Από αριστερά: ο νομικός και επίτιμος πρόεδρος της Ένωσης Κυκλαδικού Τύπου Μανώλης Λιγνός ο οποίος συντόνισε την παρουσίαση, εγώ, η Αικατερίνη Καμηλάκη-Πολυμέρου, ο καραγκιοζοπαίχτης Άθως Δανέλλης και ο μουσικός και δάσκαλος της μουσικής Alexanter Spitzing [Φωτό: Νίκος Κουλουμπρούκας]