Οι στολισμένες πανυχίδες για τους εορταζόμενους δίνουν τον διαφορετικό τόνο στην ημέρα και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για οποιαδήποτε παρεξήγηση
ΑΝΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΣΤΟ ΠΑΛΙΟ ΒΑΣΙΛΕΣΙ ΤΗΣ ΠΡΑΣΙΑΣ
Δεν είναι δα και συνηθισμένο φαινόμενο· σε κάποια απόμερα χωριά, όπως στο δυσπρόσιτο συνοικισμό Βασιλέσι της Πρασιάς στον Απεράντιο της Ευρυτανίας το οποίο πολλοί θεωρούν σβησμένο, να γίνεται μέσα στις αρχές του χειμώνα ένα ωραίο πανηγύρι και τον πρώτο λόγο να τον έχουν οι μόνιμοι κάτοικοί του…
Έτσι έγινε, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου του 2008, όταν με τον Δημήτρη Παπαδιά από
τον γειτονικό συνοικισμό Πρόδρομος, είπαμε να γιορτάσουμε αυτή την αφιερωμένη στους Δημητράδες ημέρα στη μικρή εκκλησία του Αϊ - Δημήτρη στο παλιό Βασιλέσι. Ήταν νωρίς όταν φτάσαμε εκεί από το χωματόδρομο που περνάει μέσα από το δύστροπο ποτάμι που καλείται Βασιλόρεμα και ευτυχώς δεν είχε νερό γιατί αλλιώς θα έπρεπε να περπατήσουμε μια απότομη, άτεχνη ανηφοριά που βγάζει στην εκκλησία και πληγώνει σοβαρά το τοπίο και είχαμε χρόνο να παρατηρήσουμε το χώρο.
Άντρες – γυναίκες είχαν έρθει όλοι με τα καλά τους κι εκεί που περιμέναμε πως θα βλέπαμε μόνο γέροντες, με ευχάριστη έκπληξη διαπιστώσαμε πως μεταξύ των εκκλησιαζομένων ήταν και δυο – τρεις νέες γυναίκες, της μιας μάλιστα ο άντρας, είχε στα χέρια του την κορούλα τους, την Πόπη, ντυμένη εορταστικά σαν ροζ κουφετάκι. Η αργία φταίει, σκεφτήκαμε. Λίγο αργότερα όμως καταλάβαμε πως ναι μεν το τετραήμερο υποστήριξε κατά κάποιο τρόπο την παρουσία τους, αλλά οι επισκέψεις τους είναι τακτικές γιατί όλο και κάποιος πρέπει να ανοίγει την πόρτα του πατρικού σπιτιού και να λέει δυο κουβέντες στους γονιούς που μένουν μόνιμα στο χωριό.
.
Οι περισσότεροι άντρες φορούσαν το κλασικό καλό ρούχο της γιορτής, ύφασμα παντελόνι, πουκάμισο, σακάκι, φρεσκοξυρισμένοι όλοι ενώ οι γυναίκες, ταγιεράκι από έμπειρη μοδίστρα που κάνει πάντα πιο γλυκιές τις μεσόκοπες ενώ το χτένισμά τους ακολουθούσε την παλιά μόδα που δημιούργησαν κάποτε οι ντόπιες κομμώτριες και έκτοτε υιοθετήθηκε στην περιοχή. Κανένας πάντως δεν φορούσε τίποτα από τα καινούργια ρούχα -τζιν, φόρμες με διαφημιστικά σήματα, μπουφάν και άλλα τέτοια που αν μη τι άλλο, φαίνονται αταίριαστα και χαλάνε την εικόνα κάθε μιας γιορτής. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας ουδόλως αμφισβητήθηκε η «τάξη» του κόσμου. Οι άντρες έκατσαν εκεί που πρέπει, οι γυναίκες πίσω – πίσω και μπροστά τους τα παιδιά ενώ οι ψάλτες ήταν συγχωριανοί με έφεση την καλλιφωνία και στα τραγούδια.
Η μικρή εκκλησία, λόγω της απομόνωσης δεν είχε φωτισμό από ηλεκτρικό ρεύμα. Ένα γλυκό φως όμως ανέβαινε από το λιθόστρωτο πάτωμα κοντά στο τέμπλο όπου στη σειρά ήταν τοποθετημένες εννιά φωτισμένες πανυχίδες, όσες και οι οικογένειες του χωριού που είχαν ένα Δημήτρη ή μια Δημητρούλα, ανεξάρτητα αν οι εορτάζοντες ήταν παρόντες ή κάπου μακριά. Οι μανάδες είχαν φροντίσει να τους γιορτάσουν στην εκκλησία με πανυχίδες που είχαν φτιάξει με τον ίδιο τρόπο όπως παλιά και ας τις κατακρίνουν άλλες αυτά τα «σιτάρια» προορίζονται μόνο για τους πεθαμένους.
.
«Έτσι μάθαμε από τις μανάδες μας κι έτσι θα συνεχίσουμε» μας είπε η Διαμάντω Μάνταλου μια δραστήρια γυναίκα που κατοικεί στις Λαγκαδιές Προδρόμου και θεωρεί πως οι γιορτές και μάλιστα οι αυτές που γίνονται στα παλιά εξωκκλήσια του χωριού, πρέπει να γίνονται όπως παλιά. «Θα καταλαβαίναμε σήμερα αν ήταν του Άϊ Δημήτρη αν δεν ήταν οι πανυχίδες» λέει και ξεθυμαίνει με τις πρωτευουσιάνες που τα έχουν παρατήσει όλα και γι’ αυτό τίποτα δεν πάει καλά πλέον στον κόσμο.
Σε αυτό το απόμερο μέρος των Ευρυτανίας, το Βασιλέσι που οι θρύλοι το θέλουν ως αρχαίο βασίλειο, απ’ όπου προέρχεται λένε και το όνομά του, διατηρείται ακόμα αυτό το έθιμο με τις αμνημόνευτες ρίζες και απ’ ότι φαίνεται άντεξε και στην πολεμική ορισμένων κύκλων σχετικά με το αν η ευχή απευθύνονταν προς τους ζωντανούς ή τους πεθαμένους. Το θέμα όμως το είχε λύσει προ πολλού η ισχυρή τοπική παράδοση που δεν ήθελε να γίνονται μνημόσυνα την ημέρα που εορτάζει ο συγκεκριμένος ναός κι έτσι χωρίς το φόβο μη τις αποπάρει κανένας, οι γυναίκες δημιουργούν ωραίες πανυχίδες με βρασμένο σιτάρι και τριμμένο καρύδι που το στολίζουν με φέτες από κόκκινα μήλα και αν έχουν, γιατί είναι δυσεύρετα πλέον και με χρωματιστά κουφέτα και να μην δημιουργούνται παρεξηγήσεις τις βάζουν από την πλευρά της Παναγίας. Αναλόγως δε με τα άτομα της οικογένειας που εορτάζουν βάζουν και τα αναμμένα κεριά τα οποία μετά τη σχετική ευλογία ο ιερέας τα σβήνει με κόκκινο κρασί. Όταν σχόλασε η εκκλησία οι κυράδες πέρασαν μπροστά απ’ όλους που περίμεναν στην αυλή και προσέφεραν τις ωραίες πανυχίδες κουβαλώντας και χαρτοπετσέτες που έχουν υποκαταστίσει το κλασικό μαντήλι που συνήθιζαν να βάζουν οι παλιότεροι το «σιτάρι» όπως το λέμε και σε άλλα μέρη και από το οποίο, αν το χωριό είχε αρκετά ονόματα εκείνη τη μέρα, χόρταιναν και πολλοί από τους αδύναμους.
.
Μείναμε από τους τελευταίους και πήγαμε να φύγουμε όταν ο Βασίλης Ζευγωλάς, ο μοναδικός μαζί με τη γυναίκα του Χρυσούλα κάτοικος του οικισμού Παλιό Βασιλέσι και γείτονας της εκκλησίας, μας προσκάλεσε να περάσουμε από το σπίτι του να μας κεράσει για τη γιορτή του γιού του που ήταν στην Αθήνα. Δεν μπορούσαμε να πούμε όχι γιατί ο τρόπος της πρόσκλησης είχε κάτι από εκείνο το παλιό, ανεπιτήδευτο κάλεσμα που δεν έκανε εξαίρεση σε κανένα ξένο κι έτσι βρεθήκαμε σε ένα απλό, κατακάθαρο σπίτι και κάτσαμε στην αυλή μαζί με τους συγχωριανούς.
Το γλυκό που μας πρόσφεραν δεν μπορούσε να είναι τίποτα άλλο από μπακλαβάς που είχε φτιάξει η ίδια η νοικοκυρά και ντόπιο τσίπουρο που σέρβιρε η κόρη της που γι’ αυτό το λόγο είχε έρθει από το Καρπενήσι. Η κουβέντα στην αυλή ήταν σύντομη και στράφηκε γύρω από την κατάσταση της εκκλησίας η οποία χρήζει άμεσης επέμβασης γιατί θα πέσουν και οι τελευταίες από τις αγιογραφίες της και φυσικά για τα παλιά χρόνια, όταν σε όλη την Πρασιά ζούσαν πάνω από χίλια άτομα και του Άϊ – Δημήτρη γιόρταζαν και με όργανα, τον Γιώργο Ζιαβλάνη και τον Χρήστο Μάη.
Οι καιροί αυτοί όμως πέρασαν και σε όλο το Βασιλέσι δεν ζουν πάνω από 30 άνθρωποι μεγάλης κυρίως ηλικίας και για τους οποίους, το μικρό πανηγυράκι του Αι Δημήτρη γι’ αυτούς ήταν εφέτος η μεγαλύτερη γιορτή του χρόνου!
Η μικρή εκκλησία του Αι Δημήτρη στο παλιό Βασιλέσι έχει την ιστορία της αλλά και πολλά προβλήματα που θέλουν άμεση και σωστή αντιμετώπιση από τους ειδικούς
Οι Ζευγωλαίοι είναι οι πιο κοντινοί γείτονες του Αϊ Δημήτρη και στην αυλή τους κάνουν πάντα την πρώτη στάση οι χωριανοί να ευχηθούν για τον γιό του Δημήτρη.
Η Διαμάντω Μάνταλου δεν καμαρώνει μόνο για το όμορφο πιάτο της αλλά και για τον ντροβά της με τα παλιακά στολίδια που τον κρατάει ακόμα από την προίκα τηςΜέχρι να ακούσουν πως κοντεύει να τελειώσει η λειτουργία για να μπουν και αυτοί στην εκκλησία οι άντρες του χωριού προλαβαίνουν να πουν μερικές κουβέντες
Δεν μπόρεσε να πάει φέτος στο χωριό ο Δημήτρης της κυρά Παναγιώτας Πότσιου από το Κυπαρίσι αλλά η μάνα του μάζεψε γι’ αυτόν τις ευχές των συγχωριανών του.
Σκέφτεσαι καμιά φορά πως αν είχε η μικρή εκκλησία του Αι Δημήτρη είχε ηλεκτρικό, οι πανυχίδες με τα αναμμένα κεριά θα έχαναν τη μισή ομορφιά τους
Όποιος περπατήσει τους μαχαλάδες της Πρασιάς, σίγουρα θα καταλάβει γιατί αυτός ο κόσμος εκεί επιμένει να κρατάει με πείσμα τις πατρογονικές του παραδόσειςΟι ψηλές, απότομες και απάτητες κορφές των Πρασιώτικων βουνών στα κεντρικά Άγραφα στεγάζουν τον μικρό κόσμο που μένει ριζωμένος στο απόμακρο Βασιλέσι
Δεν είναι δα και πολλές οι μέρες του χρόνου που μπορούν να επισκεφθούν οι γειτόνισσες τους Ζευγωλαίους και η κυρά Χρυσούλα ξέρει πώς να τις ευχαριστήσει Η λειτουργία ήταν μόνο η αρχή για τη γιορτινή ημέρα και οι κυράδες του χωριού φεύγουν βιαστικά γιατί ξέρουν πως χωριανοί και φίλοι θα περάσουν και από το σπίτι
Έτσι το βρήκαν το έθιμο και έτσι θα το συνεχίσουν οι κυράδες της Πρασιάς που θέλουν τις πανυχίδες για τα ονόματα των δικών τους να τις ευλογεί ο παπάς.
Το πανηγυράκι του Αι Δημήτρη δίνει την ευκαιρία και σε πολλούς ξενιτεμένους να γυρίσουν αυτή τη μέρα στην Πρασιά και να χαρούν μαζί με τους χωριανούς τους.
- Το μικρό αυτό αφιέρωμα στο πανηγυράκι του Αγίου Δημητρίου στο παλιό Βασιλέσι της Πρασιάς δημοσιεύτηκε στο ένθετο περιοδικό του Έθνους "EXPLORE NATURE" τον Νοέμβριο του 2009, εποχή που ακόμη κάτι τέτοια περιοδικά μπορούσαν να κυκλοφορούν. Από τότε και ύστερα, λόγω της κρίσης βεβαίως, αλλά και πολλών άλλων αιτιών, έσβησαν και το κενό τους, παρ' όλες τις προσπάθειες που καταβάλλονται από διάφορα δικτυακά μέσα δύσκολα αναπληρώνεται.